Συνεχίζουμε και στον μήνα Ιανουάριο 2021 τη δημοσίευση 7+1 διηγημάτων με ποικίλη θεματική, έκταση και τεχνοτροπία από πεζογράφους που έχουν μεγαλύτερη ή μικρότερη χρονολογικά παρουσία στο πεδίο της αφήγησης. Στόχος μας παραμένει να αποτυπώνεται όλη η ποικιλομορφία της πεζογραφικής μας έκφρασης, όλες οι γενιές, κάθε δημιουργός που αφήνει με το προσωπικό του ύφος μία πολύτιμη ψηφίδα στο παλίμψηστο της ελληνικής λογοτεχνίας. Συνεχίζουμε λοιπόν με διηγήματα, μεγαλύτερα ή μικρότερα, μεγαλύτερων σε ηλικία συγγραφέων και νεωτέρων, με συχνότερη -ή και όχι- εκδοτική παρουσία διαμορφώνοντας το ιδιαίτερο, δικό μας, διηγηματικό Δίκτυο. Συμμετέχουν αλφαβητικά οι: Αναστασία Αμανατίδου, Δημήτρης Βαρβαρήγος, Κέλλυ Γκίκα, Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, Ειρήνη Μανιού, Κατερίνα Παπαδημητρίου, Κατερίνα Πολυχρονάκη, Θανάσης Σ. Σκούρας.
Καλή ανάγνωση!
Άννα Αφεντουλίδου
Αναστασία Αμανατίδου
Μάνα γη
Μόλις έφτασαν και οι τελευταίοι καλεσμένοι. Περνούν το κατώφλι της εισόδου με χαιρετισμούς υψηλής συχνότητας και προχωρούν στο σαλόνι με τη λιτή γεωμετρία. Εκεί φιλιούνται σταυρωτά με τους υπόλοιπους και ανταλλάσουν νέα προσπαθώντας να κάνουν εντύπωση, σύνηθες φαινόμενο των οικογενειακών συγκεντρώσεων.
Μια μαυροντυμένη γριά με μαντήλα στο κεφάλι, σαν να μην αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω της, κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά από το παράθυρο. Με τη λιγοστή της όραση αγναντεύει τους γύρω λόφους, τους τακτοποιημένους αγρούς που γλυκαίνονται στο τελευταίο φως της μέρας και, με λίγη φαντασία, το χωριό της που κρύβεται πίσω από εκείνο το βουνό, πέρα μακριά. Αυτή είναι η θέση της χρόνια τώρα, από τότε που την έφεραν στο διαμέρισμα.
Είναι μια γριά ισχνή, γεμάτη βαθιές ρυτίδες και ρολά τσαλακωμένο δέρμα, μάρτυρες μιας μακροχρόνιας ζωής σαν τους κύκλους στον κορμό των δέντρων. Σήμερα κλείνει τα εκατό –τουλάχιστον έτσι λέει η ταυτότητά της, 15 Σεπτεμβρίου 1915- και οι απόγονοι της βρήκαν αφορμή να διοργανώσουν ένα πάρτι. Αρκετοί από αυτούς είναι μαζεμένοι στο μπαράκι με τα led φώτα και τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους βγάζοντας φωτογραφίες. Κάποιος ανοίγει την τηλεόραση:
«Αμείωτες συνεχίζονται οι προσφυγικές ροές, καθώς εκατοντάδες πρόσφυγες και μετανάστες εισήλθαν και σήμερα στη χώρα μας. Σημειώθηκαν δύο ανατροπές φουσκωτών λέμβων με αποτέλεσμα να χαθούν ζωές στα νερά του Αιγαίου, ανάμεσά στις οποίες και μικρά παιδιά».
Η γριά στο παράθυρο ήταν μικρό κορίτσι όταν αντίκρισε για τελευταία φορά τα νερά του Αιγαίου. Ήταν τότε που, μαζί με την οικογένειά της, στριμώχθηκε στο κατάστρωμα ενός πλοίου. Γαντζωμένη στο μπράτσο του πατέρα της, είναι όλο παράπονο και απορίες. Δεν είχε προλάβει να ντύσει την κούκλα της έτσι βιαστικά που έφυγαν και τώρα θα κρυώνει, γιατί εκείνη η κυρία κλαίει τόσο δυνατά, πεινάει κι έχει φαγητό στο τραπέζι της κουζίνας, που πήγε η γιαγιά της που ερχόταν από πίσω τους, και πότε, τέλος πάντων, θα γυρίσουν στο σπίτι.
Τα μεγαλύτερα αδέρφια της σωπαίνουν. Η μητέρα κουνά μηχανικά το μωρό στην αγκαλιά της. Μια στο τόσο ο πατέρας τής σφίγγει το χέρι μέσα στη χούφτα του, η μόνη απόκριση στην φλυαρία της.
Κάποτε πιάστηκε, θέλει ν’ αλλάξει θέση. Ο μπαμπάς είναι κρύος, γκρινιάζει, κι όσο κι αν στριφογυρίζει το χέρι της και βαρυγκωμά εκείνος δεν ανοίγει τα χοντρά του δάχτυλα. Δυο άντρες τον σήκωσαν και τον έριξαν στη θάλασσα. Το κορίτσι κρεμάστηκε στην κουπαστή. Έμεινε να βλέπει ξαφνιασμένα κύματα να γλύφουν και να σκουντούν το σώμα του πατέρα της σαν να θέλουν να τον ξυπνήσουν, να τον παρασέρνουν ψιθυρίζοντας πως είναι πια δικός τους, μέχρι που έγινε μια κουκίδα και χάθηκε από τον ορίζοντα. Έπειτα σώπασε κι εκείνη.
Όταν έφτασαν απέναντι, στη νέα πατρίδα, περιπλανήθηκαν μακριά από τα νερά του Αιγαίου. Συνάντησαν δάση και δροσερά ρυάκια, βουνά και γόνιμους αγρούς. Κρατήθηκαν από τη γη και σ’ αυτή μεταφύτευσαν ό,τι απέμεινε. Κι εκείνη φούσκωσε και κάρπισε και γέννησε. Τη δούλευαν και τη σέβονταν κι αυτή τους έθρεφε χρόνο με το χρόνο, γενιά τη γενιά.
Η τηλεόραση έπαψε από ώρα. Το διαμέρισμα αντηχεί από τις ομιλίες και τα γέλια των καλεσμένων με τη συνοδεία μουσικής υπόκρουσης. Η γριά δεν αναγνωρίζει τα πρόσωπα που την περιβάλλουν και συχνά σκέψεις και γεγονότα είναι μπερδεμένα στο μυαλό της, όμως τώρα θυμάται.
Θυμάται τη μισοντυμένη κούκλα, τις μυρωδιές της κουζίνας, τα χέρια της γιαγιάς της, την ασβεστωμένη αυλή με τη μεγάλη κερασιά, τον ευλογημένο τόπο. Κι έπειτα την παγωμένη χούφτα, το νοτισμένο ξύλο στο σαγόνι της, τον αγαπημένο άνθρωπο να χάνεται από τα μάτια της, μαριονέτα στις διαθέσεις του πελάγου.
Πρόσωπα έρχονται κοντά της. Τη χαϊδολογούν, της μιλούν σαν σε μωρό, της προσφέρουν γλυκό.
Εκείνη στρέφει τα τρικυμισμένα της μάτια στο παράθυρο, να ρίξει άγκυρα στα ριζά του βουνού, να γαντζωθεί στη μάνα γη, να γλιτώσει από τα άγρια κύματα που σηκώθηκαν να την πνίξουν, από τη ναυτία που ταρακουνάει τα σωθικά της. Ας ξεχάσει ολότελα πια, να μην θυμάται τη θάλασσα και τα μυριάδες αφρισμένα της στόματα που καταπίνουν ανθρώπους ακόμη και σήμερα, παρασέρνοντάς τους στο πέρασμα του θανάτου.
§
Δημήτρης Βαρβαρήγος
Κι όλο πηδούσε πιο ψηλά…
Ο τρελός, ξάπλωσε επάνω στην άμμο, ένιωθε χαρούμενος γιατί κανείς δεν ήταν εκεί να τον περιγελάει. Μετρούσε το θρόισμα των κυμάτων και κοίταζε τον γαλάζιο ουρανό. Θυμήθηκε εκείνη, τη νέα κοπέλα· όταν κι εκείνος ήταν νέος. Περνούσε έξω από το παραθύρι της, την άκουγε να τραγουδάει και μαζί άκουγε το θρόισμα του φορέματος της όταν χόρευε. Κρυφά σήκωνε τα μάτια του στο μπαλκόνι κι έβλεπε τις όμορφες καμπύλες του στήθους της. Τα μάτια της που λάμπανε όπως τ’ αστέρια. Το χαμόγελό της που έμοιαζε με φλόγα. Τα κόκκινα μαλλιά της που κυμάτιζαν όμοια με θάλασσα.
Ένιωθε να του κόβεται η ανάσα. Τόση ομορφιά, ούτε ο ωκεανός δεν έκρυβε στα βάθη του. Γεμάτος όνειρα και φαντασία, άρχιζε να σιγοσφυρίζει και να χορεύει.
Το κορίτσι τον έβλεπε και γελούσε με τρυφερή αναίδεια κι έγνεφε στη γάτα της να πηδήξει στην αγκαλιά της, να τον δουν μαζί και να γελούνε· και να τον περιγελούνε.
Κι ο τρελός, όλο και πηδούσε πιο ψηλά, όλο και πηδούσε πιο ψηλά, χαρούμενος και φώναζε: «Τι όμορφος που είναι ο ουρανός»… κι ένιωθε να ευπρεπίζονται οι σκιές του. Καμιά ακαταστασία της ψυχής του δεν έβγαινε στο φως όταν γελούσε.
«Είσαι αυτό που ονειρεύομαι», της φώναζε κι εκείνη γελούσε κι αυτός όλο και πηδούσε πιο ψηλά, όλο και πηδούσε πιο ψηλά.
Ήταν τόσο όμορφη, ταίριαζε στη σάρκα της το καλοκαίρι, μαύρο σαν σοκολάτα.
Η κολακεία, εκείνος ο μικρός διάβολος που είχε μέσα της ξυπνούσε. Σήκωνε το φόρεμα της σαν αστραπή. Τα δυο της πόδια φάνταζαν στα μάτια του και τα ‘κλεινε αμέσως από θάμβος.
Τον τύφλωνε η τόση ομορφιά της…
«Είσαι έργο του κακού», της φώναζε κι όλο πηδούσε πιο ψηλά, όλο πηδούσε πιο ψηλά.
«Ναι», του φώναζε εκείνη, «είμαι γυναίκα κι έχω μέσα μου έναν διάβολο… γι’ αυτό σου αρέσω τρελέ, γιατί είμαι γυναίκα», κι άφηνε ξάφνου ασάλευτο το σώμα της και σταματούσε το τραγούδι και δεν ακουγόταν άλλο το θρόισμα από το φόρεμα της. Τότε ξαφνιασμένος σταματούσε κι ο τρελός να πηδάει ψηλά…
«Κι εγώ έχω ένα θεό», της φώναζε, «τη μοναξιά μου… Εκεί θα πάω να ξαπλώσω στην άμμο και να σκέφτομαι την ομορφιά σου διάβολε. Να ονειρευτώ πως ο θεός μου σε έπλασε γυναίκα μου!»
Και χλόμιαζαν τα μάγουλα του σαν άκουγε την άγρια φωνή της.
«Χάσου τρελέ, από μπροστά μου, δεν θέλω να παίξω άλλο μαζί σου».
Κέλλυ Γκίκα
Η θεία Παναγιώτα
«Αμάν ρε, Στρατή! Θα με πιάσεις αγκαζέ μέχρι να βγούμε στην προκυμαία; Με χτύπησαν οι γόβες και κουτσαίνω. Τι θα πει ο κόσμος»; Kαι μόλις απόσωσε τη φράση της ίσιωσε ένα τσουλούφι από τον κότσο που έμπαινε κατευθείαν στο αριστερό της μάτι. Ο κότσος ίδιος πάντα και απαράλλαχτος στέκονταν ορθός αδειάζοντας επάνω του μισό μπουκάλι λακ σε κάθε έξοδο. Από τα είκοσι τέσσερα μέχρι τώρα, κλεισμένα εξήντα, δεν μπορώ να τη θυμηθώ με άλλο χτένισμα. Αποτέλεσμα της συντηρητικής κοινωνίας της Μυτιλήνης, αλλά και του γάμου της με τον θείο μου, αξιωματικός του στρατού, βασιλόφρων, και παθολογικά ζηλιάρης. Εγώ από πίσω τους χαζεύοντας τις βάρκες στο λιμάνι που όλες είχαν το όνομα «Μαρία» και γλείφοντας ένα παγωτό χωνάκι, γύρω στα δώδεκα, αναρωτιόμουν αν η θεία μου αυτή, με την τόσο γλυκιά φωνή και την τόσο μεγάλη αγκαλιά, είχε άλλο είδος ρούχου εκτός από ταγιέρ.
Μεγαλωμένη στην Αθήνα, κάθε καλοκαίρι με έστελναν με το αεροπλάνο στο νησί για τα καλοκαιρινά μπάνια καθότι αρρωστιάρα με ευαισθησία στις αμυγδαλές. Για να αποφύγουν την ταλαιπωρία του παιδίατρου και στην εφηβεία σκαρφίστηκαν να με στέλνουν στο νησί για τουλάχιστον τρεις μήνες μήπως κατάφερνα να βγάλω τον χειμώνα με λιγότερη αντιβίωση. Πάνω στον μήνα θα έρχονταν κι αυτοί. Ο πατέρας επέβαλε τις διακοπές στο νησί απαρεγκλίτως για να βλέπει τη μητέρα του και φυσικά την αγαπημένη του πρωτότοκη αδερφή. Ακολουθούσαν άλλα πέντε με εκείνον τελευταίο. «Στρατή! Πάμε! Ο πόνος ξεκινά πάλι». «Να καλέσω ταξί;» την ρώτησε ανήσυχος ο άντρας της σφουγγίζοντας με το μαντήλι του μερικές σταγόνες ιδρώτα από το μέτωπό της. «Όχι! Θα τα καταφέρω!»
«Θέλω λουκουμάδες!» φώναξα εγώ που δεν είχα πάρει χαμπάρι τι είχε συμβεί. «Προχώρα γρήγορα. Η θεία σου έχει πάλι κολικό». Πέταξα το υπόλοιπο παγωτό σε ένα καλάθι. Την είχα ξανά ακούσει αυτή την έκφραση .Και από το ύφος τους κάτι πολύ κακό σήμαινε. Ώσπου να φτάσουμε σπίτι η θεία βογκούσε από τους πόνους και ο θείος της έδινε με το ζόρι κάτι μαύρα ζουμιά από βότανα πιέζοντάς την να τα καταπιεί. Η θεία Παναγιώτα προσευχόταν και μίλαγε σε κάτι αγίους και ποτέ δεν κατάλαβα αν έβλεπε οράματα όπως έλεγε ή αν όντως εμφανίζονταν οι άγγελοι στο προσκεφάλι της. αυτό το σκηνικό θα επαναλαμβάνονταν για χρόνια είτε παρουσία των γονιών μου στο νησί, μα και αργότερα όταν θα ερχόταν να εγχειρήσει το μοναδικό νεφρό της στην Αθήνα.
«Η θεία είναι δική μου! Να φύγεις τώρα!» Ούρλιαζα στο μοναδικό γειτονόπουλο κορίτσι του διπλανού σπιτιού που μεγάλωσε στην ποδιά της, γιατί η μάνα της δούλευε και δεν είχε πού να την αφήσει. Κάθε καλοκαίρι το μίσος μου για αυτό που θα ήταν γύρω στα πέντε όπως κι εγώ, φούντωνε γιατί ανακάλυπτα την ιδιαίτερη σχέση τους που ήθελα να έχει μόνο με μένα. Τότε άλλωστε ξεκίνησε και η γνωριμία μας. Η θεία Παναγιώτα έβγαινε τότε με τη μεταξωτή της ρόμπα, ίδια με Παναγία, να μας χωρίσει. Συμφιλιωνόμασταν για λίγο και την επομένη τα ίδια και χειρότερα. Την ίδια περίοδο θυμάμαι να ξεγλιστράω από τα χέρια της μάνας μου για να αποφύγω το ξύλο που ήθελε να μου δώσει επειδή είχα γράψει ανορθόγραφα την λέξη «σιδηρόδρομος» προτού πάω σχολείο. Χώθηκα με δύναμη στην αγκαλιά της μυρίζοντας το ζεστό της στήθος. «Άστο το παιδί, Ελένη», της είπε γλυκά. «Θα το μάθει στο Δημοτικό. Μικρό είναι ακόμα!» Κι έτσι γλίτωσα από τα χέρια της μάνας μου, που δεν αστειευόταν. Από τότε έγινε ο φύλακας άγγελός μου. Της εκμυστηρευόμουν τα πάντα κι εκείνη αν και χωρίς τα τυπικά προσόντα με συμβούλευε με περίσσια εξυπνάδα.
«Έλα, κοκόνα μου, να σου πω το φλιτζάνι. Αφού το βλέπω. Κάτι σε βασανίζει. Να εδώ! Το βλέπω πεντακάθαρα. Ένα δέλτα κεφαλαίο. Το βλέπεις κι εσύ;» «Ναι!» Έγνεψα καταφατικά. Στα δεκατέσσερα το μόνο που θες είναι να σου επιβεβαιώσουν τον έρωτα που νοιώθεις για τον άλλον με κάθε τρόπο. Από τότε έμαθα να σερβίρω και να φτιάχνω τον καλύτερο τούρκικο καφέ της γειτονιάς. Ουρά έκαναν οι γειτόνισσες που έλεγαν ότι το φλιτζάνι της Παναγιώτας βγαίνει πάντα. Στα δεκαοχτώ απεφάνθη: «Εσύ δεν ερωτεύεσαι άνθρωπο. Σ’ αρέσει να ερωτεύεσαι τον ίδιο τον έρωτα». Χρόνια μετά κατάλαβα πόσο δίκιο είχε.
Η νοσοκόμα έκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω της. «Μπορείτε να περάσετε. Αλλά μόνο για λίγο. Χρειάζεται ξεκούραση». Έγνεψα καταφατικά. Το σώμα της σκέτος σκελετός στα λευκά σεντόνια. Μου έκανε νόημα να της δώσω την τσάντα της. Την άνοιξα προσεκτικά. Έψαξα ώρα και τελικά ξετρύπωσα ένα κατακόκκινο κραγιόν. Της έδωσα το καθρεφτάκι μου. «Η θηλυκότητα ξεκινά από το κραγιόν» μου έλεγε. Το ακολούθησα πιστά. «Θεία! Τι μελανιά είναι αυτή κάτω από το μάτι;» «Θα χτύπησα!» μου είπε γελώντας. «Αν ψάξεις θα βρεις και την πούδρα μου. Δωσ’ τη μου σε παρακαλώ», είπε και ταμπόναρε την πληγή. Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι την χτύπαγε. Μια φορά μόνο είχα ακούσει τις φωνές τους και το σούσουρο στη γειτονιά αλλά δεν ήθελα να τους πιστέψω. Τον αγαπούσα τον θείο μου. Την φρόντιζε. «Στα δεκαοχτώ με ζήτησε. Στα είκοσι ένα έκανα τον Μιχαλάκη. Ο πρώτος κολικός με έπιασε στα είκοσι τέσσερα. Δεν θα πάμε στο νοσοκομείο. Να σε δουν τα γιατρουδάκια να σε μαγαρίσουν… Εδώ μαζί. Θα σου βράσω βοτάνια να πιεις να γιάνεις…» μου έλεγε ο θείος σου. Να’ ναι καλά! «Μα θεία αυτός…» «Σιωπή! Σκέπασέ με τώρα λίγο γιατί κρυώνω!».
«Πού ήσουνα από το πρωί»; ήρθε καταπάνω μου με αναπνοή που έζεχνε κονιάκ. «Πάλι ξενοπηδιόσουν παλιοπουτάνα;» «Μα Δημήτρη! Σου ‘χα πει από χθες ότι θα πήγαινα στη θεία. Είναι στα τελευταία της». «Ποια θεία, ρε; Θειάφι!» Και πριν προλάβω να αντιδράσω με είχε ήδη ρίξει κάτω με μια σπρωξιά και με μανία μου έσφιγγε το λαιμό». «Την επόμενη φορά θα σε κλειδώσω μέσα μωρή τα ακούς;»
Η θεία Παναγιώτα έμεινε ακόμα έναν μήνα στο νοσοκομείο. Την τελευταία εβδομάδα έπεσε σε κώμα. Δεν ξαναπήγα να τη δω. Δύο μέρες μετά μου τηλεφώνησαν για την κηδεία. Θα γινόταν στη Μυτιλήνη. Ήταν αδύνατον να πάρω άδεια από τη δουλειά. Πήγα και άναψα ένα κερί στον Άι Γιώργη, στην Κυψέλη. Στη Μυτιλήνη θα πήγαινα το καλοκαίρι στην άδειά μου. Πήρα το αεροπλάνο. Πήγα κατευθείαν στο σπίτι τους. Τελείως αλλαγμένο, ανακαινισμένο και έτοιμο να νοικιαστεί σε τουρίστες για τη σαιζόν, τίποτα δεν θύμιζε το παλιό νεοκλασικό των παιδικών μου χρόνων παρά μόνο η αυλή με τη λεμονιά και τις δύο νεραντζιές. Ο γιός της με άφησε να ανέβω από τη στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια και την κρεβατοκάμαρά της. «Ανέβα! Μου είπε! Πάνω στο κρεβάτι είναι ένα ξύλινο κουτί. Είναι για σένα. Ήταν η επιθυμία της να σου το δώσω».
Με χέρια που κάπως έτρεμαν, άνοιξα το κουτί. Ήταν γεμάτο με παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, δικές της προτού παντρευτεί, και κοινές μας, όταν ήμουν δύο χρονών, στα πέντε με την Γαβριέλα τη γειτόνισσα και έφηβη. Υπήρχε ακόμα ένα κόκκινο ξεραμένο κραγιόν και ένα κιτρινισμένο γράμμα που πρέπει να γράφτηκε τουλάχιστον τριάντα χρόνια πριν.
«Αγαπημένο μου αγγελούδι. Είσαι το τελευταίο κορίτσι της οικογένειας του λατρεμένου μου αδερφού. Εγώ σχολειό δεν πήγα γιατί δεν με αφήσανε. Έπρεπε να προσέχω τα πέντε μικρότερα σαν μεγαλύτερη. Όμως προσπάθησα να μορφωθώ μοναχή μου και να έχω καθαρό μυαλό. Με δώσανε στο θείο σου που με λάτρευε. Έτσι ήταν τότε η εποχή. Τον αγάπησα κι εγώ. Ήταν πολύ νευρικός. Ήταν ήσυχος μόνο αν με είχε κοντά του. Αν όχι γινόταν άλλος άνθρωπος. Τον συνήθισα και τον συγχώρησα. Εύχομαι κι εσύ να ερωτευτείς τον άνθρωπο και όχι το χτυποκάρδι του έρωτα. Με αγάπη η θεία Παναγιώτα».
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, αργά το απόγευμα ξεκίνησα να φτιάχνω μια συνταγή της θείας Παναγιώτας για γεμιστά. Το κλειδί στη εξώπορτα γύρισε δύο φορές.
«Επέστρεψες; Πότε ήρθες; Mου είχες γράψει για αύριο!»
«Είπα να ‘ρθω μια μέρα νωρίτερα».
«Καλά έκανες! τι μοσχοβολιά είναι αυτή!» Είπε ο Δημήτρης σκύβοντας στο φαΐ, αγκαλιάζοντάς με από τη μέση.
§
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
«Οι ιπτάμενοι εραστές του Vitebsk»
Ο έρωτας, τρελό πουλί
που δεν το ημέρεψε κανείς,
Henri Meilhac & Ludvic Halevy, Carmen
Προπαραμονή Αγίου Νικολάου. Μεσημέρι μετά τη δουλειά. Κατεβαίνω από το μετρό στο Μοναστηράκι. Θέλω να πάω προς το γιουσουρούμ. Να πάρω σβάρνα τα παλαιοπωλεία. Ψάχνω δώρο για τη γιορτή του. Θέλω να του βρω κάτι μοναδικό. Είναι συλλέκτης παλιών αντικειμένων. Ιδιαίτερα τα παλιά φωτιστικά είναι το φετίχ του. Υπέροχα αμπαζούρ να διαχέουν ημίφως σε διάφορες αποχρώσεις κοβαλτίου και κόκκινου κι αυτός να ξαπλώνει στον καναπέ και να φτιάχνεται ονειροπολώντας. Ναι, έτσι ακριβώς το διατύπωσε στην τελευταία μας κουβέντα.
Είμαστε πέντε μήνες μαζί. Ερωτευμένη τρελά. Αυτός όμως; Είναι στιγμές που νιώθω πως κάτι μου διαφεύγει, πως τον χάνω. Τις διαγράφω αυτοστιγμεί βέβαια. Τις απωθώ καταφεύγοντας στη φαντασία. Αυθυποβάλλομαι επινοώντας αρμονικά τοπία, συννεφάκια που μας παίρνουν μαζί αγκαλιασμένους σε τόπους υπέρτατης χαράς κι ευδαιμονίας. Αλλά έρχονται ξανά σκέψεις και μου χαλούν το όνειρο. Είναι η ανασφάλεια του αρχόμενου έρωτα μάλλον. Πρέπει να είμαι πολύ ανασφαλής τέλος πάντων. Πολύ. Με κυριεύει η ζήλια. Γεμίζει το νου μου με νοσηρές φαντασιώσεις. Κάποιες φορές όμως τον έχω δίπλα μου, και όμως όχι. Είμαστε μαζί, και όμως ανάμεσά μας απλώνονται μίλια έρημης στέπας. Πρέπει να φταίει η μάνα του. Αυτή. Πρωτότοκος. Η σχέση τους πάθους και μίσους. Καθημερινά βρίσκει κάποιο τρόπο να αναφέρεται σ’ αυτήν. Έλεος. Δεν είναι και μπέμπης, κοντεύει να σαρανταρίσει. Ευτυχώς δεν βλέπονται συχνά παρότι μένει σχετικά κοντά του, όπως μου είπε. Όμως κάθε φορά που συναντιούνται, επιστρέφει σ’ εμένα κομμάτια. Από τα λεγόμενά του υποθέτω ότι σε κάθε τους συνάντηση σκοτώνονται. Λες και ανταγωνίζονται ποιος θα δώσει την βαθύτερη δαγκωνιά. Ποιος θα φέρει στον άλλον το καίριο πλήγμα. Ποιος θα φάει τον άλλον. Απ’ την άλλη είναι φορές που μιλάει γι’ αυτήν λες και την λατρεύει, λες και είναι αθεράπευτα ερωτευμένος μαζί της. Ουφ, με κούρασαν. Κρυώνω. Κάνει κρύο σήμερα. Μόλις πάω σπίτι θα χουχουλιάσω στο κρεβάτι. Το βράδυ που θα έρθει δεν θα τον αφήσω να μου μιλήσει πάλι γι’ αυτήν.
Στέκομαι λίγο μπροστά στην εκκλησία της Παναγιάς της Παντανάσσης. Χαζεύω τους περαστικούς, τους πλανόδιους μουσικούς. Ακούω ένα άνδρα που παίζει βιολί. Το ράγισμα στη φωνή του μ’ αγγίζει σαν κοφτερό λεπίδι: « L’amour est un oiseau rebelle/ Que nul ne peut apprivoiser». Στο βάθος εμφανίζεται μια γυναικεία φιγούρα. Αποσπά την προσοχή μου διεκδικώντας την επιτακτικά. Την βλέπω να διασχίζει την Ερμού. Κατευθύνεται προς το μέρος μου με ένα αργό και μεγαλόπρεπο βάδισμα. Κάτι μεταξύ έκπτωτης βασίλισσας και αγέρωχου στρατηλάτη. Μοιάζει με Ρωσίδα. Πρόσωπο ξερακιανό, κάπως ρυτιδωμένο. Κρυμμένο κάτω από ένα κόκκινο καπέλο με πλατύ μπορ. Ελαφρώς ξεφτισμένο όπως το πανωφόρι. Η κορμοστασιά της αγέρωχη. Την κάνω για εξηντάρα, όμως κατά κάποιον τρόπο φαίνεται πολύ νεότερη. Στο δεξί χέρι μαζί με την τσάντα χειρός κρατά ένα μεγάλο σάκο γεμάτο βαριά αντικείμενα. Το σώμα γέρνει ελαφρώς απ’ το βάρος. Τα ρούχα της έχουν παράταιρους συνδυασμούς φανταχτερών χρωμάτων. Κι όμως έχει κάτι το επιβλητικό. Κατά έναν παράδοξο τρόπο το ακαλαίσθητο και κωμικό σχεδόν ντύσιμο εκπέμπει κάτι το μεγαλόπρεπα τραγικό στο πέρασμά της. Σαν θρήνος που αναδύεται περίτεχνα κάτω από χαχανητό κλόουν. Λες και υποδύεται με άσχημο τρόπο έναν ρόλο και ωστόσο κερδίζει την προσοχή. Λες και μου θυμίζει κάποιο όνειρο που απωθήθηκε στη λήθη την επόμενη ακριβώς στιγμή που το ανέσυρε από το ασυνείδητο η μνήμη. Κοιτάζω τάχα αδιάφορα. Την παρατηρώ. Με δέος σχεδόν. Θέλω να την ακολουθήσω, να μιλήσω μαζί της. Να μάθω την ιστορία της. Λες και έρχεται από αλλού. Από άλλον κόσμο. Σαν οπτασία βγαλμένη από κάποιο όνειρο. Σαν γυναικείο πορτρέτο του Μοντιλιάνι. Με προσπερνά. Η εικόνα της εντυπώνεται μέσα μου.
Περνάω πρώτα από το παλαιοβιβλιοπωλείο «Ερατώ». Μ’ αρέσει να ψάχνω βιβλία παλιών εκδόσεων. Θα δω για κάποιο ξεχωριστό αστυνομικό. Του αρέσουν πολύ. Θα μου χρειαστεί σε περίπτωση που δεν βρω κάτι ενδιαφέρον στα παλαιοπωλεία με τα φωτιστικά. Η προσοχή μου στέφεται στα βιβλία. Η εικόνα της παράξενης φιγούρας αχνοσβήνει. Αφοσιώνομαι στο ψάξιμο.
Σε λίγο τη βλέπω πάλι να μπαίνει κι αυτή. Η παρουσία της μ’ αναστατώνει. Μα τι γίνεται τέλος πάντων. Βγάζει από την βαριά τσάντα ένα παλιό βιβλίο για πώληση. Διαβάζω στα κλεφτά: Εγκυκλοπαιδική Βιβλιοθήκη, Λέοντος Τολστόη, Άννα Καρένινα, μετάφρασις Ηλία Ι. Οικονομόπουλου, Εν Αθήναις, Εκδότης Χρήστος Δ. Φέξης, 1922. Κοιτάζω φευγαλέα την ανοιχτή τσάντα. Ανάμεσα στα αντικείμενα προβάλει ένα πορτατίφ με βιτρώ. Πανέμορφο. Κάτι μου θυμίζει. Ναι. Μοιάζει μ’ εκείνο που έχει ο Νικολάι πίσω από το κομοδίνο. Τόσο όμορφο! Αλήθεια γιατί το έχει έτσι παραπεταμένο ενώ τρελαίνεται για φωτιστικά; Λες και το κρύβει για κάποιο λόγο. Κι ούτε που τον ρώτησα να μου πει. Μπα, θα είναι μάλλον χαλασμένο, θα θέλει επιδιόρθωση. Να μπορούσα να του το αναπαλαιώσω και να του αγοράσω αυτό της άγνωστης. Και τί δεν θά ‘δινα. Έτσι θα είχε δυο πανομοιότυπα, ένα για κάθε κομοδίνο. Το βλέμμα μου κολλημένο πάνω της βδέλλα. Προσεκτικά βέβαια, μην εκτεθώ. Αυτή η γυναίκα έχει κάτι που με τραβάει. Λες και μας ενώνει κάποιο αδιόρατο νήμα με έναν ανεξήγητο τρόπο. Κάνω πως ψάχνω στα ράφια περιμένοντας να τελειώσει την αγοραπωλησία. Βγαίνει. Την ακολουθώ διακριτικά. Κατευθύνεται προς την πλατεία Αβησσυνίας στα παλαιοπωλεία με φωτιστικά και μικροαντικείμενα. Τολμώ και τη ρωτάω αν έχει κάτι για πούλημα πριν προλάβει να πλησιάσει κάποιον παλαιοπώλη. Μου ανοίγει διάπλατα την τσάντα. Ακούω μια ψιθυριστή φωνή με ρώσικη προφορά «Διαλέξτε, τιμές ευκαιρίας». Αρπάζω σχεδόν το πορτατίφ. «Ά, αυτό! Το αμάρτημα της μητρός μου», λέει αναστενάζοντας και συνεχίζει: «Κάποτε ήταν δίδυμο έμβλημα αγάπης. Έμεινε μόνο του τώρα πια. Προδομένο κι έρημο. Θα άξιζε να αφηγηθεί κανείς την απέραντα τραγική ιστορία του. Τα αμαρτωλά κρεβάτια που άλλαξε από την ώρα που το δημιούργησαν εκείνα τα μαγικά χέρια». Με έκδηλη ταραχή κι ανεπαίσθητο μειδίαμα, σαν υπνωτισμένη, ακούω τη φωνή μου, ενώ απλώνω το χέρι να της δώσω το αντίτιμο της αγοράς του πολύτιμου ευρήματος: «Πολύ θα ήθελα να την ακούσω. Θα μου επιτρέπατε να σας κεράσω έναν καφέ, να μου την αφηγηθείτε;». Μου απαντά ευγενικά: «Σας ευχαριστώ πολύ, θα ήταν ωραία, αλλά με περιμένουν, αν θέλετε όμως μπορείτε να περάστε από το σπίτι μου για τσάι κάποιο βραδάκι, έτσι κι αλλιώς τώρα πια τα βράδια μένω κλεισμένη μέσα μονάχη… να εδώ πιο κάτω στην Ευπόλιδος 16, στο ισόγειο, στο όνομα Ιβάν Ιβάνοβιτς», προσθέτει και χάνεται όπως είχε εμφανιστεί.
Επιστρέφω στο σπίτι, βολίδα. Ξεντύνομαι βιαστικά. Παίρνω μια ανάσα κι αρχίζω να καθαρίζω το πορτατίφ. Μετά θα κάνω ένα περίτεχνο αμπαλάζ. Μεθαύριο θα του το πάω, να γιορτάσουμε μαζί την ονομαστική γιορτή του. Τα χρώματα στο γυαλί έχουν μια θαμπάδα. Το μέταλλο έχει πάρει ένα μαυροπράσινο χρώμα από την πολυκαιρία και τη βρωμιά που επικάθησε συγχωνευμένη με την πατίνα στο άλλοτε λαμπρό κομψοτέχνημα. Τρίβω προσεκτικά για ώρα με πανί βουτηγμένο σε υγρό για καθάρισμα ορειχάλκινων αντικειμένων. Προσπαθώ να αποφύγω γρατσουνιές και σημάδια. Βλέπω την ιδιόχειρη υπογραφή του δημιουργού που το φιλοτέχνησε, να αστράφτει. Vitrail de Marc Chagall διαβάζω έκπληκτη. Ώ, αυτό κι αν είναι σπουδαίο εύρημα. Δεν θα μπορούσα να του βρω πολυτιμότερο δώρο. Ο καλύτερος τρόπος επιβεβαίωσης του έρωτα και της αφοσίωσής μου. Θα φροντίσω και για την αναπαλαίωση του παραπεταμένου πορτατίφ. Θα τα ανάβουμε μαζί. Το υπνοδωμάτιο θα λάμπει. Θα είμαι η μούσα του λουσμένη στις ανταύγειες των πολύχρωμων αποχρώσεων. Η αγαπημένη του Bella Rosenfeld. Θα κοιμόμαστε αγκαλιά. Μαζί στο ίδιο όνειρο θα μετεωριζόμαστε αενάως, «Οι ιπτάμενοι εραστές του Vitebsk».
Πρέπει επειγόντως να πάω να βρω την μυστηριώδη γυναίκα. Να μάθω περισσότερα για το σπουδαίο απόκτημα. Να του αφηγηθώ την ιστορία του πορτατίφ μεθαύριο βράδυ πριν πέσουμε στο κρεβάτι. Ρίχνω κάτι στο στόμα μηχανικά. Κάθομαι στο καναπέ. Αδύνατον να ξαπλώσω. Με διακατέχει μια απροσδιόριστη ένταση. Περιμένω να περάσει η ώρα να τρέξω να την επισκεφτώ. Στις έξι ντύνομαι γρήγορα και ξαναβγαίνω. Βρίσκω το σπίτι της σχετικά εύκολα. Στην είσοδο της οικοδομής σταματώ απότομα. Μεταμορφώνομαι στήλη άλατος. Τα μάτια μου καρφωμένα στο κενό. Θέλω να φωνάξω. Η φωνή μου πνιγμένο πουλί σκαλωμένο στους βρόγχους. Θέλω να το βάλω στα πόδια. Τα πόδια μου τσιμεντοκολώνες καρφωμένες στην άσφαλτο. Ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Να χαθώ!
Τα γόνατα λύνονται. Αρχίζω να χάνω τις αισθήσεις. Σωριάζομαι άδειο τσουβάλι. Τους βλέπω θολά. Βγαίνουν μαζί. Προχωρούν αγκαλιά. Ανάλαφρα. Δυο ερωτευμένα πιτσουνάκια έτοιμα να πετάξουν. Υπερίπτανται. Πάνω από συμβάσεις. Πέρα από ταμπού, από φραγμούς και όρια.
Ειρήνη Μανιού
Τρεις βαλίτσες
Σου το ‘πα, σου το ‘πα, μην προσπαθήσεις να ανοίξεις τις βαλίτσες.
Είσαι έτοιμη να μάθεις τώρα; Εσύ το ζήτησες.
[Ανοίγει την πρώτη βαλίτσα.]
Εδώ μέσα είναι η μητέρα μου. Δυναμική γυναίκα, αρχοντική, λουσάτη, κοίτα τη, να, κυρία. Εμένα δεν μ’ αγαπούσε, της φαινόμουν απλός, βαρετός, λίγος. Κορίτσι ήθελε πάντα κι εγώ της χάλασα τη συνταγή. Μάταια με έσερνε στολισμένο στην τρίχα, τόσο που στο τέλος έμοιαζα με κορίτσι. Μάταια. Τη μέρα που κοιμήθηκε βαθιά, την έβαλα εδώ μέσα κι είπα πως θα τη φέρνω μαζί μου πάντα, αλλά τουλάχιστον δεν θα χρειαστεί να την ξαναντικρίσω ποτέ.
[Ανοίγει τη δεύτερη βαλίτσα.]
Αυτή είναι η αδελφούλα μου [γέλια]. Η μικρούλα μας. Η ομορφούλα μας! Στάθηκε τυχερή η μητέρα τελικά. Αυτή εδώ η χαριτωμένη κουκλίτσα δικαίωσε τα όνειρά της, ένα ένα, όσα, τουλάχιστον πρόλαβε. Τόσο ταίριαζε η μία στην άλλη, οι δυο τους σαν φιγούρες μεγάλου ζωγράφου. Εγώ πουθενά δεν χωρούσα. Χαιρόταν η αδερφή μου την υπεροχή της – η μητέρα ποτέ δεν το έκρυψε. Έδειχνε ώρες ώρες να με λυπάται. «Ω, τι αδέξιος που είσαι, τι πεζός. Μα δεν έχεις κανένα ταλέντο; Καμία κρυφή φινέτσα να φανερώσεις; Εσύ δεν φταις, αλλά η μαμά έχει δίκιο.». Η αδελφούλα μου, μπιμπελό πορσελάνινο φυλαγμένο καλά σε τούτη την κρυφή βιτρίνα.
[Ανοίγει την τρίτη βαλίτσα.]
Εκείνη. Ο πρώτος μου έρωτας. Ο μόνος μου έρωτας [παύση]. θα ‘μουν δεν θα ‘μουν δεκαοκτώ, μόλις είχα περάσει στο πανεπιστήμιο. Η καλύτερη στιγμή της ζωής μου. Μόνος μου, επιτέλους μόνος μου, με μόνο μέτρο τον εαυτό μου. Εγώ και κανένας άλλος. Σε εκείνη τη γαλήνια μοναξιά μου τη γνώρισα. Με πλησίασε με τον δίσκο της στη λέσχη που γευμάτιζα. Πανέμορφη, άνετη, γεμάτη αυτοπεποίθηση. Κάθισε απέναντί μου. Δεν θα ξεχάσω το άρωμά της σε εκείνη την πρώτη μας συνάντηση, δεν θα ξεχάσω τη μυρωδιά της από καμιά μας συνάντηση.
Κούκλα δεν είναι;
Γίναμε αμέσως ζευγάρι. Εγώ τρελά ερωτευμένος. Κι εκείνη, περνούσε καλά. Οι δυο μαζί κολλημένοι, φθινόπωρο, χειμώνα, άνοιξη, καλοκαίρι. Εκείνη έγινε όλες οι γυναίκες στη ζωή μου, η μόνη γυναίκα στη ζωή μου.
Ήταν στην αρχή του επόμενου φθινοπώρου που είδα την αλλαγή. Στην αρχή ένιωσα την απόστασή της. Δεν επιθυμούσε πια να περνάμε χρόνο μαζί, δεν διασκέδαζε πια μαζί μου. Σύντομα μου μίλησε για τη νέα της παρέα, τρία αγόρια, μια δημοφιλή στα κορίτσια ροκ μπάντα. Περνούσε καλά μαζί τους είπε, ήταν δυναμικοί, περιπετειώδεις, αστείοι. Και μαζί μου θύμωνε. Που ήμουν τόσο σοβαρός, τόσο ήσυχος, τόσο προβλέψιμος. «Ανιαρά απλός, απλά ανιαρός!».
Μου ζήτησε να χωρίσουμε. Δεν μπόρεσα να αντιδράσω. Έμεινα να την κοιτάζω αμίλητος να φεύγει μες στη βροχή. Άλλη μια φορά την είδα, την τελευταία που θα με έβλεπε εκείνη. Με είχε προδώσει, έπρεπε να το νιώσει και να τιμωρηθεί. Προβλέψιμος; [γελάει δυνατά]. Αλλά δεν την παράτησα, όχι. Προσπάθησα πολύ μα δεν τα κατάφερα. Το πήρα απόφαση πως θα τη φύλαγα καλά στους θησαυρούς της ζωής μου.
Βαλίτσα για σένα δεν έχω, μην ελπίζεις. Θα σαπίσεις εδώ που σε έφερε η θλιβερή περιέργειά σου. Αυτό αξίζει σε σένα. Αυτό διάλεξες.
Τώρα πια, ξέρεις.
Απάντηση δεν δόθηκε.
Καθώς ξημέρωνε, ο άνδρας έκλεισε καλά τις τρεις βαλίτσες,
τις έβαλε στο αυτοκίνητο κι έβαλε μπρος,
αφήνοντας πίσω του, στο σκοτεινό ακόμα δάσος, τη νεκρή γυναίκα.
Για εκείνη, που τώρα ήξερε, ήτανε πια αργά να απαντήσει.
§
Κατερίνα Παπαδημητρίου
Ημερολόγιο εγκλεισμού
Νύχτωσε πάλι. Πού θα πλαγιάσουμε απόψε. Όλο και πλησιάζουμε στην κορυφή της καμπύλης. Όλο και απομακρύνεσαι. Οι ειδήσεις πλησιάζουν, πολλαπλασιάζονται και η εικόνα σου διαιρείται, διαιρείται… Το μεσημέρι ήσουν δέκα εννιά. Γυναίκα σου ήμουν χτες. Αν μου ζητήσεις τη μάνα σου δεν θα ‘χω να στη δώσω, και τη δική μου, «πού είναι ο άντρας σου;», θα με ρωτήσει, την άφησα πολλά χιλιόμετρα μακριά, πόσα δεν ξέρω να σου πω, πληθαίνουν κάθε ώρα που περνά, αυξάνονται γεωμετρικά. Αριθμοί. Τριάντα εννιά κι οχτώ, τριάντα εννιά και εννιά… Εκατόν σαράντα δύο. Θύματα. Κι εμείς; Σε φωνάζω, δεν μ’ ακούς; Δια του πόσο διαιρείται το σαράντα; Το μισό είναι είκοσι. Θυμάσαι; Πόσα κομμάτια να γίνει το σαλόνι; Οκτώ ώρες, οκτώ ημέρες, η ώρα είναι οκτώ. Νύχτα. Δραπέτης ο ύπνος, ίσα που πρόλαβε να φτάσει ως την άκρη της βεράντας. Τοίχος κι εκεί. Σκοντάψανε τα όνειρα σε απαγορευμένους ορίζοντες.
Τον φόβο τον κατάπιαμε. Ο έρωτας σε αναμονή, αντιγράφει από το τζάμι ταξίδια που δεν κάναμε και όσα χαμόγελα μάς απομείναν. Δεν τον θυμάμαι, τον έρωτα λέω, όλα εδώ μέσα είναι καινούρια. και έξω. Πάνε ημέρες πια, ποιος να θυμάται, ίσως και μήνες που δεν συναντιόμαστε. Χρόνος δεν έμεινε κι εγώ που τον μετρώ, μην νομίζεις, μετρώ τις απουσίες και υπολογίζω πόσο μου έμεινε να ζω χωρίς να θυμάμαι. Δεν θέλω να θυμάμαι.
Τις φωτογραφίες τις κάψαμε, αφού τις θαύμασαν όλοι, τις πρώτες ημέρες ήτανε θαρρώ, συμφωνήσαμε, όλοι μαζί, να κάψουμε τον χρόνο. Δεν μας χρειάζεται πια είπαμε, αφού τα καλοκαίρια δεν μένουν πια εδώ. Μία μου απέμεινε. Εσύ και ο σκύλος σου και πίσω η θάλλασα, εγώ πιο πίσω, θολή να καλύπτω τη γύμνια μου μ’ ένα μακό δικό σου που ξέμεινε στο δέρμα μου να το τραβώ, δεν ξεκολλά, πονάει, σαν τον χιτώνα της Δηιάνειρας, ποιος πρόδωσε ποιον, «ποιος πονάει πιο πολύ;», με ρώτησες. Δεν ξέρω, καλέ μου. Αν ήξερα, σήμερα το κρεβάτι μας θα χωρούσε δύο κι η αγκαλιά μου θα είχε υποκείμενο κι η μάνα σου δεν θα αναγκαζόταν να τρέχει νυχτιάτικα σε ξένα οράματα να κουβαλά τα σπάργανα. Τι να της πω;
Δεν μιλάς. Δεν μου μιλάς πια. Ένα «τι θα φάμε αύριο καλή μου», όλη μέρα δεν αρκεί για να περιγράψει τον διαφυγόντα χρόνο. Μονάχα ο σκύλος στο μπαλκόνι ξέμεινε να μεταφράζει όσα σου απόμειναν σε λέξεις. Πώς χώρεσε τόσος πόνος σε εξήντα πέντε τετραγωνικά; Είκοσι εννιά ημέρες κλεισμένος στο σαλόνι, ακονίζεις τη γλώσσα σου. Θα με ματώσεις στο τέλος, το ξέρω. Το σπίτι είχε κι άλλα δύο δωμάτια, μικρά, μα τη χωρούσαν, τη χωρούσαν τη ζωή μας.
Ξημέρωσε πάλι. Ο ήλιος έξω παλεύει άνισα με σύννεφα βαριά, Μάρτης μήνας στα τελειώματα, και ο βοριάς, παγωμένος, υπογράφει συμφωνίες με την αβεβαιότητα. Φυσά. Απέναντι η θάλλασα, τα βουνά, ο ορίζοντας δεν τους χαρίζεται, τα περιγράφει. Κυλούν οι ώρες, κι εγώ που πάσχισα για να σε μάθω, σε παρακολουθώ να μπαινοβγαίνεις. Άγνωστος. Σαλόνι, κουζίνα, αόρατος στο δωμάτιο που μια φορά ξαπλώναμε μαζί, καμιά φορά ταΐζεις και τον σκύλο, ίσα που περισσεύω στην άκρη του ματιού σου, με κοιτάς, δεν με βλέπεις, γκρινιάζεις, πάλι πρωί. πάντα γκρίνιαζες;
Μεσημέριασε. Οι οδηγίες είναι σαφείς: «Τηρείτε αποστάσεις». Το σπίτι σαν έρημο. Το φως επιμένει. Μου γνέφεις. Στο σαλόνι δεν απαγορεύτηκε ακόμα η κυκλοφορία, σου λέω για να γελάσουμε. Δεν με κοιτάς. Θυμάσαι; Μην απαντάς, τρομάζω. Χωρίς χρώματα δεν αντηχούν οι λέξεις, μ’ ακούς; Τα φιλιά ίσα που προλαβαίνουν να ακουμπήσουν την ανάσα σου στο δήθεν ξύλινο τραπέζι. Απομίμηση κι αυτό, σαν τη ζωή μας που χάθηκε μετρώντας, υπολογίζοντας τις μέρες σε χρήμα, λιγοστό πάντα, στέρεψε και αυτό, θερμομετρώντας, μέχρι που απόμειναν οι μέρες στο σπίτι χωρίς όνειρα. Τις παρακολουθώ ατάραχη. Χτες είπες πως κατάσχεσαν τα πόμολα. Το σπίτι πια δεν έχει πόρτες. Μόνο τοίχους. Μείνανε τα παράθυρα και οι σκιές στο μπαλκόνι. ρολόγια στο σπίτι μας δεν είχαμε ποτέ. Τώρα τις ημέρες τις μετρούν οι σκιές. Ανθρώπων σκιές. Χαράζουν τις απουσίες τους στους τοίχους με γραμμές, άλλοτε κάθετες, άλλοτε οριζόντιες, ανάλογα. Τις οριζόντιες γραμμές τις φυτεύουμε στο χώμα.
Νύχτωσε. Κρατώ στα χέρια μου τα σπάργανα και η μάνα σου ολοζώντανη, σχεδόν, να σε κρατά. Κρατά στα χέρια ένα θερμόμετρο. Τι να της πω. Το σαράντα διαιρείται δια του πέντε και δια του οκτώ. Πέντε λεπτά χρειάστηκαν να σύρει τα πόδια της ως το σαλόνι. Σαράντα χρόνια κάθε μέρα σε γεννά. Σαράντα χρόνια λέει μετρά τις ανάσες σου. Τι να της πω. Πως τόσες είναι σχεδόν οι ημέρες που ξεμείναμε εδώ μέσα; Εσύ κι εγώ. Να μετράμε τα χρόνια μας με τις γραμμές στα θερμόμετρα. Τέτοια είχαμε πολλά.
Στέκεται στη μέση, γυμνό σε παρέδωσα, λέει πως τα σπάργανα δεν τα χρειάζεσαι άλλο πια. Όλο και ξεθωριάζει. Τι να της πω. Ξεμείναμε κι από σκιές. Οι τοίχοι απαγορεύουνε την έξοδο. Μονάχα ειδήσεις περί διαιρέσεων. Μονάχα αυτές κυκλοφορούν, έχουν ελεύθερη είσοδο, και οι σκιές που προκύπτουν ως υπόλοιπο. Σε θάψαμε τη νύχτα στο πάτωμα, απαγορεύονται οι δυσάρεστες ειδήσεις. Δεν μετράμε πια τις απώλειες. τις χτίζουμε, τις θάβουμε στη μεσοτοιχία που χωρίζει το εμείς απ’ το σαλόνι, το σαλόνι από το ευρύτερο εμείς, το σπίτι από εκείνο που μας τρόμαξε, εκείνο που μας τρόμαξε από εκείνο που είμαστε, εκείνο που είμαστε απ’ όσο θ’ απομείνει. Οι ώρες περνούν και οι καμπάνες δεν μετρούν πια. Γράφουν ιστορία.
Εικοστή ένατη ημέρα. Πρωί και πάλι. Ξυπνώ. Οι γραμμές που μας ορίζουν: χάραξε, έγειρε ο ήλιος, νύχτα, αύριο, πάλι πρωί, μ’ ακούς; Ό,τι απέμεινε: Μία μόνη σκιά στον τοίχο. Όρθια. Κάθετη σαν τη ζωή μας. Δεν χωρά παρανοήσεις. Οι παράμετροι πλέον είναι δύο, ζούμε ή όχι. όσο για τα στατιστικά στοιχεία, το μόνο που έχουν να προσθέσουν είναι μια γραμμή σε ανάπτυξη. Καμιά φορά παρουσιάζει και καμπύλες. Νύχτωσε; Η σκιά μου έγειρε θαρρώ… Το πρωί με ρώτησες πού έβαλα το ρολόι της κουζίνας. Δεν μετρούσε πια, σου απάντησα, το έσπασα. Εδώ και μήνες δείχνει την ίδια ώρα. Οχτώ. Μην με ρωτήσεις ποιας ημέρας.
Κατερίνα Πολυχρονάκη
BOOBYTRAP
Αποκλειστικό: «Μεγάλο σκάνδαλο-τα μαύρα ταμεία της Γερμανικής Boobytrap» «Ποιος ο ρόλος των Στεφανάκη και Αραβαντινού;»« Έλληνες πολιτικοί στη Διεθνή Απάτη της Boobytrap»,«Οι μίζες Boobytrap ξεπερνούν τα 110 εκ. ευρώ» «και Έλληνες πολιτικοί στο χορό εκατομμυρίων της Boobytrap», ήταν κάποιοι από τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων που κρέμονταν στο περίπτερο. Η Αρετή επιβράδυνε λίγο, κοίταξε βιαστικά τους τίτλους και σταμάτησε.
-Καλημέρα Ελένη, όλα καλά; Τσιγάρα, δυο πακέτα….ναι-ναι τα μπλε, χαρτομάντηλα και Ταχυδρόμο.
-Αυτά κα Αρετή;
Όσο της έγνεφε, έπιασε από το πορτοφόλι ένα 20ευρώ
-13,75κα Αρετή. Ο Πάνος τι κάνει; Καλά; Θα κατέβει τώρα στις γιορτές;
– Να σου πω την αλήθεια Ελένη, δεν ξέρω. Μπορεί. Ορίστε, κατά φωνή!
Το κινητό κουδούνιζε. Π Α Ν Ο Σ αναβόσβηνε στην οθόνη. Μ ‘ένα σήκωμα χεριού στον αέρα, χαιρέτισε την Ελένη, έβαλε το τηλέφωνο στ’ αυτί και προχώρησε προς το αμάξι της.
-Έλα αγόρι μου, καλημέρα. Είσαι καλά;
-Ναι Αρετή καλά.
Ακούγονταν αφηρημένος, σαν νά ταν αλλού η προσοχή του
-Πάνο, Πάνο, μ ‘ακούς; Έλα σ’ έχασα…. Πάνο;
-Εδώ είμαι ρε μάνα, ηρέμησε, μια χαρά σ ‘ακούω. Απλά έβλεπα κάτι…..ανοίγω το πακέτο των εφημερίδων… μόλις μου ήρθανε…
-Δουλειά από νωρίς-νωρίς βλέπω, πέταξε με φωνή πλημμυρισμένη γέλιο. Α, να μην το ξεχάσω, τελικά θα κατέβεις την άλλη βδομάδα; Θα κλείσετε έστω για 2-3 μέρες; Τι κανόνισες;
-Δεν ξέρω, ο Ντίνος έχει φουρτούνες, δεν έχει μυαλό αυτές τις μέρες. Δεν γίνεται να τον ρωτάω τέτοια. Σε παρακαλώ μη με ζαλίζεις τώρα. Άκου, η Σχολή μου ζητά ένα πιστοποιητικό γέννησης. Το είχα ξεχάσει και πρέπει να το καταθέσω μέχρι αύριο. Τι λες, προλαβαίνεις να μου το στείλεις;
-Νομίζω ναι, μην αγχώνεσαι. Τι άλλο γίνεται στη Θεσσαλονίκη, έχετε ακόμα απεργία στο Υπουργείο; Καιρός; Βρέχει;
Μόνο το θρόισμα του φύλλων χαρτιού που γύριζαν, φανέρωνε πως η γραμμή ήταν ακόμα ανοικτή.
-Πάνο, είσαι εκεί;
-Ναι…τέλειωσε η απεργία. Βρέχει; Δεν ξέρω Αρετή, μπορεί ….
-Καλά τι «Μακεδονίας-Θράκης» είστε εσείς, όταν δεν ξέρετε ούτε καν αν βρέχει έξω απ’ την πόρτα σας! Ένα σκανδαλιάρικο γελάκι συνόδευσε τα λόγια της
-Μάνα κλείνω, έχω δουλειά. Νομίζω έφτασε κι ο Υπουργός. Μην ξεχάσεις το πιστοποιητικό
-Έγινε, καλή σου μέρα, δώσε χαιρετισμούς.
—————————————————
Ο Υμηττός, πνεύμονας για την Ανατολική Αττική, υποδέχονταν καθημερινά πολλούς περιπατητές. Λάτρεις της Φύσης, φανατικούς οπαδούς της υγιεινής ζωής, εραστές της Αθανασίας. Ειδικά τα σαββατοκύριακα η βουή μεγάλωνε και άνθρωποι κάθε ηλικίας περιφέρονταν στις πλαγιές του. Σ ‘εκείνη όμως την περιφραγμένη περιοχή του βουνού, όσοι όρθιοι μπαινόβγαιναν ήταν στη θλίψη βουτηγμένοι κι όσοι περνούσανε την πόρτα ξαπλωτοί, είχανε δια παντός αγκαλιαστεί με την Αθανασία.
-Θεός συγχωρέσει τον. Νά χετε ζωή να τον θυμάστε.
Περίλυποι φίλοι, συγγενείς, μαυροφορεμένες γυναίκες, περνούσαν αλαφροπατώντας, το κατώφλι του κιλικίου στο κοιμητήριο του Χολαργού. Δροσερή ανακούφιση τους πλημμύριζε, στην πρώτη επαφή με το αεράκι του κλιματιστικού.
Ώρα μεσημεριού, Αύγουστο μήνα σ ‘ετούτη την πλαγιά του Υμηττού.
Τραπέζια στρωμένα με λευκό χαρτί, γεμάτα κανάτες νερό, μπουκαλάκια κονιάκ και πλαστικές πιατέλες με βουτήματα περίμεναν υπομονετικά. Έμπαιναν και έμπαιναν και βολεύονταν στρυμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στις στοιχισμένες ξύλινες καρέκλες. Μα μήτε οι ευχές, μήτε οι καλοί λογισμοί δεν ωφελούσαν πλέον τον Κωστή. Όλα του ήταν πια παντελώς άχρηστα.
Ήταν η κηδεία του Μπαμπά. Ο Πάνος δεν θα ξεχάσει ποτέ την μέρα εκείνη. Την μέρα που η ευτυχία κι η δυστυχία, το καλό και το κακό, ο θρίαμβος και η αποτυχία, όλα μαζί, απόλυτα συγχρονισμένα και σφιχταγκαλιασμένα έγιναν αδιαχώριστοι σύντροφοι, ισόβιοι συνοδοί του. Δεν ήταν τόσο τα τρεμάμενα γόνατα, ούτε το φτερούγισμα εκεί χαμηλά στην κοιλιά, σα να ανεβοκατέβαινε με ταχύτητα τη μεγάλη ρόδα του λούνα πάρκ. Ακόμα και η πρόσκαιρη αλλά επαναλαμβανόμενη απώλεια ακοής στο σπίτι, στην εκκλησία, στο κοιμητήριο, δεν τον χαλούσε τόσο. Ήταν αυτή η γεύση στο στόμα που αφήνει το μεταλλικό, ανοξείδωτο εργαλείο του οδοντίατρου. Η ανατριχίλα, το ανεπαίσθητο τίναγμα, σαν ηλεκτρική εκκένωση, που έρχονταν και ξανάρχονταν , μπαινόβγαινε για μέρες στη γλώσσα, ανεβοκατέβαινε στον ουρανίσκο και τρίβονταν ανελέητα στα ούλα. Ήταν η αίσθηση που θα γεύονταν πολλές φορές, ξανά και ξανά στη ζωή του.
-Πάνο, Πανούλη, δεν μ ‘ακούς παιδί μου; Φώναζε η Αρετή χαμογελαστή, από την άλλη άκρη του μακρόστενου τραπεζιού, όρθια, αγκαζέ με τον Ντίνο.
Αμάν ρε μάνα, ξέρω δεν είχατε και τις καλύτερες σχέσεις, μα πέθανε πια! Γελάς, φωνάζεις, χαλάρωσε επιτέλους. Μ ‘αυτές τις σκέψεις, κοιτώντας σταθερά το μωσαϊκό πάτωμα του κιλικίου, προχώρησε προς το μέρος τους.
-Ναι Ντίνο μου, αυτός είναι.
-Βρε μπαγάσα, έλεγε τώρα ο Ντίνος, έχω να σε δω….σχεδόν από την βάφτιση σου ακόμα. Κοίτα τον , παλληκάρι, σωστός άντρας! Η Κοφτερή ματιά του Υπουργού τον επιθεωρούσε απ’ την κορφή ως τις πατούσες.
-Μα, Ντίνο μου τι λες! Με τόσα τρεχάματα και υποχρεώσεις και πάλι καλά. Ο μικρός βέβαια έχει ακούσει τόσα από μένα και τον συγχωρεμένο το φίλο σου, που πίστεψε με σε ξέρει καλά! Θυμάσαι βρε Ντίνο εκείνο το επεισόδιο με τους χλεχλέδες στη Νομική, το βράδυ της μεγάλης κατάληψης; Τότε που γυρόφερναν οι μπαμπουίνοι με την κόκκινη πόρσε έξω από το κτίριο, στη Σόλωνος, βρίζοντας και τραμπουκίζοντας; Τότε που τους αδειάσατε από τον δεύτερο όροφο, τους κουβάδες με τις κόλλες στον ουρανό της πόρσε…. Τό λεγε και το ξανάλεγε ο Κωστής…απέξω κι ανακατωτά το ξέρουμε όλοι. Ε, Πάνο μου;
-Ναι μαμά, ενώ γυρίζοντας το κεφάλι στον Ντίνο, ψέλλισε μέσα από τα δόντια: Χαίρω πολύ κ. Υπουργέ.
-Τι κ. Υπουργέ, ακούστηκε να λέει τώρα φιλάρεσκα ο Ντίνος. Έλα εδώ γιέ μου, νάτος ο γιός που δεν απέκτησα ως τώρα! Τύλιξε το χέρι του γύρω από τους ώμους του μικρού και τον τράβηξε στην αγκαλιά του. Για σένα είμαι ο φίλος του πατέρα σου. Κάποτε είμασταν κολλητοί, μην κοιτάς μετά. Ήταν βλέπεις απόλυτος ο Κωστής, δεν έβαζε νερό στο κρασί του. Αλλά πάντα στην πρώτη γραμμή! Αχ, έπρεπε να τον ήξερες τότε τον πατέρα σου! Παλληκάρι, αγωνιστής, ευφράδεια, μόρφωση. Αλλοίμονο σ’ όποιον έπεφτε πάνω του σε πηγαδάκι, τον ξετίναζε! Με βοήθησε, του χρωστώ πολλά. Και όχι μόνο εγώ. Πόσο χρονών είσαι αγόρι μου;
-Δέκα επτά
-Τέλειωσες το Λύκειο; Α, του χρόνου, ωραία, με το καλό.
-Ξέρεις Ντίνο, τον κουβαλούσε στις διαδηλώσεις σκαρφαλωμένο στο σβέρκο του από 5-6 χρονών παιδάκι. Και σ’ όλες τις ομιλίες στο πεδίο του Άρεως, έλεγε τώρα η Αρετή, χαμογελώντας και κοιτάζοντας τον γιό της με καμάρι.
Μια μικρή απόδραση στην σκοτεινιά της μέρας.
– Αρετή άκου, πρέπει να φύγω. Πετάω πέντε και τέταρτο. Έχουμε βλέπεις σήμερα σύσκεψη στο Υπουργείο, δεν θέλω ν ‘αργήσω. Ετούτον εδώ όμως, έλεγε τώρα ταρακουνώντας και σφίγγοντας πάνω του τον Πάνο, τον θέλω δίπλα μου. Πρέπει να μου τον στείλεις στην Θεσσαλονίκη, μόλις τελειώσει. Ότι σπουδές κι αν ξεκινήσει τον θέλω κοντά μου. Θα τον περιμένω. Σύμφωνοι;
———————————————
-Πάνο, Να σου φτιάξω κάτι να φας;
-Ένα τοστ
-Να ζεστάνω γάλα;
-Αρετή, σού χω πει χιλιάδες φορές, δεν είμαι πια μω-ρό. Δεν θέλω ρε παιδί μου πια γάλα! Κατάλαβε το. Ο Πάνος, είχε μαζέψει τα μαλλιά του μια σφιχτή αλογοουρά και φορώντας μόνο σορτσάκι, κάθονταν οκλαδόν στη μέση του κρεβατιού. Παρά τις τσιρίδες, έδειχνε συγκεντρωμένος στην οθόνη του video game κουνώντας και τινάζοντας με σιγουριά τα τηλεχειριστήρια με τα χέρια του. Ρούχα – βιβλία ανακατεμένα παντού στο γραφείο. Η κόκκινη μπλούζα στη βιβλιοθήκη, τα μαύρα all stars βολεμένα στην καρέκλα, το χθεσινό τζιν σωριασμένο στη σιφονιέρα! Βήματα στο διάδρομο φανέρωναν τον ερχομό της μάνας του.
-Άντε ρε Πάνο, ακόμα δεν σηκώθηκες και άρχισες πάλι αυτό το παιχνίδι; Τι ώρα θα πας στο σχολείο; Είπαν θα τ ‘αναρτήσουν σήμερα το πρωί.
-Μετά τις 12:00, τώρα τό παν στο ραδιόφωνο. Άσε, δεν αντέχω να περιμένω….10:00 είναι ακόμα.
Το Ξερό κουδούνισμα του τηλεφώνου έβγαλε την Αρετή βιαστικά από το δωμάτιο. Ησυχία για πολύ λίγο, κι αμέσως οι δυνατές, χαρούμενες μιλιές της, ευχαριστίες, γέλια και πάλι γέλια και τα βήματα της τρέχοντας στο διάδρομο.
-Πάνο, Πάνο….Νομική Θεσσαλονίκης….άκουσες παιδί μου!
Με ένα σάλτο ο Πάνος βρέθηκε στην πόρτα, πέφτοντας πρόσωπο με πρόσωπο με την Αρετή. Τον πιάνει από τους ώμους και τον ταρακουνάει φωνάζοντας
–Νομική Θεσσαλονίκης αγόρι μου, συγχαρητήρια, τα κατάφερες! Ήταν η Πηνελόπη…. η Πηνελόπη στο τηλέφωνο…
Η Πηνελόπη, η φίλη της Αρετής δούλευε στο Υπουργείο Παιδείας. Ο Πάνος τώρα χοροπηδούσε, γελούσε και κραύγαζε, σήκωνε την μάνα του απ’ τη μέση και την γυρόφερνε στο δωμάτιο. Σαν καταλάγιασε λίγο στάθηκε μ ‘ανοιχτά πόδια στη μέση του δωματίου, σήκωσε τα χέρια ψηλά προς το ταβάνι και ούρλιαξε:
ΣΑΛΛΟΝΙΚΑ ΣΟΥΡΧΟΜΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙ!
Το Airbus A320προσγειώθηκε ανάλαφρα στο «Μακεδονία». Χιονόνερο κάλυπτε τα τζάμια του και δυνατές ριπές ανέμου ταλαιπωρούσαν τους εργαζόμενους εδάφους, που προσπαθούσαν να πλησιάσουν το αεροσκάφος. Οι επιβάτες που στέκονταν στην ουρά για αποβίβαση άρχισαν σιγά-σιγά να κινούνται. Στο τέλος του διαδρόμου, μπροστά στην πόρτα του πιλοτήριου, δυο άντρες και μια αεροσυνοδός ψιλοκουβέντιαζαν.
-Ντίνο! Είσαι εδώ; Μαζί πετάγαμε;
Ο άντρας κοίταξε την γυναίκα ξαφνιασμένος.
–Αρετή; Τι ευχάριστη έκπληξη!
Ο Υπουργός χαιρέτησε ευγενικά το πλήρωμα και ακολούθησε την γυναίκα. Αρνήθηκε να την αφήσει να πάρει ταξί. Θα την πήγαινε αυτός στο σπίτι του γιού της. Όση ώρα ταξίδευαν για τη πόλη, είπαν τα νέα τους. Η Ευγενία, η δεύτερη γυναίκα του Ντίνου, ήταν έγκυος. Η Δάφνη, η κόρη του από τον πρώτο του γάμο, τελείωσε, ορκίστηκε και μένει ακόμα στη Γλασκόβη. Έχει μια δουλίτσα, ημιαπασχόληση, σε μια επενδυτική τράπεζα και περιμένει να τελειώσει κι ο φίλος της. Στο Υπουργείο, μια από τα ίδια. Συσκέψεις, αιτήματα, απεργίες.
– Ώστε ο Πάνος πέρασε Θεσσαλονίκη! Πολύ χαίρομαι. Μου είχες υποσχεθεί πως θα μου τον στείλεις. Θυμάσαι; Έχω αυτή την περίοδο, ακριβώς δύο θέσεις ανοικτές για την Γραμματεία. Την Κυριακή το μεσημέρι γύρω στις δύο θα φάμε στο σπίτι, οικογενειακά. Θάνε και η μητέρα μου. Σε περιμένω με το παιδί.
———————————-
Ο Πάνος δούλευε στο γραφείο Τύπου του Υπουργού, τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες. Ήταν η πρώτη καλημέρα του Ντίνου στο ξεκίνημα της μέρας και σχεδόν πάντα η πιο αργοπορημένη καληνύχτα του. Δελτία τύπου, συνεντεύξεις, πληροφορίες, παραπολιτικά, συναντήσεις με ανθρώπους του Τύπου, ήταν κάποια απ’ αυτά που περνούσαν από το γραφείο του. Ο μικρός ήταν έξυπνος, γρήγορος, δουλευταράς και ήξερε ν’ ακούει. Ήταν πολιτικοποιημένος, ο Κωστής είχε κάνει καλή δουλειά, δεν ήταν φλύαρος, και ο Ντίνος τον εμπιστεύονταν.
Η εσωτερική γραμμή κουδούνιζε. Ο Πάνος πήρε βιαστικά το κίτρινο ντοσιέ στα χέρια του και γύρισε στο γραφείο.
-Παρακαλώ, ναι…ναι Ελβίρα, έρχομαι. Η ιδιαιτέρα του μετέφερε το μήνυμα. Μολύβι, χαρτί και στο γραφείο του Υπουργού
Όταν μπήκε, ο Ντίνος ήταν μόνος του. Κάτσε, τον παρότρυνε χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το κείμενο που διάβαζε. Όταν τελείωσε, άρχισε να μαζεύει τα έγγραφα του.
– Σε λίγο θά ρθουν κάποιοι Γερμανοί. Μια εταιρεία που θέλει να μας πλασάρει ένα πολύ σύγχρονο λογισμικό για τα φανάρια, στους δρόμους. Δεν ξέρω λεπτομέρειες, όμως μου τηλεφώνησαν από την Αθήνα, πρέπει να τους δω. Μα βλέπεις, σήμερα βρήκε ν’ αρρωστήσει κι ο διευθυντής μου! Θέλω, με την ευχέρεια που έχεις στα γερμανικά, να είσαι στη συνάντηση. Και πού σαι, θέλω σημείωμα μετά.
Τρεις καλοντυμένοι νέοι άντρες, δεν έμοιαζαν καθόλου με Γερμανούς, ο μικρότερος γύρω στα 35 ο μεγαλύτερος όχι πάνω από 50, χαιρέτησαν ευγενικά και πήραν τις θέσεις τους γύρω από το τραπέζι συσκέψεων. Ο Ντίνος τους χαιρέτησε εγκάρδια, τους σύστησε τον συνεργάτη του και κάθισαν. Ο κ. Μπράουν, ο κ. Φίσερ και ο κ. Κράφτέ βγαλαν από μίαcart visit και την έσπρωξαν προς τους συνομιλητές τους.
-Η κίνηση είναι από τα βασικότερα προβλήματα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων, κ. Υπουργέ. Εμείς, διαθέτουμε το πλέον σύγχρονο λογισμικό και έχουμε πετύχει την μέγιστη δυνατή αναβάθμιση της λειτουργίας των φαναριών. Είναι έξυπνο, έχει δυνατότητα αντίληψης, είναι ευέλικτο, προσαρμόζεται εύκολα. Επιτρέψτε μας, δείτε το βίντεο αυτό. Θα καταλάβετε αμέσως. Όπου εφαρμόζεται έχει βελτιώσει τις κυκλοφοριακές συνθήκες από 17% έως και 22%. Και έχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης ακόμα. Δείτε εδώ, απίστευτο!
Μετά από την πρώτη αυτή συνάντηση, το τρίο μπελκάντο, με την επωνυμία Boobytrapπερνούσεπλέον συχνά το κατώφλι του Υπουργείου. Ετοίμαζαν μια πιλοτική εφαρμογή για την πόλη .Λόγω γραφειοκρατίας χρειαζόταν στενή συνεργασία με τους υπηρεσιακούς αλλά και με τον ίδιο τον Υπουργό. Εδώ που τα λέμε δεν είναι εύκολη υπόθεση να βάλεις τα φανάρια να μιλούν μεταξύ τους! Όσες φορές ο Πάνος διασταυρώθηκε μαζί τους στο Υπουργείο ήταν ευγενής και συγκρατημένος. Εξάλλου δεν είχε και πολλά να κουβεντιάσουν μεταξύ τους.
Παρασκευή,2:30 το μεσημέρι. Ο Πάνος δουλεύει πυρετωδώς, θέλει να προλάβει. Έχει υποσχεθεί στην Μαριλένα πως γύρω στις 5:00 θα φύγουν. Σκοπεύουν να γιορτάσουν τα αυριανά γενέθλια του Πάνου, είκοσι δύο Σεπτεμβρίου, στο εξοχικό των γονιών της, στη Χαλκιδική. Εκείνοι θα πάνε στη Φλώρινα, και είναι μοναδική η ευκαιρία για τον εαρό ζευγάρι, να ξεφαντώσουν ολομόναχοι ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο, στην πανέμορφη Χαλκιδική.
Αμάν αυτό το τηλέφωνο, ησυχία δεν έχει. Φέρνει το ακουστικό στ’ αυτί, μ’ ένα μορφασμό δυσφορίας και φωνή κοφτή
-Ναι. Ω… ναι Υπουργέ , μα δεν έχω τελειώσει ακόμα, οπωσδήποτε για καμιά ώρα ακόμα, εντάξει, ότι πείτε, έρχομαι..
Η πόρτα του Ντίνου ήταν μισάνοικτη και ο νεαρός μπήκε χωρίς να χτυπήσει
-Καλώστονε, έχεις καμιά ώρα ακόμα δουλειάς;
-Μπορεί και λιγότερο. Όμως, είχαμε συμφωνήσει πως μετά θα έφευγα. Έχω κανονίσει παρέα, θα φύγω εκτός.
-Χμ, πολύ καλά θα κάνεις αγόρι μου. Κι εγώ στην ηλικία σου το ίδιο θά κανα! Ένα γελάκι συμπαράστασης κρεμάστηκε στα χείλη του. Πες μου, όμως προς τα πού θα ταξιδέψεις, θα πάτε μακριά; Είπανε ο καιρός θα αγριέψει το Σαββατοκύριακο
-Θα πάμε στο Νέο Μαρμαρά, στη Χαλκιδική, νομίζω καμιά εκατοστή χιλιόμετρα απόσταση.
-Ναι, περίπου, πολλή ωραία . Σού χω μια δουλίτσα….
-Όχι πάλι…..είπαμε ελεύθερος υπηρεσίας, έτσι δεν συμφωνήσαμε;
-Μην βιάζεσαι, δεν είναι τίποτε σπουδαίο, στο δρόμο σου είναι. Για να πας Νέο Μαρμαρά περνάς από την Νικήτη, στη Σιθωνία. Εκεί όπως ξέρεις είναι το εξοχικό μου. Σήμερα το απόγευμα θα μου παραδώσουν μια τηλεόραση, κάτι κομπιούτερ και κάτι άλλα μικροπράγματα που έπρεπε να έχουν φέρει εδώ και ένα μήνα. Θα ήταν η Ευγενία στο σπίτι κανονικά αλλά αρρώστησε η μητέρα της. Σήμερα πρωί – πρωί έφυγε για Κοζάνη. Δεν θα καθυστερήσεις καθόλου. Θα παραλάβεις, θα κλειδώσεις κι έφυγες. Τα κλειδιά μου τα φέρνεις την Δευτέρα. Και μην μου ξεχάσεις το συναγερμό. Βιάσου όμως, παράτα τα όλα και φεύγα. Είπαν θα τα φέρουν γύρω στις έξι. Οριακά προλαβαίνεις. Και προσεκτικά σε παρακαλώ. Άντε καλά να περάσεις!
Τι ασημί Γιάρις έτρεχε αρκετά πάνω από το όριο ταχύτητας. Ο Πάνος ήταν γρήγορος και καλός οδηγός. Από παιδί ακόμα είχε πάθος με τα αυτοκίνητα. Σε λιγότερο από 15 λεπτά θα ήταν στο παλιό χωριό, στην Νικήτη. Όλα εντάξει, σύμφωνα με το πρόγραμμα .Άρα σε καμιά ωρίτσα θα ήταν στον Μαρμαρά. Απίστευτο, ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο ξεκούραση. Το Σαββατοκύριακο των γενεθλίων του!
Μπήκε στην πλατεία κόβοντας ταχύτητα και μέτρησε τρία στενά. Ακριβώς στη γωνία του καφενείου έστριψε δεξιά και ανέβηκε την ανηφόρα. Νάτο μπροστά του, το πέτρινο σπίτι με τον παλιό φοίνικα να δεσπόζει στα αριστερά της αυλόπορτας, το μεγάλο πέτρινο φούρνο δεξιά της κεντρικής εισόδου, την κεραμιδένια σκεπή και τις τρεις ψιλές καμινάδες. Ένα μεγάλο λευκό φορτηγό, με το λογότυπο της εταιρείας AVANTI ήταν παρκαρισμένο απέξω. Ο Πάνος άναψε alarm έφτασε στο ύψος του φορτηγού και παρκάρισε στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Άνοιξε βιαστικά την πόρτα του αυτοκινήτου και είπε στην Μαριλένα
-Μπορείς να έρθεις μέσα, αλλά επειδή θα κάνουμε πολύ γρήγορα μπορείς και να περιμένεις εδώ. Ότι θες.
Βγήκε γρήγορα, χαιρέτησε τους ανθρώπους στο φορτηγό και ξεκλείδωσε βιαστικά.
Άρχισαν να κατεβάζουν με προσοχή κούτες. Άλλες μικρότερες, άλλες μεγαλύτερες. Δεν ήταν και λίγες,12 κούτες μέτρησε τελικά ο Πάνος. Μετρούσε τώρα κι ο οδηγός και τσεκάριζε τον κατάλογο του. Εκείνη την ώρα έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στο χωλ ο κ. Φίσερ. Ο Πάνος ξαφνιάστηκε, τον κοίταξε με στόμα ανοιχτό…..Κρατούσε το στυλό, το δελτίο παραλαβής που του ζήτησαν να υπογράψει, και κοιτούσε μια τον οδηγό και μια τον Φίσερ.
-Καλησπέρα κ. Μαντά, είπε ο νεοφερμένος
-Καλησπέρα κ. Φίσερ
-Αναρωτιέστε τι κάνω εδώ; Η παράδοση γίνεται από την δική μας εταιρεία και ήθελα να είμαι σίγουρος πως όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Ο Υπουργός χαίρει της ιδιαίτερης εκτίμησης μας .
Η υπεροψία στη φωνή κι αυτό το παγωμένο βλέμμα του Γερμανού τον εκνεύριζαν, και ήταν και βιαστικός. Ο Πάνος έστρεψε τώρα την προσοχή του στο δελτίο. Το ξεφύλλισε αφηρημένα ενώ το μυαλό δούλευε γρήγορα. Μήπως να τηλεφωνούσε επιτόπου στον Ντίνο;
-Έχουμε συνεννοηθεί με τον κ. Υπουργό, μην ανησυχείτε.
Τελικά ο Πάνος υπέγραψε το δελτίο και το επέστρεψε στον οδηγό. Εν τω μεταξύ ο Φίσερ επιθεώρησε με το βλέμμα τα κουτιά, μουρμούρησε κάτι στον οδηγό, καληνύχτισε και βγήκε.
Καλά, ο Γερμανός δεν είχε καλύτερο τρόπο να περάσει τη βραδιά του; Μπορεί βέβαια να σκοπεύει να περάσει κι αυτός Σαββατοκύριακο σε κάποιο ξενοδοχείο της περιοχής και σκέφτηκε να ρίξει μια ματιά. Τι σημασία έχει έτσι κι αλλιώς. Στο αυτοκίνητο βρήκε τη Μαριλένα να λαγοκοιμάται στο γερμένο κάθισμα, με τ’ ακουστικά στ’ αυτιά. Μ’ ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο, ξεκίνησαν για Νέο Μαρμαρά.
—————————————————–
Ο Πάνος έκλεισε αφηρημένος το τηλέφωνο. Δεν τον απασχολούσε η προθεσμία του πιστοποιητικού, ήξερε πως μπορούσε να βασιστεί στην Αρετή.
Το μυαλό του είχε κολλήσει στα πρωτοσέλιδα. Περνούσαν και ξαναπερνούσαν από μπροστά του. «..τα μαύρα ταμεία της Γερμανικής Boobytrap», «….μίζες Boobytrap …… 110 εκ. ευρώ»,«…Έλληνες πολιτικοί στο χορό εκατομμυρίων της Boobytrap»
-Ελβίρα ήρθε ο Υπουργός;
-Μα τι έπαθες σήμερα Πάνο; Τρίτη φορά που με ρωτάς. Μόλις μπει θα σε ειδοποιήσω. Η αλήθεια είναι πως άργησε λίγο…
Το ρεπορτάζ αναφέρονταν στις μίζες που η Boobytrapέδινε,σε διάφορα κράτη του πλανήτη για να εξασφαλίζει κρατικές δουλειές. Η Εφημερίδα ισχυρίζονταν πως η γερμανική εταιρεία είχε αρκετές συμβάσεις με το ελληνικό κράτος και πως τα στελέχη της αλώνιζαν σε διάφορα Υπουργεία.
Ο Πάνος είχε αφήσει ήδη το «σώμα» των εφημερίδων στο γραφείο του Υπουργού και είχε ετοιμάσει και τα αποκόμματα. Σ’ αναμμένα κάρβουνα, «περιδιάβαινε» τα ρεπορτάζ στο internet.
-Είδατε τις σημερινές εφημερίδες; Ήταν η πρώτη κουβέντα που είπε στον Υπουργό, μόλις εμφανίστηκε.
-Ναι
-Δεν μας αναφέρουν βέβαια, αλλά γράφουν τέρατα για τους Γερμανούς.
-Οι συνηθισμένες υπερβολές του Τύπου. Μην δίνεις σημασία. Δεν πιστεύω, να είχες τίποτε κατ’ ιδίαν πάρε δώσε μαζί τους, ε;
-Εγώ, από πού κι ως που; Εκτός βέβαια από κείνη την αναπάντεχη συνάντηση με τον Φίσερ στο εξοχικό σας. Ο Πάνος είχε σμίξει τα φρύδια και ψαχούλευε στη μνήμη του να θυμηθεί λεπτομέρειες.
-Ε, αυτή την συνάντηση καλά θα κάνεις να την ξεχάσεις. Τι μαλάκας αυτός ο Φίσερ, περιπτωσάρα!
-Δεν κατάλαβα ποτέ μου τι ήθελε εκείνο το βράδυ στο σπίτι σας.
Ο Ντίνος τον κοίταξε για λίγο βαθιά στα μάτια, σα να προσπαθούσε να διαβάσει πίσω απ’ τη σκέψη του.
–Σου είπα ξέχνα το. Τι ώρα έχουμε την συνέντευξη στην ΕΡΤ; Ωραία, φέρε τον φάκελο του Κοινοτικού Πλαισίου και ξεκινάμε.
Τις επόμενες μέρες το θέμα πέρασε στις εσωτερικές σελίδες και στα ψιλά. Ο Ντίνος ξαναβρήκε το πρωινό κέφι του και ο Πάνος έπεσε με τα μούτρα και στο διάβασμα. Η εξεταστική δεν ήταν μακριά. Μοναδικό διάλλειμα το ταξίδι του στην Αθήνα, 3 μέρες για τη γιορτή των Χριστουγέννων. Να δει την Αρετή να δει και την γιαγιά του!
Τελείωνε σχεδόν και ο Φλεβάρης, μια Πέμπτη αργά, έφτασε στο γραφείο του ένας από τους διαπιστευμένους δημοσιογράφος της «Αξίας», ο παλαίμαχος Γιώργος Δελής. Για τις ανάγκες του καθημερινού ρεπορτάζ της εφημερίδας δεν ερχόταν ο Γιώργος. Όμως απόψε εμφανίστηκε γύρω στις 8:30, έτσι χωρίς προειδοποίηση και με πολλή διάθεση για κουβέντα. Ήταν παλιός γνώριμος του Κωστή, του πατέρα του. Την περίοδο του αντιδικτατορικού αγώνα και την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης πορεύτηκαν μαζί. Ο Γιώργος είχε πάντα μια προστατευτική διάθεση απέναντι στο μικρό και ο Πάνος καταλάβαινε πως αν και παλιά καραβάνα της δημοσιογραφίας, ούτε μπλόφες τού στήνε ούτε ασφυκτικό μαρκάρισμα τού κάνε ποτέ. Μιλούσαν πάντα μεταξύ τους, σαν να γνωρίζονταν χρόνια, σαν η αόρατη παρουσία του Κωστή να τους άνοιγε έναν μονοπάτι κατανόησης και φιλίας που το περπατούσαν με αμοιβαία ευχαρίστηση και ειλικρίνεια, πράμα σπάνιο στο χώρο τους.
-Τέλειωσε η εξεταστική;
-Δίνω την Δευτέρα και τέλος! Μην μου πεις πως πέρασες βραδιάτικα να με ρωτήσεις για την εξεταστική ;
– Όχι, ο Υπουργός σου είναι μέσα;
-Νομίζω, δεν είμαι και σίγουρος. Θες να τον δεις;
-Όχι για σένα πέρασα Πάνο. Θυμάσαι την υπόθεση με την Boobytrap; Ξέρεις, στα δημοσιογραφικά γραφεία οργιάζουν οι φήμες….Ο δικός σου φαίνεται είναι χωμένος μέχρι το λαιμό στην υπόθεση των Γερμανών.
-Δεν ξέρουν τι λένε Γιώργο .Οι Γερμανοί ήρθαν εδώ, έδωσαν προσφορές και υπογράφηκε η σύμβαση με την παρουσία των υπηρεσιακών. Η υπηρεσία ουσιαστικά έκανε τον έλεγχο, τη διαπραγμάτευση της σύμβασης, και την επιλογή του προμηθευτή. Το λογισμικό που προσφέρουν είναι Genius.Ο Υπουργός απλά υπέγραψε, δεν καταλαβαίνω, που είναι το πρόβλημα;
-Ακούγεται πως δεν πρόκειται για κανένα ιδιαίτερα αναπτυγμένο λογισμικό και πως η τιμή του είναι διπλάσια απ’ αυτή στην διεθνή αγορά. Είναι γνωστό επίσης πως με την διαδικασία του κατεπείγοντος, ακύρωσαν και τον διαγωνισμό, πριν καν ξεκινήσει, που στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητος λόγω ποσού! Για όλα αυτά ακούγεται πως λαδώθηκαν διάφοροι υψηλόβαθμοι. Μίζες αγόρι μου, πολύ χρήμα. Οι πληροφορίες μας λένε πως ο ίδιος ο οικονομικός διευθυντής των Γερμανών, κατέθεσε στοιχεία στις διωκτικές αρχές της χώρας του. Έδωσε μάλιστα και συγκεκριμένο αριθμό δις που δόθηκαν ρεγάλο εδώ, στους δικούς μας!
-Να με συγχωρείς, όμως αυτά δεν κρύβονται. Η διαδρομή του χρήματος εύκολα ανιχνεύεται. Δεν έχουν παρά να ψάξουν, να βρουν αποδείξεις, όχι να σπιλώνουν ονόματα και συνειδήσεις.
-Φαίνεται πως, με το νέο σύστημα των εταιρειών,Offsoreδεν είναι και τόσο εύκολο. Είναι όμως ευκολότερο να αποκαλυφθούν τα διάφορα δωράκια σε είδος, που σκόρπιζαν αυτοί οι «χουβαρντάδες», ανεβάζοντας στα ύψη την τελική τιμή αλλά και το ποσό που ο κοσμάκης θα πληρώσει τελικά. Γιατί, κανένας απ’ αυτούς τους μπάσταρδους δεν πληρώνει τις μίζες απ’ την τσέπη του!Ο πατέρας σου, έντιμος άνθρωπος, αυτά κατήγγειλε ακόμα και στο τελευταίο του άρθρο,6μήνες πριν φύγει. Μπορεί να το θυμάσαι.
Μια δυνατή σουβλιά διαπέρασε το στομάχι του νεαρού. Ελαφρά μουδιάσματα έζωσαν για μια ακόμα φορά τη βάση του αυχένα του. Ο τραυματισμός στο γυμναστήριο την προηγούμενη εβδομάδα, του άφησε κατάλοιπα. Η φάτσα του Φίσερ εκείνο το βράδυ στο εξοχικό του Ντίνου, επέστρεψε για άλλη μια φορά και σκοτείνιασε τον ορίζοντα του.
-Πέρασε η ώρα! Πάνο δεν θα σε καθυστερήσω άλλο. Θά θελα μόνο αν πάρει κάτι τ’ αυτί σου, να με ειδοποιήσεις. Εσύ δεν έχεις να φοβάσαι τίποτε, αλλά να ξέρεις τον δικό σου τον φωνάζουν «τυφλοπόντικα» της διαπλοκής. Τού χουν πολλά μαζεμένα. Αργά ή γρήγορα θα σκάσει το κανόνι
Ο Πάνος έφυγε για το σπίτι του περασμένες δέκα το βράδυ. Δεν πέρασε από το γραφείο του Ντίνου για καληνύχτα. Ήταν κομμάτια. Ήθελε να μείνει μόνος, προσπαθούσε να σκεφτεί. Την ώρα που έμπαινε στο σπίτι του, ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Κοίταξε την οθόνη, σιγουρεύτηκε πως δεν ήταν η Αρετή, το απενεργοποίησε και το άφησε στο τραπέζι. Όλα γυρνούσαν μπερδεμένα ξανά και ξανά στο μυαλό του. Οι 12 κούτες, , η AVANTI, το δελτίο που υπέγραψε, η σκατόφατσα του Φίσερ, η αλαζονεία της κουβέντας του «έχουμε συνεννοηθεί με τον Υπουργό» που τώρα πια έβλεπε πως είχε και αρκετή δόση απειλής… Ήταν πράγματι άρρωστη η μητέρα της Ευγενίας εκείνη την μέρα ή απλά ήθελαν να εμφανιστεί ένας ξένος, κάποιος άσχετος στην παραλαβή;
-Μα πόσο βλάκας φάνηκα Θεέ μου! Είπε τραβώντας με δύναμη πίσω, την τούφα των μαλλιών που έπεφτε στο μέτωπο.
Πρώτη δουλειά με το που ξύπνησε το πρωί, ήταν να στείλει μήνυμα στο γραφείο. Τους ειδοποίησε πως είχε δουλειά και δεν θα έφτανε γραφείο πριν τις 10:00. Έφτιαξε ένα δυνατό καφέ και μπήκε στο μπάνιο.
Η Αρετή έπινε καθημερινά τον πρωινό καφέ της στις 7:00, οργάνωνε την μέρα της με ηρεμία και στις 8 ξεκινούσε για το γραφείο. Επτά και πέντε χτύπησε το τηλέφωνο της. Στην οθόνη αναβόσβηνε: Π Α Ν Ο Σ.
-Καλημέρα, όλη μέρα! Πώς τέτοια ώρα;
-Αρετή, πρέπει να μιλήσουμε. Η φωνή του ακουγόταν βαριά και κουρασμένη
Ο Πάνος μετέφερε στην μάνα του την συζήτηση με τον Δελή. Της περιέγραψε επίσης την ιστορία με την παραλαβή των συσκευών στο εξοχικό. Η Αρετή τον άκουγε σιωπηλή. Η φωνή του φανέρωνε αγωνία. Ήξερε καλά τον γιό της, ίδιος ο πατέρα του. Η ιδέα της παρανομίας, της μπαγαποντιάς τον τρέλαινε. Η σκέψη πως εν αγνοία του βοήθησε σε μια κλεψιά, θα τον διέλυε.
-Ήρεμα αγόρι μου. Αποκλείεται ο Ντίνος, τόσο έμπειρος πολιτικός, άνθρωπος της πιάτσας, να βάλει το κεφάλι του στο ντορβά για σαχλαμάρες. Για δυο τηλεοράσεις κι άλλα τόσα κομπιούτερ. Σκέψου! Δεν μπορεί ο Ντίνος να μην έχει αποδείξεις, τιμολόγια για όλα αυτά. Να πας στο γραφείο σου και μόλις βρεις χρόνο να του μιλήσεις. Και να του πεις αναλυτικά αυτά που λέει ο Δελής.
Τον είχε πιάσει το φανάρι και κοίταζε ασυναίσθητα τα πρωτοσέλιδα που κρέμονταν στο περίπτερο δεξιά του. Τα βρεγμένα τζάμια δεν άφηναν να δει καθαρά από τέτοια απόσταση. Όμως το κίτρινο-μπλε της «Αξίας» χτυπούσε από μακριά. Ένα μονόστηλο πάνω δεξιά, δίπλα στον τίτλο, έγραφε με κεφαλαία Bold γράμματα την λέξη BOOBYTRAP.Δενδιέκρινε τα υπόλοιπα. Το πίσω αμάξι του κορνάρισε. Έβαλε πρώτη και ξεκίνησε.
Η Ελβίρα έβγαινε από το γραφείο του Υπουργού κόκκινη σαν το παντζάρι. Έτοιμη να βάλει τα κλάματα κατευθύνθηκε με κατεβασμένο κεφάλι και γρήγορο βήμα προς τις τουαλέτες. Στρίβοντας έξω στον μεγάλο διάδρομο δεξιά, έπεσε πάνω στον Πάνο.
-Τι έχεις; Συμβαίνει κάτι, όλα καλά;
-Πάνο, δεν είναι στα καλά του σήμερα. Πήγαινε, θα ρθώ σε λίγο, ευχαριστώ
Ο Πάνος με την σημερινή «Αξία» στα χέρια, στεκόταν όρθιος μπροστά στον Ντίνο. Ο Υπουργός έξαλλος, έβγαζε αφρούς, ούρλιαζε. Χτυπούσε τα χέρια πάνω στην ανοικτή εφημερίδα.
-Ακούς εκεί, στενός συνεργάτης του επιβεβαίωσε το ρεπορτάζ! Είσαι καλά αγόρι μου; Του πες χαρτί και καλαμάρι πόσα κουτιά παρέλαβες, πότε και που παραδόθηκαν, ποια εταιρεία τα έφερε….. Γιατί; Όχι πες μου, τι σου τάξανε, τι σου έδωσε αυτός ο μπάσταρδος ο Δελής….αυτός υπογράφει…..Μίλα μην με κοιτάς σα χαζός!
-Μα Υπουργέ….εγώ δεν είπα τίποτε, στην τιμή μου δεν κουβέντιασα τίποτε μαζί του. Ήρθε χθες βράδυ στο γραφείο μου αργά…..
Ο Ντίνος πετάχτηκε σαν ελατήριο και όρμησε προς τη μεριά του
-Μου έλεγε για την Boobytrap, για φήμες που κυκλοφορούν, για στοιχεία που διέρρευσαν από το εξωτερικό, για Offsor κ.α. πρόσθεσε πισωπατώντας. Μου είπε επίσης πως σας έχουν στην μπούκα κι αυτό ακριβώς ήθελα να σας πω.
-Πότε; Εκ των υστέρων! Για κάθε ανοησία μιλάμε ως τις 12 κάθε βράδυ .Χθες γιατί δεν με πήρες; Γιατί δεν με ειδοποίησες;
-Υπουργέ, μην αναστατώνεστε. Θα τους καθίσετε στο σκαμνί όλους αυτούς. Βγάλτε τα τιμολόγια αγοράς να τους τα τρίψουμε στη μούρη. Τότε να δούμε τι θά χουν να πουν!
Ο Πάνος είχε κλειδώσει το βλέμμα του στο πρόσωπο του Ντίνου. Δεν ήθελε να χάσει ούτε την απειροελάχιστη σύσπαση, ούτε το πιο ανεπαίσθητο πετάρισμα. Ο Ντίνος ξεροκατάπιε, έστρωσε τα μαλλιά του με τα δάκτυλα πίσω από τα αυτιά, έφερε τα γυαλιά πρεσβυωπίας στη μύτη και κάθισε πίσω από το γραφείο του.
-Πήγαινε τώρα και θα τα πούμε το μεσημέρι
-Υπουργέ, θα μου δώσετε εν τω μεταξύ τα τιμολόγια να τα φωτοτυπήσω; Μέχρι το μεσημέρι θα ετοιμάσω και την απαντητική επιστολή προς την «Αξία».
-Πήγαινε μικρέ. Και όποιος κι αν σε ρωτήσει για το θέμα, λίγα τα λόγια σου. Μην ξεχνάς πως εσύ υπέγραψες δελτίο παραλαβής
-Τι σημαίνει αυτό κ. Υπουργέ;
-Πως είσαι κι εσύ μπλεγμένος, άντε…χαϊβάνι !
Ο Πάνος στεκόταν όρθιος μπροστά στο μεγάλο παράθυρο του γραφείου του. Με τα χέρια στις τσέπες κοιτούσε αφηρημένος κάτω στον δρόμο. Αυτοκίνητα προχωρούσαν σημειωτόν στην οδό Προξένου, μπερδεμένα με βιαστικούς πεζούς. Οι πεζοί στην προσπάθεια τους να προφυλαχτούν απ’ τον αέρα και το ψιλόβροχο κρατούσαν το πηγούνι χαμηλά κοντά στο στέρνο και ελαφρώς καμπουριασμένοι περνούσαν με ελάχιστες προφυλάξεις, στην απέναντι πλευρά. Δυνατός αέρας λύγιζε τα γυμνά κλαδιά των δέντρων στην άκρη του δρόμου και σήκωνε τις πεταμένες πλαστικές σακούλες στον αέρα. Μια γυναίκα έγκυος κρατούσε απ’ τη μια το κοριτσάκι της κι απ’ την άλλη προσπαθούσε να κρατήσει κλειστό το πανωφόρι της. Ήταν φανερό πως δεν την χωρούσε πιά!
Ο Δελής είχε δίκιο, δεν υπάρχουν αθώες σχέσεις με την εξουσία. Μοιραία έρχεται η στιγμή που πρέπει να διαλέξεις.
Ο Πάνος, πρώτη φορά έβλεπε αυτή την πλευρά του Ντίνου. Φοβισμένος, θρασύς, κυνικός, ψεύτης. Ο Πάνος δεν είχε καμιά αμφιβολία. Έλεγε ψέματα, δεν αγόρασε τίποτε, όλα ήταν «δώρα», δεν υπήρχαν τιμολόγια. Είχαν δίκιο. Σκέψου τι άλλο θά χει πάρει. Και έχει το θράσος να με απειλεί κιόλας. Δεν είναι με τα καλά του ο τύπος! Το μόνο που τον νοιάζει είναι να τα κουκουλώσει. Νομίζει πως θα την γλυτώσει!
Γύρισε αργά στο γραφείο του, μάζεψε τα χαρτιά του κοιτώντας αριστερά δεξιά με ανάμικτα συναισθήματα, θυμού, νοσταλγίας και θλίψης. Έβαλε στο σακίδιο ότι χωρούσε.
Κάθισε στο γραφείο του και τηλεφώνησε στο Δελή.
-Σύμφωνοι, στη μία, στο Electra palace.
Έκλεισε το τηλέφωνο, φορτώθηκε τα πράγματα του και προχώρησε στην έξοδο
——————————————————
Θανάσης Σ. Σκούρας
Koύρεψε και άλλες
Το καφενείο του χωριού ήταν, με σημερινούς όρους, πολυκατάστημα. Συγκέντρωνε σχεδόν όλες τις υπηρεσίες προς τους χωριανούς: αγορά τροφίμων, τηλεφωνείο, ταχυδρομείο, ταβερνείο. Ήταν το «πέρασμα». Εκεί, σε μια γωνιά, και το κουρείο, με τον Μπαρμπαγιάννη τον κουρέα να χτυπά κανονικά κάρτα πρωί- απόγευμα.
Εκεί είχε μεταφέρει τη δουλειά του και ο γραμματικός της μικρής κοινότητας. Εκεί σφράγιζε και τα έγγραφα, καθώς είχε πάντα στις τσέπες του τις χρειαζούμενες σφραγίδες. Τα έφτειαχνε όλα στο μαγαζί. Σπάνια πήγαινε στο κοινοτικό γραφείο για να δουλέψει μόνος του. Ήθελε παρέα. Ήταν βέβαια και το ότι του άρεσε πολύ το «χαρτάκι», και στο καφενείο όλο και παρουσιάζονταν ευκαιρίες για κανένα καρεδάκι. Όταν έπαιζε και κάποιος του ζητούσε να του φτιάξει κανένα πιστοποιητικό, αν η παρτίδα κόντευε να τελειώσει, του έλεγε να περιμένει, ενώ άλλες φορές παρακαλούσε τον Μπαρμπαγιάννη, όταν εκείνος δεν κούρευε ή ξύριζε, να συνεχίσει την παρτίδα για να μην διαταραχτεί το παιχνίδι. Ο Μπαρμπαγιάννης είχε δεχτεί αυτό το ρόλο μετά από συμφωνία με τον γκρινιάρη γραμματικό, πως δηλαδή δεν θα είχε πρόβλημα και μουρμούρα για τυχόν αστοχίες του όση ώρα θα τον αντικαθιστούσε στο παίξιμο .
Ο Μπαρμαγιάννης, ο κουρέας, ήταν μια πολύ ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Τόσα χρόνια στην πιάτσα του χωριού είχε μάθει να συζητά ευγενικά, χαμηλόφωνα, με επιχειρήματα, και να διανθίζει το λόγο του με παροιμίες και γνωμικά. Κουρεμένος, σηκωνόσουνα σοφότερος, αν όχι ομορφότερος, από την καρέκλα του. Ήταν ψηλός, με πρόσωπο ελλειψοειδές και με αυτιά μεγάλα και πεταχτά. Όταν δεν κούρευε με την ψιλή, και ήταν πολύ καλός σε αυτό τον τύπο κουρέματος, έβαζε όλη την τέχνη του, όχι πάντα με επιτυχία, για τα άλλα είδη κουρέματος που ο πελάτης επιθυμούσε. Τούτο μόνο για τους πελάτες που έρχονταν από τα διπλανά χωριά, γιατί τα ντόπια κεφάλια ήξερε τι κούρεμα ήθελαν και δεν έμπαινε σε συζητήσεις μαζί τους για το τι ζητούσαν. Οι χωριανοί του είχαν συνηθίσει το προσωρινό μασκάρεμα, έτσι συνήθως νοιώθανε μετά από κάθε κούρεμα, και περίμεναν υπομονετικά να μεγαλώσουν τα μαλλιά τους για να μην φαίνονται οι αυλακιές και η υπόλοιπη καλλιτεχνία στο κεφάλι τους.
Ο Μπαρμπαγιάννης δε σήκωνε κουβέντες, υποδείξεις, παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια του κουρέματος. Ούτε πάρ’ το από δω, ούτε πάρ’ το από κει. Ο φορητός καθρέφτης του κουρείου ήταν μέσα στο ερμάρι, ακριβώς για να αποφεύγει αυτές τις παρεμβάσεις στη δουλειά του. Στο ερμάρι μαζί με όλα τα υπόλοιπα σύνεργα του κουρείου, τις χειροκίνητες μηχανές, ψιλή και χονδρή, έλαμπαν οι καθαρές άσπρες πετσέτες που η
«μπαρμαγιάννενα» τις έπλενε με πράσινο σαπούνι και τις σιδέρωνε στο σίδερο με τα κάρβουνα κάθε Σάββατο, όταν δεν δούλευε, στο συστεγασμένο με το καφενείο, κουρείο του άντρα της. Ο πελάτης είχε απέναντί του μόνο το ερμάρι, που πάταγε πάνω σε ένα τραπέζι, με την πόρτα από γυαλί να τον αφήνει να βλέπει ό,τι είχε μέσα. Μόνο όταν τελείωνε το κούρεμα, και σηκώνονταν ο πελάτης από την καρέκλα, ο Μπαρμπαγιάννης του έδινε τον καθρέφτη για να δει πώς τον είχε φτιάξει.
Ώσπου μια μέρα χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία του για να κουρέψει, πρώτη φορά, γυναίκα.
Είμαστε στην κατοχή και άνθρωποι από την πρωτεύουσα που λιμοκτονεί, έχουν καταφύγει στην ύπαιθρο. Οι ψείρες τρυπώνουν παντού. Τα μαλλιά θέλουν κόψιμο. Μια ταλαιπωρημένη παρέα έχει βρει καταφύγιο σε μια αχυρώνα κοντά στο καφενείο. Η πείνα θερίζει. Μια γυναίκα από την παρέα μπαίνει στο καφενείο για να ανταλλάξει ένα ασημικό που φορά πάνω της με κάτι φαγώσιμο. Βλέποντας στη γωνία το κουρείο, ζητά από τον Μπαρμπαγιάννη να αλαφρώσει το κεφάλι της από το πλούσιο, λεκιασμένο και ταλαιπωρημένο μαλλί του. Εκείνος φουσκώνει σαν φασιανός και δέχεται την πρόκληση της καριέρας του. Τα ψαλίδια του παίρνουν φωτιά, στομώνουν, δυσκολεύεται σαν να κάνει εκχέρσωση σε παρθένο δάσος. Αυτοσχεδιάζοντας και αγκομαχώντας, καταφέρνει και τελειώνει το πρώτο γυναικείο κούρεμά του. Ικανοποιημένος από το έργο του πάνω στο πρώτο γυναικείο κεφάλι, και με αυτάρεσκες κινήσεις τής προσφέρει ευγενικά τον απόντα σε όλη τη διάρκεια του κουρέματός της καθρέφτη.
Και τότε, η φάση της ρουτίνας που ήταν ως τώρα το κοίταγμα του κουρεμένου στον καθρέφτη, γίνεται εφιάλτης. Μόλις η γυναίκα κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη πετάγεται σαν ελατήριο από την καρέκλα ουρλιάζοντας: «Παλιάνθρωπε! πώς με έκανες;!».
Το ουρλιαχτό της τρόμαξε τους λιγοστούς θαμώνες. Ο Μπαρμπαγιάννης κέρωσε. Πρώτη φορά δεχόταν τέτοια αμφισβήτηση ο ίδιος αλλά και το κουρείο του καφενείου. Η υπόθεση ξέφευγε από τα χέρια του, άγγιζε και τον ιδιοκτήτη του καταστήματος. Και τότε ο καφετζής βγαίνει από τον πάγκο και παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Ψύχραιμα κοίταξε στα μάτια την «κολοκουρεμένη» πρωτευουσιάνα και με μια ήρεμη και γεμάτη αυτοπεποίθηση φωνή της είπε:
«Κούρεψε και άλλες, αλλά εσένα σε κούρεψε καλύτερα».
Η γυναίκα μπροστά στη σύγκριση με τις άλλες, ανύπαρκτες βέβαια, γυναικείες κομμώσεις του Μπαρμπαγιάννη, που έβγαζε τη δικιά της ως την καλύτερη, ήρθε στα σύγκαλά της. Το πρόσωπό της ημέρεψε.
« Ε … τότε αφού έκανε το καλύτερο», ψέλλισε, και το αίμα του Μπαρμπαγιάννη ξεπάγωσε και ξανάρχισε να κυκλοφορεί στις φλέβες του.