Ο Μάνος Κοντολέων γεννήθηκε στην Αθήνα το 1946. Από πολύ νωρίς ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία και τελικά καταπιάστηκε με όλα τα είδη του μυθοπλαστικού λόγου, πρωτοπορώντας ως προς τη χρήση των αφηγηματικών τεχνικών και την επιλογή των θεμάτων του. Εκκινώντας από την παραδοχή ότι είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της σύγχρονης νεοελληνικής λογοτεχνίας, γίνεται αντιληπτό γιατί τόσοι ερευνητές “έσκυψαν” πάνω από το έργο του με περισσή επιμέλεια και γνήσιο ενδιαφέρον, προκειμένου να βεβαιώσουν την παραδοχή του, ότι “πάντα αναζητούσε τις λέξεις”.Πέρα όμως από την αναζήτηση των λέξεων και παράλληλα με την πορεία αυτή, ο ίδιος ο συγγραφέας επεδίωξε με συνέπεια – σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο – να επιβεβαιώνει τον κεντρικό άξονα του έργου του την αναζήτηση ταυτότητας.
Ο Μάνος Κοντολέων μέσα από το πολυσχιδές έργο του έχει οργανώσει και δημιουργήσει το προσωπικό του συγγραφικό σύμπαν, στο οποίο δοκιμάζει συνεχώς τα λογοτεχνικά του όρια και αβίαστα συμπαρασύρει στην απόλαυση τον αναγνώστη του. Μέσα σε αυτό το σύμπαν αναδεικνύεται η αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην πραγματικότητα μέσα από την είτε ρεαλιστική είτε φανταστική γραφή του είτε μέσα από μία μείξη των δύο. Ο συγγραφέας μάς προσκαλεί να μετέχουμε ενεργά σε αυτή του την προσωπική αναζήτηση, η οποία προδίδει το ανήσυχο και πρωτοποριακό πνεύμα του δημιουργού. Αξιωματικές πεποιθήσεις του είναι ότι “η λογοτεχνία είναι μία” και ότι ο ίδιος οφείλει να προστατεύσει και να χρησιμοποιήσει την ενήλικη παιδικότητά του στο ταξίδι της συγγραφής. Εξ αυτού, δίνει πιότερη έμφαση στην πνευματική και συναισθηματική ταυτότητα των αναγνωστών του παρά στη βιολογική τους ηλικία. Ο ίδιος δε γράφει “ιστορίες που ως προϊόντα ενός πολυκαταστήματος θα τοποθετηθούν σε ράφια δίπλα σε παρόμοια προϊόντα”. Γράφει κείμενα μαθητείας, κείμενα διηλικιακά (cross over), πρωταρχικά για εκείνον, ενώ ελπίζει και εύχεται να βρει στην αντίπερα όχθη το άτομο αυτό που θα αναγνωρίσει στις δικές του προσωπικές ιστορίες, τα δικά του προσωπικά βιώματα. Τα έργα του συν τω χρόνω διαγράφουν μία διπλή πορεία, όπως επισημαίνει ο Μάνος Κοντολέων: μία προς την ενηλικίωση και μία προς την παιδικότητα. Αυτή η τάση του απέκτησε όνομα, όπως ο ίδιος αναφέρει: “ενήλικη παιδικότητα” και αποτελεί το κατεξοχήν στοιχείο πρωτοτυπίας του έργου του.
Με αφορμή τη συμπλήρωση των 40 χρόνων αδιάλειπτης συγγραφικής παρουσίας του Μάνου Κοντολέων στη λογοτεχνία για το παιδικό και το εφηβικό αναγνωστικό κοινό αλλά και για το κοινό των ενηλίκων, κρίθηκε απαραίτητο να διοργανωθεί μία ημερίδα προς τιμήν του συγγραφέα, με πρωτοβουλία του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ως ένδειξη “ελάχιστης αναγνώρισης και οφειλής” απέναντι στο πολυδιάστατο και πολυσύνθετο έργο του συγγραφέα. Μέρος σε αυτή την ημερίδα έλαβαν καθηγητές Πανεπιστημίου από όλα σχεδόν τα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης και Προσχολικής Αγωγής της χώρας, ερευνητές με σημαντική εμπειρία σε ζητήματα της Παιδικής Λογοτεχνίας αλλά και Έλληνες συγγραφείς εγνωσμένης αξίας. Τελικό προϊόν αυτής της ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας, πλουραλιστικής και πολυφωνικής ανταλλαγής απόψεων αποτελεί ο παρών τόμος, ο οποίος βασίστηκε στα πρακτικά της εν λόγω ημερίδας.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στον κομβικό ρόλο της επιμελήτριας του παρόντος τόμου και καθηγήτριας του Παιδαγωγικού Τμήματος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστήμιου Αθηνών, κ. Βίκυς Πάτσιου, η οποία είχε την πρωτοβουλία της διοργάνωσης , ανέλαβε να φέρει εις πέρας αυτό το αξιόλογο εγχείρημα και κατάφερε να συγκεντρώσει και να επιμεληθεί με περισσή φροντίδα τις μελέτες που περιλαμβάνονται σε αυτόν. Η συμβολή του τόμου αυτού στην ελληνική γραμματεία αξίζει ιδιαίτερης μνείας, καθώς αναδεικνύει ένα οξύμωρο σχήμα. Ενώ το έργο του Μάνου Κοντολέων είναι πλούσιο, πολυφωνικό, πολυσχιδές και “παρόν” εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ταυτόχρονα στη βιβλιογραφία υπάρχει ένα κενό γύρω από αυτό, καθώς δεν έχουν γραφτεί πολλές μελέτες για την προσφορά του στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Έτσι, οι μελέτες που συγκεντρώνονται στον παρόντα τόμο αποδίδουν σε σημαντικό βαθμό το πολυεπίπεδο έργο του Μάνου Κοντολέων, ο οποίος έχει συνεχή και ξεχωριστή παρουσία στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας επί 40 συναπτά έτη.
Οι μελέτες που περιλαμβάνονται στον παρόντα τόμο εξετάζουν διάφορες πτυχές του έργου του Μάνου Κοντολέων.
Πιο συγκεκριμένα, στη μελέτη της καθηγήτριας κ. Βίκυς Πάτσιου μέσα από την εξέταση έργων-σταθμών της συγγραφικής πορείας του φωτίζεται η ικανότητα του συγγραφέα να αγγίζει θέματα διαχρονικά, τα οποία ορίζονται από την πολυσημία τους και ταυτόχρονα, αναδεικνύεται η χαρακτηριστική άνεση με την οποία αξιοποιεί ποικίλους αφηγηματικούς κώδικες μέσα στο έργο του. Πιο συγκεκριμένα, στο αλληγορικό παραμύθι “Ο Φωκίων ήταν ελάφι” (1979) και έπειτα στην αναθεωρημένη του έκδοση “Ο Φωκίων δεν ήταν ελάφι” (2018), ο συγγραφέας στοχεύει στο να καυτηριάσει το νοσηρό και ταραχώδες πολιτικό σκηνικό της εποχής της δικτατορίας των Συνταγματαρχών και των ιστορικών γεγονότων που ακολούθησαν, ενώ ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με την “αρμονική συνύπαρξη του μνημονικού και του φανταστικού στοιχείου”, υποδεχόμενος ένα νέο μοντέλο θέασης της πραγματικότητας, αυτό της “μαγεμένης θέασης της πραγματικότητας του ‘πρωτογενούς κόσμου’ στον οποίο μπορούν να συνυπάρχουν οι ανθρώπινες οντότητες με τις μη ανθρώπινες του ‘δευτερογενούς κόσμου’ “. Άλλοι συγγραφικοί σταθμοί που αναφέρονται στη μελέτη είναι οι συλλογές διηγημάτων “Η Μαγική Μητέρα” (1992) και οι “Ερωτικές ιστορίες μιας παιδικής ηλικίας” (1992), τα οποία κινούνται άλλοτε στο πλαίσιο του φανταστικού και άλλοτε στο πλαίσιο του μαγικού ρεαλισμού συνοδευόμενα από κατάργηση του παραδοσιακού διαχωρισμού ανάμεσα στο φανταστικό, υπερφυσικό και στο συμβατικό, φυσικό. Οι παρατηρήσεις της μελέτης ολοκληρώνονται με το εμβληματικό έργο του Μάνου Κοντολέων “Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο” (2018), το οποίο σφραγίζει τη συγγραφική του πορεία. Εδώ ο συγγραφέας ζωντανεύει ένα πολύσημο, μυθικό και τραγικό πρόσωπο, την πριγκίπισσα της Τροίας, Κασσάνδρα, με όλα τα βασικά χαρακτηριστικά που της αποδίδονται από τα αρχαία κείμενα. Μέσα από ένα περίπλοκο πλέγμα διακειμενικών αναφορών δημιουργεί μία γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στις χρονικές βαθμίδες του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, ανασυστήνοντας το παρελθόν, συγχρονοποιώντας το και παρουσιάζοντας την ίδια την ηρωίδα ως το “αντεστραμμένο είδωλο μιας κοινωνίας που δε στοχάζεται” [278].
Αντικείμενο της μελέτης της καθηγήτριας, κ. Τζίνας Καλογήρου αποτελεί η συνομιλία του Μάνου Κοντολέων με την αρχέγονη παράδοση του παραμυθιού ως λογοτεχνικού είδους (genre) μέσα από την διαπραγμάτευση του έργου του “Πολύτιμα δώρα” (2009). Σύμφωνα με τη μελέτη, ο Κοντολέων χειρίζεται με σεβασμό και άνεση τα κείμενα-μήτρες, τα οποία τα επεκτείνει, τα εμπλουτίζει και τα ανασκευάζει, αντλώντας από αυτά πλήθος συμβολικών νοημάτων. Έτσι, τρεις πολύτιμοι λίθοι αντιστοιχούν σε τρία παραμύθια, τα οποία με τη σειρά τους αντιστοιχούν σε τρεις φάσεις, οι οποίες καλούν τον αναγνώστη σε μία μυσταγωγική μυθοπλαστική πορεία ενηλικίωσης, που επενδύεται με όλη την “αρχέγονη τελετουργική της δύναμη”. Εν τέλει, η ανάγνωση των τριών αυτών παραμυθιών ως μία ενότητα φανερώνει με έναν υπόρρητο τρόπο το “πορτρέτο του ίδιου του καλλιτέχνη”. Ως βασικό ερμηνευτικό κλειδί στην προσπάθεια προσέγγισης των παραμυθιών αυτών, προσφέρεται το τελετουργικό σχήμα της μύησης, με τη βοήθεια του οποίου ο αναγνώστης θα καταφέρει να προσεγγίσει τα παραμύθια ως όλον. Επιπλέον, παρατηρείται ότι στα “Πολύτιμα δώρα” επιτυγχάνεται ως ένα βαθμό το ιδανικό του αισθητικού συγκρητισμού, καθώς ο αρμονικός συνδυασμός της εικονοποιίας και της μουσικότητας παραπέμπουν στην αισθητική του “ολικού έργου”. Έτσι, επισημαίνεται ότι τα παραμύθια της συλλογής πρέπει να διαβαστούν “ως μία συμφωνία με αρχή, μέση και τέλος”, της οποίας τα μέρη αποτελούν τμήματα μίας ενότητας, ενώ ταυτόχρονα, συλλειτουργούν μεταξύ τους.
Στη μελέτη της ομότιμης καθηγήτριας κ. Άντας Κατσίκη-Γκιβάλου, εξετάζεται το διαχρονικό αίτημα του πεζογράφου να σχολιάζει και να καυτηριάζει πολλές φορές με έντονο τρόπο τη σύγχρονη κοινωνική δυστοπική πραγματικότητα που βιώνουμε. Μέσα από μία σειρά αναφορών σε πλήθος εφηβικών μυθιστορημάτων του συγγραφέα, η καθηγήτρια παρακολουθεί το εύρος των κοινωνικών προβλημάτων που ταλανίζουν τον συγγραφέα, ενώ παράλληλα σημειώνει τους πλείστους τρόπους που υιοθετεί για την πολυφωνική προσέγγισή τους. Ο Μάνος Κοντολέων συνθέτει με περισσή δεξιοτεχνία “κοινωνικά ψυχοαφηγήματα” και δίνει μία άλλη διάσταση στη λογοτεχνία του “επίκαιρου”, καθώς ο ίδιος δε στέκεται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Απώτερος στόχος του είναι να συμβάλει στη δημιουργία ικανών αναγνωστών να αλλάξουν στην πράξη την αδυσώπητη αυτή πραγματικότητα, με την οποία έρχονται αντιμέτωποι καθημερινά.
Η συγγραφέας κ. Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου με τη σειρά της επικεντρώνεται κυρίως στο πώς αποτυπώνει στα έργα του ο Μάνος Κοντολέων τον “Άλλο” και μάλιστα στέκεται κυρίως στα έργα του που είναι γραμμένα κατά κύριο λόγο για παιδιά και νέους. Η συγγραφέας επισημαίνοντας τη βίαιη πραγματικότητα, μέσα στην οποία καλούνται να ζήσουν οι νέοι, διατυπώνει την ανησυχία της σχετικά με την τάση πια του ανθρώπου να κλείνεται στον εαυτό του. Εν μέσω αυτής της κοινωνικής πραγματικότητας, ο Μάνος Κοντολέων υπερασπίζεται σθεναρά την ετερότητα, προκειμένου να καταπολεμήσει τα πάσης φύσεως είδη ρατσισμού και επιλέγει να ξεκινήσει τον αγώνα του με τα βιβλία του για μικρά παιδιά. Ωστόσο, η έννοια του Άλλου συναντάται και στα νεανικά του μυθιστορήματα, με αποκορύφωμα αυτής της διάθεσης την έκδοση του μυθιστορήματος “Ανίσχυρος άγγελος” (2010), το οποίο διακρίνεται για την τόλμη της επιλογή θέματος σε μία δύσκολη κοινωνικά στιγμή. Η παρρησία του πεζογράφου προδίδει, σύμφωνα με τη συγγραφέα, τη γνήσια προσήλωσή του στον στόχο του, που δεν είναι άλλος από το να προσφέρει τα λογοτεχνικά του έργα ως “αντίδοτο” σε μία κοινωνία που ολοένα και πιο πολύ βυθίζεται στην έλλειψη κατανόησης και ανοχής απέναντι στο “διαφορετικό”.
Στη μελέτη του ο καθηγητής και τέως Κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Αγωγής κ. Δημοσθένης Δασκαλάκης εξετάζει τις πολλαπλές και πολυμορφικές σχέσεις της κοινωνίας με τη λογοτεχνία. Ορμώμενος από το έργο του Μάνου Κοντολέων “Μία ιστορία του Φιοντόρ” (2004),το οποίο χαρακτηρίζει μυθιστορήματα μαθητείας, όπως και το επόμενο “Δε με λένε Ρεγγίνα…Άλεx με λένε” (2011), προχωρά σε μία αναφορά στα αίτια του φαινομένου της μετανάστευσης, ενώ παράλληλα καταπιάνεται με το πώς ο συγγραφέας φωτίζει την πλευρά του μετανάστη που θέλει να αφομοιωθεί και την πλευρά του μετανάστη που αρνείται. Συνδυαστικά με το περιεχόμενο αναδεικνύει και ζητήματα μορφής του συγκεκριμένου έργου, η οποία παρατηρεί ότι διαφεύγει της τυποποίησης, αναζητώντας το νεωτερικό στοιχείο, γεγονός που θα του επιτρέψει να μιλήσει για τόσο ευαίσθητα κοινωνικά θέματα με τρόπο “φυσικό και αβίαστο”. Συνολικά, ο καθηγητής υποστηρίζει ότι το έργο του Μάνου Κοντολέων συντελεί στην ανάδειξη ενός κοινωνιολογικού παραδείγματος της παιδικής ηλικίας, στο οποίο η παιδική ηλικία αποτελεί μία κοινωνική κατασκευή καθορισμένη κοινωνικά και πολιτικά και ο ίδιος ο πεζογράφος καταξιώνεται μέσα από την καινοτόμο πνοή των έργων του και τη διάθεσή του να δώσει απαντήσεις σε φλέγοντα ερωτήματα της επικαιρότητας.
Ο ομότιμος καθηγητής κ. Χαράλαμπος Μπαμπούνης και η διδάκτωρ Ιστορίας κ. Γιούλα Γ. Κωνσταντοπούλου καταπιάνονται με το έργο του Μάνου Κοντολέων για παιδιά “Ο χαρταετός της Σμύρνης” (2009) και διερευνούν το ζήτημα της πρόσληψης της ιστορίας και τη σχέση της με την αφηγηματικότητα. Μάλιστα, επισημαίνουν τη σημασία που έχει για τον πεζογράφο η ιστορία ως ζώσα μνήμη, δεδομένου ότι ο ίδιος μεγάλωσε σε προσφυγικό οικισμό και συνέλλεγε με φροντίδα τις ιστορίες που άκουγε. Εξηγούν ότι η αφήγηση είναι πολύ σημαντική διαδικασία για τον άνθρωπο λόγω της αδυναμίας του να κατανοήσει και να διατυπώσει με έναν και μοναδικό τρόπο όσα έχουν συμβεί. Μέσα από τις αφηγήσεις επισημαίνουν ότι οδηγούμαστε σταδιακά στην αναπαράσταση ενός παρελθόντος. Με αφορμή το υπό διαπραγμάτευση έργο ο Μάνος Κοντολέων “καταγράφει την ιστορία και ταυτόχρονα την μεταπλάθει σε λογοτεχνικό μύθο φυσικά και αβίαστα”. Αρωγοί του σε αυτό το έργο είναι η ανάκληση της μνήμης, χάρη στην οποία αναβιώνουν γεγονότα, συμπεριφορές, αξίες, πράξεις και αντιδράσεις, οι οποίες ανανεώνουν και προωθούν τον μύθο, ως “ζώσα μνήμη”. Έτσι, επανεγγράφεται η ιστορική παράδοση, “υπό το πρίσμα σύγχρονης κριτικής ματιάς”, προσφέροντας στο έργο ζωντάνια και παραστατικότητα.
Ο συγγραφέας κ. Θανάσης Τριαρίδης αποφεύγει συνειδητά να προχωρήσει σε διαχωρισμό των έργων του Μάνου Κοντολέων ανάλογα με την ηλικία των αναγνωστών του, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα εμπόδιζε τη συνολική πρόσληψή του. Αναδεικνύει ότι κύριος κορμός του έργου του συγγραφέα είναι η διαπραγμάτευση της ταυτότητας του ανθρώπου, και πιο συγκεκριμένα της ερωτικής του ταυτότητας. Το θέμα της ερωτικής ταυτότητας, η διασάλευσή της και η ανάδειξη των στερεοτύπων που είναι παρόντα στην κοινωνία και κατ’ επέκταση μέσα στο έργο του συγγραφέα, αποτυπώνουν την εγγενή αγωνία που δημιουργείται στο άτομο στην προσπάθειά του να βρει εν τέλει την πραγματική του, προσωπική ταυτότητα, απαλλαγμένη από τις βιολογικές, οικογενειακές και κοινωνικές επιταγές.
Στη μελέτη του ο συγγραφέας-εκπαιδευτικός κ. Βαγγέλης Ηλιόπουλος προχωράει στην παρουσίαση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος με τίτλο “Ο μικρός Μάνος και η μαγική μπέρτα“, το οποίο σχεδιάστηκε σε συνεργασία με την συνάδελφό του κ. Πόλυ Βασιλάκη και εφαρμόστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄90 σε δημοτικά σχολεία. Κεντρικός ήρωας σε αυτή την περιδιάβαση των βιβλίων του συγγραφέα, θα ήταν ένα παιδί δεδομένου ότι η παιδική ηλικία κατέχει κεντρικό ρόλο στα έργα του. Στόχος του ήταν η τέλεση μιας πρώτης γνωριμίας των παιδιών με το έργο του Μάνου Κοντολέων, ο οποίος θα τους αποκάλυπτε σταδιακά τα μυστικά της τέχνης του.
Ο καθηγητής και Κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Αγωγής κ. Θωμάς Μπαμπάλης και η επίκουρη καθηγήτρια κ. Κωνσταντίνα Τσώλη προχωρούν σε μία παιδαγωγική και διδακτική πρόταση διδασκαλίας, με αφορμή ένα κείμενο του Μάνου Κοντολέων, το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο Ανθολόγιο της Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού σχολείου και τιτλοφορείται “Αποκριάτικη Ιστορία“. Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο “Ο αδελφός της Ασπασίας” (1996). Η εν λόγω μελέτη επικεντρώνεται στο να αναδείξει την καινοτομία και τη δημιουργικότητα στη διδακτική πράξη και αφορά στην ολόπλευρη ανάπτυξη μιας καινοτόμου διδασκαλίας (σχεδιασμός, εφαρμογή, αξιολόγηση), μέσα σε κλίμα υψηλών προσδοκιών, καθολικής αποδοχής, αμφίδρομης επικοινωνίας και ενεργούς συμμετοχής από μεριάς των μαθητών, συνεισφέροντας έτσι στην καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας και της αισθητικής απόλαυσης.
Στη μελέτη της η καθηγήτρια κ. Αλεξάνδρα Ζερβού επικεντρώνεται στη συνομιλία των έργων του Μάνου Κοντολέων με έργα της Ευρωαμερικανικής Λογοτεχνίας, σε μία προσπάθεια σύγκρισης και ένταξης του συγγραφικού του έργου στο διεθνές στερέωμα. Μέσα από αυτή τη συγκριτική μελέτη εντοπίζει χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής του Μάνου Κοντολέων, τα οποία είναι διακριτά και στα έργα όλων των γνωστών συγχρόνων του Ευρωπαίων και Αμερικανών συγγραφέων: την αγάπη για την αφήγηση της ενηλικίωσης, την αφυπνιστική διάθεση με την οποία προσεγγίζει θέματα κρίσιμα και επίκαιρα, την αβίαστη συνύπαρξη του ρεαλιστικού και μαγικού στοιχείου και τέλος, την εναργή του διάθεση να αποδώσει τιμή στους κλασικούς. Με αφορμή το τελευταίο, η καθηγήτρια κάνει ιδιαίτερη αναφορά στον τρόπο με τον οποίο ο Μάνος Κοντολέων αποσπά ήρωες της κλασικής λογοτεχνίας από το κειμενικό τους περιβάλλον και έπειτα μέσω της διαφηγηματικότητας οικειοποιείται αυτούς και τον κόσμο που αντιπροσωπεύουν. Έτσι, γεφυρώνει δημιουργικά το παρελθόν με το παρόν, ενώ ταυτόχρονα αποδίδει μία κριτική ματιά στο μέλλον. Οι ήρωες γίνονται αυτοπροσωπογραφικοί, καθώς αποτυπώνουν στοιχεία του διασκευαστή τους και κατ’ επέκταση, γίνονται τόσο προσιτοί ώστε να μπορεί εν δυνάμει και ο κάθε αναγνώστης να ταυτιστεί μαζί τους. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον μύθο της ελληνικής αρχαιότητας, καθώς εδώ πεζογράφος δεν ενδιαφέρεται να τον αποδομήσει αλλά να εξηγήσει τα κίνητρα των ηρώων του ή να παρουσιάσει τις εσωτερικές υπαρξιακές αναζητήσεις τους.
Η καθηγήτρια κ. Διαμάντη Αναγνωστοπούλου εξετάζει στη μελέτη της το πώς αποτυπώνεται η οικονομική και κοινωνική κρίση στο εφηβικό μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων “Αμαρτωλή πόλη” (2016). Πιο συγκεκριμένα, καταδεικνύει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που έχει η διήγηση – και δη, αυτή της εφηβικής λογοτεχνίας: την ικανότητά της να δημιουργεί μια κατοπτρική επιφάνεια για τους νεαρούς αναγνώστες μέσα στην οποία καθρεφτίζεται μια εικόνα του κόσμου, μέσα στον οποίο ζουν, αλλά και των άλλων. Στο υπό διαπραγμάτευση μυθιστόρημα η κρίση της εφηβείας ταυτίζεται με την κρίση της κοινωνίας. Έτσι η μελέτη αυτή καταπιάνεται με το πώς η διήγηση αποτυπώνει με τόση ακρίβεια την εξωτερική πραγματικότητα της κρίσης, πώς υλοποιείται αυτή συνδιαλλαγή ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο πραγματικό, επιτυγχάνοντας μία αβίαστη επικοινωνία ανάμεσα στην υποκειμενικότητα των χαρακτήρων του βιβλίου και στην εξωτερική πραγματικότητα και πώς αποτυπώνεται όλο αυτό το ταξίδι της εσωτερικής αναζήτησης που βιώνεται από τα πρόσωπα του έργου.
Στην εργασία της καθηγήτριας κ. Μένης Κανατσούλη, με αφορμή το σπουδαίο μυθιστόρημα του συγγραφέα “Ιστορία ευνούχου” (2000) έρχονται στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος οι θεωρίες για τον σχηματισμό του φύλου και τη σωματικότητα, για τις οποίες υποστηρίζει ότι ο πεζογράφος τις έχει μελετήσει βαθιά και εκτεταμένα, πριν προχωρήσει στη συγγραφή του βιβλίου του. Κάνει μάλιστα ιδιαίτερη αναφορά στην καταξιωμένη θεωρητικό Judith Butler, η οποία αναφέρεται ακριβώς στην κοινωνική κατασκευή του φύλου και προχωρά στην διατύπωση ιδεών που αναταράσσουν τους οικείους τρόπους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε το φύλο σύμφωνα με τη βιολογική του αποτύπωση και τη σύνδεσή του με τη σεξουαλικότητα. Επιπλέον, αναδεικνύει τη σχέση μεταξύ εξουσίας και σώματος μέσα από την αυτογνωσία που χαρακτηρίζει τον πρωταγωνιστή του βιβλίου. Η μελέτη ολοκληρώνεται με το φιλοσοφικό ερώτημα που αφορά στην εξουσία του θανάτου πάνω στο σώμα.
Ο καθηγητής κ. Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης εξετάζει το μυθιστόρημα “Ανίσχυρος άγγελος” (2010) εκκινώντας από τη διαπίστωση αδυναμίας κατηγορικής κατάταξής του. Εξ αυτού προκρίνει να μελετηθεί το εν λόγω έργο μέσα από τρεις κατευθύνσεις: αυτή της γενετικής ερμηνευτικής, αυτή της ιστορίας της λογοτεχνίας και αυτή της αφηγηματολογίας. Σύμφωνα με την πρώτη το κείμενο εξετάζεται μέσα στο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο στο οποίο έχει “γεννηθεί”. Η δεύτερη κατεύθυνση μάς καθοδηγεί στο να εξετάσουμε το έργο σε σχέση με την εξέλιξη του είδους του αλλά και σε σχέση με τον τρόπο που το προσλαμβάνουν οι αναγνώστες του. Τέλος, σύμφωνα με την τρίτη κατεύθυνση μελετώνται οι τρόποι βάσει των οποίων δομείται ο μυθιστορηματικός λόγος.
Με την έννοια του “Άλλου” ασχολείται στην εργασία του και ο καθηγητής κ. Ανδρέας Καρακίτσιος. Ωστόσο, την περιορίζει και την εξειδικεύει στην ανίχνευση των αναπαραστάσεων του εθνικού “Άλλου” με αφορμή το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων “Μια ιστορία του Φιοντόρ” (2004). Ο μελετητής αναγιγνώσκει το έργο μέσα από το πρίσμα της ανάλυσης των κοινωνικών σταθερών, έτσι όπως έχουν διατυπωθεί από τον κοινωνικό ανθρωπολόγο Wierlaher. Αναλύοντας το έργο, ο καθηγητής επισημαίνει το σημείο διαφοροποίησης του εν λόγω μυθιστορήματος σε σχέση με τα έως τότε δημοσιευμένα παιδικά μυθιστορήματα: ο Μάνος Κοντολέων απομακρύνεται από το μοντέλο αφομοίωσης που προβάλλεται συνήθως και επιλέγει να αναδείξει την ενδιάμεση (μεταιχμιακή) ταυτότητα του ήρωα, ο οποίος επιτρέπει σε εσωτερικό διάλογο με τον εαυτό του να εκφράζει την υπερηφάνεια του για την ιδιαιτερότητα της καταγωγής του. Έτσι, ο Κοντολέων προάγει μία διαπολιτισμική προβληματική συμβάλλοντας στη γόνιμη συζήτηση για αρμονική συνύπαρξη μεταξύ των λαών και των πολιτισμών.
Στη μελέτη της η επίκουρη καθηγήτρια κ. Μαρία Δημάκη-Ζώρα ασχολείται με την εξέταση της διαμόρφωσης της ταυτότητας του ατόμου, με αφορμή το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων ¨Μάσκα στο φεγγάρι” (1997). Σε αυτό το εγχείρημα παίρνει αφόρμηση από τον μυθιστορηματικό ήρωα του έργου, τον ηθοποιό Λουκά Αλεξίου, του οποίου η ταυτότητα είναι διαφορετική από αυτή του Λουκά Αλεξίου ως ηθοποιού, η οποία λανθάνει διαρκώς πίσω από τα δραματικά πρόσωπα που επιλέγει να ενσαρκώσει στη σκηνή. Ολόκληρη η μελέτη κινείται γύρω από την έννοια του “προσωπείου”, το οποίο ερμηνεύεται διττά μέσα στο έργο: τόσο κυριολεκτικά ως μάσκα, στοιχείο σύμφυτο με την έννοια της θεατρικότητας όσο και ως της επίπλαστης πραγματικότητας, ενός προσωπείου που επιβάλλουν οι γύρω στους μυθιστορηματικούς ήρωες, το οποίο έχουν ενδυθεί οι ίδιοι με το ζόρι εξαιτίας του κοινωνικού περίγυρου. Έτσι, η εργασία αυτή στηρίζεται στο δίπολο: “προσωπείο – πρόσωπο”, όπου το κάθε στοιχείο υπάρχει εν τη απουσία του άλλου και διερευνά το πώς η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά στο ταξίδι της αποδοχής του εαυτού.
Ο αναπληρωτής καθηγητής κ. Γιάννης Σ. Παπαδάτος εξετάζει με τη σειρά του το ζήτημα του μαγικού ρεαλισμού ως τρόπου αφήγησης στα βιβλία για παιδιά του Μάνου Κοντολέων και με αφορμή αυτό, προχωρά σε εξέταση του ζητήματος της ποίησης ως υφολογικού στοιχείου. Στη διερεύνησή του αυτή αξιοποιεί τρία διαφορετικά βιβλία: τη “Μαγική μητέρα” (2000), τα “Πολύτιμα δώρα” (2009) και τον “Δομήνικο” (1996), στα οποία συγχωνεύεται δημιουργικά το ρεαλιστικό με το μαγικό στοιχείο. Σκοπός της έρευνας αυτής είναι να καταδείξει πώς “μπολιάζει” ο μαγικός ρεαλισμός το έργο του Κοντολέωνκαι βοηθάει τους ήρωες – και κατ’ επέκταση τους αναγνώστες – να επαναορίσουν τη μοίρα τους οδεύοντας προς την αυτογνωσία.
Στη μελέτη της καθηγήτριας κ. Ελπινίκης Νικολουδάκη-Σουρή, με αφορμή το βιβλίο του Μάνου Κοντολέων “Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο” (2018), εξετάζεται το πώς ο πεζογράφος προσλαμβάνει τον μύθο της Κασσάνδρας και ο τρόπος με τον οποίο συνδιαλέγεται μαζί του, προκειμένου να δημιουργήσει από τον μύθο ένα μυθιστόρημα. Έτσι, διερευνώνται τα κριτήρια τα οποία πρέπει να πληρούνται για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζεται η μεταβολή των επικών και τραγικών προσώπων, προσαρμοσμένων στον κόσμο της καθημερινότητας της ερωτευμένης γυναίκας, ενώ, επιπλέον, αναλύεται η ριζική μεταμόρφωση των χρονικών συντεταγμένων, καθώς στο υπό διαπραγμάτευση μυθιστόρημα το παρόν αναβιώνει μέσα στο παρόν και ενδιαφέρει το πώς εγγράφονται οι επιπτώσεις των παρελθουσών ενεργειών στην παρούσα κατάσταση. Ως τρίτο και θεμελιακό κριτήριο που οφείλει να πληροί ένα μυθιστόρημα, καταλήγει η μελέτη, είναι η δυνατότητα που προσφέρει στους αναγνώστες του να συνομιλούν με τη λογοτεχνική παράδοση.
Η εργασία της καθηγήτριας κ. Τασούλας Τσιλιμένη προσεγγίζει το ζήτημα της ερμηνείας, πρόσληψης και αναδημιουργίας των κλασικών κειμένων από μεριάς του διασκευαστή Μάνου Κοντολέων, στηριζόμενη στο έργο του “Το βιβλίο της ζωής του Μεγάλου Γαργαντούα όταν ακόμα ήταν παιδί και νέος άντρας” (2017). Εκκινώντας από τη θέση ότι η διασκευή αποτελεί μια διαδικασία, κατά την οποία ο διασκευαστής μέσα από μία διακειμενική συνομιλία “αποκωδικοποιεί και επανακωδικοποιεί το αρχικό κείμενο” επισημαίνονται δύο καινοτομίες που εισήγαγε ο Μάνος Κοντολέων και καθιστούν τις διασκευές του τόσο επιτυχείς. Αρχικά, καταδεικνύεται ότι αφετηριακή του σκέψη του ήταν να εκσυγχρονίσει ένα έργο άλλης εποχής, ώστε να το κάνει συμβατό με το νέο σύγχρονο περιβάλλον υποδοχής, αφαιρώντας καθετί που θα απομάκρυνε το παιδί από το κείμενο. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι ο διασκευαστής προσέθεσε στο υπερκείμενο ένα νέο πρόσωπο-αφηγητή της ιστορίας, στοιχείο τολμηρό και καθοριστικό όχι μόνο για το ύφος αλλά και για τη δομή του έργου, καθώς ο αφηγητής είναι ο φορέας της αφήγησης, ενώ επιπλέον, είναι “το πρόσωπο μέσω του οποίου επικοινωνεί ο αναγνώστης με τον μυθοπλαστικό κόσμο”.
Η διδάκτωρ παιδικής λογοτεχνίας και εκπαιδευτικός κ. Χρύσα Κουράκη παρουσιάζει με τρόπο παράλληλο την ιστορία δύο λογοτεχνικών ηρωίδων από δύο μυθιστορήματα του Μάνου Κοντολέων, καθώς φαίνεται να ενδιαφέρει βαθιά τον πεζογράφο η γυναικεία ψυχοσύνθεση και η εξέλιξή της στον χώρο και στον χρόνο. Πιο συγκεκριμένα, μελετά τα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ της Κασσάνδρας από το μυθιστόρημα “Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο” (2018) και της Στεφανίας από το μυθιστόρημα “Αμαρτωλή πόλη” (2016), καθώς και την εξελικτική τους πορεία, που είναι επώδυνη σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Μέσα από την εξέλιξη, ωρίμανση και ενηλικίωση των δύο ηρωίδων, φτάνουν επιτέλους στην εξεύρεση της προσωπική τους ταυτότητας, καθώς περνούν μέσα από τα πεδία του έρωτα, του χώρου, της εξουσίας, του φύλου.
Ο τόμος ολοκληρώνεται με την ομιλία του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος μέσα από την σύντομη παρουσίαση των κομβικών στιγμών της συγγραφικής του πορείας, σκιαγραφεί και προχωρά σε έναν τρυφερό απολογισμό της τεσσερακονταετούς συγγραφικής του πορείας, μιας πορείας στην οποία αναζητούσε και ο ίδιος τις λέξεις, τις σκέψεις και εν τέλει, τη δική του προσωπική ταυτότητα.
Σύνοψη (αντί επιλόγου)
Είναι σαφές ότι ο Μάνος Κοντολέων επιζήτησε συστηματικά, καθ’ όλη τη συγγραφική του πορεία, το νεωτερικό στοιχείο, γεγονός που αποτελεί πάγιο αίτημα στον χώρο της λογοτεχνίας. Πεποίθησή του είναι ότι “η Λογοτεχνία αποτελεί στάση ζωής, ορόσημο παιδείας. Διαπλάθει χαρακτήρες με την ελευθερία της έκφρασης που παρέχει, όπως επίσης και την αισθητική τους οντότητα”. Γι’ αυτό, δε διστάζει να αποδώσει στα έργα του το γεμάτο εντάσεις πεδίο της κοινωνικής πραγματικότητας, μίας πραγματικότητας χαοτικής και κατακερματισμένης, δημιουργώντας χαρακτήρες αμφίσημους, εξελισσόμενους, κινούμενους διαρκώς σε μία πορεία ενηλικίωσης προς την επίτευξη της προσωπικής τους αυτοπραγμάτωσης, αναδεικνύοντας τα προσωπικά τους αδιέξοδα και τοποθετώντας τους – και κατ’ επέκταση τον ίδιο – “στην κονίστρα της κοινωνίας και της Ιστορίας”. Η ανάγνωση του έργου μπορεί να χαρακτηριστεί αφυπνιστική αλλά και διαφωτιστική, όχι μόνο από την πλευρά του αναγνώστη αλλά και από τη μεριά του μελετητή.
Η έκδοση του παρόντος τόμου έχει ως στόχο να συμβάλει στη διεύρυνση της μελέτης του πολυσχιδούς έργου του Μάνου Κοντολέων, καθώς για πρώτη φορά συγκεντρώνονται τόσες πρωτότυπες μελέτες από καταξιωμένους πανεπιστημιακούς καθηγητές, ερευνητές και συγγραφείς, οι οποίες επιτρέπουν μία συνολική εικόνα του έργου του συγγραφέα. Με το εγχείρημα αυτό επιτυγχάνεται η πληρέστερη ανάγνωση και ανάδειξη του έργου του, καθώς φωτίζονται οι πολλές και διαφορετικές πτυχές του έργου του και καταδεικνύεται η σπουδαιότητά του λόγω κυρίως του ανανεωτικού χαρακτήρα των θεματικών επιλογών του αλλά και της αξιοποίησης καινοτόμων αφηγηματικών τεχνικών.
* Μάνος Κοντολέων: Αναζητώντας τις λέξεις σε μία πορεία αυτογνωσίας και ενηλικίωσης Τιμητική Ημερίδα: Μάνος Κοντολέων 40 χρόνια: Έψαχνα πάντα τις λέξεις. Επιμέλεια: Βίκυ Πάτσιου, Αθήνα: Διάδραση 2022
* Ελένη Μητσούλα, Φιλόλογος, κάτοχος Μάστερ Γλωσσολογίας από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Υποψήφια Διδάκτωρ, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
eleni.mitsoula@gmail.com