Γράφει η Ελένη Δεληβοριά
Άγγελος σε βιτρίνα
Η ατμόσφαιρα γιορτινή και τα καταστήματα στολισμένα, αλλά από ώρα κλειστά. Περπατούσες αργά. Τα μάτια σου περνούσαν μάλλον αδιάφορα πάνω από τις γιορτινές βιτρίνες μα σαν να ζητούσες κάτι να σου τραβήξει την προσοχή. Δεν πρέπει να ήταν ο στολισμός μιας βιτρίνας που σου κίνησε το ενδιαφέρον. Δεν είχε φωτάκια να αναβοσβήνουν, δεν είχε υπερμεγέθεις αγιοβασίληδες και τυμπανιστές, είχε όμως μια ζεστασιά που σε μαγνήτισε. Πλησίασες το πρόσωπό σου στη βιτρίνα τόσο ώστε το χνώτο σου να θαμπώσει το τζάμι. Εκεί ανάμεσα σε αμέτρητα χριστουγεννιάτικα στολίδια ένας άσπρος άγγελος με χρυσές φτερούγες σε κοιτούσε και το βλέμμα του σου μιλούσε. Σε καλούσε να τον βγάλεις από τη βιτρίνα και να τον πάρεις στα χέρια σου. Με το δάχτυλο σχημάτισες έναν κύκλο πάνω στο θολό τζάμι οριοθετώντας μέσα σ’ αυτόν το χριστουγεννιάτικο άγγελο και συνέχισες να συνομιλείς σιωπηλά μαζί του. Ανοιγόκλεινες τα βλέφαρά σου κι εκείνος σαν να σου απαντούσε φτερουγίζοντας τα χρυσά φτερά του!
Κοίταξες το ρολόι σου, όμως έμοιαζες να μη θυμάσαι τι μέρα ήταν! Ξημέρωνε Χριστούγεννα! Ο ιδιοκτήτης του καταστήματος κανονικά θα κοιμόταν στο ζεστό του κρεβάτι σίγουρος πως όποιος ήθελε να προμηθευτεί χριστουγεννιάτικα δώρα θα το είχε ήδη κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή! Τα υπόλοιπα στολίδια θα παρέμεναν εκεί στη βιτρίνα κάνοντας παρέα το ένα στο άλλο περιμένοντας πως ίσως κάποιος να τα προτιμήσει για τον πρωτοχρονιάτικο στολισμό του σπιτιού του. Αλλιώς θα κατέληγαν σε κάποιες κρύες κούτες προσφορών ως «περσινά» στολίδια. Έστρεψες το βλέμμα σου στο δρόμο και άρχισες να απομακρύνεσαι. Σα να πρόσεξα ένα δάκρυ στο πρόσωπό σου.
Κατέβηκα τρέχοντας να προλάβω να σε ακολουθήσω και έτσι είδα που μένεις. Το παράθυρο του σπιτιού μου είναι ακριβώς απέναντι από το κατάστημά μου… και ήμουν ξάγρυπνος! Ορίστε ο άγγελος με τα χρυσά φτερά!
Καλά Χριστούγεννα!
Άγγελος, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος