…Νωρίς το πρωί,
θύμησες έφερε στο νου μου
μια υπομονή σ’ ένα παλιό μπαλκόνι.
Μαζί της ήρθανε φωνές από πλατάγιασμα φτερών,
οίστρος που κοκκινίζει ντροπαλά μάγουλα ερωδιών
και μια αλκυόνα που ισορροπεί
πάνω σε φαγωμένο ξύλινο δοκάρι.
Τα δίχρωμα άνθη της γυρτά,
τα πλαταγιάσματα φτερών,
ο οίστρος που κοκκινίζει ντροπαλά μάγουλα ερωδιών
όλα μα όλα αδιαφορούν για τη βροχή.
Λέξεις ανείπωτες, φράσεις κομμένες στη μέση,
στρέφουν γενναία τα κουράγια τους
σε απάτητες κορφές…
όλα μα όλα αδιαφορούν για τη βροχή.
Η υπομονή στο έρημο μπαλκόνι
όλα τα βλέπει, ακούει…δεν μιλά.
Ό,τι περνά από μπρος της καρτερικά υπομένει,
δεν βαριανασαίνει,
στην άκρη ακουμπισμένη απότιστη από καιρό,
κοπέλα που ξελογιάστηκε
κάποιο τυχαίο βράδυ μιας ανοιξιάτικης γιορτής
κι αυτή σαν αλκυόνα
που μόλις πρόλαβε για λίγο να λιαστεί
πριν ο χιονιάς τη λούσει με νιφάδες
από Σπανιόλο γητευτή !
Όλα θαρρείς συντέλεσαν για να ξεγελαστεί η κοπέλα,
σαν νά ‘ταν η ώρα εκείνη γαμήλια τελετή
που τ’ όνομά της χάρισε μια αλκυονίδα μέρα
η νόνα η μοίρα της σ’ ερημικό ξωκκλήσι…
Υπομονή τη βάφτισε σαν έγνεθε τη ρόκα του ο καιρός…
“Όσο κρατήσει” ακούστηκε να λένε
καθώς την κοίταζαν μια τελευταία φορά από μακριά,
κι ελπίδα πια δεν έτρεφαν καμμιά πως θα επιζούσε…
Κανείς τους δεν κατάλαβε πως η άπειρη κοπέλα
ανάγκη πια δεν είχε από κανέναν,
με τους ανέμους ταξιδεύει,
λέξεις και φράσεις στο πέλαγο ανασταίνει,
βροχή τη θρέφει ουράνια…
στον ήλιο πάντα στρέφεται …
μνήμες γενναία χαράζει, αντέχει χαρακιές…
Πάντα μονάχα ακούει, ποτέ της δεν μιλά…[28 Νοεμβρίου 2022]
θύμησες έφερε στο νου μου
μια υπομονή σ’ ένα παλιό μπαλκόνι.
Μαζί της ήρθανε φωνές από πλατάγιασμα φτερών,
οίστρος που κοκκινίζει ντροπαλά μάγουλα ερωδιών
και μια αλκυόνα που ισορροπεί
πάνω σε φαγωμένο ξύλινο δοκάρι.
Τα δίχρωμα άνθη της γυρτά,
τα πλαταγιάσματα φτερών,
ο οίστρος που κοκκινίζει ντροπαλά μάγουλα ερωδιών
όλα μα όλα αδιαφορούν για τη βροχή.
Λέξεις ανείπωτες, φράσεις κομμένες στη μέση,
στρέφουν γενναία τα κουράγια τους
σε απάτητες κορφές…
όλα μα όλα αδιαφορούν για τη βροχή.
Η υπομονή στο έρημο μπαλκόνι
όλα τα βλέπει, ακούει…δεν μιλά.
Ό,τι περνά από μπρος της καρτερικά υπομένει,
δεν βαριανασαίνει,
στην άκρη ακουμπισμένη απότιστη από καιρό,
κοπέλα που ξελογιάστηκε
κάποιο τυχαίο βράδυ μιας ανοιξιάτικης γιορτής
κι αυτή σαν αλκυόνα
που μόλις πρόλαβε για λίγο να λιαστεί
πριν ο χιονιάς τη λούσει με νιφάδες
από Σπανιόλο γητευτή !
Όλα θαρρείς συντέλεσαν για να ξεγελαστεί η κοπέλα,
σαν νά ‘ταν η ώρα εκείνη γαμήλια τελετή
που τ’ όνομά της χάρισε μια αλκυονίδα μέρα
η νόνα η μοίρα της σ’ ερημικό ξωκκλήσι…
Υπομονή τη βάφτισε σαν έγνεθε τη ρόκα του ο καιρός…
“Όσο κρατήσει” ακούστηκε να λένε
καθώς την κοίταζαν μια τελευταία φορά από μακριά,
κι ελπίδα πια δεν έτρεφαν καμμιά πως θα επιζούσε…
Κανείς τους δεν κατάλαβε πως η άπειρη κοπέλα
ανάγκη πια δεν είχε από κανέναν,
με τους ανέμους ταξιδεύει,
λέξεις και φράσεις στο πέλαγο ανασταίνει,
βροχή τη θρέφει ουράνια…
στον ήλιο πάντα στρέφεται …
μνήμες γενναία χαράζει, αντέχει χαρακιές…
Πάντα μονάχα ακούει, ποτέ της δεν μιλά…[28 Νοεμβρίου 2022]