Γράφει η Χριστίνα Λαμπούση
Γιορτή Χαράς
Ήταν μικρή τότε. Δεν καταλάβαινε και πολύ τι γινόταν. Όλα ήταν ανακατεμένα, ζωή, παραμύθι, πραγματικότητα, φαντασία, όλα ένας αχταρμάς στο μικρό της κεφαλάκι. Ήταν χρόνια που είχε φύγει η μάνα της. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν πέντε χρονών, όταν έμεινε ορφανή. Τον πρώτο καιρό της έλεγαν πως η μάνα έφυγε για ταξίδι. Δεν κάνει να λες ψέματα όμως στα παιδιά. Γιατί τα παιδιά όλα τα παίρνουν για υποσχέσεις και οι υποσχέσεις δημιουργούν προσδοκίες και οι προσδοκίες μάς κάνουν να περιμένουμε. Έτσι και η Μυρτώ… Περίμενε κάποια στιγμή ότι θα επιστρέψει η μάνα της από το ταξίδι. Η μάνα της όμως δεν επέστρεφε.
Και κάπου εκεί, γύρω στο εφτά της χρόνια, άρχισε να μην πιστεύει τους μεγάλους, ό,τι κι αν της έλεγαν. Δε θέλει και πολύ για να χαθεί η εμπιστοσύνη. Σε μια μικρή κλωστή κρέμεται η πίστη μας στους άλλους, αν η ισορροπία διαταραχθεί, πάει η πίστη, πάει και η προσδοκία.
Την ενοχλούσαν λίγο τα ψυγοψιθυρίσματα στο χωριό, “Αχ το κακόμοιρο το ορφανό”, δεν έδινε όμως σημασία, εδώ καλά καλά δεν ήξερε τι σημαίνει η λέξη ορφανό. Αυτό που την στέριωσε στη ζωή και την κράτησε ήταν η γιαγιά της, η μάνα της μάνας της, η γιαγιά που έγινε μάνα. Τώρα που είναι μεγάλη, αναλογίζεται πόσο δύσκολο θα ήταν για τη γιαγιά της να παριστάνει τη χαρωπή, ενώ ήδη είχε χάσει παιδί. Η αλήθεια είναι πως και χαρωπή δεν την έλεγες, μια θλίψη και μια σκοτεινιά είχε στο βλέμμα της όλο τον καιρό.
Μόνο τις μέρες του Πάσχα, μόνο τότε εκεί κάτι γινόταν, που η Μυρτώ πότε της δεν κατάλαβε. Ενώ όλες τις μέρες η γιαγιά ήταν απασχολημένη, δουλειές στο σπίτι, δουλειές στις αυλές, να μεγαλώνει την εγγόνα της, χωρίς να βγάλει ποτέ τα μαύρα ρούχα από πάνω της, τις μέρες του Πάσχα κάτι αλλιώτικο γινόταν μέσα της. Και τούτη η αλλαγή της γινόταν σιγά-σιγά, σταδιακά, ξεκινώντας από την Μεγάλη βδομάδα. Τη Μεγάλη Δευτέρα άρχιζε με ένα αλλόκοτο κέφι παστρικά να ασπρίζει τα πεζούλια, τη Μεγάλη Τρίτη ο οργασμός αυξανόταν, τσουρέκια, κουλούρια, τη Μεγάλη Τετάρτη η γιαγιά συμπεριφερόταν λες και βρισκόταν σε γιορτή, Μεγάλη Πέμπτη έβαφε τα αυγά τραγουδώντας, μη νομίζετε τίποτα τραγούδια πένθιμα, πάρα τραγούδια κεφάτα, πετάριζε η καρδούλα της, χωρίς να μπορεί η Μυρτώ να καταλάβει γιατί. Μεγάλη Παρασκευή, μέρα που όλοι θρηνούν, η γιαγιά γιόρταζε.
Κι ερχόταν το Μεγάλο Σάββατο. Εκείνη τη μέρα όλοι ξέρανε στο σπίτι πως η γιαγιά θα εξαφανιστεί από το πρωί. Κανένας δεν ήξερε πού πάει, κανένας δεν ήξερε τι έκανε εκείνη τη μέρα. Ήταν δεκατεσσάρων χρόνων η Μυρτώ, όταν δε βαστιότανε άλλο πια και αποφάσισε να ανακαλύψει το μεγάλο μυστικό. Πού πάει η γιαγιά αυτή τη μέρα; Πού πάει φορώντας τα καλά της; Γιατί σε κανέναν δε λέει πού πάει; Ήρθε η ώρα να μάθει το μυστικό της.
Την παίρνει λοιπόν στο κατόπι, προσέχοντας πολύ μην την πάρει χαμπάρι, αν την έπαιρνε, όλα θα χαλούσαν. Μπροστά η γιαγιά, καλοφτιαγμένη και βιαστική, πίσω η Μυρτώ να την ακολουθεί, να κρύβεται από γωνία σε γωνία κι από δέντρο σε δέντρο. Μα τι γυρεύει στο δρόμο του νεκροταφείου η γιαγιά; Την βλέπει να μπαίνει μέσα, να κατευθύνεται στον τάφο της μητέρας της. Ευτυχώς οι τάφοι είναι πολύ καλή κρυψώνα για να κρυφτείς, η γιαγιά δε θα την έπαιρνε είδηση. Και κρυμμένη πίσω από μια ταφόπλακα, πεντέξι τάφους πιο πέρα, βλέπει τη γιαγιά να ανοίγει το καλαθάκι της, να στρογγυλοκάθεται στον τάφο, να απλώνει πάνω του μικρό τραπεζομάντηλο, να βγάζει μια μπουκάλα κρασί, δύο ποτήρια, λίγους μεζέδες σε ένα πήλινο μπολάκι, να κερνάει το φανταστικό ομοτράπεζό της, να κερνάει και τον εαυτό της.
Αυτό λοιπόν ήταν το μυστικό της γιαγιάς! Αυτό ήταν το επτασφράγιστο μυστικό της… Η Μυρτώ παρέμεινε κρυμμένη να παρακολουθεί κι όταν μετά από λίγο άρχισε να της φεύγει η έκπληξη και η απορία, η ψυχή της ηρέμησε, είδε κι αυτή μπροστά της τη μάνα της, να τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους με τη γιαγιά της. Δεν την θυμόταν πώς ήταν στ’ αλήθεια, την είδε όμως να φορά εκείνο το λουλουδάτο φορεματάκι που φορά στη φωτογραφία που είχε η γιαγιά πάνω στο σύνθετο. Τα μαλλιά της πιασμένα με τον ίδιο τρόπο, όπως στη φωτογραφία. Και τότε κατάλαβε…
Ήταν η μέρα που ανασταίνονται οι νεκροί. Ήταν η μέρα της συνάντησής τους. Τώρα κατάλαβε πως η γιαγιά της όλη τη χρονιά έκανε υπομονή και βάσταζε τον πόνο της, μέχρι να έρθει αυτή η μέρα, η μέρα που η δική της κόρη θα επέστρεφε, η μέρα που θα κάθονταν παρέα να πούνε τα δικά τους.
Από τότε το Πάσχα για την Μυρτώ απέκτησε άλλη διάσταση, έγινε γιορτή χαράς. Και την επόμενη χρονιά και τη μεθεπόμενη και κάθε άλλη χρονιά, το σκηνικό επαναλαμβανόταν ακριβώς το ίδιο. Η γιαγιά στο νεκροταφείο απλώνει το τραπεζομάντηλό της, χαρούμενη πηγαίνει, χαρούμενη φεύγει, η Μυρτώ κρυμμένη πίσω από τους τάφους, η μάνα της παρούσα πάντα με εκείνο το λουλουδάτο φορεματάκι.
Κι όταν μετά από μερικά χρόνια πέθανε η γιαγιά, η Μυρτώ συνέχισε την παράδοση πιστά. Έπαιρνε το καλαθάκι της, άπλωνε το τραπεζομάντηλο πάνω στον τάφο της μητέρας της, συναντιούνταν εκεί μάνα και κόρη. Αφού τα έλεγαν λίγο κατ΄ ιδίαν, ερχόταν και η γιαγιά. Είχε γίνει η σχετική μέριμνα άλλωστε. Τρία σερβίτσια στο καλαθάκι, τρία ποτήρια.
Και γιόρταζαν…