Γράφει ο Σπύρος Κιοσσές
Αν. Καθηγητής Θεωρίας της Λογοτεχνίας και Δημιουργικής Γραφής στο Τμήμα Γλωσσικών & Διαπολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Μυθιστορηματική αφήγηση και περιβαλλοντική ηθική
Ευάγγελος Αυδίκος, Δρολάπι. Εστία, 2023.
Κατά τον θεωρητικό της λογοτεχνίας και σημειολόγο Ρολάν Μπαρτ (2007)[1], σε κάθε έργο της αφηγηματικής λογοτεχνίας μπορούν να εντοπιστούν συγκεκριμένοι αφηγηματικοί κώδικες, οι οποίοι, αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους, δημιουργούν ένα είδος δικτύου: οργανώνουν το σημασιολογικό σύστημα του αφηγήματος και επιτρέπουν τη νοηματοδότησή του. Ο πιο «απλός», με την έννοια της σχετικά άμεσης αναγνωστικής πρόσβασης, είναι ο προαιρετικός: πρόκειται για τον κώδικα των πράξεων, των συμπεριφορών, των αντιδράσεων, των ενεργειών, γενικά, των χαρακτήρων, οι οποίες οργανώνονται σε συνέχειες ή αλληλουχίες κατά την αφήγηση. Κάποια ενέργεια έχει ως συνέπεια μια άλλη, στο πλαίσιο ποικίλων αλληλουχιών, τις οποίες αναγνωρίζει ο αναγνώστης με βάση την προηγούμενη βιωματική και αναγνωστική εμπειρία του. Στο Δρολάπι, το πρόσφατο μυθιστόρημα του Αυδίκου, οι παραπάνω αλληλουχίες αφορούν κυρίως τρία ζεύγη χαρακτήρων, όπως παρουσιάζονται σταδιακά στην αφήγηση: η Αρσινόη και ο Λυσίμαχος, η Ιρένε/Ρήνα και ο Κώστας, η Μίκα και ο Κριστ, και τα συμβάντα ζωής που είτε επιλέγουν είτε αναγκαστικά υφίστανται.
Παράλληλα με τον προαιρετικό, σημαντική είναι η λειτουργία του ερμηνευτικού κώδικα. Ο κώδικας αυτός αφορά το σύνολο των ενοτήτων του κειμένου που έχουν ως λειτουργία να αρθρώνουν μια ερώτηση ή να διατυπώνουν ένα αίνιγμα, τα οποία θα απαντηθούν ή θα διαλευκανθούν στη συνέχεια της πλοκής. Τα διάφορα αφηγηματικά περιστατικά είτε προετοιμάζουν την ερώτηση/το αίνιγμα είτε καθυστερούν την απάντηση ή την αποκρυπτογράφησή του. Στο μυθιστόρημα για το οποίοι συζητούμε, το ερώτημα τίθεται εξαρχής για τον αναγνώστη αλλά και για τους βασικούς ήρωες, την Αρσινόη και τον Λυσίμαχο, οι οποίοι, έχοντας εμπλακεί σε ένα τροχαίο, δεν θυμούνται ποιοι είναι. Το αίνιγμα της προηγούμενης ατομικής και κοινωνικής υπόστασής τους δεν θα λυθεί παρά μόνο στο τέλος του έργου, ενώ στη διάρκεια της αφήγησης εντίθενται διάσπαρτες πληροφορίες, σαν τα κομμάτια ενός πάζλ που σιγά σιγά βρίσκουν τη θέση τους αποκαθιστώντας τη θρυμματισμένη εικόνα του παρελθόντος.
Ταυτόχρονα, όμως, παρακολουθούμε την εξίσου εναγώνια προσπάθειά τους να οικοδομήσουν μια νέα ταυτότητα, παρά τις ανυπέρβλητες, με πρώτη ματιά, δυσκολίες: απώλεια μνήμης και στοιχείων ακόμη και για βασικά ζητήματα που τους αφορούν – όπως λ.χ. το όνομά τους ή η μεταξύ τους σχέση, σωματική αναπηρία, οικονομική ανέχεια. Κι όμως παλεύουν να επιβιώσουν οι ανώνυμοι και, κατ’ ουσίαν, ανυπόστατοι ήρωες, ο Λυσίμαχος, καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο, η Αρσινόη, με κορμί τραυματισμένο και αφόρητους πόνους. «Τα δυο καλάμια της συγκρατούνται με λάμες από τιτάνιο, ευγενές μέταλλο σου βάλαμε […], για να ανασυνθέσουμε το οστούν της κνήμη», εξηγεί ο γιατρός, στην Αρσινόη. Τι γίνεται όμως με το «οστούν» της μνήμης, διερωτάται ο αναγνώστης, μαζί με τον συγγραφέα, έχω την αίσθηση. Πώς ανασυντίθεται αυτό; Και, κυρίως, πώς συντίθεται εκ νέου η ανθρώπινη υπόσταση;
Με τιτάνιους αγώνες, είναι η απάντηση, όπως συνειδητοποιεί η Αρσινόη. Πρόκειται για μια διαδικασία επαναμάθησης του κόσμου, από πλευράς της. Μαθαίνει να τον συλλαβίζει απ’ την αρχή: τι σημαίνει ομορφιά, έρωτας, νταλκάς· δομεί εκ θεμελίων σχέσεις με την ίδια και με τους άλλους· επανεφευρίσκει την παιδική της ηλικία. Ξαναφτιάχνει ιστορίες, δημιουργώντας παρελθόν. Κυρίως, δίνει νέα ονόματα, καθώς η γλωσσική έκφραση αναδεικνύεται θεμελιώδης στην κατανόηση του περιβάλλοντος και του εαυτού. Η ονοματοδοσία γίνεται συνώνυμη της αξίωσης υπόστασης: «ονομάζομαι, άρα υπάρχω». Παράλληλα, όμως, με την Αρσινόη και όλοι οι υπόλοιποι ήρωες του μυθιστορήματος διαγράφονται ρευστοί και υβριδικοί: έχουν ρίζες σε ποικίλα γεωγραφικά, εθνικά, κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτισμικά εδάφη· με κάποιον τρόπο μετεξελίσσονται· ανακαλύπτουν ή εφευρίσκουν άλλες εκδοχές του εαυτού: η Ιρένε που γίνεται Ρήνα, ο Κώστας, η Μίκα, ο Κριστ. Συνήθως τις αφορμές για αλλαγή δίνουν οι εξωτερικές συνθήκες: είτε η τυχαιότητα, όπως το δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκησαν η Αρσινόη και ο Λυσίμαχος ή ακραία καιρικά φαινόμενα, είτε οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις, καθώς η δράση εκτυλίσσεται κατά την εποχή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα: μνημόνια, ανεργία, αστεγία, νεοπτωχισμός. Κι η συνακόλουθη βία, ο ρατσισμός, η μαράζωση της παραμεθορίου. Εν μέσω των συνθηκών αυτών οι άνθρωποι καλούνται να προσαρμοστούν· να εξελιχθούν, ώστε να επιβιώσουν –βασικό σημαινόμενο της αφήγησης, σύμφωνα με τον σημικό κώδικα του Μπαρτ.
Ως μέσα για την παραπάνω διαδικασία αναγέννησης ή επαναπροσδιορισμού των ηρώων αξιοποιούνται ποικίλα: η κοινωνική παρατήρηση, η ενδελεχής ενδοσκόπηση, η επίκληση στη φαντασία, η λυτρωτική γραφή, αλλά και η ανάγνωση που εμπλουτίζουν την εμπειρία. Δεν μπορούν, μάλιστα, να διαφύγουν από την προσοχή του αναγνώστη οι πολλές και ποικίλες διακειμενικές αναφορές: Σαπφώ, ομηρικοί ύμνοι, αρχαίες ελληνικές τραγωδίες, Ερωτόκριτος, Βιζυηνός, Παπαδιαμάντης, Κρυστάλλης, Καβάφης, Μητσάκης, Σεφέρης, Σαχτούρης, Άγρας, Κοτζιούλας, αλλά και Μέλβιλ, Τζόις και Πόε, μεταξύ άλλων. Χαρακτηριστικές, επίσης, είναι και οι διακειμενικές αναφορές στο προηγούμενο συγγραφικό έργο του Αυδίκου, μέσα από κάποιους χαρακτήρες, όπως η Μίκα (και η σκιά της) και ο Κριστ, αλλά και τόπους, όπως το γεφύρι της Πλάκας και η Παργινόσκαλα.
Το σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι δεν πρόκειται για απλές «αναφορές». Βιβλία, περιστατικά και στίχοι των παραπάνω συγγραφέων λειτουργούν ως αναγκαίοι οδοδείκτες για τους χαρακτήρες στην εσωτερική τους χαρτογράφηση και τον εξωτερικό προσανατολισμό στις νέες συντεταγμένες της ζωής τους· μεταφορικές, αλλά και πραγματικές, καθώς οι ήρωες παρουσιάζονται εν κινήσει μεταξύ περιοχών της Ελλάδας (Θεσσαλονίκη, Πρέβεζα, Αθήνα, Ιωάννινα, Τζουμέρκα, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Ορεστιάδα, Νέα Βύσσα) αλλά και του εξωτερικού (Βουλγαρία, Οχάιο της Αμερικής, Αμαζόνιος). Η εξωτερική διαδρομή αντανακλά, εν πολλοίς, τις εσωτερικές αναζητήσεις και την πορεία εξέλιξης των ηρώων.
Η πορεία αυτή, όπως προαναφέρθηκε, διαγράφεται υπό το φως (ή υπό το ζόφος) της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, η οποία αναγκάζει τη χώρα και τους πολίτες της, εν γένει, και τους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, εν προκειμένω, να αναλάβουν πρωτοβουλίες, να αλλάξουν τρόπο ζωής, να ιεραρχήσουν ξανά τις ανάγκες τους, να λάβουν αποφάσεις σε σημαντικά διλήμματα. Η βασική διπολική αντίθεση στο έργο, η οποία εγγράφεται στον λεγόμενο συμβολικό κώδικα του Μπαρτ, είναι αυτή ανάμεσα στον άνθρωπο (ή το άστυ) και τη φύση. Θα μπορούσαμε ίσως να υποστηρίξουμε ότι η φύση συναγωνίζεται με την Αρσινόη για τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Προβάλλεται, εξάλλου, μετωνυμικά ήδη στον τίτλο του μυθιστορήματος, στο κειμενικό κατώφλι, όπως και στο οπισθόφυλλο: «Δρολάπι». Υδρολαίλαψ. Ανεμόβροχο. Το καιρικό αυτό φαινόμενο διαπερνά την αφήγηση, στροβιλίζει τους χαρακτήρες, τους συνταράσσει. Ο «δρόλαπας της φύσης» γίνεται «ανεμόβροχο της ψυχής», όπως διαβάζουμε σε έναν από τους εσωτερικούς τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου. Πέρα, όμως, από το δρολάπι, η φύση εμφανίζεται σε ποικίλες μορφές: υγρό στοιχείο (θάλασσα, ποτάμια, νερό, υγρασία), σύννεφα, χαλάζι, φυτά (τομάτες, φασόλια, σκόρδα), δέντρα (πλάτανοι, πουρνάρια, φλαμουριές, οξιές, κουμαριές), βουνά, ζώα (σπουργίτια, σκύλοι, κοράκια, τριζόνια, κατσικάκια).
Η φύση, όπως αναφέραμε, με τα ποικίλα πρόσωπά της δεν προσφέρει απλά το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται η πλοκή του μυθιστορήματος. Αντίθετα, κατέχει λειτουργική θέση στην πλοκή. Οι περισσότεροι χαρακτήρες αναπτύσσουν ιδιαίτερη σχέση με αυτήν: μελετούν την κλιματική αλλαγή, συζητούν την ενεργειακή πολιτική και την αξιοποίηση ενεργειακών κοιτασμάτων, προβληματίζονται για τους πιθανούς κινδύνους για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις μέτρων όπως η εγκατάσταση ανεμογεννητριών. Η φύση, από την άλλη, τρέφει τους χαρακτήρες, τους διδάσκει, τους θεραπεύει, τους αναγεννά, τους βοηθά με θαυματουργό τρόπο να ανακτήσουν τη χαμένη τους όραση, όπως η κολυμβήθρα του Σιλωάμ: «Το νερό την αναζωογονούσε, όλα αυτά τα κύματα που αποκτούσαν τη μορφή πολυέλαιου, καθώς υψώνονταν στον αέρα, ήταν η δική της κολυμβήθρα που παρέσυρε όσα είχαν επικαθίσει τα τελευταία χρόνια στο σώμα και την ψυχή της. Ξέπλυναν τους φόβους και τους δισταγμούς της, συνειδητοποίησε την ασημαντότητά της μπροστά σ’ αυτή την κρυφή, μυστικιστική συνομιλία που είχε με αυτό το θαύμα, την απέραντη θάλασσα, που γίνεται πόντιον οίδμα αλλά και νταλκάς» (σ. 32).
Η βαθύτερη σύνδεση μεταξύ ανθρώπων και ζώων τονίζεται με ιδιότητες που μοιράζονται ή που επιθυμούν να αποκτήσουν: [η Αρσινόη] «Συνδέθηκε πιο πολύ με το πουλί, διαβάζοντας τις ιδιότητές του. Άντεχε σε συνθήκες αιχμαλωσία. Δεν υποχωρούσε εύκολα ούτε παραδιδόταν στην απελπισία. Είχε σταθερή προσήλωση στον στόχο του. Και αυτό το βοηθούσε να επιβιώσει. Από έναν τέτοιο σύμμαχο είχαν ανάγκη οι δυο τους. Μπορούσε να τους μάθει το σπουδαιότερο. Πώς να ξεπεράσουν τις δυσκολίες αντλώντας δύναμη και γνώση απ’ αυτές» (σ. 115). Αλλά και σε εκφραστικό επίπεδο, οι ψυχοσωματικές λειτουργίες αποδίδονται μεταφορικά ως «φύση» ή τα φυτά ανθρωποποιούνται: ο καλλιστήμονας, που έχει ανάγκη από τρυφερότητα, η φωτίνια, που μοιάζει με τον άνθρωπο και την ηλικιακή του ανάπτυξη, τα αγριολούλουδα, που γεωργούν την ταπεινότητα.
Ένα από τα σημαντικότερα μαθήματα που μπορεί να διδαχθεί, εξάλλου, ο άνθρωπος είναι ότι οι μεταβολές στη ζωή, οι μεταπτώσεις από τη μία κατάσταση στην άλλη είναι φυσικές. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού, η αποδοχή της αλλαγής ως φυσιολογικής διαδικασίας μπορεί να τους βοηθήσει να επιτύχουν την εσωτερική τους πληρότητα· την επικτήτεια ηρεμία.
Ο άνθρωπος και η φύση, συνεπώς, δεν παρουσιάζονται από τον Αυδίκο ως αντιθετικό δίπολο –ή τουλάχιστον όχι απαραιτήτως. Πρόκειται μάλλον για ένα συνεχές: μια νοητή γραμμή στην οποία μπορεί κανείς, ατομικά αλλά και συλλογικά, να καταλάβει μια θέση είτε εγγύτερα ή πιο μακριά από τη φύση, ή ένας κύκλος, εντός ή εκτός του οποίου τοποθετεί εαυτόν ο άνθρωπος. Με άλλα λόγια, κεντρική θέση στο αξιακό σύστημα, το οποίο διέπει, κατά την ανάγνωσή μου, το μυθοπλαστικό σύμπαν του έργου (ο πολιτισμικός ή αναφορικός κώδικας, κατά τον Μπαρτ) κατέχει η σχέση του ανθρώπου με τη φύση: η οικολογική ευαισθητοποίηση και η περιβαλλοντική ηθική.
Ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Lawrence Buell προτείνει τέσσερα κριτήρια για την εκτίμηση ενός κειμένου ως διαπνεόμενου από περιβαλλοντική συνείδηση: 1) Η μη ανθρώπινη διάσταση είναι μία πραγματική παρουσία στο κείμενο και όχι απλώς ένα προσωπείο – υπονοώντας έτσι ότι ο ανθρώπινος και ο μη ανθρώπινος κόσμος είναι ενοποιημένοι. 2) Το ανθρωώπινο συμφέρον δεν είναι προνομιακό έναντι όλων των άλλων. 3) Το κείμενο δείχνει τους ανθρώπους ως υπόλογους απέναντι στο περιβάλλον και οποιεσδήποτε ενέργειες κάνουν που βλάπτουν το οικοσύστημα. 4) Το περιβάλλον είναι μια διαδικασία και όχι μια στατική κατάσταση (Buell, 1995, σ. 7-8, όπως παρατίθεται στο Παπαρούση & Κιοσσές, 2023, σ. 204).[2] Έχω την αίσθηση ότι το μυθιστόρημα του Αυδίκου ικανοποιεί απολύτως τα παραπάνω κριτήρια και για τον λόγο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης από την οπτική της οικοκριτικής.
«Οι λέξεις είναι σαν τον σπόρο, χρειάζονται εύφορο έδαφος» (σ. 172), παρατηρεί ο αφηγητής σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος. Ο Αυδίκος με το παρόν βιβλίο του, αλλά και με το σύνολο της μέχρι τώρα συγγραφικής του παραγωγής, επιτυγχάνει να καλλιεργήσει το αναγνωστικό έδαφος, καθιστώντας το ευεπίφορο για τις τόσο αξιόλογες λέξεις και ιδέες του.
[1] Μπαρτ, Ρ. (2007). S/Z. Μτφρ. Μαργαρίτα Κουλεντιανού, επίμετρο Κύρκος Δοξιάδης. Αθήνα: νήσος.
[2] Παπαρούση, Μ. & Κιοσσές, Σ. (2023). Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας: Έννοιες, παραδείγματα και κριτική εφαρμογή. Κάλλιπος.
Φωτογραφία: Στο θέατρο της Επιδαύρου, εκπαιδευτική εκδρομή με τον Φώτη Πέτσα, καθηγητή Αρχαιολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1973).