Γράφει ο Γρηγόρης Αυδίκος
Το τηλεφώνημα
Δεν πρόλαβε να χτυπήσει δεύτερη φορά το ξυπνητήρι, πετάχτηκε όρθια. Είχε πολλά να κάνει η Ράνια, δεν είχε άλλο ύπνο. Παραμονή Χριστουγέννων κι ακόμα το σπίτι ήταν αστόλιστο. Για σπιτικά γλυκά ούτε λόγος. Τα μεγάλα ωράρια στη δουλειά δεν της επέτρεψαν να βρει χρόνο νωρίτερα. Έπρεπε, όμως, έστω και την τελευταία στιγμή όλα να ετοιμαστούν. Ξύπνησε τα παιδιά της, τη Νίκη και τον Δημήτρη, να βοηθήσουν. Καμία προθυμία. Γύρισαν πλευρό και κοιμήθηκαν. Ένιωθε άγχος. Δεν της έφτανε η ημέρα.
Μια παρέα πιτσιρίκια χτύπησε την πόρτα τους για τα κάλαντα. Γέλασε. Τους άνοιξε κι άφησε τις μελωδίες να πλημμυρίσουν το σπίτι. Χάρηκε τη στιγμή. Πολύ μικρή η γιορτινή δόση..
Ξύπνησε τον άντρα της. Αυτός δεν μπορούσε να της πει όχι. Έβγαλε το δέντρο από την αποθήκη, την ώρα που εκείνη ασχολούνταν με την καθαριότητα.
Τα παιδιά ξύπνησαν από τη φασαρία, κοιμόνταν ακόμη όρθια. Βούλιαξαν στον καναπέ αδιαφορώντας για τις προετοιμασίες, ούτε που άκουσαν τις παρακλήσεις της. Άσε, ρε μάνα, ψέλλισε ο μεγάλος, κι αυτά τα λόγια με δυσκολία βγήκαν από το στόμα του. Σνόμπαραν την προσπάθεια για χριστουγεννιάτικο κλίμα.
«Μάνα κριντζάρω μ’ όλες αυτές τις προετοιμασίες», τους είπε η κόρη.
«Λέω να βγω με κάτι φίλους αύριο. Θα έρθω μόνο για λίγο», τους ενημέρωσε ο γιος.
Μέχρι έξω ακούστηκαν οι φωνές από τον καυγά που ακολούθησε.
«Οι γιορτές είναι για την οικογένεια»
«Και ποιος το ορίζει αυτό, βρε μάνα», της απάντησε η Νίκη.
Ούτε το ίδιο το ζευγάρι δεν συμφωνούσε, διαφορετικές ήταν οι επιθυμίες τους για την ημέρα των Χριστουγέννων.. Η Ράνια ήθελε ένα μεγάλο οικογενειακό τραπέζι στο σπίτι με τους φίλους τους. Πλούσια φαγητά, πολλούς καλεσμένους, ακριβά κρασιά, εκλεκτά γλυκά και κάθε λογής επισημότητα. Ο Κίμωνας, ο άντρας της, προτιμούσε να πάνε στους γονείς του. Ήθελε το μεγάλο τραπέζι της ευρύτερης οικογένειας. Τα δε παιδιά τους αδιαφορούσαν για όλα. Τους ένοιαζε να περάσουν το βασανιστήριο του χριστουγεννιάτικου φιλικού ή οικογενειακού τραπεζιού όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Οι αδιάκριτες ερωτήσεις και οι φορτικές προτροπές πέφτουν βροχή. Έχεις σχέση; Πότε θα παντρευτείς; Πότε θα κάνεις παιδιά; Εγώ στην ηλικία σου…Τα πνεύματα είναι συνήθως οξυμένα και κανένας δεν περνά καλά. Δεν βλέπουν τον λόγο να συμμετέχουν σ’ αυτή τη διαδικασία, σκέφτονταν. Τσίμπησαν πρωινό κι αμέσως βιαστικά βγήκαν έξω από το σπίτι, τους περίμεναν οι παρέες τους για καφέ.
Στολίστηκε το δέντρο. Τα ίδια στολίδια από τότε που ήταν μικρά τα παιδιά, ήταν η χαρά τους να βοηθάνε στον στολισμό. Μια δυο φορές άλλαξαν κάποιες μπάλες που έσπασαν από απροσεξία, τη μια από τον γιο και την άλλη από την κόρη. Μπροστά έβαλε τις ευχετήριες κάρτες που τους έστελναν φίλοι και συγγενείς. Πλέον σταμάτησε κι αυτό.
Εκείνη καταπιάστηκε με τα γλυκά, έστειλε τον Κίμωνα για ψώνια. Και του πουλιού το γάλα σημείωσε στην μακροσκελή λίστα που του έδωσε. Μόλις επέστρεψε, έπιασαν το νήμα της γκρίνιας από το σημείο που το άφησαν. Τα οικονομικά προβλήματα και τα έξοδα που δεν μαζεύονταν ήταν το πρώτο θέμα της ημερήσιας διάταξης στους τσακωμούς τους. Κι από κοντά οι προαιώνιες οικογενειακές διαφωνίες, οι πολλές ώρες εργασίες και απουσίας από το σπίτι, η κατανομή των εργασιών. Μάλιστα, αυτή τη φορά ξέσπασε ομηρικός καβγάς για το ποιος είχε σειρά να ετοιμάσει το μεσημεριανό. Άκρη δεν έβγαλαν.
Τα παιδιά τους βρήκαν σε αυτή την κατάσταση επιστρέφοντας από την έξοδό τους και η γενική σύρραξη δεν αποφεύχθηκε. Μισή ώρα μετά, δεν είχε όρεξη πλέον κανείς να μιλήσει σε κανένα. Δήλωσαν ότι δεν θα συμμετείχαν σε τίποτα την επόμενη ημέρα και οι γονείς βυθίστηκαν στην απογοήτευση και τη μελαγχολία. «Νας σας ανακοινώσουμε κάτι , μαμά και μπαμπά», η Νίκη ύψωσε τον τόνο της φωνής, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ακουστεί μέσα στο πανδαιμόνιο των αντεγκλήσεων. Κατάκατσε ο κουρνιαχτός. «Αποφασίσαμε οι δυο μας, μακριά από την ταραχή και τη δική σας γκρίνια….». Συνέχισε η Νίκη. «Δεν έχετε να αποφασίσετε μόνοι σας, είμαστε μια οικογένεια. Αύριο είναι γιορτή μεγάλη. Οικογενειακή». Ο πατέρας τους χτύπησε το χέρι στο τραπέζι, το συνήθιζε όταν ήθελε να δείξει αποφασιστικότητα. «Αποφασίσαμε….», η Νίκη κοίταξε τον αδελφό της που την παρακίνησε με το χέρι να ολοκληρώσει τη φράση της. «Δεν μας ενδιαφέρουν οι αυριανές ετοιμασίες. Μη μας υπολογίζετε. Θα κάνουμε δικό μας πρόγραμμα, ξεχωριστό για τον καθένα».
Κάθισαν και οι δύο σε καρέκλα. Πού πήγε το πνεύμα χαράς που ήθελαν να δονεί το σπίτι τους; Πού πήγε η αγάπη; Γιατί να μην περάσουν μαζί αυτές τις μέρες; Τι κάνανε λάθος;
Το κουδούνισμα του σταθερού τηλεφώνου έσπασε την παρατεταμένη ηρεμία. Το σήκωσε η Ράνια. Ο πατέρας της είχε ένα ατύχημα. Με το αυτοκίνητο. Ευτυχώς ήταν καλά. Κάτι γρατσουνιές και μια έντονη ζαλάδα. Τρόμαξε. Προς στιγμή τα έχασε όταν άκουσε τις κρίσιμες λέξεις. Ατύχημα. Αυτοκίνητο. Επέστρεψε από το νοσοκομείο αλλά ήταν ακόμη ταλαιπωρημένος. Δεν ήθελε να δει κανένα. Δεν θα τους έβλεπε τα Χριστούγεννα.
Ο Κίμων και τα παιδιά έτρεξαν κοντά της, αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί γύρω της, σαν μια γροθιά στον καναπέ. Η ομαδική αγκαλιά ήταν το καλύτερο γιατρικό για την ψυχολογία της. Είχε χάσει όμως τις δυνάμεις της, η μέρα την είχε εξαντλήσει. Τους καληνύχτισε και πήγε νωρίς για ύπνο.
Πάτησε ξανά και ξανά την παράταση στο ξυπνητήρι του κινητού. Δεν είχε όρεξη να σηκωθεί. Δύο ώρες μετά τα κατάφερε και πήγε στην κουζίνα. Όλη η οικογένεια γύρω από το τραπέζι έπαιρνε πρωινό. Δεν την είχαν ξυπνήσει, την άφησαν να ξεκουραστεί. Η τεταμένη ατμόσφαιρα είχε υποχωρήσει. Άρχισαν να συζητούν. Βρήκαν σημεία επαφής. Δεν είναι δύσκολο όταν υπάρχει αγάπη. Άφησαν τις ημιτελείς προετοιμασίες. Για τα δώρα δεν είχε κανείς όρεξη. Έμοιαζαν περιττά εκείνη τη στιγμή. Πήραν το αυτοκίνητο. Ήθελαν να ξεφύγουν. Το βουνό τους καλούσε. Ξεκίνησαν μια άτυπη πεζοπορία. Χωρίς πρόγραμμα. Η ώρα δεν είχε πια σημασία. Σχέδιο δεν υπήρχε. Στην επόμενη κορυφή ακούγονταν από μακριά η καμπάνα του Αϊ Λιά.
«Χριστούγεννα», είπαν όλοι μαζί.