7 + 1 διηγήματα για το Culture Book από επτά (7) και έναν (1) διαφορετικούς συγγραφείς.
Ένας καταξιωμένος πεζογράφος (Πράντζιος Πασχάλης), ένας ποιητής και κριτικός της ποίησης (Χλωπτσιούδης Δήμος), ένας δάσκαλος δημιουργικής γραφής (Μυροφορίδης Αλέξανδρος), ένας φιλόλογος με πολλές και ενδιαφέρουσες «πολιτισμικές» ασχολίες (Δημογιάννης Γιάννης) και τέσσερις ακόμη «νεότεροι» δημιουργοί (Δρόσου Γλυκερία- Σωτηρία, Όλγα Σάμου, Χοχλιόρου Ελπίς, Αποστολίδης Μάνος) όλοι και όλες τους μάς καταθέτουν διηγήματα που αξίζει να διαβαστούν. Κείμενα με θεματολογικές και υφολογικές συγκλίσεις και αποκλίσεις αλλά κείμενα καλογραμμένα.
Το διήγημα ορίζεται ως εκείνη η σύντομη αφήγηση, η μικρή ιστορία που διαθέτει συνήθως αρχή, μέση και τέλος. Ως λογοτεχνικό είδος είναι συντομότερο σε έκταση από τη νουβέλα και πολύ μικρότερο από το μυθιστόρημα, τα όρια άλλωστε είναι πάντοτε υπο-κειμενικά. Ένας κλασικός ορισμός υποδεικνύει πως μπορεί να διαβαστεί σε μια «καθισιά» (Έντγκαρ Άλλαν Πόε Το κοράκι και Η Φιλοσοφία της σύνθεσης, 1846). Επιλέξαμε αδημοσίευτα κείμενα που μπορούν να διαβαστούν από εσάς σε μια «καθισιά» και το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί όμως.
Να σημειώσουμε πως θεωρήσαμε υποχρέωσή μας (πώς αλλιώς άλλωστε όταν ομιλούμε για λογοτεχνία) να αποδεχτούμε τον τρόπο χρήσης των σημείων στίξης και των γραμματικοσυντακτικών κανόνων του κάθε συγγραφέα.
Καλή ανάγνωση!
Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος
Αποστολίδης Μάνος
Πλατεία περιστεριών
Η Μιχαέλα πίνει τον καφέ της, κάνει ένα τσιγάρο, φοράει την εργαστηριακή της ποδιά και βγαίνει απ’ το σπίτι. Έχει καλό προαίσθημα για σήμερα, θα είναι μια καλή μέρα. Όχι σαν τις άλλες.
Φυσικά, η πρόγνωση αποδεικνύεται άστοχη. Πρώτο χτύπημα, ο καιρός, που είναι γκρίζος και μουχλιασμένος. Το δεύτερο χτύπημα βρίσκει την Μιχαέλα καθ’ οδόν για την δουλειά, ένα τετράγωνο πριν φτάσει στο φαρμακείο, καθώς περνά από την μικρή πλατεία που η ίδια αποκαλεί Πλατεία Περιστεριών. Η Μιχαέλα κόβει ταχύτητα, και σταματάει. Φασαρία γύρω της—κάποιο συνεργείο μεταφορών έχει παρκάρει το φορτηγό, η μηχανή μουγκρίζει, και τρεις άντρες ξεφορτώνουν κούτες φωνάζοντας για να ακουστούν πάνω από τον θόρυβο, βρίζοντας, γελώντας—γενικά περνώντας τέλεια—, κι η Μιχαέλα στέκεται παραδίπλα, στο κέντρο της πλατείας, και κοιτάζει το νεκρό περιστέρι.
Προφανώς, το έλιωσε κάποιο βαρύ αντικείμενο. Το ίδιο το αντικείμενο έχει απομακρυνθεί, όμως το αποτύπωμά του παραμένει στο κουφάρι του δύσμοιρου πτηνού σαν τρισδιάστατο τατουάζ: μια ορθή γωνία. Πρόκειται λογικά για κάποιο κιβώτιο. Το θέαμα είναι σουρεαλιστικό: το μισό σώμα είναι άθικτο, και το άλλο μισό έχει γίνει χαλκομανία στο έδαφος, μια γκριζοκόκκινη μάζα από σάρκα, εντόσθια, και πούπουλα. Το καημένο το κεφαλάκι γλίτωσε… Όμως, άραγε, καλύτερα; αναρωτιέται η Μιχαέλα, ενώ το ένα μάτι του περιστεριού την κοιτάζει επίμονα. Πέθανε ακαριαία, ή υπέφερε, με το βλέμμα του να ψάχνει απαντήσεις στο κενό;
Το ένα φτερό είναι σπασμένο σε τρία σημεία. Το άλλο είναι απλωμένο, όλο μακάβρια χάρη, και θυμίζει στην Μιχαέλα την μαμά της. Στην γειτονιά, είχαν ακουστεί φήμες πως βρέθηκε στο πεζοδρόμιο με το ένα χέρι σηκωμένο, σε καλλιτεχνική πόζα, κι όλα τα υπόλοιπα άκρα σε αφύσικες γωνίες από την πτώση έξι ορόφων. Ο μπαμπάς, τόσα χρόνια μετά, δεν μιλάει γι αυτό. Κι η Μιχαέλα η ίδια δεν συνηθίζει να το σκέφτεται, και δεν ξέρει γιατί σήμερα, τι άλλαξε. Λίγο αργότερα θα πιάσει τον εαυτό της να τσιρίζει στους μεταφορείς.
“Ε και τι θες να κάνουμε,” της απαντάει ο ένας, “δηλαδή πως κάνεις έτσι για ένα περιστέρι;”
Η Μιχαέλα βρίζει εφευρετικά την μάνα του, κι οι υπόλοιποι τον κρατάνε, να μην της ορμίξει. Εκείνη γυρνά την πλάτη κι αποχωρεί.
Στο φαρμακείο, η ώρα κυλάει με μια θολή μελαγχολία. Ο χρόνος μοιάζει να διαστέλλεται κάθε φορά που η Μιχαέλα κοιτάζει έξω από την βιτρίνα—όχι κάπου συγκεκριμένα, απλώς μακριά. Η Ρούλα, το αφεντικό της, την πλησιάζει και την χαϊδεύει στο μπράτσο. “Μοιάζεις,” της λέει, “πολύ συννεφιασμένη”.
Η Μιχαέλα ρωτάει τι άλλο θα μπορούσε να ‘ναι με τέτοιον σκατόκαιρο.
Η Ρούλα—που σίγουρα κρατάει κρυμμένο κάποιο ροζ τετράδιο με στρασάκια και καρδούλες γεμάτο τέτοιες ατάκες—τής απαντάει: “Όπως η θάλασσα αντανακλά τον ουρανό, έτσι κι ο ουρανός αντανακλά τις ψυχές μας. Αν το στερέωμα μοιάζει στενόχωρο…” και δείχνει την καρδιά της, “η στενοχώρια είναι μέσα μας.”
Η Μιχαέλα της απαντάει, “δε μας χέζεις, ρε Ρούλα”.
Εκείνη, μεγαλόψυχη, της προτείνει να πάει έξω να κάνει ένα τσιγάρο, να ηρεμίσει, και κρυφά ελπίζει σε κάποια τράκα. Δυστυχώς, θα μείνει με την ελπίδα, καθώς η Μιχαέλα δεν έχει όρεξη ούτε να καπνίσει.
Προς θεού, η υπάλληλος δεν είναι μη-λειτουργική. Ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πελατών της, γρήγορα κι αποτελεσματικά. Για παράδειγμα: Μεσήλικας κύριος με απορίες για τον βελονισμό. Νεαρή που ψάχνει συμπλήρωμα διατροφής για να μπορέσει να ρίξει τον κούκλο γείτονα. Παρέα πιτσιρικάδων που το βρίσκει πολύ αστείο να ζητάει προφυλακτικά. Ηλικιωμένη που καθημερινά επισκέπτεται το φαρμακείο την ίδια ώρα, ζυγίζεται, και φεύγει… Όσο σκοτεινιασμένο κι αν είναι το μυαλό της Μιχαέλας, στην δουλειά υπερνικάνε οι αρχαίες δυνάμεις της συνήθειας. Και τελικά η μέρα κυλάει, όπως όλες οι άλλες, χωρίς απρόοπτα.
Η Μιχαέλα είναι καλά. Αλήθεια—μια χαρά είναι. Απλώς νιώθει πιο ενδοσκοπική σήμερα, αυτό είναι όλο. Το μεσημέρι ζητά απ’ την Ρούλα διάλλειμα για φαγητό και πάει στο κοντινότερο ξηροκαρπάδικο να αγοράσει μια σακούλα μιξ σπόρια, ξερό καλαμπόκι, και δημητριακά. Επιστρέφοντας στο φαρμακείο, περνάει ξανά από την Πλ. Περιστεριών. Οι μεταφορείς έχουν φύγει, και κάποιος—δόξα σοι—έχει απομακρύνει την σoρό του περιστεριού. Τώρα η Μιχαέλα σκορπίζει χούφτες τροφής δεξιά κι αριστερά αφηρημένα, κι οι συγγενείς και φίλοι του νεκρού μαζεύονται στην πλατεία για το επικήδειο γεύμα.
Δες τα, σκέφτεται, με συγκινημένο voice-over. Δες… τι χαζά που είναι! Τόσο που καταντάνε αξιαγάπητα. Δες πως τινάζουν το κεφάλι σε κάθε βήμα, λες κι έχουν κάποια νευροπάθεια, δες πώς τσιμπάνε τα ψίχουλα και τα στέλνουν πέρα δώθε και μετά τα κυνηγάνε!
Η Μιχαέλα, όταν ήταν μικρή, είχε διαβάσει σε ένα παιδικό βιβλίο (σε παράφραση) ότι τα περιστέρια είναι άκρως μονογαμικά πτηνά: βρίσκουν το ταίρι τους και φωλιάζουν για μια ζωή. Η ίδια δεν ξέρει από αυτά. Το μόνο που ξέρει είναι ο Κώστας, ένα άτομο που έμεινε στην ζωή της για τρία παθολογικώς αδιάφορα χρόνια, κι όταν έφυγε δεν άφησε καν κενό. Καλύτερα μάλιστα που έφυγε, γιατί η Μιχαέλα είχε αρχίσει να νιώθει τύψεις που πήγαινε και με άλλους—εν αγνοία του. Δεν ήταν ακριβώς ότι ήθελε τους άλλους. Κυρίως δεν ήθελε τον Κώστα. Γενικά, θεωρεί πως δεν ζητάει πολλά. Θέλει μόνο να βρει έναν κο. Περιστέρη να την τυλίξει στην φτερούγα του και να την οδηγήσει στην φωλιά τους, όπου σίγουρα θα είναι ζεστά, κι εκεί να μην έχουν τίποτα να κάνουν όλη μέρα πέρα απ’ το να πηδιούνται κουκουβίζοντας χαριτωμένα, ίσως και να αφήνουν αυγά. Ζητάει πολλά;
Αναρωτιέται αν το νεκρό πτηνό είχε ταίρι, κι αν ναι, πως να νιώθει το ταίρι αυτή την στιγμή. Το παιδικό βιβλίο δεν εξηγούσε τις τακτικές των χηρευμένων περιστεριών, αν απομονώνονται για πάντα ή αν επιστρέφουν δυναμικά στο παιχνίδι ως singles. Όπως και να ‘χει, το ταίρι σίγουρα θα νιώθει απέραντη, κατάμαυρη θλίψη. Διότι, σκέψου, σκέφτεται η Μιχαέλα, την μια στιγμή να ‘χεις το ένα και μοναδικό σου περιστέρι, και την επόμενη να ‘σαι μόνη στο σύμπαν. Κι από όλους τους πιθανούς θανάτους, να τύχει ο χειρότερος: Όχι το δηλητηριασμένο ψίχουλο, όχι η πεινασμένη γάτα, όχι ο παππούς που κάνει συλλογή από καραμπίνες—όχι: φαντάσου να τύχει το άσχετο βαρύ κιβώτιο. Και γιατί το κιβώτιο είναι ο χειρότερος θάνατος; Διότι, πολύ απλά, δεν έχει καμία απολύτως αίγλη. Γιατί σου θυμίζει πως το σύμπαν, τώρα, κι ανέκαθεν, και για πάντα, χέστηκε για σένα.
Φαντάσου την αδικία. Την απόλυτη αδικία. Μια μέρα πας στην δουλειά, κι επειδή περνάς κάτω από την πολυκατοικία νο.28, κι επειδή η κυρά του 4ου δεν στερέωσε καλά τις γλάστρες στο μπαλκόνι της, κι επειδή ο αέρας φυσάει δυνατά, ξαφνικά κράου μια γλάστρα στο κεφάλι σου, και σωριάζεσαι πριν προλάβεις να πεις “ειρωνεία”. Το κρανίο σου ανοιγμένο ανάμεσα σε φύλλα και λουλούδια και λίπασμα, γιατί από την γη προήλθαμε και στην γη θα καταλήξουμε, χα χα, οπότε πες αντίο στις ελπίδες, στα όνειρα, στους φόβους, στα πάθη σου, γιατί η κυρία Παπαπέτρου αγόρασε ελαττωματικά στηρίγματα για τις γλάστρες της πέρυσι μια Πέμπτη στην λαϊκή. Πες αντίο στον πίνακα που δεν ζωγράφισες ποτέ, στον έρωτα με την πρώτη ματιά που δεν ξες πως μοιάζει, σε όλα τα ταξίδια που είπες ψέματα στον εαυτό σου πως θα κάνεις.
“Τι ζωή…” ψελλίζει η Μιχαέλα μέσα απ’ τα δόντια της. “Τι ζωή.”
Αναρωτιέται αν είναι τρελή, ή αν απλώς οι άλλοι δεν βλέπουν, καθώς στέκεται στο κέντρο της Πλατείας. Κάποια στιγμή τα περιστέρια πετάνε μακριά και την αφήνουν μόνη.
§
Δημογιάννης Γιάννης
«Πού πας κακόμοιρε Χαρμπάλαλε;»
Κάθε Μάρτη, μετά το 2015, ο αποκαλούμενος και Χαρμπάλαλος περνούσε μαύρες Ανοιξιάτικες μέρες. Όσο κι αν γλύκαινε ο καιρός, όσο κι αν δηλητηριάζονταν με περισσότερο φως οι νύχτες, η καρδιά του δεν έβρισκε κανένα ανοιξιάτικο αντίδοτο. Ο γιατρός, εξάλλου, τον είχε προετοιμάσει πως θα χρειαζόταν πολλά χρόνια, για να συνέλθει μετά από τέτοια βαριά νοσηλεία στην ψυχιατρική.
Μετρούσε, έκτοτε, κάθε Μάρτη ο Χαρμπάλαλος, αλλά ούτε μία Ανοιξιάτικη παπαρούνα δε μέτραγε μετά τη νοσηλεία. Αυτή που σκηνοθέτησε ο αδελφός του, υπογράφοντας τον ακούσιο εγκλεισμό του, για το καλό – υποτίθεται – του 25χρονου τότε μικρότερου, χαζοχαρούμενου Χαράλαμπου. Μαζί με την υπογραφή του πατέρα του, που τον παρέσυρε να προσθέσει τη δεύτερη συναίνεση, που χρειαζόταν ο αξιότιμος κ. Εισαγγελέας.
Από εκείνη την Άνοιξη, ο Χαράλαμπος, ξέχασε σχεδόν εντελώς τη λάμψη από το βαφτιστικό του όνομα, και πριν καν καταλάβει ποιος είναι και τι θέλει, κατάντησε ένας άμπαλος, ενίοτε, και άλαλος. Γιατί αυτό το παρατσούκλι τού κόλλησαν εκείνο το Μάρτη, όσοι μοιράζονταν τον ίδιο θάλαμο στην ψυχιατρική.
Μέχρι που φτάσαμε στις 25 Μαρτίου του 2020. Γιατί πάνω στη στροφή που άρχισε να αχνοφέγγει κάποιο φως στο θολωμένο του μυαλό, πάνω στη φάση που είχε ψάξει και σε δύο τρεις δουλειές, μπας και κονόμαγε κανένα έξτρα χαρτζιλίκι, εκτός από τις πενταροδεκάρες των γέρων του – ο τριαντάχρονος πια Χαρμπάλαλος έπεσε με τα μούτρα στον κορωνοϊό. Αυτόν το διεστραμμένο πρίγκιπα.
Αυτός όμως θυμόταν τη δικιά του απαγόρευση κυκλοφορίας. Όταν για κάθε απόγευμα του Μάρτη του ’15, η πόρτα της ψυχιατρικής έκλεινε και για τους μέσα και τους έξω, και τότε ακούγονταν μονάχα κάτι κραυγές από τους τρόφιμους, που διαπερνούσαν τους τοίχους της κλινικής. Κραυγές σπαρακτικές – καλή ώρα, σαν και τις δικιές του – όταν εκλιπαρούσε Θεούς και δαιμόνους, μήπως και βρισκόταν κάποιος με οίκτο στην ψυχή, για να του ξελύσει έστω για λίγο τους ιμάντες, που του έριξαν από την πρώτη κιόλας μέρα του εγκλεισμού του. Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα, όταν για πρώτη φορά και μετά τον πανικό που τον κυρίευσε, ξέσπασε στο κεφάλι του, ένα τριφασικό μανιακό επεισόδιο, που δεν έφτασαν ούτε δύο γιατροί και τρεις νοσηλευτές, για να τον κουλαντρίσουν. Λίγο προτού πει «Τετέλεσται»…
Όλα αυτά τα σενάρια ανακαλούσε ο Χαρμπάλαλος στο μπερδεμένο του μυαλό και δεν ήταν πια καθόλου σίγουρος ποιος θα ήταν από εδώ και πέρα, ο πολιορκημένος και ποιος ο ελεύθερος, σε ετούτη την πόλη.
‘Σε ποια μέρη μπορώ πλέον να πηγαίνω μόνος;…’
‘Κι αν με σταματήσουν οι μπάτσοι στο δρόμο, κι εγώ αρχίσω να κεκεδίζω, θα με πάνε για εξακρίβωση;…’
‘Και τότε, θα την βγάλω καθαρή ή θα με πάνε στο τμήμα να παίξω και πιανάκι;…’
‘Δηλαδή, τώρα, παίζει να την ψάξουν σε καμιά στραβή, και να καταλήξουν στο ρουφιάνο τον αδελφό μου;…’
Είδε και απόειδε ο Χαρμπάλαλος με όλη ετούτη την πολιορκία, να ζει 14 μέρες, μαζί με τους γέρους του και την παραμονή της 25ης του Ευαγγελισμού τού έσκασε η κουλή να κάνει την ηρωική έξοδο, χωρίς καν προηγουμένως να στείλει SMS.
Έφτασε κοντά τέσσερις τα ξημερώματα, όταν ένα περιπολικό σταμάτησε στα βράχια της μαρίνας. Εκεί είχε ξεμείνει.
Οι περιπολικάριοι, ντυμένοι με κάτι φωσφοριζέ αδιάβροχα, τον πλησίασαν, ρίχνοντας στο πρόσωπο του, και τους δύο φακούς.
«Καλά, εσείς, κύριε, την απαγόρευση εξόδου δεν την ακούσατε; Δεν την λάβατε υπόψιν; Τον κίνδυνο να κολλήσετε ή και να μεταδώσετε τον κορωνοϊό τον αψηφήσατε;»
Ο Χαρμπάλαλος απόθεσε στην άκρη την πετονιά και τους απάντησε, λες και τους περίμενε.
«Εγώ να αψηφήσω τους νόμους και τας υποδείξεις; Αλλά, εδώ που τα λέμε, κύριοι αστυνομικοί, ο νόμος δεν μας επιτρέπει να βγάλουμε έξω το κατοικίδιό μας;»
Αν και δεν το επέτρεπε η νύχτα, εντούτοις διέκρινε πως οι φύλακες σαν να απόρησαν κάπως.
«Και πού βρίσκεται το κατοικίδιο;», ρώτησε ο ένας φακός.
«Μα, κύριοι, ο Μήτσος κάθε βράδυ αξιώνει το φρέσκο του ψαράκι και εγώ δεν μπορώ να του απαρνηθώ τη σαρδελίτσα του.» Και βγάζοντας το δόλωμα από την πετονιά, φώναξε: «Ψιτ, ψιτ, Μητσάκο. Έλα αλητάκο μου!»
Και πριν καν κατεβάσει τη σαρδέλα στο τσιμέντο, ο Μήτσος την καταβρόχθισε.
Τότε, ο ένας εκ των τηρητών της τάξεως – αυτός που κρατούσε το περίστροφο – τον πλησίασε, ενώ ο συνάδελφός περίμενε, ήδη, μπροστά από την οθόνη του περιπολικού.
«Όνομα και επώνυμο;», τον ρώτησε ψυχρά.
«Χαράλαμπος Περπερίδης, κυρ – αστυφύλακα. Ετών τριανταπέντε.»
«Και πού μένετε, κ. Περπερίδη;»
«Μειλίχου 85 στην Αγυιά.»
«Α, στο ποτάμι», σχολίασε ο φύλακας.»
«Ναι στο ποτάμι, κυρ αστυνόμε. Τον αρχαίο ποταμό!»
«Ποιόν τον Μείλιχο;» ρώτησε σαστισμένος ο προστάτης.
Ο Χαρμπάλαλος, βέβαια, υπήρξε ετοιμόλογος.
«Μάλιστα, κύριε, ο Μείλιχος. Αν και ο ποταμός αρχικά λεγόταν Αμείλιχος, που σημαίνει, όπως μου εξήγησε ένας γείτονας, ανελέητος! Σκληρός, για να το πούμε χοντρικά.»
«Ποιος, ρε Περπερίδη, ο Μείλιχος ή ο Αμείλιχος; Ο ποταμός της Αγιάς; Μας δουλεύεις νυχτιάτικα;»
«Ναι, ακριβώς όπως σας το είπα, κύριε αστυνομικέ… Μέχρι και Love story, λέει, έκρυβε ο ποταμός και μην το κοροϊδεύετε καθόλου.»
«Τί μας λες, ρε φίλε; Τί love story και πράσινα άλογα. Επειδή εσύ και κάποιοι σαλταρισμένοι σαν και το γείτονά σου σκαρφίζονται φαντάσματα;» Και αμέσως φώναξε εκνευρισμένος το συνάδελφό του, ψιθυρίζοντάς του, κάτι στο αυτί…
Την ίδια στιγμή, κεντράροντας προσεκτικά, το υπηρεσιακό περίστροφο, και ρίχνοντας το φακό, προς τη μεριά του Χαράλαμπου, ο νευρόσπαστος φώναξε: «Ακίνητος στη θέση σου και μη τολμήσεις να κουνηθείς ρούπι, γιατί θα μπλέξουμε όλοι μαζί, παραμονές του Ευαγγελισμού και θα χάσω, τότε, εγώ την παρθενιά.»
Ο Χαράλαμπος κάθισε στο βραχάκι. Στο τέλος της αιχμαλωσίας, ο αστυφύλακας που είχε κατευθυνθεί στο περιπολικό, για να τσεκάρει τα στοιχεία του, ήταν σαφής.
«κ. Περπερίδη, φοβάμαι πως θα πρέπει να πάμε στη διεύθυνση, για κάποιες περαιτέρω διευθετήσεις. Παρακαλώ, ακολουθήστε μας ήρεμα, καθίστε στο πίσω κάθισμα και όλα θα πάνε καλά.»
Ο Χαρμπάλαλος σχεδόν σύρθηκε μέχρι την πόρτα, αλλά πριν σκύψει για να μπει στο περιπολικό, ρώτησε σα να τινάχθηκε από λήθαργο:«Και τον Μητσάκο μου, ποιος θα τον φροντίσει;»
«Μην ανησυχείτε, καθόλου, κ. Περπερίδη», τού απάντησε ο αστυνομικός που είχε λάβει οδηγίες από το κέντρο. «Θα σας τον δώσουμε να τον κρατάτε μέχρι το τμήμα και εκεί έχει ειδοποιηθεί και θα προσέλθει ο αδελφός σας. Τότε, φαντάζομαι, δε θα προκύψει κανένα πρόβλημα. ;
§
Δρόσου Γλυκερία – Σωτηρία
Το πάρτι του Πετρή
‘Περίμενε σου είπα μην τρέχεις! Δεν σε προλαβαίνω!’
Έκλεισε τις σκέψεις στο ντουλάπι της κουζίνας και από μέσα ακούγονταν χτύποι και φωνές!
‘Το κλειδί, κλείσε το ντουλάπι με κλειδί!’
Μέχρι να το κάνει μια δυο σκέψεις ξεγλίστρησαν και άρχισαν να την περιγελούν. Με απίστευτη ταχύτητα κρύβονταν πίσω και κάτω από τα έπιπλα. Με τη βοήθεια της ηλεκτρικής σκούπας τις μάζεψε και αυτές. Έπεσε εξαντλημένη στον καναπέ. Δεν είχε πολύ χρόνο ακόμη. Τα παιδιά χτύπησαν το θυροτηλέφωνο. Έκανε έναν τελευταίο έλεγχο, πήρε μια ανάσα, ανασυγκροτήθηκε και άνοιξε την πόρτα. Υποδέχτηκε τα παιδιά.
‘Πώς περάσατε; Πήγατε κάπου με τον μπαμπά;’
‘Πήγαμε για ποδήλατο. Περάσαμε φανταστικά.’
Δεν ήταν η πρώτη φορά που την έπιανε κρίση. Τα οικονομικά προβλήματα είχαν λυγίσει την αισιοδοξία και παραμόρφωσαν τελείως την προσωπικότητά της. Αυτή τη φορά την κρίση πυροδότησε ένας λογαριασμός. 300 ευρώ ΔΕΗ όταν με το ζόρι κατάφερνε να καλύψει τις βασικές ανάγκες είναι υπέρογκο ποσό, πάνω από το μισό του πενιχρού μισθού της. Το ρεύμα είχε κοπεί πολλές φορές. Έκανε διακανονισμό, παρακαλούσε, της το έκαναν επανασύνδεση. Νύχτες χωρίς φώτα και ζεστό φαγητό δεν της ήταν άγνωστες. Ξεγελούσε τα παιδιά ανάβοντας τα κεριά και προσποιούμενη ότι σκηνοθετούσε ένα καινούριο σκηνικό για να δυσκολέψει το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού. Ως εκεί, καλά. Δυσκολευόταν όμως να τους εξηγήσει γιατί αυτό το παιχνίδι πρέπει να συνεχιστεί για τουλάχιστον δύο νύχτες και γιατί, ακόμη και στη βραδινή επίσκεψη στην τουαλέτα, έπρεπε να τηρήσουν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Στο φόβο λοιπόν της διακοπής η Γλυκερία τα έχασε. Τελείως. Όλα τα γιατί κυρίευσαν το εύθραυστο από τις αναποδιές πνεύμα της. Οι αναμνήσεις από θανάτους, εγκατάλειψη, ανήλεους δικαστικούς πολέμους, ψέματα, προδοσία, χτυπήματα κάτω από τη μέση σε στιγμές που ήταν πιο ευάλωτη πλημμύρισαν το κεφάλι της και άρχιζαν να εκκολάπτονται φρικτά πλάσματα, μαβιά, λιπόσαρκα που έτρεχαν σε όλο το σπίτι γελώντας και σκαρφαλώνοντας στους τοίχους και στο ταβάνι. Έπεφταν πάνω της και την κυνηγούσαν μέχρι που μία φωνή διαφορετική ερχόταν σαν σύμμαχος να τη βοηθήσει. Κατέφθανε πάνω σε ένα φτερωτό λύκο, ακριβώς τη στιγμή που τη Γλυκερία την στρίμωχναν οι παραισθήσεις. Μαζί έδιναν την τελική μάχη πετώντας η μία στην άλλη την ασπίδα και το ξίφος και μαχόμενες πλάτη με πλάτη. Η σύμμαχός της ήταν μία Βαλκυρία ονόματι Μπρίνχιλντιρ. Ζόρικη όσο και το όνομά της. Η Γλυκερία την φώναζε Μπίντι. Η κουζίνα ήταν το οπλοστάσιό της. Τα μαχαίρια ήταν τα ξίφη, η γαλατιέρα το κράνος και το μαντεμένιο τηγάνι η άθραυστη ασπίδα. (Στ΄αλήθεια, δεν πάθαινε τίποτα αν και δεν θα έλεγε κανείς το ίδιο και για τα έπιπλα του σπιτιού). Σε κάθε μάχη, που έβγαιναν πάντα νικήτριες μέσα από στάχτες και κονιορτό, ατένιζαν το φως του ήλιου με γυμνό βλέμμα κραδαίνοντας το αχνιστό από το αίμα ξίφος της η μία και το καψαλισμένο τηγάνι η άλλη.
Αγαπητέ αναγνώστη αν εύλογα αναρωτιέσαι γιατί τόση φασαρία με ξεπερασμένα ξίφη και σιδερικά τη στιγμή που υπάρχουν πολυβόλα, μπαζούκας και αλεξίσφαιρα, η απάντηση είναι απλή. Η Γλυκερία διάβασε ακόρεστα την ελληνική μυθολογία από μικρή. Όταν αυτή της τελείωσε, ξεψάχνισε βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία αναζητώντας νέες συγκινήσεις στις μυθολογίες των Αιγυπτίων, των Ινδών και των Σκανδιναβών. Οι τελευταίοι μάλιστα τη γοήτευαν γιατί οι άντρες ήταν ξανθοί και ρωμαλέοι και οι γυναίκες πολεμίστριες ανυπότακτες και σκληρές. Ό,τι ακριβώς δεν ήταν η ίδια. Φούσκωνε το μυαλό της με τις δυνάμεις των θεοτήτων και όταν έμενε μόνη έπαιζε την Άρτεμη και την Αθηνά. Ο Δίας μάχονταν με τον Όντιν και οι Αμαζόνες με τις Βαλκυρίες. Μεγαλώνοντας ήρθαν στη ζωή της η Γουόντερ Γούμαν και οι ήρωες της Μάρβελ. Άντε να ξεφύγει από όλα αυτά όταν ο γιος της άρχισε να θαυμάζει τον Σπάιντερμαν και να γεμίζει το σπίτι με φιγούρες, μάσκες και γάντια που βγάζουν ιστούς.
Το διαζύγιό της έγινε ένας αιματηρός και μακροχρόνιος πόλεμος. Κομμένο ρεύμα, κοστοβόρες δικαστικές διαμάχες, δέσμευση λογαριασμού από χρέη, άδειο ψυγείο, άδεια ντουλάπια, άδειο ρεζερβουάρ -οι καθημερινές της μάχες. Ο θάνατος της μητέρας και του πατέρα – τιμημένα θύματα ενός άδικου πολέμου. Η εγκατάλειψη από τα αδέρφια – προδοσία των συμμάχων. Μάγοι από τον πάτο της κόλασης μετέτρεπαν τη μπουγάδα σε τσουνάμι για να την πνίξουν. Τα άπλυτα κατσαρολικά πολλαπλασιάζονταν ως τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας.
Μέσα σε όλα αυτά προσπαθούσε να είναι νηφάλια για να αναθρέψει τους απογόνους της, που περνούσαν πολύ καλά με τέτοια μαμά.
‘Θες βοήθεια για το πάρτι; Μπορώ να φέρω ποπ κορν και να φτιάξω καπ κέικς με χρωματιστό γλάσο που αρέσουν στον Πετρή.’
‘Τέλεια ιδέα! Εγώ θα ετοιμάσω αμβροσία με φρούτα και άνθη γιασεμιού και μέλανα ζωμό με μανιτάρια αλά κρεμ.’ Ο Τζίμης κατάλαβε πίτσα με ανανά και χυμό από φρούτα του δάσους.
‘Είσαιβέβαιη ότι ο ανανάς στην πίτσα θα ξετρελάνει τα παιδιά;’
‘Δοκιμασμένη συνταγή, μην το συζητάς. Θα τους δώσει ενέργεια για το κυνήγι του αγριόχοιρου που τους ετοιμάζω.’
‘Καλύτερα να τα ετοιμάσω και αυτά εγώ. Αν κάνεις κλαμπ σάντουιτς μη βάλεις λαρδί αυτή τη φορά.’
‘Καλά, ό,τι πεις. Θα βάλω βούτυρο βουβάλας. Το βρήκα με 50% έκπτωση! Για φαντάσου!’
‘Ναι, πού να το φανταστώ.’
Ο Τζίμης ή Τζιμάκος, γείτονας και οικογενειακός φίλος της Γλυκερίας, την βοηθούσε τακτικά στις αναποδιές όταν καταλάβαινε ότι χρειαζόταν, γιατί η Γλυκερία δε ζητούσε βοήθεια από κανένα. Ως αντίποινα για το Τζιμάκος την φώναζε Γλυκέρω και ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της. Ο κατά κόσμον κύριος Δημήτριος Καλεμκερίδης, εφοριακός και γεροντοπαλίκαρο (όχι από επιλογή), ανυποψίαστος με την κατάσταση της Γλυκερίας, απέδιδε τα καπρίτσια της σε μία περίεργη αίσθηση του χιούμορ που τον ίδιο τον διασκέδαζε πολύ. Τα απροσδόκητα χτυπήματα στους τοίχους με την ηλεκτρική σκούπα ξημερώματα, που σήκωναν τη γειτονιά στο πόδι και ξυπνούσαν τα μωρά, για αυτόν ήταν μουσική και θαύμαζε ακόμη περισσότερο τη Γλυκέρω για τη νοικοκυροσύνη της.
‘Ξέρεις Γλυκέρω ήθελα να σου ζητήσω να μιλήσουμε μετά το πάρτι.’
‘Εντάξει Τζιμάκο. Ακούγεται σοβαρό.’ Γέλασε και του έδωσε μια φιλική μπουνιά στο στομάχι. ‘Αν θες κόκκινη ζαχαρόπαστα από την τούρτα Σπάιντερμαν, να ξέρεις της έχω αδυναμία. Βάφει κόκκινα τα δόντια και όταν γελάς είναι σα να έχεις φάει ωμό κρέας. Αλλά για να δεις τι μεγαλόψυχη που είμαι θα την μοιραστώ μαζί σου να γελάσουμε μαζί.’
‘Τέλεια… είπε ξεψυχισμένα ο Τζίμης προσπαθώντας να ξεδιπλωθεί.’
Το πάρτι ξετρέλανε τους μικρούς και γέλασαν όλοι με την ψυχή τους με το κυνήγι του αγριόχοιρου. Το ρόλο του πρωταγωνιστή πήρε ένα τηλεκατευθυνόμενο ποντίκι. Η Γλυκερία με τα παιδιά του έβαλαν δύο οδοντογλυφίδες για χαυλιόδοντες και κομματάκια από παλιά γούνα για να φαίνεται πιο μαλλιαρό. Οι πιτσιρικάδες το κυνηγούσαν ως αρχαίοι Γαλάτες στα δάση της Αρμορικής για να το ψήσουν στο επερχόμενο τσιμπούσι. Κάθε φορά που το σκότωναν αυτό, ως δια μαγείας, ανασταίνονταν και φτου κι απ’ την αρχή, μέχρι όλοι να το έχουν πιάσει τουλάχιστον μία φορά και να φύγουν ικανοποιημένοι.
Τα παιδιά πήγαν για ύπνο χαμογελαστά και εξαντλημένα. Το σπίτι θύμιζε πεδίο μάχης και παρόλο που η Γλυκερία ήταν στο στοιχείο της, ο Τζίμης επέμενε να τη βοηθήσει να τακτοποιήσουν για να βρει ευκαιρία να της ξεφουρνίσει το μυστικό του.
‘Έλα Τζιμάκο. Ώρα για την επιβράβευσή σου. Εγώ δεν μπορώ να αντισταθώ άλλο.’ Του πάσαρε την κόκκινη ζαχαρόπαστα και του χαμογέλασε πλατιά με ένα κόκκινο χαμόγελο που δεν οφείλονταν στο κραγιόν.
Απρόθυμα ο Τζίμης έφαγε τη ζαχαρόπαστα και γονάτισε μπροστά στη Γλυκερία τείνοντας ένα μπλε βελούδινο κουτάκι προς το μέρος της.
‘Τι είναι αυτό; Κι άλλο μπιχλιμπίδι;’ Είπε η Γλυκερία αντικρίζοντας το διαμαντένιο δαχτυλίδι. ‘Σ’ ευχαριστώ Τζιμάκο, θα το βάλω μαζί με τα άλλα στο συρτάρι. Αλλά, να… αν θες να μου κάνεις, εννοώ να κάνεις δώρο στον Πετρή, του αρέσει το σφυρί του Θωρ που έχει βγει σε αληθινό μέγεθος και…’
Ο Τζίμης έχασε την υπομονή του.
‘Το δαχτυλίδι δεν είναι ένα μπιχλιμπίδι να το βάλεις μαζί με τα χρυσά σκουλαρίκια που σου χάρισα στη γιορτή σου πέρυσι -ακριβή μακεδονικά αντίγραφα από το αρχαιολογικό μουσείο- ή το στριφτό βραχιόλι με τα δύο φίδια που παρήγγειλα από την Αλεξάνδρεια (ναι της Αιγύπτου) για να σε ευχαριστήσω και που εσύ δεν φόρεσες ποτέ! Ή το περιδέραιο… τέλος πάντων καταλαβαίνεις το πνεύμα μου. Πίστευα ότι έτσι θα σε κερδίσω και να ΄μαι τώρα μπροστά σου γονατιστός. Αστειεύεσαι ακόμη και με το δαχτυλίδι και με περιγελάς; Σε ζητώ να με παντρευτείς.’ Είπε ως γνήσιος Σαλονικιός ο Τζίμης και ο έντονος τόνος της φωνής του με το κόκκινο μισάνοιχτο στόμα του έδιναν μια απόκοσμη γοητεία στα μάτια της Γλυκερίας. Για μια στιγμή ένιωσε κάτι να εκρήγνυταιμέσα της και το πύρινο τρένο των αναμνήσεων έπιασε ξέφρενη ταχύτητα σε κλάσματα του δευτερολέπτου.
‘Σ’αγαπώ, θέλω να είμαστε μαζί για πάντα. Θέλω να γίνεις η μητέρα των παιδιών μου, να ξυπνώ πλάι σου κάθε πρωί.’ Της είπε πριν κάμποσα χρόνια ένας άλλος υποψήφιος σύζυγος κρατώντας το ίδιο μπιχλιμπίδι μπροστά της. Το τρένο έκανε στάση λίγα χρόνια μετά.
‘Φύγε! Χωρίζουμε. Δε θα με ξαναχτυπήσεις!’
‘Μετά χαράς! Βγάλε μόνη σου το φίδι απ’ την τρύπα.’
Έφυγε και την άφησε άνεργη με δυο μωρά στο έλεος της οικογένειάς της. Εκείνοι, απρόθυμοι να φορτωθούν τα προβλήματά της, αφού της υπενθύμισαν όλα τα λάθη και τις επιλογές της, με διδακτικό τόνο της ξεκαθάρισαν ότι έπρεπε να αναλάβει μόνη τις συνέπειες της επιπολαιότητας και ανευθυνότητάς της και να τα βγάλει πέρα μόνη της.
Το τρένο των αναμνήσεων στραπατσαρίστηκε πάνω στο τείχος «κρίση».
‘Μοχθηρέ δράκε της κόλασης! Μεταμφιέστηκες για να με γελάσεις.’ Είπε στον άφωνο Τζίμη η Γλυκερία. ‘Τα μάγια σου δεν πιάνουν σε μένα. Ένας Θεός ξέρει τι έκανες στον Τζίμη και πήρες τη μορφή του.‘
Τα φτερά του λύκου της Μπίντι ανέμισαν στο πρόσωπό της που σκοτείνιασε απότομα. Προτού εκσφενδονιστεί το μαντεμένιο τηγάνι απ’ το οπλοστάσιο πάνω στο κεφάλι του Τζίμη, ξεκόλλησε το γόνατό του από το πάτωμα και έφυγε έντρομος.
Ο Τζίμης δεν έκλεισε μάτι όλο το βράδυ. Από το διπλανό διαμέρισμα η Γλυκερία χτυπούσε μανιασμένα όλη νύχτα την ηλεκτρική σκούπα πάνω στους τοίχους και τα έπιπλα.
Δεν άργησαν να διασταυρωθούν στις σκάλες. Η Γλυκερία είχε ξεχάσει τελείως το συμβάν. Ήταν μάλιστα και χαρούμενη γιατί απέκτησε -δηλαδή ο Πετρής απέκτησε- το σφυρί του Θωρ που του έκανε δώρο η νονά του.
Ο Τζίμης πολύ διστακτικά τη ρώτησε αν είναι καλά.
‘Καλά είμαι Τζιμάκο, μόνο που τώρα τελευταία δεν κοιμάμαι πολύ καλά. Σχεδόν παραπατάω όλη μέρα…’
Τη στιγμή εκείνη κατέβαινε από τον τέταρτο η κυρία Καίτη με το τρόλεϊ της λαϊκής. Φρόντιζε να πιάνει ένα στόχο 6000 βημάτων την ημέρα, καθορισμένο από το καινούριο ψηφιακό ρολόι της και ο τρόπος για να το πετύχει αυτό ήταν να κατεβαίνει τις σκάλες με τα πόδια –ενίοτε και με το καροτσάκι της λαϊκής-αλλά να ανεβαίνει με ασανσέρ. Στην προσπάθειά της να το κατεβάσει και κάνοντας γκελ στα σκαλοπάτια μπουρδουκλώθηκε πάνω στο τρόλεϊ, έπεσε πάνω στην Γλυκερία, που ανέκοψε την πορεία της, αλλά η ίδια βρέθηκε στον αέρα με τα χέρια μπροστά τεντωμένα. Τη στιγμή που σκεφτόταν ποιος θα έπαιρνε τα παιδιά αν η πτώση της ήταν μοιραία, ο Τζίμης με αξιοθαύμαστα αντανακλαστικά παραμέρισε καροτσάκι και Καίτη, ελισσόμενος ως αίλουρος άρπαξε από τη μέση τη Γλυκερία και την επανέφερε σε όρθια θέση μέσα στην αγκαλιά του. Σαστισμένη από την εξέλιξη της πτώσης και ενώ κοιτάζονταν σιωπηλά, η αραιωμένη κόμη του Τζίμη ανέμιζε σαν ξανθιά χαίτη, τα λεπτά του μπράτσα δε χωρούσαν πια μέσα στις παλάμες της και η Μπίντι, πάνω στο φτερωτό λύκο, της έκλεισε το μάτι και έφυγε πετώντας για το Άσγκαρντ.
§
Μυροφορίδης Αλέξανδρος
Πάπιες Μανδαρίνοι
Απομακρυνόταν από την είσοδο του πάρκου, έτρεχε προς τη λίμνη, οι θόρυβοι της πόλης σώνονταν σταθερά ωσότου έσβησαν. Σταμάτησε απότομα για να λαχανιάσει με ησυχία. Η ματιά του κόλλησε στο μονοπάτι· όταν σιγουρεύτηκε πως δεν πλησιάζει κανείς, ξεφύσησε μ’ ένα συνοδευτικό βογκητό, βραχνό, από το ζόρι της σωματικής άσκησης. Εκείνη την ώρα της ημέρας έμοιαζε με καταπατητή ενός υγρότοπου που δεν είχε ακόμη πάρε δώσε με τους ανθρώπους, ένα καθημερινά πολιορκημένο οικοσύστημα, σαν το γαλατικό χωριό του Αστερίξ· ξέρετε ποιο, αυτό που αντιστεκόταν για να μην τσαλαπατηθεί από τους Ρωμαίους.
Ένιωσε «εξωσχολικός» που πήδησε τον φράχτη και παραβίασε το άβατο, του την τσαμπουνούσανε συχνά τη λέξη αυτή παλιότερα, θυμήθηκε τα σκηνικά και πήγε να γελάσει πνίγοντας την ευθυμία του, κοφτά, στην αμέσως επόμενη ανάσα. Ένιωσε το μανίκι του. Οι φόρμες μούσκεψαν, λίγο το ψιλόβροχο, περισσότερο το τρέξιμο.
Εύχομαι όλο αυτό να έχει κάποιον σκοπό στο τέλος, Τζίνα. Ναι;
Πλησίαζε την ξύλινη προβλήτα των περιπάτων –πατούσε παντού ψίχουλα– όταν την πρόσεξε· ξεχώριζε το αταίριαστο πορτοκαλί της ομπρέλας. Έπιανε ελάχιστο χώρο στο παγκάκι, καθόταν κουρνιασμένη στην άκρη του, σαν μουσαφίρης που δεν ήθελε να σηκώσει σκόνη με την παρουσία του. Τα μελαχρινά μαλλιά της έκρυβαν το βλέμμα προς την απέναντι όχθη· με το ελεύθερο χέρι έτριβε, μηχανικά αλλά μάταια, τα γόνατα. Βανίλια του τσίμπησε τα ρουθούνια· την εισέπνευσε με ευχαρίστηση.
Τζίνα, γλύκα μου;
Ξανακοίταξε τριγύρω. Ήταν μόνοι. Έφτασε στο παγκάκι και κάθισε στη μέση. Την απολάμβανε, δηλαδή την πλάτη της απολάμβανε· γούρλωσε θριαμβευτικά τα μάτια κι άπλωσε με άνεση το δεξί του χέρι στην ξύλινη πλάτη. Τα δάχτυλά του άρχισαν να προσποιούνται πως πασχίζουν, παιχνιδιάρικα, να την ακουμπήσουν. Ακουγόταν το ρυθμικό τους χτύπημα στο ξύλο.
«Τις βλέπετε; Εγώ δεν μπορώ. Πρέπει να κρύβονται απέναντι».
«Ποιες;» έδειξε να ενδιαφέρεται και χάρηκε που ξεκίνησε τόσο άνετα η κουβέντα. Τον προσκαλούσε να κοιτάξει· λάτρεψε τη ζαχαρένια, με νότες θλίψης, φωνή.
«Οι αρσενικές. Θεωρούνται οι ομορφότερες στον κόσμο. Είναι αδύνατο, λένε, να σβήσουν από τη μνήμη σου όταν τις πρωτοδείς. Σε σκανδαλίζουν τα χρώματα».
«Χάρηκα. Σπύρος».
Δεν άλλαξε τίποτα στη στάση του σώματός της, η φράση του έμεινε αναπάντητη. Ένα νύχι του γρατζούνισε την περσινή κόκκινη βαφή του ξύλου. Μα, αφού αυτή ξεκίνησε την κουβέντα.
Σπύρο, δεν πρόκειται, κι αν ακόμα ήθελα, δεν θα έφτυνα εκεί που τρώω.
«Το φαντάζεστε; Να είναι τόσο όμορφες και να ντρέπονται να βγουν απ’ την κρυψώνα τους».
«Μόνο η φύση δεν θα μπορούσε να είναι εγωίστρια».
Έστριψε δειλά το κορμί προς το μέρος του. Γέμισαν τα μάτια του με το πρόσωπό της· κρυμμένο πίσω από γυαλιά με φακούς σε ανοιχτό καφέ. Χάιδευε αμήχανα τον λαιμό. Μύριζε σαπούνι ελαιόλαδου. Μια βροχοσταλίδα τον χτύπησε στο μέτωπο.
Δεν θα σε αφήσω να φύγεις ποτέ, Τζίνα.
«Τέλειο, αυτό που είπατε. Συγνώμη, αλλά, σχεδόν πάντοτε αυτές οι στιχομυθίες δεν καταλήγουν πουθενά. Είμαι η Μαρία».
«Χάρηκα. Εύχομαι να μην έκανα κάτι πολύ λάθος ή πολύ γρήγορα».
«Ενικό;»
Ο Σπύρος συναίνεσε, ανακουφισμένος.
«Δεν έχεις κάνει το παραμικρό λάθος, Σπύρο».
Ο Παντελής είναι άντρας μου, κι όχι μόνο αυτό, είναι όσο δεν πάει εντάξει απέναντί μου. Κομμένη, ρε συ Σπύρο. Ήταν μια κάψα που τη φουντώνεις με το στανιό. Δεν σου έδωσα δικαίωμα, χορτάτη είμαι, σταμάτα να με γυροφέρνεις.
Ένα ζευγάρι πάπιες φανερώθηκε και πλησίασε το κέντρο της λίμνης. Το ένα ήταν φανταχτερό, μοναδικό. Το άλλο σχεδόν δίχρωμο, λιτότερο. Και τα δύο, σαν ένα σώμα, ρυτίδιαζαν αθόρυβα την επιφάνεια, έπαιζαν με τους λαιμούς, τους έτριβαν αιφνιδιαστικά μεταξύ τους ή τους βουτούσαν στη λίμνη.
«Λοιπόν; Τι άλλο γνωρίζεις γι’ αυτά; Ξέρεις, άθελά μου μάθαινα κι εγώ από την πωλήτρια ενός pet shop. Ήταν το πεντάλεπτο των εγκυκλοπαιδικών γνώσεων περί παγκόσμιας πανίδας∙ κάθε τρεις Πέμπτες, όποτε αγόραζα κανναβούρι για τον Τουίτι».
Αυτή γέλασε αθώα, εγκάρδια. Τη λάτρευε ολοένα και πιο πολύ, τα δάχτυλά του την πλησίαζαν. Σύρθηκε λίγους πόντους κοντύτερά της.
«Ο Τουίτι; Μη μου πεις;»
Εκείνος, με αργές, καταφατικές κινήσεις του κεφαλιού και σουφρώνοντας τα χείλη, το επιβεβαίωσε.
«Ευτυχώς, δεν έχω Σιλβέστερ και σκύλο στο σπίτι, να βλέπαμε ζωντανά επεισόδια».
Τη διασκέδαζε. Ένιωθε δυνατός, ικανός. Τον ερέθιζε.
Γι’ αυτό με φώναξες, Τζίνα; Για τη χυλόπιτα; Γιατί ρε, σκρόφα;
Το σώμα της ξαναγύρισε προς το θέαμα της λίμνης. Περνούσαν τα λεπτά με μια αλλόκοτη ισορροπία στα λόγια, που άλλοτε έμοιαζε πρώιμη οικειότητα κι άλλοτε συντηρούσε αποστάσεις και κόκκινες γραμμές.
«Ένα ζευγάρι απ’ αυτές κουβαλάει πολλαπλούς συμβολισμούς. Είναι η ευτυχία στην αγάπη, η συζυγική πίστη, ο ρομαντισμός. Είναι για πάντα μαζί, δεν αποχωρίζονται ούτε στις τελευταίες στιγμές τους, ακολουθούν το ταίρι ακόμη κι όταν αυτό είναι ετοιμοθάνατο, θέλουν να ξεψυχήσουν μαζί του. Η αφοσίωσή τους είναι παροιμιώδης. Έχουμε να διδαχτούμε τόσα πολλά· και είναι όλα μπροστά μας. Εμείς, όμως, πρωταθλητές στην εθελοτυφλία».
«Γιατί τόση στεναχώρια, Μαρία; Μήπως δεν πρέπει να παίρνεις τα πάντα τοις μετρητοίς; Ξέχασες, προηγουμένως γελούσαμε».
Της άγγιξε την πλάτη. Δάγκωσε τα χείλη του από την έξαψη. Περιεργάστηκε με τα ακροδάχτυλά του το παλτό της, αλλά σβέλτα τ’ απομάκρυνε.
Χυλόπιτα; Δεν είσαι καλά Σπύρο. Πρέπει να σε δει γιατρός.
«Έχεις αγαπήσει ποτέ, Σπύρο;»
«Τι ερώτηση είναι τώρα αυτή;»
Μια ξύλινη ακίδα κόντεψε να του καρφωθεί με το νεύρο που έξυνε το παγκάκι∙ δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να μαζευτεί.
Όπου κι αν πας, θα επιστρέφεις, Τζίνα. Εμένα θες, μόνο.
«Δεν έχει εγωισμούς αυτό το συναίσθημα. Είναι καθάριο, γνήσιο. Τον καταλαβαίνεις τον άλλον, όλο το σώμα του παραμιλάει. Αν είναι έτσι, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Αν δεν είναι…»
Ρε, δεν είσαι καλά, άσε με ήσυχη.
«…τι είχες, τι έχασες».
Κούνησε το κεφάλι της, προτείνοντάς του να κοιτάξει στη λίμνη. Αυτός, πισώπλατα την παρατηρούσε αγριεμένος, ζόφος του έσκιαζε τη ματιά. Άργησε επιδεικτικά ν’ ακολουθήσει την πρότασή της· το έκανε τελικά, όμως αυτή δεν γύρισε ποτέ να δει, παρά μόνο συνέχισε.
«Φεύγουν. Τις ενοχλήσαμε».
Οι πάπιες πέταξαν γρήγορα και σε απόλυτη ευθεία, προς την απάτητη όχθη.
«Πόσα ξέρεις για καθετί, Μαρία».
Θα μείνεις για πάντα δική μου, σκρόφα!
«Δεν θα ήθελα να συνεχίσω την κουβέντα».
«Για οτιδήποτε; Ή μόνο για τα πουλιά;»
Του έστρεψε ακόμη περισσότερο την πλάτη.
Γλύκα μου; Χτύπησες; Μίλα μου, σε παρακαλώ.
Έχωσε το αριστερό του χέρι στην τσέπη της φόρμας και το πλησίασε στα σκέλια του. Σύρθηκε κι άλλο προς το μέρος της.
«Όλες σαν κι εσένα, ανάφτρες. Τίγκα στη ρομαντική ατάκα και τ’ αφηρημένα βλέμματα. “Αγάπησες; Τι μου λες, δεν έχεις αγαπήσει; Κακόμοιρο παιδί, δεν άρπαξες την ευκαιρία και με τα δυο σου χέρια;”»
Σαν αρπακτικό τη ζύγωσε, ανέπνεε στον σβέρκο της, μύριζε τη βανίλια μπερδεμένη με το ελαιόλαδο. Ένα κρώξιμο ακούστηκε στο βάθος, λες και τον πήρε πρέφα η γειτονιά· θαρρείς πως την προειδοποιούσαν. Λίγες στιγμές ανενόχλητο θέλει το κακό.
Μου κάνεις τον ψόφιο κοριό για να τη γλυτώσεις;
«Γιατί στράβωσες, Μαρία; Δεν σου το είπαμε το ποίημα όπως σου αρέσει; Προσπάθησα ρε σκρόφα. Όλες ίδιες είστε. Προσπάθησα!»
Η ματιά στο μονοπάτι, ακαριαία, απ’ άκρη σ’ άκρη. Το νύχι ακούστηκε να σπάει. Τα χέρια του σαν τανάλια την άρπαξαν από τον λαιμό και τη γονάτιζαν σαδιστικά, μέχρι να της τσακίσουν κάθε τσαμπουκά. Βούλιαζε ανήμπορη, πάλευε άναρθρα για μια ανάσα. Παντού φτερουγίσματα, λαχτάρησε ο τόπος.
Όταν έφτασαν μπροστά του, από τις θέσεις παρακολούθησης, η Μαρία είχε σχεδόν σβήσει. Πρότειναν τα υπηρεσιακά τους κι ούρλιαζαν για να ψαρώσει. Δεν σταματούσε κι αναγκάστηκαν ν’ ανοίξουν τ’ αγκυλωμένα από την πώρωση χέρια του για να μην τα καταφέρει, σαν να την απεγκλώβιζαν από μια μάζα σίδερα. Η Μαρία έβηχε κι ανέπνεε αχόρταγα, σαν να’ βγαλε την τελευταία στιγμή το κεφάλι απ’ το νερό. Ο Σπύρος σπαρταρούσε, έσκαβε με λύσσα το μαλακό απ’ τη βροχή χώμα με τις φτέρνες του.
Θα μείνεις εδώ, Τζίνα, Όσο κι αν φωνάξεις. Μέχρι να μ’ αγαπήσεις.
Τον απομάκρυναν κι αυτός την κοιτούσε.
«Πού είναι η αδελφή μου, ρε καριόλη; Πού την κρατάς;»
Δεν πτοήθηκε με τα μπινελίκια, ούτε με την αποκάλυψη. Την είδε όμως να ψαχουλεύει τα γυαλιά της και να μην τ’ ακουμπάει, για δυο πόντους, σαν να μην ήταν εκεί τα ρημάδια. Ακόμη κι όταν τα βρήκε, τα φόρεσε, όμως πάλι δεν τον κοιτούσε στα μάτια. Έψαχνε να συναντήσει τη φωνή του, μ’ αυτή τον έβλεπε.
«Πού είναι;»
Μία αστυνομικός, από τις πρώτες στο πέσιμο, την έπιασε αγκαζέ.
«Τελείωσαν οι μέρες του. Δεν θα ξανακάνει κακό σε καμία».
Η Μαρία έβγαζε έναν ήχο σαν υπόκωφο μοιρολόι. Έμεινε με την ανημποριά και την ατσαλοσύνη μικρού παιδιού, στο σκοτάδι, να περιστρέφεται έχοντας στήσει αυτί.
«Δεν σ’ αγάπησε ποτέ».
Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε στους δεσμοφύλακές του, βουρκωμένος. Παράτησε τις αντιδράσεις, βάρυνε περισσότερο, τους δυσκόλευε.
Δεν θα με βγάλεις ποτέ από εδώ μέσα;
«Μαρία;»
Τινάχτηκε στο άκουσμα του ψίθυρου, έτρεξε, σκόνταψε, σηκώθηκε κι αρπάχτηκε, λίγα βήματα μετά, από τα ρούχα του. Σαν ελεεινή μορφή, σαν Ηλέκτρα που θρηνεί, τον πλησίασε και τον χάιδευε άγαρμπα. Οι αστυνομικοί προσπαθούσαν ξανά να τους χωρίσουν.
«Έλα, ρε μάγκα. Πες μου, εμένα».
Η φασαρία φούντωνε, άλλοι τέσσερις μοτοσικλετιστές έφτασαν με τη μοτορόλα στη διαπασών, στο βάθος ακουγόταν ασθενοφόρο. Ο αέρας της πρωινής βροχής απογείωσε την πορτοκαλί ομπρέλα, την άφησε να αιωρείται για λίγο και την πέταξε στη λίμνη. Τα κρωξίματα περίσσεψαν. Έσκυψε στο αυτί της· αυτή τον αγκάλιασε με όλη της τη δύναμη.
Κάθε χάραμα εκείνου του φθινοπώρου, οι πλουμιστές πάπιες βολτάρανε απ’ άκρη σ’ άκρη· ήταν εκείνη η ευεργετική μοναξιά της ώρας που τις επέτρεπε να ξεμυτίζουν με τον δια βίου έρωτά τους. Το πάρκο είχε μισόκλειστα τα μάτια, ήταν αυθεντικό όμως σε κάθε του ήχο και κίνηση, για λίγες ώρες ακόμα, μέχρι ν’ αντιληφθεί την ανθρώπινη παρουσία. Μόνο έναν καλωσόριζαν αναντίρρητα στο δικό τους γαλαζοπράσινο άδυτο. Μερικές φορές, ερχόταν κι ένας δεύτερος, κι εκείνος διακριτικός κι ευγνώμων, σαν τον πρώτο. Κάθονταν δίπλα δίπλα, στο ίδιο παγκάκι, στη βροχή ζευγάρωνε η μωβ με την πορτοκαλί ομπρέλα, γινόντουσαν μαζί μια τρύπα στο νερό κι αφήνανε τους οικοδεσπότες ήσυχους κι ελεύθερους, για να μπορούν να τους θαυμάζουν.
§
Πράντζιος Πασχάλης
Το πράσινο ποδήλατο
Σαν ήμουνα παιδί, μου άρεσαν πολύ τα παραμύθια. Τα παραμύθια και τα ποδήλατα. Παραμύθια είχα πολλά, ποδήλατο όμως άργησα να αποκτήσωφοβόταν η μάνα μου μην πέσω! Η αλήθεια είναι ότιέπεφτα… Όχι ψυχολογικά, αυτό το έφερε ο χρόνος πολύ αργότερα. Έπεφτα καθώς περπατούσα στους δρόμους γιατί ταξίδευα με τη φαντασία μου, έπεφτα όταν έτρεχα από τη βιασύνη μου να προλάβω –ποτέ δεν κατάλαβα τι–, έπεφτα και στο σχολείο απ’ το καρεκλάκι μου, γιατί με νανούριζε η φωνή της κυρίας Σίας την ώρα της πατριδογνωσίας.
«Πάλι έπεσες, Μιχαλάκη;»
«Πάλι, κυρία!»
«Για πες μας, τι υπάρχει, λοιπόν, στον ουρανό;»
«Στον ουρανό υπάρχει ο ήλιος, το φεγγάρι και άλλα ζαρζαβατικά…»
«Τι λες, παιδάκι μου;»
Δεν μου άρεσε το σχολείο στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Ήθελα ή να κοιμάμαι ή να κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Ποτέ τη δασκάλα με ζάλιζαν τα στρας που στόλιζαν τις μπλούζες της.
«Στον κόσμο του, κυρία Βούλα, στον κόσμο του αυτό το παιδί», έλεγε στη μαμά μου η κυρία Σία τα μεσημέρια που ερχόταν εκείνη να με πάρει από το σχολείο. «Και δεν είναι μόνο ότι σκοντάφτει και πέφτει διαρκώς, είναι και βραδύνους!»
Με κοίταγε απελπισμένη η μαμά μου με βλέμμα συμπόνιας, εμένα όμως μου άρεσε που ήμουν βραδύνους. Στα μάτια μου φάνταζε ως τίτλος τιμής!
«Είσαι καλός μαθητής, Μιχαλάκη;», ρωτούσε η νουνά μου.
«Ναι, νουνά. Είμαι βραδύνους!»
Όπως καταλαβαίνετε, με τέτοιο ιστορικό δεν είχα ελπίδες να μου αγοράσουν ποδήλατο. Πώς να μ’ εμπιστευτούν; Τι κι αν έκλαιγα, τι κι αν τσίριζα;Όχι και πάλι όχι, η μάνα μου. Θα γκρεμοτσακιστεί!
Εγώ όμως είχα μεγάλη λαχτάρα για τα ποδήλατα! Πότε με κλειστά μάτια και πότε με ανοιχτά ονειρευόμουν πως έτρεχα στις αλάνες και στα λιβάδια του χωριού μου, με το πεντάλ να πιάνει φωτιά απ’ την ταχύτητα, να κάνω σούζες στους δρόμους και να οδηγώ χωρίς τα χέρια στο τιμόνι, να σκαρφαλώνω σε ανηφοριές και να ουρλιάζω κατεβαίνοντας τις κατηφοριές!
«Τα όνειρα βγαίνουν αληθινά, αν τα πιστεύεις», μας είχε πει η κυρία Σία στο σχολείο, κι έχω την αίσθηση πως τίποτε άλλο δεν είχα ακούσει από το μάθημά της στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού!
Έμαθα να οδηγώ ποδήλατο τα μεσημέρια που κοιμόταν η μαμά μου, κι εγώ το έσκαγα από το παράθυρο και “έκλεβα” το ποδήλατο του ξαδέρφου μου, του Ρούλη-εκ του Θεοδωρούλης. Ο Ρούλης, που λέτε, ήταν χαλβάς. Είχε ποδήλατο με ταχύτητες και έκανε βόλτες τα απογεύματα γύρω γύρω από το οικοδομικό τετράγωνο του σπιτιού του για ένα τέταρτο, όταν είχαμε σχολείο, και για μισή ώρα όταν ήμασταν σε διακοπές. Δύο χρόνια μεγαλύτερός μου, τηρούσε κατά γράμμα ό,τι του έλεγε η μαμά του! Για να καταλάβετε, ξυπνούσε από το χάραμα να κάνει επανάληψη στην ορθογραφία και να περάσει και μια φορά τα μαθήματα της ημέρας, για να είναι πρώτος μαθητής στην τάξη του. Καμία σχέση με μένα δηλαδή που με το ζόρι ξυπνούσα δέκα λεπτά πριν χτυπήσει το κουδούνι και πήγαινα πάντοτε καθυστερημένος την πρώτη ώρα, με τη μαμά να μου δίνει οδηγίες ορθογραφίας απ’ την αυλόπορτα του προαύλιου, πριν μπω στην τάξη:
«Μιχαλάκη, η χελώνα με περισπωμένη!»
Εννοείται πως ξεχνούσα και έβαζα οξεία! Ο Ρούλης όμως ήταν πρώτος σε όλα και υπάκουος, αλλά το σημαντικότερο για μένα ήταν πως κοιμόταν πάντοτε τα μεσημέρια, τον χειμώνα για να ξεκουράζεται από τα μαθήματα του σχολείου και τα καλοκαίρια για να κάνει διάλειμμα από το πρωινό διάβασμα των σχολικών βιβλίων της επόμενης χρονιάς. Φρίκη, αλλά είπαμε… χαλβάς. Εμένα δεν μου άρεσε ποτέ ο χαλβάς -ούτε τώρα τον τρώω- αλλά τότε με βόλευε που ο Ρούλης ήταν χαλβάς, γιατί για δύο ώρες χειμώνα καλοκαίρι είχα το ποδήλατό του και αλώνιζα τους δρόμους. Κι ένα περίεργο πράγμα, απ’ το ποδήλατο δεν έπεφτα ποτέ! Λες και γεννήθηκα για να κρατώ ισορροπία στη ζωή μου μόνο πάνω στα ποδήλατα…
Το πρώτο μου ποδήλατο το απέκτησα το καλοκαίρι του ’82, όταν η μαμά με έστειλε από την Ανάβρα Καρδίτσας όπου ζούσαμε, για διακοπές στο πατρικό της σπίτι στο Ηράκλειο, στον παππού μου τον Μανώλη. Εκείνο το καλοκαίρι δεν θα πηγαίναμε οικογενειακώς διακοπές στις Αλυκές του Βόλου, γιατί ο πατέρας μου είχε φάει ένα σκουλήκι κι έπρεπε να κάνει εγχείριση σκωληκοειδίτιδας!Στον παππού μου στην Κρήτη πηγαίναμε σπάνια ο μπαμπάς μου δεν τον ζαχάρωνε τον πεθερό του, γιατί ψήφιζε ΠΑΣΟΚ. Πρασινοφρουρό τον έλεγε. Και ο παππούς μου, μην νομίζετε, γαλαζοδεξιό τον ανέβαζε, γαλαζοφασίστα τον κατέβαζε! Ποτέ του δεν τον χώνεψε, γιατί ο μπαμπάς μου, όταν ήταν φαντάρος στην Κρήτη κοιμήθηκε με τη μαμά μου μία νύχτα κάτω από τα άστρα και γεννήθηκα εγώ. Έτσι, ήθελε δεν ήθελε ο παππούς την πάντρεψε με τον μπαμπά και κατόπιν την έστειλε φουρκισμένος στην ξενιτειά. Εγώ, όμως, τον αγαπούσα τον παππού τον Μανώλη κι ας ήτανε πρασινοφρουρός! Πρώτον, γιατί ήξερε να λέει τις πιο όμορφες ιστορίες του κόσμου –αμέτρητα τα παραμύθια που ξέρω από τον παππού– και δεύτερον, γιατί με έβαζε να κάθομαι στο τιμόνι του ποδηλάτου του και με πήγαινε για μπάνιο στην παραλία της μαγεμένης κολοκύθας.
Το καλοκαίρι του ’82 έγινε το πιο ευτυχισμένο καλοκαίρι της παιδικής μου ηλικίας! Το ΠΑΣΟΚ είχε έρθει στην εξουσία από τον Οκτώβρη και ο παππούς μου απ’ τη χαρά του μου είχε αγοράσει ένα καταπράσινο ποδήλατο μ’ ένα σημαιάκι του κυβερνώντος κόμματος στο τιμόνι του. Πλέον θα μπορούσα μόνος μου να πηγαίνω κάθε απόγευμα στην αγαπημένη μου παραλία!
«Παππού, θα μ’ αφήνεις να πηγαίνω μόνος μου στη μαγεμένη κολοκύθα;»
«Γιάντα να μη σ’ αφήνω, μωρέ Μιχαλάτση; Δεν κυλά κρητικό αίμα τσι φλέβες σου; Μόνο να προσέχεις, αντράτσι μου!»
Περάσανε πολλά χρόνια από τότε και ο παππούς ο Μανώλης θα είναι αστέρι πια στον ουρανό –τον βλέπω συχνά τα βράδια να μου χαμογελάει στρίβοντας τσι μουστάκες του. Δεν ξέχασα ποτέ ούτε την αγάπη που μου είχε ούτε τις κολοκύθες του. Η παραλία της μαγεμένης κολοκύθας ήταν το πρώτο παραμύθι που θυμάμαι από τα χείλη του. Μου έλεγε πως στην παραλία αυτή, στα πολύ παλιά τα χρόνια είχε κατέβει μια μάγισσα από τον Ψηλορείτη, η Χάρμπω –πόσο αστείο μου φαινόταν το όνομα αυτό τότε, ακόμη γελάω– και πίσω από τους βράχους έκρυβε μαγεμένες κολοκύθες που καλλιεργούσε σ’ έναν κήπο. Φανταστείτε πως κι η κολοκύθα της Σταχτοπούτας από αυτή την παραλία ήταν παρμένη η μάγισσα Χάρμπω την είχε στείλει στη νονά της Σταχτοπούτας πεσκέσι, για να την κάνει άμαξα!Το σημαντικότερο όμως ήταν πως ο παππούς μού είχε πει πως οι κολοκύθες αυτές, μεγάλες και κιτρινωπές, άμα τις έσπαγες, είχαν μέσα μαγικά σπόρια, που όποιος τα έτρωγε γινόταν κάποιος άλλος!
Το καλοκαίρι του ’82 ήμουν αποφασισμένος να ψάξω σπιθαμή προς σπιθαμή τη μαγεμένη παραλία και να ανακαλύψω έστω μία κολοκύθα! Όμως, ούτε μάγισσα Χάρμπω ανακάλυψα –το μυαλό μου την είχε πλάσει αθάνατη– ούτε κολοκύθα! Μάταια, κάθε απόγευμα ανέβαινα στο πράσινο ποδηλατάκι μου με το σημαιάκι του ΠΑΣΟΚ να ανεμίζει, γεμάτος λαχτάρα να ανακαλύψω καμιά μαγεμένη κολοκύθα, να βρω τα μαγικά σπόρια και να τα δώσω κρυφά στον πατέρα μου, να τα φάει και να γίνει πασοκτζής κι έπειτα να μ’ αφήνει να έρχομαι κάθε καλοκαίρι στον παππού! Όσο και να έψαξα όμως, τίποτα δεν βρήκα. Τι από τα βράχια έπεσα, τι στη θάλασσα έκανα μακροβούτια, κολοκύθα γιοκ! Δεν απογοητευόμουν όμως. Ήξερα πως και την επόμενη μέρα εκεί θα έτρεχα πάλι με το ποδήλατό μου και θα όργωνα χαρούμενος τους δρόμους, ελεύθερος και ξέγνοιαστος, με το σημαιάκι του ΠΑΣΟΚ να κυματίζει και τα πόδια στο πεντάλ να γιορτάζουν το κέφι μου!
Μόνο που οι μέρες των διακοπών περάσανε γρήγορα κι ας είχα μείνει στο σπίτι του παππού κοντά δύο μήνες. Το τελευταίο απόγευμα, πριν μπούμε με τον παππού και το ποδήλατο στο καράβι για τον Πειραιά τα μεσάνυχτα, ήμουν προβληματισμένος.
«Ίντα ‘χεις, αντράτσι μου;»
«Παππού, άμα βρεις εσύ καμιά μαγεμένη κολοκύθα, θα μου φυλάξεις τα σπόρια;»
«Κι ίντα τα θέλεις τα σπόρια, μωρέ Μιχαλάτση;»
«Να τα βάλω κρυφά στο φαΐ του πατέρα μου, για να γίνει ΠΑΣΟΚ!»
Άμα στην πέρα ζωή γελούν οι ψυχές, ο παππούς θα γελάει ακόμα!
«Ο πατέρας σου, Μιχαλάτση, για να γίνει ΠΑΣΟΚ, θα πρέπει να ανατείλει ο ήλιος από τη δύση!»
Φτάσαμε στον Πειραιά λίγο πριν το μεσημέρι και ο μπαμπάς μας περίμενε με το αγροτικό αυτοκίνητο να με παραλάβει. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν με αμοιβαία αντιπάθεια και αντάλλαξαν μία ανατριχιαστική χειραψία, με τον μπαμπά να κοιτάζει πότε το ποδήλατο και πότε το σημαιάκι του ΠΑΣΟΚ, και τον παππού να μου χαμογελάει πονηρά. Φορτώσανε το ποδήλατο στην καρότσα μαζί με δυο χαρτόκουτα γεμάτα καλούδια από την Κρήτη και δύο τενεκέδες λάδι. Ο μπαμπάς με τρόπο τσάκισε το σημαιάκι του ΠΑΣΟΚ και το πέταξε στον δρόμο. Ο παππούς τον αγριοκοίταξε, αλλά δεν είπε κουβέντα, με αγκάλιασε κι εγώ μπήκα στο αγροτικό μουδιασμένος φοβόμουν πως στο δρόμο ο μπαμπάς θα σταματούσε και θα πετούσε και το πράσινο ποδήλατο σε κανέναν γκρεμό! Τον περιεργαζόμουν, όπως καθόμουν στη διπλανή θέση, να δω πόσο θυμωμένος ήταν, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω. Φαινόταν να είναι χωμένος στις σκέψεις του, ενώ στο κασετόφωνο παιάνιζε ο ύμνος της Ν.Δ.
Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η θρησκεία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία!
Κάναμε μία στάση στη Λαμία για φαγητό και μετά περάσαμε από το μαγαζί του Τάκη που ήταν φίλος του μπαμπά μου. Ο Τάκης με κέρασε έναν τεράστιο παγωτό πύραυλο, εγώ το έτρωγα λαίμαργα και οι δύο άντρες λέγανε τα δικά τους, πότε ψιθυρίζοντας και πότε γελώντας. Σαν έφαγα τον πύραυλο, ο Τάκης μπήκε στο μαγαζί του και γύρισε δίνοντας στον μπαμπά μου μία μπλε σακούλα γελώντας.
«Τι έχεις στη σακούλα, μπαμπά;»
«Τίποτα».
Σ’ όλη τη διαδρομή δεν ξαναμίλησα. Το κασετόφωνο έπαιζε εμβατήρια κι εγώ περίμενα με αγωνία να φτάσουμε στο χωριό, να δω τι θα γίνει με το ποδήλατο. Η μαμά μας περίμενε χαρούμενη και με έκλεισε στην αγκαλιά της, ενώ ο μπαμπάς πήρε το πράσινο ποδήλατο και το κλείδωσε στην αποθήκη μας. Μάτι δεν έκλεισα όλο το βράδυ από την αγωνία μου! Θα το έβρισκα άραγε αύριο το ποδηλατάκι μου; Το ξημέρωμα άκουσα τον μπαμπά να βάζει μπρος το τρακτέρ και να φεύγει για τα χωράφια μας. Η εικόνα του ποδηλάτου μου να σμπαραλιάζεται κάτω από τις τεράστιες ρόδες του τρακτέρ γέμισε με τρόμο τα μάτια μου! Σηκώθηκα βιαστικά από το κρεβάτι μου και βγήκα στην αυλή. Όχι, δεν βρήκα το ποδήλατο πατημένο. Μπήκα τρέχοντας στην αποθήκη και γούρλωσα τα μάτια μου. Το ποδήλατο ήταν ακόμη εκεί… μόνο που ήταν βαμμένο μπλε κι είχε στερεωμένο στο τιμόνι του ένα σημαιάκι της Ν.Δ.! Τότε κατάλαβα τι του είχε δώσει μέσα στη μπλε σακούλα ο Τάκης στη Λαμία. Ένα γαλάζιο σπρέι από το χρωματοπωλείο του! Όλη τη νύχτα ο μπαμπάς μου έβαφε το ποδήλατο. Περίμενα να στεγνώσει καλά κι εξαφανίστηκα στους δρόμους με τη μαμά μου να με νουθετεί απ’ την αυλόπορτα γεμάτη ανησυχία.
«Μιχαλάκη, τα μάτια σου δεκατέσσερα!»
Όμως εγώ δεν την άκουγα. Είχα άλλα στον νου μου ο βραδύνους! Σκεφτόμουν πως η μάγισσα Χάρμπω μπορεί να είχε μετακομίσει στο χωριό μου και γι’ αυτό δεν την είχα ανακαλύψει στην Κρήτη. Έπρεπε να τη βρω επειγόντως, να μου χαρίσει μια κολοκύθα και να ταΐσω με τα σπόρια της τον ήλιο, για να ανατείλει από τη δύση! Να αλλάξω τον κόσμο!
§
ΣάμουΌλγα
Διακοπές στο Λοιμωδών
Θεέ μου πόσο μπλε ξοδεύεις
για να μη σε βλέπουμε;
Οδ. Ελύτης
Θεέ μου, πόσες μέρες στο Λοιμωδών
χρειαζόμαστε για να σε δούμε;
Αφιερωμένο στους «Γιατρούς χωρίς φακελάκι»
Με λένε Ραφαήλ.Είμαι 6 χρονών και 3 μηνών.
Είμαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνω αυτά που η μαμά μου νομίζει ότι μπορεί να συζητάει μπροστά μου- διότι πιστεύει ότι δεν θα τα καταλαβαίνω- αλλά αρκετά μικρός για να κοιμάμαι μόνος μου στο νοσοκομείο. Έτσι το δωμάτιο τρία στον πρώτο όροφο του νοσοκομείου το μοιράστηκα κάμποσο καιρό, με την μαμά μου.
Αλλά, ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ήταν Χριστούγεννα και η θεία, πριν φύγει με την οικογένεια της, με φίλησε. Αμέσως έκανε κάτι νοήματα στη μαμά και μου βάλανε θερμόμετρο, μετά με βάλανε γρήγορα- γρήγορα στο μπάνιο και εκεί ήταν που αρχίσαν να γυρίζουν όλα και κοιμήθηκα πάνω μου, αλλά η μαμά το είπε λιποθυμία και μετά ήτανε όλοι πολύ χλωμοί και η μαμά μιλούσε στο τηλέφωνο μ’ εκείνον τον γιατρό που μου βάζει τα εμβόλια, «ναι γιατρέ μου, ναι γιατρέ μου» και ετοιμάσανε γρήγορα τη βαλίτσα, τη μικρή τη κόκκινη που παίρνουμε στις διακοπές, και εγώ χάρηκα πολύ, και λέω πάμε σε ξενοδοχείο. Όμως, αφήσαμε τα Χριστούγεννα στο σπίτι και τα φωτάκια αναβοσβήνανε καθώς κλείσαμε πίσω μας την πόρτα. Σε λίγο, φτάσαμε στο ξενοδοχείο, που μετά μου εξήγησαν ότι είναι νοσοκομείο. Τι σημασία έχει; Είναι τέλεια. Γεμάτο παιδάκια. Κάθε παιδί έχει το κρεβάτι του και τη μαμά του. Ένα μεγάλο δωμάτιο με πολλά κρεβάτια. Πρέπει να περνάνε ωραία εδώ γιατί ακόμα και στους διαδρόμους βάλανε κρεβάτια. Αμέσως έκανα φίλους. Τους έδειξα το κόλπο με το γάντι της νοσοκόμας που το φουσκώνεις σαν μπαλόνι.
Μετά από δυο μέρες, ήρθε ο Μεγάλος Γιατρός. Το κατάλαβα ότι ήταν ο Μεγάλος γιατί όταν με εξέτασε πάτησε τις φωνές στους άλλους γιατρούς ότι «χάσανε πολύτιμο χρόνο» και ότι «δεν το είδανε» δυο μέρες που έλειπε κι αυτός διακοπές.
Αφού φύγαν οι γιατροί, πήραν μαζί τους τη μαμά και τον μπαμπά. Εμείς παίζαμε με τον Λεωνίδα από το διπλανό κρεβάτι, με το γάντι -μπαλόνι, που το είχαμε βάψει σαν κόκορα και όταν έσκασε αρχίσαμε την τρίλιζα. Μετά ήρθε ο μπαμπάς, που φαινόταν πολύ αφηρημένος και η μαμά, που είχε κόκκινα μάτια. Όπως όταν καθαρίζει κρεμμύδια. Το κακό είναι ότι σε λίγο ήρθε διαταγή να αλλάξουμε δωμάτιο. Κρίμα κι είχα τόσους φίλους. Τώρα πια είμαστε σε σουίτα πολυτελείας. Το δωμάτιο 3. Έξω κάνει ακόμα Χριστούγεννα. Και κρύο.
Απέναντι από το δωμάτιο μου είναι ο θάλαμος των βασανιστηρίων. Απ’ έξω γράφει: «Εξεταστήριο – Απαγορεύεται η Είσοδος». Δεν μπορώ να καταλάβω, αφού απαγορεύεται η είσοδος γιατί επιτρέπεται να μας βάζουν μέσα, εμάς τα παιδιά και να μας κάνουν ερωτήσεις αριθμητικής. Λοιπόν παιδιά συμβουλή: αν πρέπει να μπείτε εκεί για να σας βάλουν ορό, να σας πάρουν αίμα η να σας κάνουν παρακέντηση, κάντε αυτό που κάνουν όλα τα παιδιά από ένστικτο. Πατήστε τα κλάματα. Κερδίζετε χρόνο. Μην πιστεύετε αυτά που λένε: κοίτα ένα παλικάρι… o Ραφαήλ το καλύτερο παιδί…και, ΠΡΟΣΟΧΗ μην απαντήσετε σε ερωτήσεις αριθμητικής. Είναι κόλπο. Εγώ την πάτησα στο «3 + 4 πόσο κάνει;». Εκεί που σκεφτόμουν με φιλότιμο και πριν ολοκληρώσω το επτααααααά μου πατήσανε την τσιμπιαααααά!
Εδώ οι μέρες είναι ίδιες. Στις έξι το πρωί έρχονται οι ασπιρίνες. Όχι μόνες τους, τις φέρνει η νοσοκόμα. Δεκαέξι ασπιρίνες πρέπει να πίνω κάθε ημέρα, τέσσερεις κάθε φορά. Ερώτηση: Πόσες φορές έρχεται η νοσοκόμα;
Σε λίγο έρχεται και το πρωινό. Όταν είναι η χοντρούλα η μαγείρισσα βάζει δύο φέτες ψωμί, δύο μαρμελάδες, και ένα βούτυρο. Όταν είναι η αδύνατη, βάζει μία φέτα ψωμί, μία μαρμελάδα και ένα βούτυρο. Πως το εξηγείτε αυτό παιδιά; Η κάθε μια βάζει ανάλογα με το πόσο πεινάει, η αδύνατη τρώει τη μια φέτα και τη μια μαρμελάδα μέχρι να μου τα φέρει, ή μήπως η παχουλή κάνει δίαιτα και μου βάζει και τα δικά της;
Κατά τις δέκα, έρχονται οι γιατροί και μου ζητάνε ανέκδοτα. Εκεί που έχω σουξέ είναι αυτά με τις ξανθιές. Γελάνε και όταν αλλάζω τα ονόματα από τις αρρώστιες. Εδώ και πέντε μέρες, που δεν μπορώ να περπατήσω, έχει πλάκα γιατί με πάνε με καρότσι για εξετάσεις. Εγώ τους λέω ότι έχω «μην-κινήτιδα » και «μη -πατίτιδα».
Τώρα πια, όπως σας είπα, είμαστε σε σουίτα πολυτελείας. Το δωμάτιο τρία. Εγώ έχω την κρεβατάρα μου και η μαμά την καρεκλάρα της. Υπάρχει και ένα κρεβατάκι με κάγκελα, για μωρά. ΄Έχει πολύ πλάκα πως χωράει η μαμά εκεί.Στο δωμάτιο έχουμε και δική μας τουαλέτα. Έχουμε και ένα μεγάλο σώμα καλοριφέρ κάτω από το παράθυρο. Το σώμα είναι πολύ παλιό και χοντρό και καίει συνέχεια. Η μαμά το χρησιμοποιεί και σαν κουζίνα, για να κρατάει το φαγητό ζεστό αφού το τυλίξει με αλουμινόχαρτο.
Έχει προσαρμοστεί η ζωή μας εδώ. Λοιπόν αν είναι να πάτε διακοπές για κανένα μήνα σε νοσοκομείο, ακούστε συμβουλές: Πάρτε ένα πακέτο αλουμινόχαρτο, πλαστικά ποτηράκια μιας χρήσεως, καλαμάκια σπαστά κατά προτίμηση, χαρτοπετσέτες, ένα μαχαίρι, ένα πιρούνι, ένα κουτάλι, πορτοκαλοστίφτη, παντόφλες, τηλεόραση, DVD. Και την μαμά σας. Αυτά!
Εδώ και 23 μέρες κάνουμε διακοπές στο νοσοκομείο στη σουίτα Νο3 στο βάθος του διαδρόμου δεξιά. Κοιμάμαι κάθε βράδυ με την μαμά μου. Ο μπαμπάς φεύγει τα βράδια και πάει στο σπίτι για να μην είναι μόνα τους τα Χριστούγεννα που αφήσαμε πίσω. Αν και πολύ φοβάμαι ότι θα βαρέθηκαν και θα φύγανε.
Η μαμά μου αρρώστησε κι αυτή εδώ στο δωμάτιο 3. Έπαθε ψηλό πυρετό και ρίγος και κάτι που πρέπει να πλένεις τα χέρια σου συνέχεια γιατί πας πολλές φορές στην τουαλέτα. Πρέπει να κοιμάται αλλού για να γίνει καλά. Έρχεται στο νοσοκομείο μόνο για λίγο και φοράει μάσκα για να μην κολλήσω αυτήν την αρρώστια που έχει. Μου αγκαλιάζει μόνο λίγο το ποδαράκι γιατί φαίνεται αυτό δεν κολλάει. Πολύ τη αγαπάω την μαμά. Και τον μπαμπά. Σήμερα η μαμά με νανούρισε από το τηλέφωνο. Με σκέπασε ο μπαμπάς.
Πέντε μέρες !
Πέντε ολόκληρες μέρες έμεινε ο μπαμπάς μαζί μου και πέντε νύχτες κοιμήθηκε στο παιδικό κρεβατάκι. Ούτε πήγε στη δουλειά.
Μόνο ήταν μαζί μου και κάναμε χειροτεχνίες και βλέπαμε DVD και διαβάζαμε τα αι ,ει , οι. Αλλά αυτά τα η , ι , υ ,ει, οι! Αμάν ποσά «ι » έχει η πρώτη δημοτικού!
Τότε ήταν που λέγαμε στους γιατρούς το ανέκδοτο με το Διδυμότειχο. Να σας το πω; «Ρωτάει η δασκάλα ένα καινούργιο παιδάκι στην τάξη: Πες μας Κωστάκη από είσαι; Από το Διδυμότειχο κύρια. Μπράβο παιδί μου. Μπορείς να το γράψεις στον πίνακα; Κύρια μόλις θυμήθηκα ότι είμαι από την Καβάλα!»
Όταν αρρώστησε η μαμά και έπρεπε να μείνω με τον μπαμπά, είπα όλα θα πάνε στραβά. Βλέπετε δεν τον εμπιστεύομαι τον μπαμπά σε ρόλο μαμάς. Αλλά εντάξει. Περάσαμε υπέροχα. Μάλιστα στα μαθήματα δεν ήταν και τόσο αυστηρός. Αισθανόμουν σαν να ήμουν από την Καβάλα. Ενώ η μαμά μου θυμίζει Διδυμότειχο. Βέβαια κάποια πράγματα μάλλον δεν τα έκανε πολύ σωστά, γιατί θυμάμαι ένα απόγευμα που η μαμά ήταν καλύτερα και ήρθε με μια μάσκα να μας δει, μόλις μπήκε στο δωμάτιο, έπιασε με τα δυο της χέρια το κεφάλι της και δάγκωσε τα χείλη της. Αμέσως άρχισε να σιάχνει, να μαζεύει πεταμένες κάλτσες, να πετάει πλαστικά ποτήρια, να διπλώνει σεντόνια και κάτι ψιθύρισε στον μπαμπά ότι θα γίνουμε ρεζίλι.
Ευτυχώς δεν είπε πάλι τις γνωστές ιστορίες: Ότι, «ο μπαμπάς σου ούτε ένα αυγό δεν ξέρει να βράζει και για να καταλάβει αν έβρασε το τσιμπάει με το πιρούνι να δει αν μαλάκωσε», και ότι «κάποτε του ζήτησα να φέρει ρόκα και αυτός έφερε μια ρίζα σέλινο και μου είπε: Αυτό ήταν η πιο ρόκα που βρήκα». Στο τέλος πάτησε τα γέλια όταν διαπίστωσε ότι τόσες μέρες ο μπαμπάς στο νοσοκομείο όταν κοιμόταν στο μικρό κρεβατάκι σκεπαζόταν με το καλό άσπρο τραπεζομάντηλο που στρώνουμε όταν κάνουμε τραπέζι στο σπίτι. Βλέπετε ο μπαμπάς όταν ετοιμάστηκε για το νοσοκομείο εκτός από τα άλλα έπρεπε να πάρει και κάποιο σεντόνι, αφού η μαμά ήταν άρρωστη έπρεπε να ετοιμαστεί μόνος του. Αλλά όπως δεν ξεχωρίζει τη ρόκα από το σέλινο, έτσι μπερδεύει και το σεντόνι με το τραπεζομάντηλο. Ευτυχώς είναι καλός στο σκάκι. Έπειτα ούτε κι εγώ ξεχωρίζω τη ρόκα και το σέλινο. Ίσως γι’ αυτό είμαι καλός στο σκάκι.
Το τηλέφωνο χτυπάει συνέχεια. Η μαμά εξηγεί γιατί κάνουμε διακοπές στο νοσοκομείο. Μερικές φορές μιλάει ψιθυριστά.
Μια μέρα πήρε η μαμά του Πολυχρόνη. Η μαμά γύρισε προς τον τοίχο να μην την βλέπω, και η φωνή της κοβόταν, σαν να είχε μύξες και ρουφούσε την μύτη της. Μετά απ’ αυτό, η κυρία Κάτια, η μαμά του Πολυχρόνη έπαιρνε κάθε μέρα. Ο Πολυχρόνης είναι φίλος. Ένα Σάββατο δεν πήρε τηλέφωνο. Όπως μας μαρτύρησε η μαμά του ντρεπόταν γιατί θα πήγαινε σε πάρτι και δεν ήθελε να στενοχωρηθώ. Λάθος έκανε. Δεν αφήνω τις διακοπές για κανένα πάρτι.
Στο τηλέφωνο η μαμά λέει και πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Μια μέρα έλεγε, δεν ξέρω σε ποιον, ότι, πριν σου συμβεί κάτι, δεν φαντάζεσαι ότι θα μπορούσε να σου συμβεί. Και ότι, δεν καταλαβαίνεις αυτούς που τους συμβαίνει κάτι, αν δεν σου έχει συμβεί και σένα…Και κάτι τέτοια μπερδεμένα. Και ότι «Υπάρχει μια γραμμή που χωρίζει τους υγιείς από τους άρρωστους. Και όταν είσαι γερός δεν την βλέπεις αυτή την γραμμή. Αλλά όταν περάσεις την αόρατη γραμμή, βλέπεις τους άλλους να μην σε καταλαβαίνουν και αυτοί δεν βλέπουν πως είσαι, σαν να είσαι αόρατος για αυτούς, βλέπουν σαν να κοιτάνε σε καθρέφτη, βλέπουν τον εαυτό τους ….»
Μάλλον η μαμά είναι πολύ κουρασμένη και λέει βλακείες.
Γιατί εγώ δεν αισθάνομαι αόρατος, αν και πολύ θα το ήθελα ειδικά όταν έρχονται να μου πάρουν αίμα η να μου βάλουν ορό.
Δεν αφήνουν κανέναν να έρθει να με δει. Μια μέρα τρύπωσε κρυφά η γιαγιά, με άλειψε αγιασμό και έφυγε. Μόνο τα τηλέφωνα επιτρέπονται. Αλλά επειδή αυτά απασχολούν την μαμά, εγώ βρήκα τρόπο να την έχω κατά αποκλειστικότητα. Πατώ το κουμπί στην συσκευή και το κλείνω. Εκεί αρχίζει η μάχη. Η μαμά κρύβει το τηλέφωνο. Εγώ κρεμιέμαι κάτω από το κρεβάτι να το πιάσω, μου βαράει καμία στον ποπό και τα λοιπά. Έτσι τώρα, φροντίζει να μιλάει στο τηλέφωνο όταν κοιμάμαι. Καλύτερα, γιατί τα βαριέμαι τα ακαταλαβίστικα. Χθες έλεγε πάλι, ότι «ο Πόνος» είναι δάσκαλος. Εμείς στο σχολείο μας έχουμε δασκάλες, μόνο η πέμπτη και η έκτη έχουν δάσκαλο αλλά δεν τους λένε Πόνος. Κύριος Πάνος ίσως, αλλά Πόνος όχι! Έπειτα εγώ ξέρω ότι πόνος είναι όταν βγάζουν την μαμά έξω από το δωμάτιο βασανιστηρίων, κλείνουν την πόρτα και προσπαθούν να μου βρουν φλέβα. Και δεν είναι δάσκαλοι αυτοί με τις άσπρες ποδιές! Το έχω καταλάβει. Οι ερωτήσεις αριθμητικής είναι κόλπο για να μην κλαίω και να μου χώσουν τη βελόνα εκεί που θα σκέφτομαι.
Πάντως έχει πλάκα καμιά φορά να είσαι άρρωστος. Ασχολείται τόσος κόσμος μαζί σου. Τόσα αυτοκίνητα, τόσα ασθενοφόρα, τόσα καροτσάκια, τόσοι νοσοκόμοι, νοσοκόμες, γιατροί.Αλλά κυρίως ο μπαμπάς και η μαμά δεν δουλεύουνε και είναι συνεχεία σαν γιορτή. Ξαφνικά, κανείς δεν τους μιλάει για δουλειές και είναι σαν να κάνουνε διακοπές.
Κόντευε Πάσχα όταν ξεστολίσαμε το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μόνο που στην μαμά είχε μείνει ένα κουσούρι. Έρχεται το βράδυ να δει αν αναπνέω!
§
Χλωπτσιούδης Δήμος
Δύο χιλιάδες εφτακόσια ένα
Ο καπνός σχημάτισε ένα βαθύ λευκό κύκλο που ολοένα μεγάλωνε μακραίνοντας από την πηγή. Κρυφά χωμένος σε μία τρύπα στο υπόγειο του σπιτιού του κάπνιζε. Με απόλαυση, σχεδόν ηδονική, “έπαιξε” με τον καπνό στο στόμα και αμέσως τον “κατέβασε”.
Ο Άαρονσον συνωμοτικά κοίταξε πίσω του και έβγαλε από το βαλιτσάκι τον υπολογιστή. Είχε συνεννοηθεί με την κεντρική μονάδα, την Κάθριν, να κρατήσουν μυστικές τις καταγραφές, αλλά να καταγράφονται στη μνήμη.
Άνοιξε τον υπολογιστή και πλοηγήθηκε. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Τώρα όμως μπήκε γρήγορα στη σελίδα που τον εντυπωσίασε. Με εξαιρετική προσοχή διάβαζε εκείνα τα αρχαία κείμενα. Η ανακάλυψή του θα άλλαζε τον τρόπο που έβλεπαν τον κόσμο και την Ιστορία.
Οι αρχαίοι πρόγονοι είχαν ανακαλύψει πολύ νωρίς την ηλεκτρονική επικοινωνία. Το web, όπως έλεγαν τότε τον πρόγονο του ίντερλινκ, ήταν πολύ παλαιότερο από ό,τι πιστεύονταν. Και αυτό θα άλλαζε τα πάντα. Γρήγορα κατάλαβε ότι η εξέλιξη, μοναδικής σφοδρότητας για μία καθυστερημένη πολιτισμικά κοινωνία, όπως εκείνη του ΚΑ΄ αιώνα, έκανε τους ανθρώπους να μιλούν, να βλέπουν και να γράφουν για πρώτη φορά με τέτοιο τρόπο. Ο Μεγάλος Αδελφός από χρόνια δίδασκε ότι το ίντερλινκ ήταν δική του εφεύρεση, λίγους αιώνες μετά την τηλεοθόνη. Είχε τεθεί σε εφαρμογή λίγο πριν τις αρχές του ΚΓ’αιώνα.
Στην αρχή προβληματίστηκε με τους όρους keyboard και πληκτρολόγιο. Δεν καταλάβαινε τη σημασία τους. Με κίνδυνο να τον αντιληφθεί το πανόπτικον, ο Άαρονσον είχε κάνει αναζήτηση του όρου σε όλες τις αρχαίες γλώσσες. Είχε βρει τη μετάφρασή τους, αλλά τα ίχνη της έννοιάς τους είχαν χαθεί. Και πώς θα γινόταν διαφορετικά, καθώς οι επιτρεπόμενες λέξεις είχαν περιοριστεί στο ελάχιστο δυνατό της επικοινωνίας και των Κηρυγμάτων Μίσους. Ούτε φωτογραφία είχε βρει. Το φανταζόταν σαν κάτι με κλειδιά ή πλήκτρα που βοηθούσε στο γράψιμο. «Θα ήταν σαν εκείνο το πιάνο που είδα στο μουσείο ή σαν κλειδοθήκη που μας έδειχναν όταν ήμασταν μαθητές. Αλλά πώς έγραφαν με αυτό;»
Με τέτοιες σκέψεις πέρασαν οι πρώτοι μήνες μελέτης πάνω στην πρωτόγονη επικοινωνία. Όλα τα ιστορικά βιβλία έγραφαν ότι το ίντερλινκ εμφανίστηκε για πρώτη φορά δύο αιώνες νωρίτερα, όταν εφευρέθηκε και το πρώτο αυτόνομο ολόγραμμα. Κι όμως, εκείνος ήξερε ότι έκαναν λάθος. Ένα λάθος σχεδόν τεσσάρων αιώνων.
«Κύριε, κάποιος έρχεται», ακούστηκε η Κάθριν. Η γυναίκα του άνοιξε την πόρτα. Διέκρινε την όψη της φανερά ενοχλημένη από τον καπνό του τσιγάρου.
«Θες να μας εντοπίσει κανείς και να έχουμε τρεχάματα; Δεν είπαμε μόνο στο βουνό που δεν υπάρχουν ανιχνευτές;»
«Έλα, μωρέ, ένα τσιγάρο μόνο. Κοίτα, προχωράω πολύ καλά. Στις αρχές του ΚΑ΄ αιώνα έκαναν το λεγόμενο web2. Επικοινωνούσαν με κινούμενες εικόνες, ήχο και κείμενα. Τώρα εξετάζω τα κείμενα κάποιου αναρχικού που κατηγορούσε την κυβέρνηση. Τρομοκράτης μου μοιάζει, αλλά πολλοί φαίνεται να συμμερίζονταν τις θέσεις του. Ίσως το διαδίκτυο τότε να ήταν μέσο επικοινωνίας των παρανόμων.»
«Ενδιαφέρον πολύ», ειρωνεύτηκε «όμοιος τον όμοιο…»
«Αν καταλαβαίνω καλά, οι Τρομοκράτεςείχαν στραφεί κατά του κατεστημένου και επικοινωνούσαν αναλύοντας όλες τις αποφάσεις και τις απαγορεύσεις των Υπουργείων Αλήθειας, Ειρήνης και της Αστυνομίας της Σκέψης. Αυτά λίγες δεκαετίες μετά τις συγκρούσεις στο Λονδίνο, θυμάσαι από την ιστορία;»
«Α, ναι, η εποχή του πολέμου της Ευρασίας με την Ωκεανία που είχε συμμαχήσει με την Ανατολασία…»
«Ακριβώς. Φαίνεται όμως ότι από νωρίς κάποιοι αντιδρούσαν…»
«Κύριε», ακούστηκε η μελωδική φωνή του μελαχρινού ολογράμματος.
«Ναι, Κάθριν…»
«…μην ξεχνάτε την ανακάλυψη που κάνατε προ ημερών. Έχω καταγράψει μερικά στοιχεία που σας εντυπωσίασαν. Μονολογούσατε πως άλλαζαν τα βιβλία και τις εφημερίδες διαρκώς για να φαίνεται πως ο εχθρός ήταν πάντα ένας, άσχετα με τον ποιον πολεμούσε η Ωκεανία.»
«Έχει δίκιο… Κι επειδή κάποιοι δεν το δέχονταν, παρά τα βασανιστήρια, έγιναν μεγάλες δίκες –σπάνιο πράγμα– για το δικαίωμα στη γραφή και τη δημοσίευση. Τότε απαγορεύτηκε και το διαδίκτυο. Μόνο οι επαγγελματίες είχαν το δικαίωμα να γράφουν.»
«Είσαι βέβαιος; Αν ανακοινώσεις κάτι τέτοιο, θα σε συλλάβουν αμέσως. Κι εγώ φοβόμουν μόνο το τσιγάρο…»
«…κάποιο ιστορικό κείμενο –με ημερομηνία στο 2136– αφηγείται ότι το διαδίκτυο σταμάτησε. Ακόμα και το βιβλίο του Γκόλσταϊν κι ο ίδιος ο Γκόλσταϊν είναι πλαστά κατασκευάσματα της Εξουσίας. Στην αρχή, λοιπόν, άρχισαν να ελέγχουν την ταχύτητα προσπέλασης ιστοτόπων καθιστώντας αδύνατη την πρόσβαση σε επικίνδυνες ιστοσελίδες –έτσι τις αποκαλούσαν– και μετά επέβαλαν τη χρήση ενός μοναδικού προγράμματος επικοινωνίας με πραγματικά στοιχεία ταυτότητας και σύνδεση στα τηλέφωνα σ’ αυτό στηρίχτηκαν διαφημίσεις, Κηρύγματα Μίσους και φυσικά ελέγχονταν ευκολότερα. Αργότερα, απαγορεύτηκε για τον πολύ κόσμο συνολικά το διαδίκτυο. Για να είναι σίγουροι όμως ότι δε θα γράφουν, σταμάτησαν τη λειτουργία των ηλεκτρονικών σχολείων ο κόσμος άρχισε επέστρεψε στην πένα, όπως στον Κ’ αιώνα. Όλα γίνονταν χειρόγραφα. Κάθε χρήση ηλεκτρονικής γραφής απαγορευόταν, εκτός αν κάποιος είχε ειδική άδεια πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, πολιτικοί και δημοσιογράφοι….»
«Και το κράτος πώς δούλευε; Τι κάθομαι και συζητώ μαζί του;»
«Επειδή η μεσαία τάξη –που στελέχωνε τα κρατικά όργανα– σχεδίαζε ηλεκτρονική επανάσταση με ιούς που θα έφερναν κατάρρευση στα μηχανήματα, η ευρασιατική αρχικά και μετά η ωκεάνια κι αργότερα κι η ανατολασιατική κυβέρνηση απαγόρευσαν τα ηλεκτρονικά μηχανήματα στις κρατικές υπηρεσίες και τα σχολεία. Όλα χειρόγραφα. Μετά έκαιγαν τα χαρτιά που μάζευαν για να παράγουν ενέργεια…»
«Καταλαβαίνεις ότι κινδυνεύεις κι εσύ κι εγώ; Και το παιδί. Θυμάσαι που εσύ, όχι εγώ, ήθελες να κάνουμε παιδί;» Άρχισε να ανεβάζει ένταση στη φωνή της. Απορία και έκπληξη διαγράφονταν στις μικρές ρυτίδες γύρω από το στόμα της, ενώ ο θυμός και η αγωνία της έσκαβαν βαθιά τις ρυτίδες στα μάτια της που εκείνος είχε τόσο αγαπήσει. Δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο άμυαλος είχε γίνει κι επικίνδυνος για κείνη και το παιδί. Άρχισε να κινείται προς την πόρτα.
«Μα εμένα δε με σκέφτεσαι; Θες να σε δουν οι Κατάσκοποι και να έχουμε προβλήματα; Θυμάσαι τότε που έμεινες σιωπηλός στο Δίλεπτο Μίσους, όταν όλοι προσκυνούσαν; Θυμάσαι τις ανακρίσεις; Ευτυχώς μας βοήθησε ο Σμιθ, που ήξερε ότι είσαι καλός στη δουλειά σου και πιστός τάχα, λέγοντας ψέματα επειδή οι πρόγονοί σας συνδέονταν με κάποιο τρόπο στα τέλη του Κ’ αιώνα».
Η Μπέλα φοβόταν για το μέλλον τους. Η σύλληψή του, όσο περνούσε ο καιρός, γινόταν όλο και πιο βέβαιη. Κι όσο εκείνος έμενε αμίλητος, τόσο αυτή θύμωνε με την απερισκεψία του.
«Μα, θα μένουμε πάντα έτσι απαθείς; Κουβαλάω κι ένα όνομα ξέρεις. Εκείνοι το ξέχασαν, όχι όμως εγώ ούτε οι σύντροφοί μου.»
«Σ’ αγαπώ. Δε θέλω μια νύχτα, ενώ κοιμόμαστε να νιώσω να σε αρπάζουν από δίπλα μου. Φοβάμαι, το ξέρεις. Και ήθελες και παιδί με φυσιολογικό τρόπο. Να έρθουν για έλεγχο στο σπίτι για το παιδί και να εντοπίσουν το υπόγειο και την Νταίζυ με τις καταχωρήσεις σου.»
Κι εκείνη ήθελε να αντιδράσει, αλλά έτρεμε στην ιδέα των ανακρίσεων και της εξαφάνισής του. Πόσοι είχαν απλά εξαφανιστεί έτσι νύχτα και σβήστηκαν από καταλόγους σα να μην υπήρξαν ποτέ.
«Ξέρεις καλά πως το υπόγειο δεν εντοπίζεται με τον χαλκό και τα πυρότουβλα με τα οποία το έχτισα. Και να με διατάξουν να μετακομίσω, κανείς δε θα το βρει.»
Μα εκείνη είχε φύγει δακρυσμένη. Ήθελε να ανέβει στο σπίτι. Εκεί ένιωθε ασφάλεια. Δίπλα στο ολόγραμμα για να ενημερωθεί για τις αστρονομικές προβλέψεις, τον καιρό, τους τρισδιάστατους καλλιτέχνες. Αποζητούσε να κάτσει δίπλα στους ανιχνευτές καπνίσματος που την προστάτευαν, μπροστά από τις κάμερες της κυβέρνησης που της έδιναν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας από τους Τρομοκράτες του Λόγου. Διαφωνούσε όμως μαζί του και αγωνιούσε για την τύχη του και την δική της. Άλλωστε, αυτή του η τόλμη και η κριτική διάθεσή του τον έκανε να ξεχωρίζει από τους άλλους. Στη σκιά της μουριάς τόλμησε να τον αγαπήσει, ακόμα κι αν αυτό συνιστούσε πράξη τρομοκρατική από μόνο του.
Μόνος πια, γύρισε στον υπολογιστή.
«Κάποτε, ο Μεγάλος Αδελφός με τις συνεχείς επανεγγραφές και διορθώσεις στα αρχεία πίστευε ότι μπορούσε να αλλάξει το παρελθόν. Δεν είχε υπολογίσει όμως ότι στοιχεία του παρελθόντος εμφανίζονται απρόβλεπτα και όσοι διορθωτές –σαν τον γερο-Γουίνστον– και να βγουν, δε θα το αλλάξουν.»
Η Ιστορία αλλάζει βάσει των ερωτημάτων του παρόντος. Θυμήθηκε τη φράση από μία απαγορευμένη πολιτική ιστοσελίδα που βρήκε. Ο Μεγάλος Αδελφός δεν μπορούσε να αλλάξει το παρελθόν. Μόνο την οπτική του παρόντος για εκείνο.
«Το περασμένο κάποια στιγμή θα αγκαλιάσει το συντελλόμενο διαμορφώνοντας το επερχόμενο.» Όσο κι αν προσπάθησαν βέβαια να καθιερώσουν τη Νέα Ομιλία, δεν το πέτυχαν. Ό,τι υπάρχει, υπάρχει διά μέσου της ανθρώπινης συνείδησης. Μα η ελευθερία, η δημοκρατία και η ισότητα δεν αχρηστεύτηκαν.Κάποιοι τις χρησιμοποιούσαν και τις επιδίωκαν.
«Κάθριν, σε παρακαλώ, αντίγραψε σε τρία σημεία όσα συμβαίνουν. Ίσως κάποτε ανακαλύψουν τη μνήμη σου και φωτίσουν το παρελθόν. Ο Μεγάλος Αδελφός θέλει να ξεχάσουμε την Περίοδο του Λόγου. Στείλε κωδικοποιημένες τις σημειώσεις στους Τρομοκράτες.»
Ο χώρος μύριζε καπνό. Ακόμα κι ένα τσιγάρο άφησε το αποτύπωμά του. Ευτυχώς το Υπουργείο Αλήθειας δεν ήξερε για την ύπαρξη του υπογείου. Λόγω θέσης και παρά την καταγωγή του δεν του επέτρεψαν από το Υπουργείο Ειρήνης να εγκατασταθεί στο Μέγαρο της Αλήθειας, όπου διέμεναν οι πρόγονοί του από το 2617 ακόμα του παραχωρήθηκε ένα σπίτι αυτόνομο σαν εκείνα που δίνονταν μόνο στα μέλη του Εσωτερικού Κόμματος.
Το υπόγειο έμοιαζε με μουσείο. Δίχως το φόβο κρυφής τηλεοθόνης, παντού υπήρχαν αντίκες που συγκέντρωναν παράνομα οι πρόγονοί του κι αντικείμενα από την ελεύθερη αγορά που εκείνος αγόρασε καναπές χωρίς ηλεκτροκυκλώματα, ένας πρόγονος της τηλεοθόνης και φωτογραφίες που βρήκε στον αρχαίο υπολογιστή που είχε εκτυπώσει και καδράρει. Έδιναν στον χώρο μία αίσθηση άλλης εποχής, μακριά από το διαρκές ηλεκτρονικό βλέμμα και τον πλυμένο από τα δάκρυα της υποταγής αιώνων ουρανό.
Επέστρεψε ξανά στις σκέψεις του.
«Ο κόσμος πρέπει να μάθει. Κάποτε όλοι έγραφαν κι επικοινωνούσαν. Σίγουρα δεν ήταν μόνο Τρομοκράτες. Αν άκουγαν κάτι τέτοιο σήμερα… Αν είναι αδύνατη μία βίαιη επανάσταση, γερο-Γουίνστον, τότε ας κάνουμε μερικές μικρές. Ας αλλάξουμε τη συνείδηση των ανθρώπων. Εμείς είμαστε οι ιερείς της δύναμης. Εμείς είμαστε οι μάρτυρες της αλήθειας και της μνήμης του παρόντος, οι σύνδεσμοι με το παρελθόν και το παρόν.»
§
Χοχλιόρου Ελπίς
Ότι Βρέξει ας Κατεβάσει –
πες ότι βρέξει ας κατεβάσει,
πες ας κατεβάσει
Ακούγονται όμορφες ιστορίες σε παλιό καφενέδες απέναντι απ’ εκκλησιές που στέκουν δίπλα σε ερείπια, κάτω από φλαμουριές που στάζουν τα φύλλα τους με το πρώτο αεράκι ενώ σμίγουν με πλατανόφυλλα. Κάπου, σε μια πλατεία, σε ένα χωριό, Κυριακή πρωί μετά το εκκλησίασμα, ώρα 10:08 πρωινή πριν το μνημόσυνο συνάντησα έναν γέρο που μιλούσε όρθιος στον παπαγάλο του, ενώ εγώ τον παρατηρούσα για ώρα χωρίς να ακούω από το απέναντι παγκάκι. Εντύπωση μου έκαναν οι αργές κινήσεις που έμοιαζαν σαν να μιλά σε κάποιον που καταλαβαίνει.
Ζύγωσα από την πίσω πλευρά του και κάθισα σε μια καρέκλα καφενέ που βρίσκεις σε όλα τα χωριά της Ελλάδας κοντά στις εκκλησιές, με άταχτη ψάθα που με τσιμπούσε τα μπούτια μπροστά από ένα στρόγγυλο σιδερένιο τραπέζι που είχε ευτυχώς αποκούμπι να βαστάξει τα πόδια μου στο κάγκελο του και έκανα κάτι που δεν το ‘χω στο συνήθειό μου, έστησα αυτί.
“Παιδί του αγρού και του συμμοριτοπολέμου είμαι, εμφύλιος, εμφύλιος, πες εμφύλιος.”
“Πες εμφύλιος, Πες εμφύλιος,” επανέλαβε ο παπαγάλος δύο φορές και μια ακόμα κι οι δυο μαζί. Το πες ακούστηκε ξεψυχισμένα, το εμφύλιος βγήκε δυνατά κι από τους δύο. Τόσο που με παρέσυραν και σιγοψιθύρισα κι εγώ “εμφύλιος” χωρίς το πες.
“Blacky την ώρα που άλλοι καίγονταν στην πονεμένη Σμύρνη, γεννιόμουν με έναν πόνο σε ένα παχνί ζεστό που έζεχνε γίδια στην ΠτολεμαΪδα,” ζζζζζ, σχημάτισε με τα χέρια του σαν να τα ΄χε από πάνω σε κατσαρόλα που βράζει, “αλλά επειδή δεν είμαστε μόνο τούτο,” με τα χέρια του κανόνισε το μέγεθος του τούτου και πρόλαβα και το είδα από το πλάι, “όπως προκύπτει τη στιγμή που ερχόμαστε, έχω να σου πω και για τους γονείς μου. Καλή τους η ώρα εκεί που είναι Blacky μου,” σχημάτισε το σταυρό στον αέρα αφύσικα μακριά από το στήθος του. “Ο μπαμπάς μου και η μάνα μου, η συγχωρεμένη μάνα μου, περπάτησαν πολύ μέχρι να φτάσουν στην ΠτολεμαΪδα το ’14. Και από ανάγκη και όχι απο έρωτα ήταν σφιχταγγαλισμένοι,” αγκάλιασε τα πλευρά του ο γέρος σταυρωτά και σφιχτά, “έρωτα, πες έρωτα Blacky μου,” έρωτα σκέφτηκα καθώς το έλεγε λιγωμένα ένας άνθρωπος γέρος, υποβολέας του πτηνού.
“Πες έρωτα,” με την ίδια φωνή του γέρου ο Blacky επανέλαβε.
“Πρόσφυγες απο τη Μικρά Ασία, σφικταγκαλιασμένοι γιατί φοβόντουσαν πολύ,” ξελύθηκε από τον εαυτό του ο γέρος κι άνοιξε τα πόδια του. “Ξες, τι θα πει φόβος Blacky μου; Δεν είναι χρωματιστός σαν τα φτερά σου, πράσινος, πορτοκαλί και φωτεινοκίτρινος. Είναι γαμψός και μαύρος σαν τα γυριστά νύχια σου που γραπώνονται από το παλούκι. Ο φόβος είναι σουβλερός και βρώμικος κι αν δεν του κόψεις τη φόρα από τα νωρίς φοβάσαι πάντα. Έτσι φαντάζομαι τώρα που σε βλέπω πάνω στο ριμάδι, να αγκαλιάζονταν από φόβο για να μην χάσει ο ένας τον άλλο στο δρόμο ως το χωριό που χτίσαν το σπίτι τους, μας, μαντρί μας,πες μαντρί, πες …” είπε επιτακτικά αυτή τη φορά ο γέρος και χτύπησε το πόδι του στο πλακόστρωτο, όσο δυνατά μπορεί να χτυπήσει το ποδάρι του ένας γέρος που μιλάει σε έναν πολύχρωμο παπαγάλο.
“Πες μαντρί,” είπαμε ξανά όλοι.
“Αγαπάς το παλούκι σου Blacky μου ή δεν τ’ αγαπάς, για πες τ΄αγαπάς ή γραπώνεσαι μην πέσεις χάμω, πες αφιλότιμε, πες!”
“Πες έρωτα, πες έρωτα, επανέλαβε ο Blacky κι άναψε ένα τσιγάρο Καρέλια ο γέρος και με την πρώτη ρουφηξιά έβηξε ένα υγρό βήχα ερωτευμένου καπνιστή, στη δεύτερη κίνηση των δαχτύλων ξανάχωσε το άφιλτρο μέσα του.
“Ναι, πες έρωτα,” είπε νωχέλικα σαν να τον αναπολούσε.
“Για έρωτα δεν ξέρω να σου πω, μόνο ξέρω πως θυμάμαι να πεινάω μια ζωή από την ώρα που γεννήθηκα και τώρα ακόμα πεινάω κι ας έχω μια μεγάλη κοιλιά Blacky, θυμάμαι την πείνα και πεινάω χωρίς να γουργουρά το στομάχι μου, θυμάμαι την πείνα και πεινώ,” πήρε δυο σπόρια, άπλωσε το χέρι του ο γέρος και ο Blacky τα ‘χαψε πριν προλάβω να δω το χρώμα τους. Για μια στιγμή νόμισα θα πει ευχαριστώ και το είπα δυνατά εγώ, “Ευχαριστώ γέρο,” ανεπαίσθητα σήκωσα το χέρι μου να καλύψω το στόμα μου αλλά κανείς δεν μου έδωσε σημασία όπως και κανείς δεν ήρθε να μου πάρει παραγγελία, αλλά δεν ήθελα να διακόψω τη συζήτηση, του γέρου και του τρικολόρε Blacky που ‘γύρε το κεφάλι του σα θαρρείς με πήρε χαμπάρι.
“Πάω για κατούρημα,” ξεκούμπωσε το παντελόνι του και λίγο παραδίπλα, πίσω από το τοιχίο λευτερώθηκε ο γέρος από τα υγρά του με τον ίδιο τρόπο που ξέφευγαν οι λέξεις από το στόμα του, αβίαστα.
Τσσσσσσσσσσ, ακούστηκε το κάτουρο πάνω στα πεσμένα φύλλα και νομίζω ακόμα μιλούσε σε κάποιον που δεν είδα.
“Εεεεε φίλε άκου, βαρέθηκα τα ίδια, κάθε Κυριακή πριν έρθει ο κόσμος μιλά σαν να μην τα άκουσα ποτέ χίλιες φορές,” με εξαρθρωμένο λαιμό από τη βάση του και γουρλωτά μάτια ο παπαγάλος μου μιλούσε με άλλη ανθρώπινη φωνή. “… Και τα χρόνια κυλούσαν γοργά και ο εκκολαπτόμενος βοσκός, τώρα κατουρημένος γέρος, ανόρεχτος μα πεινασμένος, περνούσε τις μέρες του στα χορταριασμένα αλώνια βόσκοντας ζωντανά όταν άρχισε να βγάζει τα πρώτα του μούσια. Αμούστακος πολέμησε, τι ειρωνία μεταπολεμικά, ένας μετά τον άλλο οι πολέμοι, και μπαμ και μπουμ, να ένας νεκρός, να κι άλλος. Αν καταλάβαινε πως είσαι εδώ θα σου έλεγε πως θυμάται μια νύχτα μόνο του εμφυλίου που μάχονταν Αναρχο-κομμουνιστο-Ληστο-Συμμορίτες εναντίον Αμερικανόδουλων Μοναρχοφασιστών,” τις μακρές λέξεις αρχικά κόμπλαρε καθώς τις πρόφερε αλλά με το που με κοίταξε ένιωσε ότι δεν θα τον έκρινα και τις ξανάπε, “Αναρχο-κομμουνιστο-Ληστο-Συμμορίτες-Αμερικανόδουλων-Μονορχοφασιστών,” τόσες φορές τις επανέλαβε, όσες για να τις εμπεδώσω στη σκέψη αλλά όχι με την ίδια ευκολία στο γύρισμα της γλώσσας. Με μια παπαγαλίσια κίνηση ίσιαξε το λαιμό του και τον έβαλε στην θέση του.
Άραγε καταλάβαινε πως αγνοούσα για τον εμφύλιο και ήταν ευκαιρία να το γκουγκλάρω μετέπειτα, σκέφτηκα τη σκέψη που ΄κανα για τις γνώσεις του παπαγάλου κι ένιωσα τις τσιμπιές του καθίσματος στα μπούτια μου πιο έντονες, ήμουν παρόν εγώ, ο παπαγάλος, ένας γέρος που άδειαζε την κύστη του και κανένας μάρτυρας να με τσιμπίσει για να δω ότι είναι αλήθεια, παρά μόνο κάτι άταχτα άχυρα κάτω από τα μπούτια μου. Ο παπαγάλος με ενημέρωσε πως ο γέρος την τίναζε πίσω από το τοιχάκι και πήρε την αρχική θέση ατάραχου, σπασίκλα μαθητή πάνω στο κόκκινο παλούκι που στεκόταν.
“Blacky πολέμησαν αδελφός εναντίον αδελφού, παιδιά της ίδιας μάνας – ο ένας δεξιός κι ο άλλος αριστερός – ο ένας λέει για την ελευθερία κι ο άλλος για τη δημοκρατία,” ο γέρος γύρισε, πήρε την ίδια θέση και κατέβασε τις δυο παλάμες του τεντωμένες στα αρχίδια του, χαμογέλασα ενώ ήθελα να γελάσω δυνατά και να κλάψω ταυτόχρονα. “‘Ακου να μαθαίνεις Blacky μου. Ήταν δεν ήταν Μάρτης – Γδάρτης του ’46 και έφτασε μήνας Αυγούστος ή Παχομύγης του ’49, ωσότου αδέλφια να αλληλοσπαραχτούν φριχτά,” πήρε μια άβολη γκριμάτσα που δεν χωρούσε στο πρόσωπο του ο γέρος και νομίζω είδα και τον παπαγάλο να ασχημαίνει από μια ανθρώπινη γκριμάτσα που μισοπρόδιδε την ασχήμια που έζησε. Αλλά για αυτό δεν φυλάω σταυρό, ήταν αρκετό που μου μίλησε το πουλί αλλά θα προσπαθήσω να το ξεχάσω ως μη γενόμενο γιατί σε κανέναν δεν μπορώ να το πω ως γενόμενο. Ούτε εγώ δεν μπορώ να πιστέψω στα αυτιά μου την παπαγαλίσια φωνή που ήταν άλλη από του γέρου, κάτι μου θύμισε αλλά μόλις το σκέφτηκα το ξέχασα κιόλας.
“Μόνο θυμάμαι εκείνη τη μια νύχτα που εμείς, οι άλλοι, πες αίμα Blacky πες,” είπε, ξανάπε και είπαν “αίμα, αίμα, αίμα, αίμα, αίμα,” χωρίς πες που όλα θαρρείς βάφτηκαν κόκκινα επειδή μόνο το ‘λεγαν. Και για τη συνέχεια, “μουστακοφόροι και αμούστακοι και γυναίκες των αντίπαλων βρέθηκαμε συμφιλιωμένοι για ένα μόνο βράδυ να μοιραζόμαστε τις ίδιες σκηνές για να προστατευτούμε από τη μανία. Εκείνη τη μία και μοναδική νύχτα το κρύο μου έκοψε την ανάσα, ο αέρας μου πήρε την ψυχή, η χιονοθύελλα σκέπασε τα αψηλά βουνά, τ’ αγριοπούλια φτεροκοπούσαν στον αέρα, μύριζε θάνατο. Μύρισα τη μυρωδιά του θανάτου, θάνατος μυρίζει θάνατο,” είπε κι είπα θάνατο χωρίς κάποιος να μου το υποδείξει κι αν δεν κάνω λάθος τον μύρισα κιόλας, είχε μια υπόξινη μυρωδιά που ανέδιδε κάτι παλιακό αλλά και ζεστό μαζί με φτερά πτηνού. “Εκείνη τη νύχτα θυμάμαι δεν πείνασα, μοιράσαμε κουραμάνα και σταφίδα και βρέξαμε τα χείλη μας κονιάκ για να ζεσταθούμε με τους πεθαμένους, τι κάνω μισοπεθαμένος δίπλα σε νεκρούς; Αυτή τη νύχτα θέλω να θυμάμαι, της συμφιλίωσης. Μόνο αυτή θέλω να θυμάμαι, μόνο … μη με ζυγώνεις για αλλά,” είπε ο γέρος στον παπαγάλο κατεβάζοντας το κεφάλι και πιάνοντας το γόνατο σαν ικέτης που παρακαλούσε να μην θυμάται άλλο. Θέλησα να τον ρωτήσω κι αυτόν και τον παπαγάλο κι άλλα – αλλά κανείς τους δεν με είχε προσέξει πραγματικά. Τον άφησα με σκυμμένο κεφάλι κατά πως βόλεψε την πλάτη του στο γέρικο σώμα του και μου έμοιαξε κουλουριασμένος στην καρέκλα του καφενέ σαν ένας σκυφτός κύκλος. Ο γέρος άνθρωπος έγινε μια καμπύλη νεκροζώντανη σε ένα κόσμο αιχμηρό.
“Παππού, έλα καλέ μου να σου ψήσω τον καφέ σου βαρύ γλυκό όπως τον πίνεις πριν έρθουν οι βάρβαροι,” είπε ένας άντρας και ακούμπησε στοργικά το χέρι του στην πλάτη. Γύρισα να τον κοιτάξω, ο γέρος δεν συγκινήθηκε καν.
“Μαρίνα μου, τι κάνεις εδώ,” ήρθε κοντά μου με αγκάλιασε με θέρμη και μου ζούπηξε τα δυο μου μάγουλα όπως τότε που ήμασταν …
“Αντίγονε, τι έκπληξη, μα πως;” σήκωσα τους ώμους μου ξαφνιασμένη.
“Είναι το χωριό του παππού και από τότε που έχασα την μάνα μου, έρχομαι και τον βλέπω τα Σαββατοκύριακα, είναι πονεμένος πολύ. Θεέ μου πόσα χρόνια έχω να σε δω, τι έκπληξη! Να σε χαρώ, τι κάνεις στα μέρη μας, θα κάτσεις μαζί μας να φάμε το μεσημέρι, έχω να σου πω τόσα,” με μια ανάσα έγινα και πάλι έφηβη, “‘Ηρθα για μια βάπτιση που είναι στις 12:30 και έπειτα πρέπει να φύγω, έχω τον πατέρα μου στο νοσοκομείο, στα τελευταία του, να …” πριν προλάβω να ολοκληρώσω με τράβηξε πίσω από το τοιχάκι, στο κατουρημένο φύλλωμα και μου έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί στο στόμα με την γλώσσα του να μπαίνει μέσα μου, ξαφνιάστηκα και ένιωσα να μουδιάζω ολόκληρη.
“Αντίγονε …”,
“Πες Αντίγονε, πες Αντίγονε, πες Αντίγονε,” είπε ο παπαγάλος και πήρε ένα μόνο μέρος από το μούδιασμά μου.
“Μαρίνα, δεν σε ξεπέρασα ποτέ, παντρεύτηκες;”
“Πες ποτέ, πες ποτέ, πες ποτέ, πες ποτέ,” είπε.
“Σκάσε χαζοπούλι,” είπε.
“Ποτέ,” είπα.
“Γιωργή, ανέλαβε σε παρακαλώ και ψήσε ένα καφέ στον παππού, ήρθε μια φίλη μου από τα παλιά και θέλω να τη δω, σβέλτα γιατί έρχονται από την εκκλησία, σε αφήνω λίγο,” με τράβηξε από το χέρι, χωρίς να ρωτήσει και με οδήγησε σε ένα μικρό όμορφο καμαράκι πίσω από το καφενείο. Χωρίς λόγια με πολλές πνιχτές ανάσες συμφωνήσαμε ότι η ζωή είναι ωραία και κάπως έτσι θυμηθήκαμε τα παλιά. Προσπάθησα να φτιάξω την φούστα μου που είχε τσαλακωθεί, έσκυψε μου φίλησε τα μπούτια μου από την πίσω μεριά.
“Tι είναι αυτά τα μικρά σημαδάκια;”
“Από την καρέκλα. Αντίγονε, θέλω να σου πω κάτι, όλη η μέρα είναι περίεργη. Μου μίλησε ο παπαγάλος σας ο Blacky,” στον Αντίγονο δεν θα δίσταζα να πω τίποτα, όπως τότε.
“Μαρίνα, ο παπαγάλος μιλάει μόνο σε εμάς, ήταν το δώρο μου στον παππού όταν έχασα τη μάνα μου, την κόρη του σε τροχαίο, μιλάει μόνο με τον Blacky o παππούς, σε κανέναν, ούτε σε εμένα. Ο παπαγάλος σου μίλησε;” είπε, δεν μίλησα, μόνο τον κοίταξα, σηκώθηκε πάνω και έπεσε η φούστα στα μπούτια μου αεράτη κι ο χρόνος σταμάτησε στα στόματά μας.
“Τι ώρα είναι; Μήπως ήρθε η ώρα της βάπτισης;”
“Έχεις ακόμα. θα έρθω μετά μαζί σου στο μπαμπά σου στο νοσοκομείο, δεν θα σε αφήσω Μαρίνα. Ακούς;” πήγα να πω ακούω, αλλά δεν έβγαιναν οι λέξεις, ήταν όλα τόσο πολλά και περίεργα.
“Θέλω να μου πεις για τον παππού σου, τον παπαγάλο και τον εμφύλιο,” πήρα μια ανάσα από το στόμα του, από κάπου έπρεπε να ξεκινήσω για να έρθω στα λογικά μου και άρχισα από την πιο κοντινή σκέψη, τον παππού και τον παπαγάλο.
“΄Ολα θα σου τα πω Μαρίνα, αρκεί να μην μου ξαναφύγεις. Μαρίνα, όλα,” κι άρχισε ένας καταράχτης από λόγια σαν να μην είχαμε σταματήσει ποτέ να μιλάμε, ήταν μια συνέχεια χρόνου σε μια άλλη διάσταση, συνέχισε από εκεί που το είχε αφήσει ο παππούς κι ο παπαγάλος ή ίσως από εκεί που το είχαμε αφήσει σε μια προηγούμενη λαχταριστή ανήλικη ζωή οι δυό μας για εμάς, δηλαδή πάλι κάπου στη μέση της ζωής.
“Ο Αντίγονος, ο παππού μου, συνέχισε να ζει μισός νεκρός, μισός ζωντανός, μια ζωή συννεφιασμένη από πόνο. Από αμούστακος βοσκός έμαθε να περπατά πάνω από νεκρούς που δεν ξέχασε ποτέ τα πρόσωπα τους. Λέει, έναν, έναν κοιτούσε τα πρόσωπά τους, δεν νοιάστηκε αν ήταν εχθρός ή φίλος, έκανε το σταυρό του και τους έκλεινε τα μάτια. Ήθελε να ξέρει την κάθε λεπτομέρεια μην τύχαινε να ρωτηθεί από κάποιον που έχασε δικό του άνθρωπο. Ήθελε να αναγνωρίσει τη ζωή στο θάνατο. Όταν γύρισε πίσω δέχτηκε κλήση από το ΓΕΣ/YES ή αλλιώς Γενικό Επιτελείο Στρατού. Γύρω στο ’50 περίπου του προτάθηκε δουλειά στον υδροηλεκτρικό σταθμό του Άγρα. Δύσκολο να καταλάβεις αν δεν ξέρεις. Βάζουν χέρι στις χώρες που στάζουν αίμα και όλοι θέλουν να περιποιηθούν τις πληγές της,” κοίταξε την ώρα και συνέχισε μια λογοδιάρροια που πρέπει να την σκεφτώ για να την καταλάβω. Έτσι όπως οφείλουμε να κάνουμε για να καταλάβουμε, να σκεφτούμε.
Σκέφτηκα στη στιγμή, τον διέκοψα και πήγα στην τουαλέτα. Με το κινητό μου γκούγκαλαρα και διάβαζα. Καθώς κατουρούσα, σπασμένες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου: πάω για καφέ, καφέ δεν πίνω, θέλω καφέ, γεννιέται ένας γέρος που μιλά σε παπαγάλο, ένα παχνί, η Μικρά Ασία, ένας πόλεμος κι άλλος πόλεμος ο Β’. Γρήγορες αναζητήσεις, αποκομμένες προτάσεις. Θα τις σκεφτώ μετά. Διαβάζω …
οι γερμανοί φεύγουν
ο εμφύλιος ξεκινά
οι Άγγλοι φεύγουν
οι Αμερικάνοι έρχονται
η Ελληνική κυβέρνηση ζητά βοήθεια,
οι ΗΠΑ εξασφαλίζει στην Ελλάδα οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη
ο βασιλεύς Γεώργιος πεθαίνει
έρχεται ο Παύλος
ο Θεμιστοκλής Σοφούλης γίνεται Πρωθυπουργός
τώρα είναι δρόμος
η κυβέρνηση Σοφούλη δίνει αμνηστία σε όσους αντάρτες παραδώσουν τα όπλα
ο Αντίγονος
τι ήταν ο Αντίγονος όταν προσπάθησε να αναγνωρίσει τους νεκρούς τη νύχτα της συμφιλίωσης
το σχέδιο Μάρσαλ των ΗΠΑ το ΄48
η Εbascoτων ΗΠΑ αναλαμβάνει την οργάνωση και λειτουργία της ΔΕΗ
ο σταθμός στον Άγρα λειτουργεί
“Μπορώ να σου μιλώ όσο είσαι τουαλέτα για να τελειώνουμε, άλλωστε θα έχεις την ευκαιρία να τα ξανακούσεις από τον παπαγάλο και τον παππού όταν θα είμαστε μαζί,”
“Θα είμαστε μαζί, ναι,” ναι σκέφτηκα και είπα.
“Ο παππούς όταν του πρότειναν τη δουλειά δεν την πήρε τους είπε … Εγώ παιδί μου ξέρω άλλη δουλειά … ξέρω μόνο να βόσκω γίδια, όταν ήρθαν να του πουν να πάει στον Άγρα να δουλέψει τους είπε για τα γίδια στο παχνί που έζεχνε και δεν πήγε,” βγήκα από την τουαλέτα,
“Ο παππούς σου μιλά όμορφα, δεν μου θυμίζει βοσκό σε μαντρί,” λέω.
Λέει, “ναι, γιατί αφού αναγνώρισε ορισμένους από τους νεκρούς και έδωσε ζωή από το θάνατο στους ανθρώπους των νεκρών, έβγαλε το σχολείο και έμαθε να διαβάζει και διάβαζε μόνο για τον Εμφύλιο για να μάθει τι έγινε.”
“Τι έγινε;”
“Ζούμε και δεν ξέρουμε τι έγινε, πως μου έφυγες;”
“Όχι, αυτό τώρα, δε θα τελειώσουμε ποτέ,” είπα.
Είπε: “Ποτέ, δεν θέλω να τελειώσουμε Μαρίνα. Ήταν και το οικοπεδάκι στο Πανόραμα που δεν το κληρονόμησε,” είπε και σκέφτηκα να μην ρωτήσω, θα είχα χρόνο να μάθω αργότερα αυτά που δεν καταλάβαινα αφού θα είμασταν μαζί, συνέχισε, “παρά τις κακουχίες των προπάπων μου το ’14, είχαν φτάσει περπατώντας σφιχταγκαλισμένοι στην ΠτολεμαΪδα, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Κανείς δεν έμαθε αν αγαπιόντουσαν ποτέ, φοβόντουσαν μήπως κάποιος τους κλέψει την αγάπη και δεν την έδειχναν. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, το Πανόραμα κατοικούνταν απο μουσουλμάνους. Το όνομα αρχικά ήταν Αρτσακλί/Αρσακλή που σήμαινε πουρνάρια, το Πανόραμα το έπνιγαν πουρνάρια που αρτσάκ στα τούρκικα σημαίνει βάτος. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθαν πρόσφυγες απο την Τραπεζούντα και την Αργυρούπολη στο Πανόραμα αλλά όχι οι δικοί μου παππούδες. Αυτοί περπάτησαν ως την Πτολεμαϊδα και γέννησαν στο παχνί που έζεχνε γίδια τον παππού Αντίγονο. Το ’22 από τους καταυλισμούς της Καλαμαριάς έβλεπες πρόσφυγες να παίρνουν την ανηφόρα για το Αρτσακλί που ‘ταν γεμάτο βάτους για τα μισογκρεμισμένα χαλάσματα που έγιναν σπίτια. Ο οικισμός αυτός στήθηκε σε χαλάσματα. Τα χρόνια εκείνα, ο καθαρός αέρας, το πράσινο βουνό και η εκπληκτική θέα μετέτρεψαν την περιοχή σε δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Τους μήνες του Θέρους, οι Αρσακλιώτες νοίκιαζαν τα σπίτια τους και έμεναν οι ίδιοι στον αχυρώνα ή στο μαντρί για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Αργότερα κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο καθημερινά ερχόντουσαν άνθρωποι με τα πόδια για να μαζέψουν πουρνάρια τα οποία έπειτα τα αντάλλασσαν με ψωμί στους φούρνους, να σου θυμίσω, ήταν τότε που ο παππούς μου έστεκε ανόρεχτος μα πεινασμένος, χρόνια της μεγάλης πείνας, και περνούσε τις μέρες του στα χορταριασμένα αλώνια βόσκοντας.” Κοίταξα την ώρα, νόμισα πέρασε μια ζωή ολόκληρη και είχα ακόμα μισή ώρα να ακούσω κι ας μην καταλάβαινα πολλά, άκουγα μόνο και τον κοιτούσα μέσα στα μάτια σαν έφηβη. Βγήκαμε έξω, αρκετός κόσμος είχε καθίσει στον καφενέ ο Αντίγονος χαιρετούσε τους καθήμενους και με κοιτούσε με την άκρη των ματιών του κλεφτά. Πήγα και στάθηκα πίσω από τον παπαγάλο και τον παππού, τώρα τον κοιτούσα στα μάτια ενώ συνέχιζε να μιλά χωρίς κανείς να του δίνει σημασία, μόνο που και που κάποιος ερχόταν και του χτυπούσε την πλάτη.
“Blacky άκου το ’48 εκδόθηκε ο Νόμος 751, περί προστασίας των απολυόμενων εκ των υπηρετούντων ή υπηρετησάντων εις τας τάξεις του στρατού κατά την διάρκειαν της παρούσης κατά του Έθνους συμμοριακής δράσεως, ήταν τότε που πολέμησα τον πόλεμο των αδελφών και πάτησα πάνω σε νεκρούς, ήταν τότε που έζησα τη νύχτα, τη μια και μοναδική της συμφιλίωσης και δεν έχω ξεχάσει κανέναν νεκρό. Εκείνη η νύχτα μου άλλαξε τη ζωή, έγινε στρόγγυλη, πες κύκλος.”
“Πες κύκλος, πες κύκλος, πες κύκλος” είπε, είπαν άκουσα και κοιτούσα τον παππού στα μάτια και δεν ήμουν εκεί για αυτόν, ούτε εγώ, ούτε κανένας, μόνο ο Blacky και οι νεκροί.
“Blacky στο Πανόραμα παραχωρήθηκαν κλήροι 1000 τ.μ. σε στρατιωτικούς που ίδρυσαν τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό γνωστό ως Νόμος 751, αυτόν τον κλήρο δεν τον πήρα, ως παιδί των προσφύγων γονιών μου που περπάτησαν στην Πτολεμαίδα αντί για τη Σαλονίκ. Ούτε δούλεψα στον υδροηλεκτρικό σταθμό στον Άγρα γιατί ήξερα μόνο να βόσκω γίδια. Άντε, ότι βρέξει ας κατεβάσει, κανείς δεν πλούτισε από τα χαρισμένα που πατούν στον πόνο των άλλων,” με μια κίνηση του χεριού τα ‘διωξε. “Πες αφιλότιμε, ότι βρέξει ας κατεβάσει, πες … που να πάρει ότι βρέξει ας κατεβάσει, αν είχες σώμα θα ήσουν άνθρωπος Blacky μου πες.”
“Πες Μαρίνα, Μαρίνα πες, Μαρίνα” είπε ο Blacky.
Ο Αντίγονος ήρθε από πίσω με αγκάλιασε και μου σιγοψιθύρισε στο αυτή, “πάνε στην Βάπτιση και έλα μετά να φάμε, να σε φάω και να πάμε στον μπαμπά σου στην κλινική, δεν θα σε αφήσω ποτέ, ποτέ, ακούς; Πάνε πριν βρέξει, ο ουρανός σκοτείνιασε, έρχεται μπόρα.”
“Ότι βρέξει ας κατεβάσει,” χαμογέλασα.
“Πες ότι βρέξει ας κατεβάσει, πες ότι βρέξει ας κατεβάσει, πες” είπε.
Δεν πήγα στην βάπτιση ποτέ, πήγαμε στο καμαράκι και έμεινα εκεί για πάντα με τον Blacky, τον Αντίγονο και τους νεκρούς, ζωντανούς στη μνήμη μας.
Πες ότι βρέξει ας κατεβάσει, πες …
Πίνακας: Αγγελική Παπαγεωργίου