Η νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Γκανέλη («το ημιτελές τελεσίγραφο», στίξις, 2020) συνεχίζει τη διαδρομή του ποιητή στην αλογία. Ο πλούσιος μεταφορικός λόγος του με τα υπερρεαλίζοντα στοιχεία ως συμβολικό σύστημα ενεργοποιοεί τις αναγνωστικές ερμηνείες της πραγματικότητας. Η ίδια η γλώσσα αποτελεί το μέσο ερμηνείας του κόσμου. Και εδώ ακριβώς έρχεται ο φροντισμένος λόγος του Γκανέλη να απλώσει τη γλώσσα, αναζητώντας την οικοδόμηση νέων ερμηνευτικών δομών.
Η ποιητική του Γκανέλη θεμελιώνεται ακριβώς στην ποιητική της ανατροπής και της ειρωνείας. Η ειρωνεία στηρίζει την αποτελεσματικότητά της στην αξιοποίηση της διαφοράς και της απόστασης μεταξύ λέξεων ή γεγονότων και των πλαισίων τους. Ο δημιουργός αξιοποιεί τις αποκλίσεις από τους συντακτικούς ή σημασιολογικούς κανόνες και άλλοτε παρεμβάλλοντας κάποια άσχετη κατάσταση ή εικόνα που συνενώνεται συνειρμικά κατά την αναγνωστική ερμηνεία. Όπως ο συμβολισμός, η αλληγορία και η μεταφορά, η ειρωνεία παρέχει ένα ισχυρό μέσο για την ενοποίηση των φαινομένων αντιφάσεων της εμπειρίας, επιβεβαιώνοντας τελικά όχι μόνο το ποιητικό απρόβλεπτο αλλά και την πολυμορφία του κόσμου. Έτσι όμως η ποιητική του Γκανέλη παραμένει ανοιχτή αξιοποιώντας την αμφισημία και το παράδοξο.
Το ανοιχτό κείμενο προσκαλεί μια ποικιλία αναγνώσεων, καθιστώντας τη διαδικασία της ανάγνωσης ενεργητική και παραγωγική. Το κείμενο απαιτεί από τον αναγνώστη μια πρακτική συνεργασία. Η γλώσσα του Γκανέλη μιλά και διαμορφώνει έναν ιστό ερμηνειών και προσεγγίσεων, καλώντας τον αναγνώστη να εντοπίσει και εξερευνήσει τα διακείμενα, τα παράδοξα και τα σύμβολα ενεργοποιώντας το νόημα. Μέσα σε ένα μεταϋπερρεαλιατικό πλέγμα ποιητικής ο Γκανέλης δημιουργεί σύμβολα που ανατρέπει ρητορικά σε μια ειρωνεία καταστάσεων. Έτσι τα σύμβολά του με σαφή αντιρομαντική διάθεση λειτουργούν ως αποσυνδετικές εικόνες του de Man στον ποιητικό χώρο, εντείνοντας το συναισθήματος απογοήτευσης. Το κείμενο, άλλωστε, ως προϊόν σηματοδότησης της γλωσσικής δομής, εκτός από τη γλώσσα και την πολιτισμική παράδοση ως συλλογικό βίωμα, αποτελείται από διαφορετικά είδη κωδικοποιημένων σημείων (Barthes).
Η ειρωνεία και το απρόβλεπτο σε συνδυασμό με το δομικό β’ ενικό ισορροπούν το συναίσθημα της απογοήτευσης. Η αμεσότητα της έκφρασης και η σκηνική διάσταση που αποδίδεται με το βουβό δευτεροενικό πρόσωπο (άλλοτε ως αντικείμενο, άλλοτε ως υποκείμενο κι άλλες φορές ως κλητική προσφώνηση). Βασικό χαρακτηριστικό της εκφραστικής του Γκανέλη είναι η διαλογική διάσταση των συνθέσεών του, που μοιάζουν με μικρούς σκηνικούς μονολόγους.
Το πληθυντικό κείμενο του Γκανέλη και η ειρωνεία και το ξάφνιασμα του αναγνώστη με το απότομο πέρασμα από το ένα θέμα στο άλλο, διαμορφώνουν μια ανατρεπτική ποιητική. Ο κοινωνικός προσανατολισμός και η αντιεξουσιαστική ποιητική προσέγγισή του συμπλέουν με τον υπαρξιακό προβληματισμό. Η γλώσσα του συνδέεται με την πολυσημία, που είδε ο Καστοριάδης να εμπεριέχει τη συνείδηση των εξουσιαστικών δυνάμεων μιας κοινωνίας και τις ασυνείδητες θέσεις των υποτελών γύρω από φαινομενικά άσχετα από την εξουσία αντικείμενα, όπως η συνείδηση της υλικότητας της κοινωνικής ζωής και της γλώσσας. Για τον Καστοριάδη η γλώσσα δείχνει το κοινωνικό φαντασιακό, καθώς μέσα από αυτή –και χάρη σε αυτήν– δίνονται οι φαντασιακές σημασίες που συνέχουν την κοινωνία. Το κοινωνικό φαντασιακό δημιουργεί τη γλώσσα και η γλώσσα τους θεσμούς. Ας μην ξεχνάμε πως η εξουσία, για τον Foucault, δεν είναι θεσμός ούτε δομή κάποιων πολιτικών δυνάμεων, αλλά μια πολυσύνθετη κατάσταση, μια πολλαπλότητα σχέσεων δύναμης άρρηκτα συνυφασμένων με την κοινωνία. Η εξουσία δεν αφορά ένα κέντρο, το οποίο την ενορχηστρώνει και την ασκεί, αλλά ένα πλήθος ιδεολογικών μηχανισμών (Althusser).
Ως φορέας ιδεολογίας το ποιητικό κείμενο του Γκανέλη προκαλεί την προσοχή του αναγνώστη στην ανατροπή και στο ανοίκειο, στη σύγκρουση με το καθιερωμένο. Φωτίζει αθέατες πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης και καλεί τον αναγνώστη να φέρει κατά την αναγνωστική δραστηριότητα στην επιφάνεια την εμπειρία του από άλλα κείμενα ή βιώματα. Η ιδεολογία λειτουργεί όχι μόνο ως ένα συνεκτικό σύστημα δηλώσεων που επιβάλλεται, αλλά και ως μέσο μιας σύνθετης σειράς μηχανισμών που κινητοποιούν το νόημα.
Και η ποίηση συντελεί ένα ξεχωριστό κοινωνικό και ιδεολογικό φαινόμενο, που ξεπερνά εν πολλοίς τα απλά επικοινωνιακά σχήματα μεταφοράς ιδεών ή πληροφοριών. Είναι μια πρόσκληση (και πρόκληση) να δούμε την κοινωνία και την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από τη φαντασία, το άλογο και τη γλωσσική δοκιμή. Για αυτό και η λογοτεχνία δεν αποτελεί επικοινωνία. Εξάλλου, από τη στιγμή που ο αναγνώστης αποτελεί το κεντρικό υποκείμενο της λογοτεχνικής δραστηριότητας, τότε το γνωστό τρίπτυχο (πομπός-μέσο-δέκτης) παύει να λειτουργεί, αφού ο αναγνώστης δεν είναι ο παθητικός δέκτης του παρελθόντος, αλλά ένας νέος ενεργητικός πόλος με δική του αυτονόμηση δράση, κριτική ερμηνεία που συν-γράφει το κείμενο.
Το «ημιτελές τελεσίγραφο» του Γιώργου Γκανέλη – Κριτική από τον Δήμο Χλωπτσιούδη
19/09/2020