Οκτώ φοιτητές του μεταπτυχιακού προγράμματος Δημιουργικής Γραφής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (Μαριάν Αγιούμπ, Εύα Αραμπατζή, Κατερίνα Γκούτη, Ξανθίππη Κηπουρίδου, Σοφία Κολοτούρου, Ευγενία Λέπουρα, Ειρήνη Προκοπίου, Σοφία Υφαντή) καταθέτουν την έμμετρη ποιητική τους ματιά. Στίχοι με θεματολογικές και υφολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις, αλλά στίχοι καλογραμμένοι.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.
Καλή ανάγνωση!
Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος
Δημήτριος Π. Νάσκος
Μαριάν Αγιούμπ
Ο δρόμος μου ο φωτεινός
Απ’ τη φωτιά σου παίρνω φως
Φως που το λαχταρά η ψυχή μας
Γλυκό κρασί σαν αίμα που κυλά
Και ζωγραφίζει μονοπάτια στη ζωή μας
Μείνε κοντά μου όσο αντέχω ν’ αγαπώ
Κι αυτό το «αντέχω» στο πάντα να πλησιάζει
Διώξε τα σύννεφα τα πνιγμένα από καπνό
Στην αγκαλιά σου η καρδιά μου να πλαγιάζει
Όνειρο γίνε την αυγή να με τυλίξεις
Με καλημέρες σου να ξυπνώ κάθε πρωί
Κι όταν τα βράδια πάλι πλάι μου γυρίζεις
Να σου φωτίζω τη δική σου τη ζωή
Όταν η ματιά μου σκοτεινιάζει μη φοβάσαι
Κι όταν οι δαίμονες μ’ ορμή με κυνηγούν
Όσο εσύ στην αγκαλιά μου θα κοιμάσαι
Νότες αγγέλων στην χαρά θα μ’ οδηγούν
Κοιτάω μπροστά
Κοίτα πίσω σου μήπως και κρύβεται το τέρας
το βήμα σπρώξε να σε πάρει μακριά
Κοίτα πίσω, σου λιγοστεύει ο αέρας
Τρέχα να φτάσεις σε μιαν ασφαλή στεριά
Κοίτα πίσω, εσύ θα φταις αν θα προλάβουν να σε πιάσουν
γιατί είσαι εκεί, γιατί είσαι εδώ, γιατί άλλου;
Κοίτα πίσω, άγρια βήματα που παν να σε προφτάσουν
άρρωστοι ήχοι σου ξεσκίζουνε το νου
Κοίτα πίσω, γιατί το αίμα θα παγώσει μες στο σώμα
φωνές, ιδρώτας από βρώμικες ματιές
Κοίτα πίσω, μπας και μπορέσεις να σωθείς ακόμα
ό,τι κι αν γίνει θα σου πουν «εσύ θα φταις»
Με μια δύναμη που σκίζει τον αέρα
κοιτάω μπροστά να διώξω τον εφιάλτη
δε χαρίζω σε κανέναν τη δική μου μέρα
και τα τέρατα θα σβήσω απ’ το χάρτη
Οι φωνές μας σ’ αγκαλιά θα ενωθούν και θα νικήσουν
προς το αύριο, στην ελπίδα μιας αλλιώτικης ζωής
Και τα τέρατα ξανά δε θα εμποδίσουν
τον αγώνα μιας μεγάλης προσμονής
Τότε που όλα θ’ ανατέλλουν σαν τον ήλιο δίχως τρόμο
και μπροστά μονάχα θα κοιτάμε
Της ζωής εμείς αλλάζουμε το νόμο
και ελεύθεροι μονάχα προχωράμε
§
Έστειλες μήνυμα για να με δεις
πέταξα, νόμιζα πως θα πεθάνω
έτρεξα, πίστεψα πως θα χαρείς
πως θα με σφίξεις στα χέρια σου επάνωΔώρο σου πήρα ποτό δυνατό
όπως σ΄ αρέσει, να πίνεις, να λιώνεις
και να θυμάσαι πως είμαι εγώ
όταν τις νύχτες πονάς και ματώνεις
Μα δεν σε είδα και ας ήρθα νωρίς
βιάστηκα μου ΄πες δεν ήταν η ώρα
και το κουδούνι της πόρτας θαρρείς
πως μου γελάει στα μούτρα μου τώρα
Με το μπουκάλι κοιμάμαι αγκαλιά
πίνω μονάχη μου και με παιδεύει
μια απορία, τι πήγε στραβά;
ποιο ήταν το λάθος μου και δεν με θέλει
Έρωτας για έναν τραγουδοποιό
Χέρια που γράφουν μουσικές
και στην καρδιά μου μού μιλάνε
Χέρια που ευαίσθητες χορδές
μες στην ψυχή μου πως χτυπάνε
Λόγια που έριξες προχθές
πέτρες στου μέσα μου τη λίμνη
πες μου αν νοιάζεσαι ή αν θες
να πέφτω μόνη μες στη δίνη
Χέρια που πάνω στο χαρτί
δένουν τις λέξεις σε ζευγάρια
Χέρια που παίρνουν το κορμί
και γράφουν πάνω του σημάδια
§
Βγήκα προχθές να πάω στο σταθμό
και γύρω μου ο άνεμος φυσούσε.
Τα δάκρυα ενώθηκαν κι έφτιαξαν ποταμό,
τη θλίψη, ο αποχωρισμός φιλούσε.
Τότε ήταν που σε θυμήθηκα
και θόλωσε η ματιά μου.
Τα σώματα που χάνονται λυπήθηκα˙
σαν όνειρα (που κατοικούν) στα κάστρα των παιδιών
στην άμμο.
Βγήκα προχθές έξω αργά το βράδυ˙
να περπατήσω ήθελα μέσα στην ησυχία.
Να νιώσω απ’ την αύρα ένα χάδι,
μα δε λειτουργούσαν της αφής μου τα ηχεία.
Τότε ήταν που σε θυμήθηκα
και θόλωσε η ματιά μου.
Τα σώματα που χάνονται λυπήθηκα˙
σαν όνειρα (που κατοικούν) στα κάστρα των παιδιών
στην άμμο.
Ποιος τη ζωή κυβερνά
Ποιος τη ζωή μας κυβερνά;
Τα όνειρα ποιος λερώνει;
Που κάθε τόσο μας κερνά
μια νύχτα που πληγώνει.
Κι εγώ εδώ χαζεύω το ταβάνι˙
τους φόβους μου ξαναμετρώ.
Και στων ανθρώπων την άγρια πλάνη,
ματώνω και αιμορραγώ.
Άλλοι τα βάζουν με θεούς,
τους δαίμονες φοβούνται.
Μα οι άνθρωποι φέρνουν τους καημούς˙
τσεκούρι τα πάθη που αλιχτούναι.
Κι εγώ εδώ χαζεύω το ταβάνι˙
τους φόβους μου ξαναμετρώ.
Και στων ανθρώπων την άγρια πλάνη,
ματώνω και αιμορραγώ.
§
Δυο στοίβες ασιδέρωτα
μου κρύβουνε τον έρωτα
στα άστρωτα σκεπάσματα
ενός φιλιού χαλάσματα
Στα πατρικά μας ζούσαμε
το πάθος μας τιμούσαμε
μόλις συγκατοικήσαμε
αγάπη μου ξοφλήσαμε
Ανίας ανακύκλωση
αλλάξαμε επίπλωση
λεφτά για τα κοινόχρηστα
αν μ’ αγαπάς δε ρώτησα
Πιο οικολογικά
Έλα να κάνουμε τις κάλτσες μας ζευγάρια
ειν’ ότι πιο ρομαντικό μπορώ να βρω
προτού τη σχέση μας την παίξουμε στα ζάρια
αξίζει να το δοκιμάσουμε κι αυτό
Έλα να ορκιστούμε σε μια βίγκαν σχέση
τις σάρκες μας να μη σπαράξουμε ξανά
θα συνηθίσεις και μπορεί να σου αρέσει
αν δοκιμάσουμε πιο οικολογικά
Ας επιτρέψουμε στο οικοσύστημα μας
να φωτιστεί μ’ ανανεώσιμες πηγές
ας αποσύρουμε τα πυρομαχικά μας
με βάλσαμο να γιατρευτούνε οι πληγές
Έλα στ’ άλογό μου, μες το καρουζέλ,
είμαι ένας ιππότης, με μικρό σπαθάκι.
Είσαι η Δέσποινά μου – μαντεμουαζέλ-,
πάμε και στη ρόδα, πάμε στο τρενάκι.
Γέλα μου λιγάκι.
Έλα εδώ μικρό μου, φτάνει να δεχτείς,
είμαι ο Δον Κιχώτης, μ’ ένα μηχανάκι.
Είσαι η Δουλτσινέα, πίσω θα ριχτείς,
γκάζι θα πατήσω ως το λιμανάκι.
Γέλα μου λιγάκι.
Έλα στ’ όνειρό μου, άστρο του Νοτιά,
είμαι ένας μάγος, απ’ το φεγγαράκι.
Είσαι η μάγισσά μου, ρίξε μια ματιά
και θα σου χαρίσω κάθε αστεράκι.
Γέλα μου λιγάκι.
Δώσμου ένα φιλάκι.
Το λιμανάκι
Το λιμανάκι
το ζωογόνο
στης λιμνοθάλασσας τον έρημο καημό.
Ραντεβουδάκι
οι δυο μας μόνο
στη μουσική των άστρων και το βρυχηθμό.
Για όσα θέλουμε κι οι δύο
έχω τα μάτια μου κλειστά
και όλο σου λέω το αντίο
μα εσύ μ’ ακολουθείς πιστά.
Μια ιστορία συνεχίζει
χωρίς να ξέρουμε γιατί
κι η κάθε μέρα μας αρχίζει
μια μυστική να ‘ναι γιορτή.
Το λιμανάκι
διώχνει τον πόνο
μέσα στις βάρκες ψιθυρίζει μυστικό.
Παραπονάκι
με πιάνει μόνο
που καταγράφω σε τραγούδι κωδικό.
§
Στα στενάκια του μυαλού
τρέχουν σκέψεις φοβερές
που με βασανίζουν και
ξεσκονίζουν τις σιωπές.
Κάπου κάπου αναρωτιέμαι
πού να είναι η έξοδος
και το αίσιο το τέλος
που θα είναι λυτρωμός.
Αν η ζωή είναι τραγούδι,
Κάνε να’ναι μελωδικό.
Αν η ζωή είναι ταξίδι,
Ας είναι το πιο μακρινό.
Αν η ζωή είναι αγκάθι,
Ρόδο να’ναι, ρόδο γλυκό.
Αν η ζωή είναι παιχνίδι,
Ας είναι! Παίζω και γελώ!
Η ώρα σώνει και το ξέρω,
η αγάπη είναι ρόδα τρελή
και εγώ φαντάστηκα πως ίσως,
ίσως και να’σουνα εσύ.
Ο καιρός του κάποτε
Μια γραία εσυνάντησα
στο μέγα το παζάρι
και μου’ γνεψε να πάω να ιδώ
άγραφο καλεντάρι
Όλα εκείνα που ζητείς
όλα όσα θε να δώσεις
μήτε πρόκειται να τα βρεις
μήτε να τα ζυγώσεις
Πάρε μολύβι και χαρτί
και σύναξε τις λέξεις
για να’ βρεις κείνα που αγαπάς
και να τα επιλέξεις
Πάει ο καιρός του κάποτε
και αν δε θες να ξανάρθει
έχε στο νου σου πάντοτε
που φύεται το αγκάθι
§
Αν η καρδιά είχ’ ουρανό
θα ‘τανε νέφος πορφυρό
μέσα σε γέρικα βαγόνια.
Κι η αγκαλιά θα ‘ταν αυγή
που μια ψυχή θα λαχταρεί
μπροστά στης λύπης τα σεντόνια.Δως μου τρεις στάλες να τις πιω
μήπως πετάξω και σε βρω
μες τα σαλόνια του παντός
του Παραδείσου λογισμός
για ν’ αγγίζω τη φωνή σου (Χ2).
Στου ουρανού τις ξενιτιές
κοιτώ σε θάλασσες πλατιές
να παίζουν φίλοι μες τα χιόνια.
Και κάθομαι σε μια γωνιά
κρύβοντας δύο δειλινά
από τις λήθης τα διόδια.
Δως μου τρεις στάλες να τις πιω
μήπως πετάξω και σε βρω
μες τα σαλόνια του παντός
του Παραδείσου λογισμός
για ν’ αγγίζω τη φωνή σου.
Όροι
Δυο όροι
ήταν όρη
που μας χώρισαν
χειρότερα από τείχη υψωμένα.
Κι αγναντεύω μες τις σκέψεις
στις παλιές, τις υποθέσεις
λόγια που ‘ ναι ξεχασμένα.
Προσπαθώ να καταλάβω
πόσα μου ‘χες κρατημένα, μυστικά.
Μας λαβώναν με ψιθύρους
σε αέρηδες και χτύπους
της αλήθειας στην ψευτιά.
Μα λαξεύω στα αστέρια
δύο μάτια κουρασμένα
με απέλπιδες ουλές.
Είναι άυλος ο πόνος
και σκληρός κριτής ο χρόνος
στου φιλιού τις ερημιές.
Προσπαθώ να καταλάβω
πόσα μου ‘χες κρατημένα μυστικά.
Μας λαβώναν με ψιθύρους
σε αέρηδες και χτύπους
της αλήθειας στην ψευτιά.
§
Αχ ο καημός
Αχ ο καημός δε λέγεται
Κι μοναξιά
Κι μοναξιά γιορτάζει
Ο θάνατος
Ο θάνατος μου φαίνεται
Πως τη ζωή
Πως τη ζωή τρομάζει.Βόηθα Θεέ
Βόηθα Θεέ τον κόσμο σου
Γιατί θα τον εχάσεις
Και κάνε να μην τρελαθώ
Μίαν άλλη γη να φτιάξεις.
Μάσκα φορώ
Μάσκα φορώ στο πρόσωπο
Μάσκα και στην
Μάσκα και στην καρδιά μου
Γιατί να μη
Γιατί να μη μπορώ να δω
Μία ζωή
Μία ζωή μπροστά μου.
Βόηθα Θεέ
Βόηθα Θεέ τον κόσμο σου
Γιατί θα τον εχάσεις
Και κάνε να μην τρελαθώ
Μίαν άλλη γη να φτιάξεις.
Φίλοι μου μη
Φίλοι μου μη στενάζετε
Νέα αυγή
Νέα αυγή χαράζει
Άνθρωπος μ’α
Άνθρωπος μ’ άνθρωπο μαζί
Νέα ζωή
Νέα ζωή θα βγάζει.
Τα Παζάρια
Τη ζωή μου περπατώ
Με ό,τι δύναμη μπορώ- μπορώ και έχω
Μες τον πόλεμο αυτό
Βλέμμα εγώ ψηλά κρατώ- κρατώ κι αντέχω.
Παζάρια με τη μοίρα μου
Δεν τόλμησε κανείς
Γι’ αυτό δε παζαρεύω
Ψίχουλα δε γυρεύω
Και το θεριό- και το θεριό παλεύω.
Λες τρελός πως έγινα
Λες πως όλα τα έχασα- ας τα ‘χω χάσει
Στην ζωή δεν έχασε
Όποιος μάχη έδωσε- κι ακόμα δίνει.
Παζάρια με τη μοίρα μου
Δεν τόλμησε κανείς
Γι’ αυτό δε παζαρεύω
Ψίχουλα δε γυρεύω
Και το θεριό- και το θεριό παλεύω.
Πίνακας: Pablo Picasso – Polichinelle with Guitar Before the Stage Curtain