Γράφει ο Αλέκος Ε. Φλωράκης
Ευάγγελος Αυδίκος, Δρολάπι
Το διήγημα μέσα στο μυθιστόρημα
Πώς αντιμετωπίζει κανείς μία εξαρχής ζωή, μετά από έναν οιονεί θάνατο πού έχει διαγράψει κάθε σχέση ‒και μνήμη‒ με ό,τι προηγήθηκε; Αυτό το ερώτημα θέτει στο μυθιστόρημά του ο συγγραφέας, όταν μετά από ένα τρομακτικό αυτοκινητικό ατύχημα στην Ασπροβάλτα, ένα ζευγάρι ανασύρεται ζωντανό αλλά και παράλληλα νεκρό. νεκρό από κάθε αναφορά στη μέχρι τότε ζωή του, κενό από μνήμη. Στο νοσοκομείο, εκείνος πολυτραυματίας, σε αναπηρικό έκτοτε αμαξίδιο, εκείνη σε καλύτερη κατάσταση, με εσωτερικές όμως και αυτή πληγές, αμφότεροι με καθολική αμνησία. Καθώς το όχημα έγινε στάχτη, κάηκαν μαζί του όλα τα προσωπικά στοιχεία τους. Ποιοι ήταν, πώς ονομάζονταν, γιατί συνταξίδευαν; Οι γιατροί τους έδωσαν νέα ονόματα, παρμένα από τη θρακική μυθολογία: Λυσίμαχος (Μάχος) και Αρσινόη. Άγνωστοι για όλους, αγνοούν και οι ίδιοι το παρελθόν τους. Σαν να πρωταρχίζει η ζωή και ο έρωτάς τους από εκείνη τη χρονική στιγμή. Ένας ιδιότυπος έρωτας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, εκτυλίσσονται δύο άλλες ιστορίες, εκ πρώτης όψεως άσχετες με την προηγούμενη. Πρώτα η Ρήνα, σ’ έναν ξενώνα μέσα στο δάσος, δίπλα στον ποταμό Άραχθο, καθώς πλησιάζει η καταιγίδα. Με αφορμή την πολυθρόνα στην οποία κάθεται, φέρνει στο νου της όλη την ιστορία της παραγγελίας της σ’ έναν ξυλογλύπτη από τα Γιάννενα και μαζί τη δική του μαστορική διαδρομή. Ύστερα προκύπτει ένα άλλο πρόσωπο, ο Κώστας. Παλεύει μέσα στην καταιγίδα, στο δρολάπι που έφτασε, εγκλωβισμένος σέ μια λακκούβα, μαζί μ’ ένα κατσικάκι που πασκίζει να το σώσει. Αίφνης περνούμε στην Αθήνα, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Ο Κώστας, δικηγόρος πού έμεινε άνεργος, καταλήγει άστεγος στους δρόμους, συντροφιά μ’ έναν σκύλο, ρακοσυλλέκτης και, τελικά, πωλητής του περιοδικού των αστέγων Σχεδία. Εδώ, προκύπτει μια πρώτη σύνδεση των επεισοδίων. Η Ρήνα ανησυχεί για την αργοπορία του Κώστα μέσα στην καταιγίδαꞏ είναι λοιπόν ζευγάρι. Αλλά και ένα τηλεφώνημα της Αρσινόης, ότι δέχεται την πρόσκλησή τους να περάσουν με τον Μάχο λίγες μέρες κοντά τους, συνδέει, απροσδιόριστα ακόμη, τα δύο ζεύγη. Πώς όμως, ποια η σχέση τους;
Στο τρίτο κεφάλαιο εμφανίζονται δύο νέα πρόσωπα, μη συνδεόμενα επίσης ‒προς το παρόν‒ με τα προηγούμενα. Η Μίκα, από το Οχάιο των ΗΠΑ με ρίζες από Ελλάδα, Ιρλανδία, Βραζιλία και με αντίστοιχες περιπλανήσεις, βρίσκεται στην Αθήνα ως μέλος μιας μη κυβερνητικής οργάνωσης για το περιβάλλον. Καθώς ετοιμάζεται να ταξιδέψει στον Έβρο για ένα σχετικό ρεπορτάζ, ξεδιπλώνεται η μέχρι τότε ζωή της. Συνταξιδεύει με μία δημοσιογράφο πού πάει εκεί για παρόμοιο σκοπό, την Ιρένε. Η Ιρένε, μοντέρνα, με ελεύθερο και ανεξάρτητο χαρακτήρα, επιδρά στη μαζεμένη και παλιομοδίτικη Μίκα, μυώντας την σε μια διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων. Οι ιστορίες τους ξετυλίγονται παράλληλα και αλληλοκαλυπτόμενες, έως ότου, στο ταξίδι τους προς τον Έβρο, γίνονται μάρτυρες ενός τρομακτικού ατυχήματος στην Ασπροβάλτα. Πρώτη υποψία σύνδεσης των ιστοριών.
Στα κεφάλαια που ακολουθούν εμφιλοχωρούν στην κεντρική ιστορία και άλλα πρόσωπα, αυτοτελώς αρχικά, τα οποία σταδιακά συμπλέκονται με τα προηγούμενα, κατά τρόπο που οδηγεί τον αναγνώστη να συνδέει σιγά-σιγά τα επιμέρους σε ένα όλον. Μαζί με τα πρόσωπα, μετέχουν στο μύθο και άλλες υπάρξεις, συχνά επώνυμες: η κανούτα-κατσικάκι, ο σκύλος Θαλής, το κοράκι Αίσωπος, τα δέντρα του δάσους που παρομοιάζονται με ανθρώπινες μορφές και ονοματίζονται, η τοξωτή γέφυρα που καταρρέει μέσα στο ανεμόβροχο μαζί με την κλεισμένη μέσα της ψυχή του πρωτομάστορη. Ένα ανιμιστικό, θα έλεγα, σύμπαν που υπογραμμίζει την εξάρτηση του ανθρώπου από το εν γένει φυσικό περιβάλλον και την εξ αυτής υποχρέωση του σεβασμού μας προς αυτό.
Γενικά, η δομή του έργου προβάλλεται αρχικά τεμαχισμένη, σαν να πρόκειται για επιμέρους διηγήματα, για να δεθεί σταδιακά με συγκλίσεις σε ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα. Διότι και ως αυτοτελή διηγήματα θα στέκονταν τμήματά του, όπως ο αγώνας του Κώστα να σώσει το κατσικάκι μέσα στην καταιγίδα, η ιστορία του ξυλογλύπτη Μαστρο-Ήφαιστου στα Γιάννενα και της φαμίλιας του, η ζωή του άστεγου Κώστα στούς αθηναϊκούς δρόμους (με έμμεσες κοινωνικές επισημάνσεις, όπως οι νεοναζιστές του πάρκου, ο εμπρησμός της Μαρφίν), ορισμένα από τα διαλαμβανόμενα στο κεφάλαιο «Το ανεμόβροχο της ψυχής» κ.ά.
Αυτό το εύρημα του συγγραφέα διατηρεί έως το τέλος άσβεστη την αναμονή τού αναγνώστη, προσθέτοντας στις αποκαλύψεις, όχι μόνο τη σύνδεση των ηρώων της ιστορίας μεταξύ τους, αλλά και την ταύτιση δύο αρχικά εμφανιζόμενων ως διαφορετικών προσώπων, που όμως είναι ένα και το αυτό: της Ιρένε και της Ρήνας. Η σε δεδομένη στιγμή μεταλλαγή του ονόματός της παρακολουθεί την αλλαγή του τρόπου της ζωής και της νοοτροπίας της (κεφ. «Τό σύθαμπο»). Άλλωστε η ψυχογραφική ικανότητα του Αυδίκου είναι κατάδηλη σε πολλά σημεία του έργου, όπως στην εμφάνιση και επανεμφάνιση του κορακιού Αισώπου, σε άμεση αναγωγή στους ίδιους τους χωρίς μνήμη πρωταγωνιστές, η γκρεμισμένη γέφυρα-ζωή τους, το ξύπνημα της σεξουαλικότητάς τους, οι αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις των διαφορετικών χαρακτήρων και νοοτροπίας ηρώων του μυθιστορήματος, η ζωή-λακκούβα της Ρήνας (κεφ. «Το τριζόνι»).
Ο Ευάγγελος Αυδίκος είναι προικισμένος (και βραβευμένος) πεζογράφος, με έξι έως τώρα μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων. Τα προτερήματα της γραφής του πιστοποιούνται και στο πρόσφατο μυθιστόρημά του, το Δρολάπι (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2023): αφηγηματική ικανότητα, ψυχογραφική διείσδυση, αξιοποίηση του απροσδόκητου. Συχνά το κείμενο ρέει χωρίς διακοπή, μεταπίπτοντας από επίπεδο σε επίπεδο, επιχειρώντας χρονικές μεταβάσεις από το παρόν στο παρελθόν και τ’ ανάπαλιν, ενίοτε ενσωματώνοντας και διαλόγους.
Αλλά με τη νεωτερικότητα συνυπάρχει η παράδοση. Είναι εμφανής εδώ η άλλη ιδιότητα του συγγραφέα, αυτή του φιλολόγου και έγκριτου πανεπιστημιακού καθηγητή της Λαογραφίας. Ενδεικτικές είναι οι αναφορές σε αρχαίους και νεοέλληνες συγγραφείς και ποιητές, η ετυμολογία λέξεων (π.χ. πόντιον οίδμα, σ. 25) και η οργανική ένταξη λαογραφικών θεμάτων στα επεισόδια της ιστορίας, όπως παραδόσεων, παροιμιών και παραμυθιών (σ. 31, 34, 186, 226), λαϊκής ζωγραφικής και αγιογραφικών συμβολισμών (Τάσος και Γκόλφω, σ. 56ꞏ τροχός της τύχης, σ. 185), παραπομπών σε παραδοσιακούς χορούς (σ. 50). Εκτενής είναι η αναφορά στην ξυλογλυπτική, όπου μέσα από την, εν είδει προφορικής αυτοβιογραφίας, αφήγηση του τεχνίτη, σκιαγραφούνται με ενάργεια τα μυστικά της τέχνης, η μαθητεία, κοινωνικά χαρακτηριστικά του επαγγέλματος και η ψυχολογική σύνδεση των μαστόρων με τα έργα τους (σ. 42-46, 49). Ας υπογραμμιστεί επίσης η παρουσία θεμάτων αστικής λαογραφίας (άστεγοι, επαίτες, ρακοσυλλέκτες, σ. 65 κ.ε.) και αστικοποίησης των νομάδων Σαρακατσαναίων (σ. 61).
Τα τρία ζευγάρια, Μάχος και Αρσινόη, Ρήνα-Ιρένε και Κώστας, Μίκα και Κριστ και τα λοιπά πρόσωπα της ιστορίας θα συναντηθούν τελικά στα Τζουμέρκα, σε έναν φωλιασμένο μέσα στο δάσος ξενώνα. Εκεί θα φωτιστούν οι συσχετισμοί και θα επαναξιολογηθούν οι επιλογές και τα ζητούμενα του καθενός από αυτούς (κεφ. «Η μπίμτσα»-υπόγειο). Μεσ’ από ένα ξεχασμένο χαρτόκουτο θα προκύψουν τα τεκμήρια που θα αποκαλύψουν την πρότερη ταυτότητα που η κενή μνήμη είχε σβήσει. Η Αρσινόη θα μάθει για το παρελθόν της, ποια ήταν και από πού, θα αναζητήσει και θα βρει το παρελθόν του Λυσίμαχου και τη σχέση τους, θα γυρίσει στη γενέθλια πόλη, θα επισκεφτεί το ετοιμόρροπο σπίτι της, θα (ξανα)γνωρίσει τις παλιές φίλες της (κεφ. «Το λουκέτο»). Η έκπληξη μεγάλη, όπως και ο συγκλονισμός. Δύο ζωές, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, η παλιά και η νέα, συγκρούονται. Ποια από τις δύο θα προτιμήσουν; Ένα δρολάπι είναι κι αυτό, μία ακόμη καταιγίδα, όπως και τόσες που προηγήθηκαν. Δρολάπι (βρόχινη λαίλαπα, από το αρχαιοελληνικό «υδρολαίλαψ», όπως σημειώνει στο οπισθόφυλλο ο συγγραφέας), το οποίο επανέρχεται κάθε τόσο στις σελίδες τού βιβλίου για όλα τα πρόσωπα της ιστορίας και πού ωθεί τον αναγνώστη να διερωτηθεί: Πού μαίνεται τελικά το δρολάπι; στη φύση ή στην ψυχή; έξω ή μέσα μας; Τί ανατρέπει; Μόνο όποιος εισχωρήσει σ’ αυτό, όποιος δαρθεί από τη βροχή και τον άνεμο, θα το μάθει.
Φωτογραφία: Στη Φλώρινα, διορισμένος φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Μπροστά στο άγαλμα του καπετάν Κώτα (1979).