Scroll Top

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες | Δύο σωληνάρια κινίνο | Γράφει ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Ανθολόγηση αφιερώματος: Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Επιμέλεια αφιερώματος : Μίνα Π. Πετροπούλου

 Το Culturebook με αφορμή τα Χριστούγεννα και το πως επηρεάζουν την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων, θέλησε  μέσω   του λυτρωτικού ρόλου της  Λογοτεχνίας  να παρουσιάσει διηγήματα που καταγράφουν σκέψεις, συναισθήματα και βιώματα για τη συγκεκριμένη περίοδο, που δεν αποπνέουν μόνο  χαρά και αισιοδοξία αλλά και κάποτε πικρία, θλίψη και πόνο. Πάντοτε όμως την αλήθεια της έμπνευσης για τον κάθε δημιουργό. Με αυτό το σκεπτικό ετοίμασε το συγκεκριμένο αφιέρωμα, στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι και διακεκριμένες συγγραφείς.

Ευχαριστώ  από καρδιάς όλους όσοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην πρόσκλησή μας.

Η επιμελήτρια

Μίνα Π. Πετροπούλου

Γράφει ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς

Δύο σωληνάρια κινίνο

Δύο σωληνάρια κινίνο

Η λίμνη στη μωβ ύφανση του απογεύματος. 

Απόλυτη ησυχία στα λιόδεντρα, καθώς ‘παίρναν τον κατήφορο σιγοτραγουδώντας στον άνεμο του χειμώνα. Έφταναν μέχρι κάτω- χαμηλά- να ξεδιψάσουν. Η επιφάνεια της λίμνης πέτρα σκληρή, άλλοτε μαύρη, κατάμαυρη και άλλοτε γεμάτη γιασεμιά από τις αντανακλάσεις των άστρων. Άδεια….φαίνονταν τα σωθικά της. Είχε να βρέξει μήνες.   

Στην πλατεία ήταν εύκολο να βρεις στασίδι στον ήλιο. Οι ξύλινες καρέκλες αραδιασμένες κάτω από το αιωνόβιο δέντρο, κενές,  όπως και τα σιδερένια τραπέζια. Τα μπουριά της ξυλόσομπας ήταν τα μόνα χέρια σ’ αυτόν τον τόπο, που έδειχναν αγάπη αγκαλιάζοντας τα τζαμιλίκια του αρχοντικού. Έχασκε και αυτό μισογκρεμισμένο. Μόνο το ισόγειο κράταγε τον χρόνο όρθιο, σερβίροντας καφέδες και τσίπουρα. 

Μετά την άρνηση να φορέσουν το φωτοστέφανο της ειρήνης και οι μεν και οι δε τεμπέλιασαν στου μίσους την ευκολία. Ξεκληρίστηκαν δυο μαχαλάδες. Οι καλύτεροι του χωριού. Άδειασαν τα σπίτια, χορτάριασαν οι κήποι, ξεράθηκε ο ήλιος στις μάντρες τους.

Ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Αστέριος, τον περίμενε στη λίμνη με όλα τα σύνεργα, που ξήλωνε τις σάρκες από το τομάρι των αρνιών το Πάσχα. Ισχυριζόταν ότι του είχε πειράξει την αδερφή. Γι’ αυτό ήταν μόνιμα θυμωμένος. Δεν άντεξε την πρόωρη, έστω και με τη θέλησή της, διάρρηξη του παρθενικού υμένα της Ιόλης. Σχίζοντας ένα πουρνάρι, ο Ιάσωνας έφαγε το μεγάλο του δάχτυλο. Πλημμύρισε στο αίμα, αναγκάστηκε να αλλάξει την καθημερινή του συνήθεια. Αντί να πάει στη λίμνη να ρίξει δίχτυα, επέστρεψε στο σπίτι να του δέσουν με σουλφαμίδα το χέρι.

Πρώτη του χρόνου Ιάσωνα δεν κάνουν δουλειές! Κάθονται στα αυγά τους και μαζεύουν γαλήνη και ζεστασιά στο σπιτικό τους. Κακός οιωνός το αίμα τέτοια μέρα.

Έβαλε κάρβουνα η παστρικοθοδώρα και λιβάνι μπόλικο στο θυμιατό και γύρισε τρεις φορές όλο το σπίτι. Έφτασε μέχρι την άκρια του δρόμου κάνοντας το σταυρό της ξανά και ξανά. Θεώρησε σημάδι κακό το αίμα του παιδιού της στα πουρνάρια που ήταν για το τζάκι. Τα πήρε έτσι βαμμένα με τ’ ανθρώπινο κόκκινο, τα πότισε ζαχαρόνερο, τα σαβάνωσε με ένα σεντόνι από την προίκα της, μπήκε στη βάρκα που ψάρευε το παιδί της και τα έριξε στα βαθιά της Λυσσιμαχίας.

Πέρασαν μέρες πολλές….

Τον περίμενε κάθε μέρα στο ίδιο σημείο μέχρι εκείνο το απόγευμα που φάνηκε ο Ιάσωνας με το χέρι δεμένο και το παλτό ανάρριχτο στην πλάτη . Δεν αντάλλαξαν καμιά κουβέντα, μόνο άγριες ματιές έριξαν ο ένας στον άλλον. Την ώρα που τράβαγε με δυσκολία τα δίχτυα να τα βάλει στη βάρκα, τον πλησίασε ο αδερφός της Ιόλης και του έδωσε μια με τον μπαλτά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Δεν έβγαλε άχνα. Δεν κατάλαβε ούτε ο νεκρός αλλά ούτε και ο θιγμένος αδερφός τι έγινε. Τον τύλιξε με τα δίχτυα και τον έστειλε στα σωθικά της λίμνης να βρει τα ματωμένα πουρνάρια. Εκείνα στα σάβανα της μητέρας του και αυτός, στα δίχτυα του μίσους και του έρωτα που κανείς δεν είχε αποδεχτεί. Ήταν δυνατόν η όμορφη κόρη του πρώτου της μικρής κοινωνίας της Αιτωλίας να πάρει τον γιο του «κατσαπλιά»; Ο πατέρας τους έφυγε μόνος, άφησε γυναίκα και παιδιά για να πάει στα βουνά με τους άλλους, που τα έβαλαν με την πατρίδα, όπως έλεγαν  οι καλοθελητές της περιοχής – ο κοινοτάρχης, ο χωροφύλακας, ο γραμματέας. Ο μόνος που τον υποστήριζε ήταν ο δάσκαλος. Αυτός σπούδασε στην Ρουμανία. 

Ο Ιάσωνας δεν βρέθηκε ούτε ως ξεραμένα κόκκαλα στις λάσπες της λίμνης. Ο άλλος, έφυγε για την Αμερική με τις πλάτες της χωροφυλακής πριν μαθευτεί τι έγινε. Όλοι πίστεψαν ότι πνίγηκε καθώς τα δίχτυα τον τράβηξαν μέσα. 

Από τότε κανείς τους δεν είδε ν’ ανθίζουν ξανά στα ριζά της λίμνης οι πορτοκαλιές, οι μανταρινιές και οι λεμονιές. Οι μανάδες τους έφυγαν πριν την ώρα τους με το μαράζι των παιδιών τους. Η Ιόλη φαρμακωμένη ήρθε στην Αθήνα στον αδερφό του πατέρα της, τρανό στέλεχος του Υπουργείου Εξωτερικών. Ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην παιδαγωγική ακαδημία και διορίστηκε δασκάλα σε σχολεία του λεκανοπεδίου της Αττικής. Έμενε μόνη της. Πολλά χρόνια. 

Την έψαχναν μέρες πολλές φίλες και συγγενείς. Παραμονή Χριστουγέννων την βρήκαν ακίνητη, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Φορούσε το μεταξωτό της νυχτικό. Είχε στολίσει τα χείλια της με το άλικο κόκκινο που τόσο αγαπούσε και στα αφτιά της είχε περάσει τα σκουλαρίκια που θα φορούσε νύφη. Στα χέρια της κρατούσε δυο σωληνάρια κινίνο. Στο ένα  κομοδίνο δεξιά η φωτογραφία του Αστέριου που τον έχασε στη ξενιτιά, στο άλλο αριστερά η φωτογραφία του Ιάσωνα. Δεν έκαναν πότε το ταξίδι που τόσο ήθελαν μαζί και σχεδίαζαν για την Κολχίδα. 

Βιογραφικό Μίνα Πετροπούλου

Βιογραφικό Αντώνης Δ. Σκιαθάς