Γράφει η Κατερίνα Τζαβάρα
Λευκές σελίδες
Τον είδε με την άκρη του ματιού της από το χώρισμα της κουζίνας να φοράει το καλό του παλτό στην πόρτα και της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. «Δε βαρέθηκες χριστιανέ μου κάθε βράδυ στο καφενείο; Παραμονή Χριστουγέννων, σήμερα. Θα μας πιάσει στο στόμα του όλο το χωριό! Λες και δεν έχεις σπίτι να γιορτάσεις σαν άνθρωπος…», του φώναξε.
«Τι ώρα θα’ρθουν τα παιδιά;», μουρμούρισε ο Θάνος.
«Σε καμμιά ώρα εδώ θα είναι. Κοίτα να έρθει η εγγονή σου κι εσύ ακόμη να πίνεις τσίπουρα!» φώναξε ακόμη πιο δυνατά η Φιλιώ.
«Ένα χρόνια πολλά θα πω, έτσι για το καλό και θα γυρίσω», μουρμούρισε ξέπνοα ο άντρας της.
Δεν της ξέφυγε της Φιλιώς το χαμένο βλέμμα του, ούτε πως όλη μέρα στριφογύριζε μέσα στο σπίτι σαν έντομο στην απόχη. Αναρωτήθηκε γιατί φόρεσε το καλό του παλτό για να πάει στο καφενείο. Η διαίσθησή της, μαύρο πανί που φτερούγιζε επίμονα. Έτριψε το στομάχι της σαν να προσπαθούσε να λύσει τον κόμπο που την έσφιγγε ξαφνικά.
Ο Θάνος προχώρησε λίγα μέτρα και κοντοστάθηκε μόλις είδε κόσμο να μπαινοβγαίνει στα γειτονικά σπίτια. Όλοι περίμεναν τα παιδιά τους, που έμεναν πια στην πρωτεύουσα, να έρθουν μαζί με τις οικογένειές τους για να περάσουν τα Χριστούγενα «στο χωριό με τη γιαγιά και τον παππού». Καθώς τον άρπαξε το τσουχτερό κρύο του βουνού, σαν να καθάρισε και το μυαλό του μαζί με το βραδινό αεράκι. Κλείνοντας πίσω του την πόρτα του διόρωφου σπιτιού, ένιωσε προς στιγμήν ανακούφιση, σαν να έκλεινε οριστικά ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ζωής του. Το μεγαλύτερο, το πιο πυκνογραμμένο. Το τελευταίο.
Έστριψε στην πρώτη διασταύρωση πίσω από το σχολείο και κατευθύνθηκε προς την αντίθετη πλευρά της πλατείας. Ένα ψηλόλιγνο κορίτσι με μακριές, καστανές πλεξούδες και ντροπαλό χαμόγελο έπαιζε σχοινάκι με τα άλλα κορίτσια στην αυλή του σχ0λείου εκείνο το πρωινό. Ήταν το πρώτο πράγμα που είδε μπαίνοντας με τον πατέρα του στο καινούργιο σχολείο. Ήταν και η πιο όμορφη εικόνα που θα κρατούσε για ενθύμιο από εκείνα τα άγουρα, σκληρά χρόνια.
Πυκνό, δροσερό σκοτάδι κάλυπτε τα βήματά του. Προχώρησε πέρα από τα χωράφια του κυρ Παντελή, πέρασε και τα τελευταία σπίτια του χωριού και ευθεία μπροστά του άρχισε να αχνοφαίνεται το εκκλησάκι δίπλα στα κοιμητήρια. Αντί να περάσει την πύλη της εισόδου, σκαρφάλωσε στη μικρή ανηφόρα πίσω από το κτίσμα βιαστικά, κι έχοντας συντροφιά τον ξάστερο ουρανό οδήγησε το σκυφτό κορμί που κουβαλούσε με βάρος τα τελευταία χρόνια μέχρι τους πάνω τάφους στον λόφο. Άπλωσε τα χέρια του μπροστά, λες κι ήθελε να αγγίξει τα ψεύτικα φωτεινά στολίδια που αναβόσβηναν ανάμεσα στα πέτρινα σπίτια, σαν έτοιμα από καιρό να ξαναζήσουν χαρούμενες στιγμές.
«Να ’μαστε πάλι εδώ Μαρία… Στο’χα πει ότι θα έρθω να σε βρω, όπου κι αν ήσουν. Δεν με πίστεψες τότε. Έφυγες και με το δίκιο σου, δεν μπόρεσα να είμαι ο άντρας που ονειρεύτηκες. Δεν κατάφερα να είμαι ο άντρας σου…». Μια λεπίδα από ρεύμα ηλεκτρικό πέρασε ξυστά από το στήθος του. Έγειρε στο πλάι, λυγίζοντας τα γόνατα μα σαν να τον τίναξε ολόκληρο το ρεύμα, πήρε μια ανάσα βαθειά και όρθωσε την πλάτη του.
«Εκείνο το βράδυ κόπηκε το νήμα που με ένωνε με τους ζωντανούς. Έχασα εσένα, την τιμή μου, την ευκαιρία να γίνω ένας κανονικός άνθρωπος. Πάντα όμως σε είχα μέσα μου κορίτσι μου, πολύ ψηλά, πιο ψηλά απ’όλους. Εσύ μου έμαθες να κάνω όνειρα, να χαμογελώ, να συγχωρώ. Ένα κομμάτι στραβόξυλο ήμουν πριν με γλυκάνει το νοιάξιμό σου, η συντροφιά σου, η μεγάλη σου καρδιά αρχόντισσά μου… Εγώ ο άξεστος, «ο χωριάτης», όπως με φώναζαν οι δικοί σου, δεν είχα ζήσει τίποτα πριν σε γνωρίσω, λευκές σελίδες είχε το τετράδιο της ζωής μου… Και ήρθες εσύ και τις γέμισες με λόγια και αγάπη. Πρώτα με τις μεταξένιες πλεξούδες σου σαν στεφανάκι αγγέλου στο κεφαλάκι σου, μετά ολόκληρη κοπέλα κάθε καλοκαίρι που σε περίμενα, ώσπου έγινες γυναίκα πια και γίναμε ο ένας το γλυκό βάσανο του άλλου. Για να μην πληγώσουμε τους ανθρώπους που ζούσαν στο πλάι μας, πλήγωσα εσένα… το πιο ιερό που είχα στον κόσμο».
Τα μάτια του έσταζαν πίκρα και παράπονο. Έβγαλε προσεκτικά ένα τετράδιο μέσα από το παλτό και της το έδειξε.
«Σ’αυτό το τετράδιο κάποτε έγραφα όσα ζήσαμε. Δεν ήθελα να ξεχάσω τίποτα από εσένα, όλα είναι γραμμένα εδώ. Στις λευκές σελίδες που σε περίμεναν. Όπως σε περίμενα κι εγώ, όταν επέστρεφες από την Αθήνα στον τόπο σου, στο χωριό μας. Θυμάσαι πόσο μαλώναμε όταν προσπαθούσες να με πάρεις μαζί σου στην πρωτεύουσα; «Άφησε ό,τι σε πληγώνει πίσω κι έλα να κάνουμε μια νέα αρχή στην πόλη», μου έλεγες. Μα πώς να βγάλεις το χωριό απ΄τον χωριάτη; Δεμένος ήμουν και δεμένος έμεινα, μέχρι τώρα…να, τώρα που ήρθα στη μέση του παγωμένου χρόνου να σε συναντήσω, κορίτσι μου».
Οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν και οι φωνές και τα γέλια των παιδιών από τα σπίτια έφταναν σαν προειδοποίηση στα αυτιά του.
«Τα λάθη μου τα πλήρωσα, Μαρία. Έζησα χωρίς πραγματική ζωή, στέρησα και της Φιλιώς την αγάπη, που μόνο υπομονή και κούραση πέρασε τριάντα χρόνια δίπλα μου. Δεν βρήκα το θάρρος να φύγω όταν ήταν νωρίς, πώς να την άφηνα με ένα μωρό στην αγκαλιά μετά…μετά, όταν αρρώστησες, έκλαιγα και χτύπαγα το κεφάλι μου πάνω στα ξύλα της δουλειάς, να νιώσω πόνο πιο δυνατό, να τιμωρήσω τον δειλό ανθρωπάκο που είχα γίνει. Ένα κούφιο ξύλο ήμουν κι εγώ στ’ αλήθεια, και μόνο εσύ είδες το καλό μέσα μου και έδειξες στοργή. Τη μέρα που ήρθαν όλοι εδώ ξανά για την κηδεία, ο άντρας σου ήρθε και με βρήκε στο κτήμα. Τσακισμένος στα δύο κι αυτός. Μου έδειξε το γράμμα που άφησες. Απ’έξω το θυμάμαι. «Θέλω να γυρίσω πίσω. Εκεί να με αφήσετε να κοιμάμαι, πάνω στο λοφάκι που κοιτάζει όλο το χωριό. Και να ξέρετε, πως μόνο εκεί έζησα αληθινά».
Κάθησε για λίγο πάνω στο μάρμαρο και έχωσε τα χέρια βαθειά μέσα στις τσέπες. Στο καλό του παλτό. Μια σκυφτή μάζα από πόνο, τύψεις και νοσταλγία. Ακόμη ερωτευμένος ήταν με την Μαρία του. Ποτέ δική του, πάντα δική του.
«Ξέρεις, η Φιλίτσα, η εγγόνα μου, μού έχει μεγάλη αδυναμία. Θα’χουν φτάσει τώρα και θα με ψάχνει. Άραγε θα με συγχωρήσει ποτέ που δεν θα γίνω «ο καλύτερος παππούς του κόσμου» στα μάτια της; Ούτε η μικρή, ούτε η μεγάλη Φιλιώ περιμένω να καταλάβουν. Ούτε εγώ κατάλαβα ποτέ γιατί έπαιρνα πάντα τη λάθος μεριά στη βάρκα… Δεν έχω άλλο χρόνο όμως για να βάλω τα χαλασμένα στη θέση τους. Κάτι μήνες έχουν μείνει και για το δικό μου το κουφάρι εδώ πάνω… Ας είναι, λοιπόν. Καιρό τώρα σχεδίαζα να’ρθω να σε βρω και νομίζω πως ήρθε η ώρα».
Ξάπλωσε χωρίς να το καταλάβει και απόθεσε όλο το βάρος του πάνω της. Η εικόνα της ανθρώπινης μάζας όλο και ξεμάκραινε και έσβηνε σιγά σιγά πάνω στο μάρμαρο. Λευκές σελίδες έμειναν όρθιες να χορεύουν αδέξια μέσα στην παγωνιά.
«Δεν θα περάσει άλλος χρόνος μακριά σου, Μαρία μου. Ας συγχωρεθούν οι αμαρτίες μας. Καλά Χριστούγεννα…»