Ο λόγος ανήκει σε οκτώ αποκλειστικά γυναικείες φωνές, κάποιες ήδη με διακριτή εκδοτική παρουσία και κάποιες δίχως ακόμα, αλλά πολύπειρες ως αναγνώστριες, που ανέλαβαν αυτόν τον μήνα να φωτίσουν διά μέσου της οπτικής και της γραφής τους αυτό το νέο είδος και ήθος αστικής διαμονής και φιλοξενίας.
Με αλφαβητική σειρά, οι αφηγήσεις των Ματίνας Αποστόλου, Μαρίας Διαμαντοπούλου, Μαρίας Κακλαμάνη, Μαρίνας Καρτελιά, Ισμήνης Καρυωτάκη, Μαρίας Μανωλέλη, Σταυρούλας Σκαλίδη και Νίκης Τρουλλινού κρατούν συντροφιά αυτόν τον μήνα στους αναγνώστες του Culture Book
Γιώργος Γκόζης
Ματίνα Αποστόλου
Δαχτυλιές
Σάββατο μεσημέρι έφτασε Θεσσαλονίκη. Βρήκε ταξί έξω απ’ τον σταθμό και ο ταξιτζής την κοιτούσε συνεχώς απ’ το καθρεφτάκι του οδηγού, λες και ήξερε. Του ζήτησε να κάνουν μια στάση για τρίγωνα Πανοράματος που της ζήτησε η πεθερά της. Η υπάλληλος της είπε πως μπορούν να μείνουν εκτός ψυγείου για δεκαέξι ώρες και εκείνη αποφάσισε να τα αφήσει περισσότερο. Να δει τι θα γινόταν.
– Έλα, μωρό μου, έφτασα, πού είναι ο μπαμπάς;
– Στο μπάνιο.
– Πες του πως είχα καλό ταξίδι, έφτασα, να μην ανησυχεί.
Χτυπήματα στο πληκτρολόγιο.
– Παίζεις;
– Μμμ.
– Ξέχασα να πάρω τον φορτιστή, πες το στον μπαμπά να μην ανησυχήσει αν κλείσει το κινητό.
– Πάρε τον φορτιστή της θείας, έλεος.
– Ναι. Θα το κάνω. Σ’ αγαπώ.
– Ναι.
– Τι ναι;
– Τι είπες;
– Σ’ αγαπώ, είπα.
– Ναι. Κι εγώ.
– Μην ξεχάσεις να πεις στον μπαμπά ότι έφτασα καλά, θα τα πούμε αύριο που γυρίζω, ναι;
Μαρία Διαμαντοπούλου
Νέα Ήθη
Το σπίτι κοίταζε τη λίμνη, η λίμνη πότιζε τους κήπους, οι κήποι θρέφανε τον τόπο. Ανυποψίαστη η φύση έκανε τη δουλειά της χωρίς να χώνει τη μύτη της στις δουλειές των ανθρώπων. Δεν ίσχυε το ίδιο γι’ αυτούς, όλο τη μύτη τους χώνουνε εκεί που δεν τους σπέρνουν. Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή.
Τη δεκαετία του ’90 το ζευγάρι αποφάσισε να ζήσει στο χωριό, νέοι, ωραίοι, ερωτευμένοι, εκείνη δασκάλα, εκείνος οικοδόμος είπαν να βάλουν κάτω τις οικονομίες τους και να φτιάξουν το σπίτι τους σε ένα οικόπεδο του παππού. Σε ένα χρόνο εκείνος σήκωσε ένα δίπατο σπίτι με θέα τη λίμνη. Ζωή σα σινεμά, έρωτας κινηματογραφικός. Κράτησε μέχρι το πρώτο παιδί η ζωή στο μικρό χωριό. Πήραν την κατηφόρα για τη θάλασσα. Πέρασαν τα χρόνια, η κρίση τους βρήκε στη Σαλονίκη. Ζόρισαν τα πράγματα, μεγάλωσαν τα παιδιά, φοιτητής ο μεγάλος. Κόψαν οι δουλειές στην οικοδομή, στα όρια οι αντοχές της οικογένειας.
– Airbnb, σκέφτηκαν μια μέρα που κουβέντιαζαν, το σπίτι στο χωριό είναι καλό για Airbnb.
Το φέραν από δω, το γύρισαν από κει και αποφάσισαν να τολμήσουν. Επικοινώνησαν με τον ξάδελφο που ζούσε στο χωριό και είχε στο χωράφι τους τα πρόβατά του, με τη νύφη του καφετζή κι έστησαν ένα συνεργείο εξυπηρέτησης. Τα ηλεκτρονικά τα ανάλαβαν τα παιδιά. Ανέβασαν το σπίτι στην πλατφόρμα και περίμεναν.
Πρώτος πελάτης ένας νεαρός Αμερικάνος, το μάθαν στο χωριό κι αρχίσανε το σταυροκόπημα.
-Άιντε δόξες το χωριό μας, τι είναι τούτο πάλι, τον ξέρει κανείς, μην είναι σόι κανενού;
Πήγαιναν και έρχονταν τα σχόλια στο καφενείο. Τα παιδιά έδιναν τις εντολές από το τηλέφωνο κι ο ξάδελφος μαζί με τη νύφη του καφετζή μαθήτευαν.
-Θα τον υποδεχτείτε να τον βάλετε στο σπίτι, αυγά και τυρί, ψωμί ζυμωτό και κηπευτικά να υπάρχουν για ένα πρόχειρο γεύμα. Να είναι φρεσκοσφουγγαρισμένα και στρωμένα καθαρά.
-Μη νοιάζεστε, εδώ είμαστε ‘μεις.
Έφτασε η μέρα που όλο το χωριό περίμενε με περιέργεια, στο καφενείο οι καρέκλες ήταν στραμμένες προς το δρόμο, οι νοικοκυρές είχαν το νου τους στο παράθυρο, τα παιδιά έπαιζαν κάτω από το σπίτι. Ο χρόνος κυλούσε, ο ξάδελφος έκλεισε τα πρόβατα και γύριζε στο χωριό, η νύφη του καφετζή ήταν ντυμένη, χτενισμένη και υπ’ ατμόν.Ο καφετζής σέρβιρε κρασί από το βαρέλι κι άνοιγε ένα ζβαν για προσφάι. Τότε αποφάσισε ο Ύψιστος να ανοίξει τις κάνουλες και να βροντήξει ο τόπος.
Ο νεαρός επισκέπτης ακολουθούσε το χάρτη του κινητού, google maps, ήσυχος πως η αυθεντία δουλεύει και είναι παιχνιδάκι η διαδρομή. Μακριά ήταν ξημερωμένος, πού να γνωρίζει ο γκούγκλης όλα τα μονοπάτια και τους παράδρομους και μάλιστα όταν η νεροποντή και μουντάδα θολώνουν τα νερά και ο οδηγός βγαίνει εκτός πορείας. Η ώρα πέρασε και τα πράγματα δυσκόλεψαν. Έκοψε το τιμόνι σε ένα μονοπάτι και σταμάτησε τη σταμάτησε τη μηχανή. Το νερό έτρεχε καταρράχτης στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου, η υγρασία επηρέαζε τις αισθήσεις. Ξαφνικά η λάμψη της αστραπής φώτισε σταυρούς πάνω σε τάφους κι αυτό τού ‘φερε ρίγος στη ραχοκοκαλιά. Το χέρι του με μια αντανακλαστική κίνηση γύρισε το κλειδί αλλά η μηχανή έμεινε σβηστή.
-Συνήθισέ το, ψέλλισε, σε λίγες ώρες θα ξημερώσει.
Στο χωριό μόλις έπεσε σκοτάδι και η βροχή δυνάμωνε άρχισαν να ανησυχούν. Έπεσε γενικός συναγερμός, μαζεύτηκαν όλοι στο καφενείο. Αποφάσισαν να αρχίσουν το ψάξιμο. Βγήκαν μέσα στο σκοτάδι ένα τσούρμο και πήραν το δρόμο προς τη θάλασσα. Η βροχή δυνάμωσε και άρχισε να ζορίζει η κατάσταση, με το ζόρι πήγαν δυο, τρία χιλιόμετρα προς τα χωράφια. Ξεμάκρυναν αρκετά από το χωριό, έφτασαν τα λιοστάσια. Χωμένοι στα πλαστικά αδιάβροχα με τις κουκούλες έμοιαζαν με φυλή φαντασμάτων. Από την υπερένταση άρχισαν νακάνουν χωρατά, θυμήθηκαν την Κάλλω, τη νεράιδα που έδωσε το όνομά της στο χωριό. Ήταν μια όμορφη κοπέλα πουόταν έχασε στον πόλεμο τον αγαπημένο της τρελάθηκε κι άρχισε να γυρίζει τις νύχτες και να θρηνεί κι όποιος έβγαινε στο δρόμο της έχανε τα λογικά του.
-Φαντάσου ν’ ανταριάσει η Κάλλω απόψε, πάει το καημένο το παιδί, είπε ο ξάδερφος και κούνησαν όλοι το κεφάλι.
Η ώρα πέρασε και αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο του γυρισμού. Θυμήθηκαν κι άλλες ιστορίες για αγρίους, με γκρεμούς και πεινασμένα αγριογούρουνα. Με τα πολλά και με τα λίγα έφτασαν στο χωριό και σκόρπισαν στα σπίτια τους. Ο καφετζής ειδοποίησε την αστυνομία.
Μόλις έφεξε για τα καλά ένα περιπολικό της τοπικής αστυνομίας βρήκε τον ξένο να κοιμάται στο αυτοκίνητο πίσω από το νεκροταφείο του χωριού, μέσα σε ένα λιοστάσι, λίγα χιλιόμετρα από τον ποθητό προορισμό. Ο αστυνόμος χτύπησε το τζάμι του ενοικιασμένου αυτοκινήτου και ξύπνησε τον ταλαίπωρο επιβάτη που κοιμόταν στραβολαιμιασμένος στις μπροστινές θέσεις.
Από το ξημέρωμα στο καφενείο σχολίαζαν τον ερχομό του ξένου στο χωριό.
-Τι είναι πάλι τούτα τα καινούρια, να νοικιάζουν τα σπίτια μας σε ξένους.
-Θα μείνει λέει μια βδομάδα, παλαβό θα είναι να ‘ρθει από την Αμέρικα για να μείνει στο χωριό μας. Και μη χειρότερα, πάει ο κόσμος, χάλασε.
-Υπομονή, θα φύγει.
-Μέχρι να φύγει να ‘χουμε το νου μας.
-Βρε σταθείτε πρώτα να ‘ρθει και μετά φεύγει.
-Αυτοί που αναλάβανε έχουν το φταίξιμο, ο ξάδελφος και η νύφη σου, πέταξε ο Ευθύμης στον καφετζή.
Εκείνη την ώρα μπήκε ο ξάδελφος για να πιει τον καφέ του κι ΄έπιασε την κουβέντα στο αέρα.
-Μωρέ τι κάθεστε και τσαμπουνάτε, άει κοιτάτε τη δουλειά σας. Τι σας έκαμε το παιδί;
Τους έκλεισε τα στόματα για λίγο. Ρούφηξε μια γουλιά και κοίταξε κατά τη μεριά του δρόμου.
-Θα τον βρούνε, πού θα πάει, δεν πιστεύω να τον άρπαξε η Κάλλω, αστειεύτηκε.
Τον βρήκανε, έρχεται, ακούστηκε μια φωνή. Η νύφη του καφετζή ανασκουμπώθηκε και έβαλε να βράσει νερό, ένας τραχανάς είναι ό,τι πρέπει να τον συνεφέρει. Έριξε κι άλλα ξύλα στο τζάκι, πολύ ζόρική ήταν φέτος η άνοιξη.
Το περιπολικό σταμάτησε μπροστά στο καφενείο και ο νεαρός επισκέπτης πάτησε το πόδι του στο δρόμο με ανακούφιση. Όλο το χωριό πετάχτηκε έξω από το καφενείο και βγήκαν όλοι στις αυλές. Τους πήρε η χαρά όταν αντίκρισαν το καλόπαιδο, τους φάνηκε δικός τους άνθρωπος.
-Μωρέ να ψήσουμε για το καλό, είπε ο καφετζής, για τα καλωσορίσματα.
Σε μια βδομάδα ο νεαρός άφηνε πίσω του το όμορφο σπίτι και το φιλόξενο χωριό, αφού ανέβασε στο διαδίκτυο φωτογραφίες. Ένιωθε σα να ‘χε ταξιδέψει πίσω στο χρόνο και τώρα επέστρεφε στο παρόν με ρίγανη και τσάι στο σακίδιο .
Η τοπική εφημερίδα έγραψε στο εβδομαδιαίο τεύχος: Νέα ήθη για τον τόπο μας. Κατοικία στην Ορεινή Τριχωνίδα ανέβηκε στην παγκόσμια πλατφόρμα Airbnb. Νεαρός τουρίστας από την Αμερική που νοίκιασε την εν λόγω κατοικία χάθηκε τη νύχτα με το αυτοκίνητό του καθώς πορευόταν προς την ορεινή Τριχωνίδα. Χωριανοί της περιοχής μαζί με την τοπική αστυνομία τον αναζητούσαν για ώρες μέσα στη νεροποντή. Ευτυχώς ο νεαρός διασώθηκε, η περιπέτεια είχε αίσιο τέλος.
Μαρία Κακλαμάνη
Το σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα
-Ξέρεις, χθες βράδυ ονειρεύτηκα ένα σπιτάκι δίπλα στη θάλασσα, το κύμα να σκάει στα πόδια μου και μια αμμουδιά όλο φως και ήλιο, μου είπε κοιτάζοντας αφηρημένα τις σταγόνες της βροχής. Με κούρασε ο χειμώνας, η δουλειά, το παιδί, το σπίτι… Θέλω κάτι να περιμένω… κάτι αλλιώτικο, ζεστό και φωτεινό…
Σκούπισε τα χέρια της και με κοίταξε. Μου φάνηκε λίγο χλωμή. Κουρασμένη. Αλλά πάλι πως να μην είναι; Δουλειά το πρωί, το παιδί και το σπίτι το απόγευμα, ελάχιστος χρόνος για ξεκούραση. Εγώ πλέον δούλευα όλη μέρα στο γραφείο. Πέρα από τα συνηθισμένα έξοδα είχαμε και το δάνειο του σπιτιού. Την κοίταξα και μέσα στα μάτια της είδα το κορίτσι που ήταν κάποτε. Μια χαρούμενη τρυφερή γυναίκα, που χάθηκε μέσα στην στεγνή καθημερινότητά μας. Συχνά έπιανα τον εαυτό μου να βιώνει την ζωή μας λες κι ήταν από πάντα έτσι, σαν να είμαστε μόνο ο μπαμπάς και η μαμά του παιδιού. Αυθόρμητα της είπα: -Έλα, κάθισε μαζί μου στο τραπέζι. Θα ψάξουμε νησί για τις διακοπές μας το καλοκαίρι -και όχι μόνο αυτό, αλλά θα βρούμε κατάλυμα και θα το κλείσουμε. Έλα λοιπόν, τι με κοιτάς;
Με κοίταξε δύσπιστα. -Δεν νομίζω να μπορέσουμε με τα οικονομικά μας να βρούμε σπίτι σε νησί το καλοκαίρι μου είπε, στα ύψη έχουν πάει οι τιμές…
-Θα τα καταφέρουμε. Θα βρούμε ένα φτηνό Airbnb. Αν το κλείσουμε έγκαιρα θα έχει καλή τιμή. Χρειαζόμαστε λίγες μέρες ξεκούραση όλοι μας. Και το παιδί έχει ανάγκη τη θάλασσα. Ας είναι για μια εβδομάδα μόνο. Θα ζητήσω μερικές υπερωρίες ακόμα στο γραφείο και θα μαζέψουμε τα χρήματα. Έλα να ψάξουμε μαζί, τώρα, πριν μας φωνάξει να παίξουμε μαζί της.
Μια λάμψη χαράς φάνηκε στο βλέμμα της. Αναζητήσαμε στον υπολογιστή, συγκρίναμε τιμές και τελικά βρήκαμε κάτι στα μέτρα μας. Στην οθόνη φάνηκε ότι ήταν ένα παλιό σχετικά σπιτάκι, κοντά στη θάλασσα, με μικρό κήπο και αυλή. Το μέρος ήταν αρκετά μακριά από την τουριστική χώρα του νησιού κι ίσως για αυτό το λόγο να ήταν κάπως φθηνό. Ίσως βέβαια να ήταν πολύ παλιό και χωρίς ανέσεις, αλλά η γαλήνη που εξέπεμπαν οι εικόνες που βλέπαμε μας έπεισε να το κλείσουμε. Αυτά σκεφτόμουν, τώρα, την ώρα που το καράβι αρμένιζε προς το νησί. Πρώτη μέρα της άδειας και των δυο μας, πρώτη μέρα των διακοπών που τόσο λαχταρήσαμε. Από μακριά φάνηκαν τα φώτα του λιμανιού. Φτάναμε. Αρχίσαμε να μετακινούμαστε μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, προς την έξοδο του πλοίου, σέρνοντας τις βαλίτσες στα χέρια. Η μικρή στα οκτώ της χρόνια, καμάρωνε περήφανη την μικρή, πρώτη της βαλίτσα.
Το καράβι έδεσε στο λιμάνι, μέσα στο σούρουπο με τα πρώτα φώτα να ανάβουν στα μαγαζιά της παραλίας. Κατέβηκε αρκετός κόσμος μαζί μας. Κρατώντας τις αποσκευές ψάξαμε για την κυρία Χρυσούλα που θα μας περίμενε να μας οδηγήσει με το αμάξι της στο σπιτάκι. Έτσι είχαμε συνεννοηθεί στα ηλεκτρονικά μηνύματα που είχαμε ανταλλάξει με τον άγνωστο ιδιοκτήτη. Μια μεσόκοπη κυρία που κρατούσε χαρτόνι με το επώνυμό μας εμφανίστηκε μπροστά μας. Μας χαιρέτησε και μας οδήγησε σε ένα παλιό αυτοκίνητο που έμοιαζε προϊστορικό. Κοιταχτήκαμε με την Μαρίνα λίγο ανήσυχα. Θα ήταν ασφαλές το όχημα -και οι δρόμοι; Δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά να μπούμε στο αμάξι. Μπρος εγώ με την κυρία Χρυσούλα που απεδείχθη δεινή οδηγός, πίσω η Μαρίνα με την μικρή. Το σκοτάδι είχε πέσει και δεν μπορούσαμε να προσανατολιστούμε εύκολα. Διασχίσαμε έναν δρόμο όλο στροφές, χωρίς φώτα, για αρκετά χιλιόμετρα. Μα, που ήταν επιτέλους αυτή η θάλασσα και το σπιτάκι της φωτογραφίας; Αργούμε μπαμπά, ρώτησε η μικρή; Γύρισα και κοίταξα την Μαρίνα, είχε κι εκείνη ανήσυχο βλέμμα, αν και χαμογελούσε καθησυχάζοντας το παιδί. Είχε περάσει μια ώρα οδήγησης μέσα στα μαύρα σκοτάδια, όταν φάνηκαν από μακριά φώτα.
-Σχεδόν φτάσαμε, είπε η σιωπηλή οδηγός. Θα περάσουμε το χωριό και αφού κατηφορίσουμε για λίγο, θα το δείτε το σπιτάκι. Ξέρετε, πρώτη φορά το νοικιάζουμε. Εδώ ζούσε η μητέρα μας. Την χάσαμε πριν από έξι μήνες. Οι λογαριασμοί, τα έξοδα, η φροντίδα του σπιτιού… αποφασίσαμε με την αδερφή μου να το νοικιάσουμε. Θα σας αρέσει, θα δείτε. Το βάψαμε και το καθαρίσαμε, είναι σαν καινούργιο. Είστε οι πρώτοι που μπαίνετε μέσα.
Σταμάτησε απότομα να μιλάει, σαν να μετάνιωσε για όσα είπε. Τα είχε πει όλα με μια ανάσα, σαν να φοβόταν ότι κάποιος θα τη σταματούσε. Αφήσαμε πίσω τα φώτα του χωριού και πήραμε μια απότομη κατηφόρα. Τα φρένα στρίγγλισαν λίγο και η Μαρίνα κράτησε σφιχτά το παιδί πάνω της, γιατί το άκουσα να διαμαρτύρεται ότι πόνεσε. Σε λίγο το αμάξι σταμάτησε. Βγήκα και προσπάθησα να αντιληφθώ το χώρο. Το σκοτάδι όμως με δυσκόλευε. Βγήκε και η γυναίκα μου με την μικρή. Είχαν ένα μουδιασμένο και κάπως φοβισμένο ύφος.
-Δεν είναι όπως το είχαμε δει στην οθόνη, μου ψιθύρισε η Μαρίνα στο αυτί. Τι ερημιά είναι αυτή;
-Μην ανησυχείς, της είπα, ενώ μέσα μου ανησυχούσα πολύ περισσότερο από την ίδια. Η κυρία Χρυσούλα είχε ήδη μεταφέρει τις αποσκευές μας από το αυτοκίνητο και προχωρούσε με άνεση σε ένα χαλικόστρωτο δρομάκι.
-Ξέχασε να αφήσει αναμμένο το φως της αυλής ο Νικόλας, μουρμούρισε, προσέχετε λίγο. Και τότε, ακολουθώντας την, είδαμε να διαγράφεται ένας χαμηλός όγκος ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους. Άναψα το φακό του κινητού τηλεφώνου και είδα ένα όμορφο ασβεστωμένο σπιτάκι. Ήδη η ιδιοκτήτρια ξεκλείδωνε την πόρτα και άναβε το φως.
-Ελάτε, περάστε. Μέσα ήταν όλα πεντακάθαρα, τακτοποιημένα. Λιτά έπιπλα, πολυκαιρισμένα, αλλά ταιριαστά και λειτουργικά στο χώρο. Η μικρή έτρεξε και άνοιξε την πόρτα του πρώτου δωματίου.
-Μαμά, μπαμπά, φώναξε χαρούμενη, αυτό το δωμάτιο το παίρνω εγώ, και πήδηξε πάνω στο κρεβάτι. Ξαφνικά ήταν λες και τής πέρασε όλη η νύστα και η κούραση του ταξιδιού.
-Αν χρειαστείτε κάτι μπορείτε να τηλεφωνήσετε στον Νικόλα, είναι ο ανιψιός μου που κανονίζει ό,τι χρειάζεται. Αυτός έβαλε και το σπίτι στο ίντερνετ να ενοικιαστεί. Καλά να περάσετε. Εγώ τώρα θα φύγω, είπε η κυρία και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα.
Για λίγο μείναμε αμίλητοι. Η κούραση του ταξιδιού, η ένταση και η αγωνία για το άγνωστο, ένιωσα να μας καταβάλλουν. Το μόνο που ήθελα ήταν να κοιμηθώ. Αύριο στο φως της μέρας όλα θα ήταν διαφορετικά. Θα καθάριζε το τοπίο και οι σκέψεις μας. Γιατί ήμουν σίγουρος ότι και η Μαρίνα πάνω κάτω έκανε τις ίδιες σκέψεις με μένα. Στο βλέμμα της διέκρινα τις ίδιες αμφιβολίες, αν κάναμε καλά που ήρθαμε εδώ στην ερημιά του θεού, όπως μας φάνηκε ότι ήταν το μέρος μέσα στο σκοτάδι, μήπως άλλο είδαμε στην οθόνη του υπολογιστή και άλλο στην πραγματικότητα. Εξάλλου δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Απάτες μέσω διαδικτύου γίνονταν πάμπολλες -αλλά ας τα αφήναμε όλα για αύριο.
Περάσαμε μια ήσυχη νύχτα και με το πρώτο φως της αυγής πετάχτηκα πάνω. Τα κορίτσια κοιμούνταν ακόμα. Σιωπηλά βγήκα από το υπνοδωμάτιο και άνοιξα την εξώπορτα. Η θάλασσα μπροστά μου, λίγα μέτρα από τα πόδια μου, ήταν η απάντηση σε όλες μου τις βραδινές ανησυχίες. Άστραφτε κάτω από το πρωινό φως, και ο απαλός της κυματισμός κατέληγε σε μια αμμουδερή ακτή με άσπρη άμμο. Ανάμεσα στο σπιτάκι και την θάλασσα, ο κήπος με λουλούδια και δέντρα, και η μικρή αυλή. Κάτω από την ψηλή μουριά ένα τραπεζάκι με καρέκλες με έκανε να λαχταρήσω ένα ζεστό καφέ. Κοίταξα δεξιά από την αυλή και είδα ένα μικρό αμπέλι και στο τέλος του αγρού να διακρίνεται μια στέγη από παλιό σπίτι. Ώστε τελικά δεν ήταν και ερημιά του θεού σκέφτηκα. Από την άλλη μεριά, χωράφια με ελιές και ο δρόμος που ανηφορίζει προς το χωριό. Η παραλία, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μου, χωρίς ομπρέλες και ξαπλώστρες, υποσχόταν ήσυχες βουτιές. Ήμασταν στον παράδεισο, τελικά. Πόσο ανόητος ένιωσα για τις βραδινές μου αμφιβολίες! Μπήκα μέσα και κατευθύνθηκα στη μικρή κουζίνα. Έφτιαξα τον καφέ μου και βγήκα στην αυλή, κάθισα κάτω από το δέντρο να τον απολαύσω με θέα την θάλασσα.
Είδα την πόρτα να ανοίγει και την Μαρίνα με το άσπρο νυχτικό της να στέκεται στο κατώφλι. Τα μακριά της πόδια διαγράφονταν όμορφα στο πρωινό φως. Τεντώθηκε σαν γάτα και ήρθε κοντά μου. Κάθισε στα πόδια μου και με αγκάλιασε.
-Είμαστε στον παράδεισο, τελικά, μου ψιθύρισε στο αυτί.
-Να προσέχουμε το φίδι, απάντησα και την φίλησα. Θέλεις καφέ;
-Όχι, πάω για βουτιά, πρόσεχε την μικρή. Μόλις ξυπνήσει, ελάτε, θα σας περιμένω.
Τελείωσα τον καφέ μου και μπήκα μέσα. Άνοιξα τα παράθυρα της μικρής σάλας, και άρχισα να περιεργάζομαι το χώρο. Στον ένα τοίχο, μια παλιά φωτογραφία σε κάδρο, τράβηξε το βλέμμα μου. Μια όμορφη κοπέλα, παλιάς εποχής, με παραδοσιακό φόρεμα και χοντρές πλεξούδες χαμογελούσε στον φακό. Πιο πέρα η ίδια κοπέλα δίπλα σε κάποιον νεαρό με μουστάκι, με επίσημα ρούχα. Οι φωτογραφίες σίγουρα ήταν των παλιών ιδιοκτητών του σπιτιού.
Από το ανοιχτό παράθυρο, αγνάντεψα το αμπέλι που απλώνονταν μέχρι εκεί όπου έφτανε το μάτι μου. Πράσινα, φουντωμένα κλήματα, γεμάτα σταφύλια σκούρα, σχεδόν μαύρα. Και στην άκρη του κτήματος η στέγη από το παλιό αγροτόσπιτο που είχα δει και πριν. Από το άλλο παράθυρο η θάλασσα ατελείωτη, μέχρι την άκρη του ορίζοντα, γέμιζε την ψυχή μου γαλήνη και χαρά. Άκουσα ένα θόρυβο και είδα το παιδί να βγαίνει από την μικρή κάμαρα, τρίβοντας τα μάτια του.
-Μπαμπά, τι όμορφα που είναι όλα εδώ!, είπε αγουροξυπνημένη. Θέλω να μείνουμε για πάντα.
Γέλασα και την αγκάλιασα.
-Πάμε να φάμε πρωινό και γρήγορα στη θάλασσα! Πεινάς;
Έγνεψε και τρίφτηκε στον ώμο μου, γεμίζοντας τα ρουθούνια μου με την μυρωδιά του παιδικού ύπνου. Αφού φάγαμε κατεβήκαμε στην παραλία. Η Μαρίνα, δεινή κολυμβήτρια, ήδη ήταν στα βαθιά. Μας είδε, μας έκανε νόημα να πάμε κοντά της και βούτηξε ξανά.
Περάσαμε την πρώτη μας μέρα στο σπιτάκι, με το ίδιο μοτίβο. Βουτιές, παιχνίδια στην άμμο, πρόχειρο φαγητό, μεσημεριανή χαλάρωση και ξανά βουτιές. Το βραδάκι η μικρή ξεθεωμένη έπεσε νωρίς για ύπνο, και μείς ανοίξαμε ένα μπουκάλι κρασί κάτω από το μεγάλο δέντρο της αυλής, κοιτάζοντας το φεγγάρι να προβάλει στον ορίζοντα και να γεμίζει ασημένια λέπια την θάλασσα.
Την επομένη το πρωί, πάνω στο τραπεζάκι της αυλής, μας περίμενε ένα πιάτο γεμάτο σταφύλια. Σκέφτηκα την κυρία Χρυσούλα. Ίσως μας τα έφερε όταν κοιμόμασταν ακόμα, δεν είχαμε ακούσει το αυτοκίνητό της. Θα τηλεφωνούσα στον ανιψιό της να την ευχαριστήσω. Ήταν γλυκά και γεμάτα χυμούς. Κολυμπήσαμε αρκετή ώρα, κι ύστερα ξαπλώσαμε κάτω από το αρμυρίκι. Εγώ αφέθηκα να κοιμηθώ νανουρισμένος από το κύμα και τα τζιτζίκια, η Μαρίνα δίπλα μου βυθίστηκε στο διάβασμα του βιβλίου της. Η μικρή ζήτησε να γυρίσει στο σπιτάκι για να παίξει στην αυλή.
Το απόγευμα αφού έπεσε ο ήλιος αποφασίσαμε να περπατήσουμε μέχρι το χωριό. Θέλαμε να δούμε το μέρος και να αγοράσουμε κάποιες προμήθειες. Η μικρή μόλις το άκουσε διαμαρτυρήθηκε.
-Αφήστε με εδώ σας παρακαλώ, θα περάσει πάλι η γιαγιά και θα μου πει παραμύθι.
Κοιταχτήκαμε απορημένοι με τη Μαρίνα.
-Ποια γιαγιά, κορίτσι μου; ρώτησα με απορία; Πότε ήρθε εδώ η γιαγιά;
-Το μεσημέρι, έπαιζα στην αυλή. Κάθισε κάτω από το δέντρο και μου έλεγε παραμύθια.
-Μα, γιατί δεν μας φώναξες; ρώτησα ανήσυχος. Ξέρεις ότι δεν πρέπει να μιλάς και να μένεις μόνη σου με αγνώστους. Ήμασταν δυο βήματα μακριά σου. Μα, πώς δεν ακούσαμε κάτι; Εσύ, Μαρίνα, δεν άκουσες ομιλίες, δεν είδες κάτι;
– Όχι, Αντώνη, διάβαζα, αλλά δεν άκουσα, ούτε είδα κάτι. Είσαι σίγουρη, παιδί μου, ότι ήρθε κάποιος στο σπίτι; Μήπως κοιμήθηκες και το ονειρεύτηκες;
-Ήρθε σας λέω, και είπε πως θα ξανάρθει!
-Μπορεί να μένει στο αγροτόσπιτο πιο πέρα, είπα βαριεστημένα. Ελάτε τώρα, πάμε να περπατήσουμε. Κι αν έρθει και δεν μας βρει η γιαγιά, δεν πειράζει. Θα ξανάρθει αύριο.
Περπατήσαμε κάμποση ώρα ώσπου να φτάσουμε στο χωριό. Ήταν όμορφη η διαδρομή, μέσα από μικρά αμπελοχώραφα, αγρούς με αμυγδαλιές κατάφορτες από καρπό, ελιές γεμάτες άνθη. Περπατούσαμε ακολουθώντας το χωμάτινο μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό. Το χωριό ήταν μικρό, ήσυχο, με ένα καφενείο-ταβέρνα, ένα παντοπωλείο-μανάβικο και μια παιδική χαρά στην οποία η μικρή έτρεξε με ενθουσιασμό. Καθίσαμε στο καφενείο και αναζητήσαμε την κυρία Χρυσούλα. Ο καφετζής μας είπε ότι δεν ζούσε στο χωριό, αλλά στη χώρα. Ρωτήσαμε για τον ανιψιό της τον Νικόλα, κι αυτός στη χώρα ζούσε, απάντησε ο συμπαθητικός καφετζής. Έχει μέρες να φανεί.
-Μα, τι σας ήρθε να μείνετε σε τούτη την ερημιά; Τίποτα δεν έχει εκεί κάτω, μόνο θάλασσα, αμπέλια κι ελιές. Ψυχή δεν έχει μείνει γύρω.
-Υπάρχει ακόμα ένα σπίτι παλιό μέσα στα αμπέλια, λίγο πιο πέρα από το δικό μας, του είπα.
-Α, είναι κλειστό χρόνια τώρα. Η ιδιοκτήτρια, μια ηλικιωμένη ζούσε στο χωριό και κατέβαινε τα καλοκαίρια στο σπίτι, μάζευε τα σταφύλια, το φθινόπωρο τις ελιές, αλλά πέθανε, πάει καιρός. Δεν είχε παιδιά και έτσι το σπίτι έμεινε κλειστό από τότε. Ούτε τα σταφύλια δεν μαζεύει κανείς. Ερημιά σου λέω…
Κοιταχτήκαμε απορημένοι με την Μαρίνα. Μα τότε που βρέθηκε η γιαγιά με τα παραμύθια; Μάλλον από το μυαλό της το έβγαλε η μικρή. Έχει ζωηρή φαντασία.
Επιστρέψαμε , περπατώντας στο φεγγαρόφωτο, σιωπηλοί, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του. Κουρασμένοι καθώς είμαστε από το κολύμπι και το περπάτημα αποκοιμηθήκαμε αμέσως.
Την επομένη στο πρωινό, το παιδί όλο χαρά μας είπε:
-Χθες το βράδυ ήρθε η γιαγιά και μου είπε καινούργιο παραμύθι. Δεν θέλω να έρθω στη θάλασσα, μπορεί να ξανάρθει!
Θυμωμένη η Μαρίνα της είπε να σταματήσει τις ιστορίες με την γιαγιά. -Δεν υπάρχει γιαγιά, στον ύπνο σου την είδες, σε παρακαλώ σταμάτα να το πιστεύεις!
-Όχι!, φώναξε η μικρή και χτύπησε το πόδι της στο χώμα. Υπάρχει, την είδα, μπήκε στο δωμάτιο μου και μου είπε κι ένα παραμύθι. Μου είπε ότι όταν ήταν μικρή έμενε εδώ κοντά και έπαιζε με την φίλη της στην αμμουδιά όπως παίζω εγώ τώρα. Η φίλη της έμενε στο δωμάτιό μου!
Μείναμε άφωνοι για αρκετή ώρα, δεν έβρισκα κατάλληλες λέξεις να εκφράσω τις σκέψεις που χόρευαν στο μυαλό μου. Στο τέλος σηκώθηκα και είπα στο παιδί ότι, εντάξει την πιστεύω, αλλά τώρα θα πάμε στην θάλασσα και θα έρθει αργότερα η γιαγιά με τα παραμύθια. Ικανοποιημένη γλίστρησε από την καρέκλα και έτρεξε στην αμμουδιά με τα κουβαδάκια της. Την ακολουθούσαμε μουδιασμένοι.
-Τι θα κάνουμε; ρώτησε η Μαρίνα; Τι συμβαίνει Αντώνη; Δεν μπορώ να καταλάβω.
-Έχει ζωηρή φαντασία, έχει δει ταινίες, έχει διαβάσει παραμύθια και μάλλον φτιάχνει ιστορίες με το μυαλό της. Θα περιμένουμε σήμερα να δούμε την γιαγιά και μείς.
-Μα δεν μένει κανείς εδώ γύρω. Μας το είπαν.
-Ίσως δεν γνωρίζει ξέρει τα πάντα ο καφετζής του χωριού. Μείνε με την μικρή και εγώ θα πάω ως το αγροτόσπιτο.
Περπάτησα προς την δεξιά μεριά του σπιτιού. Ένας παλιός φράχτης, που ξεχώριζε με δυσκολία, χωμένος μέσα σε ψηλούς άγριους θάμνους, με ξύλινες σανίδες, σκεβρωμένες από το αλάτι της θάλασσας και την υγρασία, με σκουριασμένο σύρμα, πεσμένος σε πολλά σημεία του, χώριζε το σπιτάκι που νοικιάσαμε από το διπλανό χωραφάκι. Βρήκα ένα χαμηλό πέρασμα με λιγότερα χορτάρια, δρασκέλισα και βρέθηκα στο αμπέλι. Έκοψα ένα βαρύ πορφυρό τσαμπί σταφύλι, και στάθηκα για λίγο τρώγοντας το. Είχε ίδια γεύση με τα σταφύλια του πρωινού. Προχώρησα διασχίζοντας το μικρό κτήμα και είδα σε λίγο το αγροτόσπιτο. Τα παντζούρια του είχαν κρεμάσει στους μεντεσέδες, ιστοί αράχνης τύλιγαν την παλιά σκουριασμένη σιδερόπορτα. Φαινόταν ακατοίκητο και παρατημένο από χρόνια. Περπάτησα έναν γύρο μέσα στα φυτρωμένα αγριόχορτα, το πίσω παράθυρο ήταν μισάνοιχτο και από το σπασμένο τζάμι, ο αέρας ανέμιζε μια σκισμένη δαντελωτή κουρτίνα. Η εικόνα της εγκατάλειψης μου έσφιξε την ψυχή. Σίγουρα εδώ δεν κατοικούσε καμία γιαγιά. Γύρισα την πλάτη μου και απομακρύνθηκα ήσυχος πια πως η κόρη μου κατασκεύασε ιστορίες. Ίσως είχε ανάγκη την παρουσία μας, να της διηγούμαστε παραμύθια, να περνάμε περισσότερο χρόνο μαζί της. Μάλλον βρήκε έναν έξυπνο τρόπο, όπως κάνουν τα παιδιά όταν θέλουν να τραβήξουν την προσοχή.
Έφτασα στην αμμουδιά μας και τις βρήκα να κολυμπάνε χαρούμενα. Καθησύχασα με τρόπο την Μαρίνα και βούτηξα μαζί τους. Περάσαμε μια ήσυχη μέρα με κολύμπι, παιχνίδι και διάβασμα. Η μικρή δεν ανέφερε τίποτα για την γιαγιά. Είχα δίκιο, ήθελε την συντροφιά μας.
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα διψασμένος. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα για να πιω νερό. Έξω από το παιδικό δωμάτιο άκουσα ψιθύρους. Σκέφτηκα ότι παραμιλάει στον ύπνο της και δεν ανησύχησα. Ήπια νερό και επέστρεψα στο κρεβάτι μου. Σε λίγο όμως άκουσα το παράθυρο να ανοίγει κι ένα γέλιο. Πετάχτηκα από το στρώμα, έτρεξα στο δωμάτιο του παιδιού και το βρήκα να κάθεται στο κρεβάτι ξύπνιο. Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και ένα μαύρο σάλι κρεμόταν από το περβάζι. Το πήρα στα χέρια μου και άκουσα τη μικρή να λέει πως το άφησε η γιαγιά.
-Απόψε μου είπε την ιστορία για την φιλενάδα της, πώς έπαιζαν μαζί στην αυλή του σπιτιού, κι ύστερα πώς πήγαν μαζί σχολείο και πέρασαν πολλά καλοκαίρια μαζί, αλλά το δικό της σπίτι είναι παρατημένο και η φίλη της είπε να μένει εκείνη εδώ κι εμείς να φύγουμε από εδώ, δεν της αρέσει να μένουν ξένοι και δεν της αρέσει που κουβαλάμε άμμο μέσα και…
Δεν σταματούσε να μιλάει, η Μαρίνα που με είχε ακολουθήσει έβαλε τα κλάματα, και εγώ θυμωμένος ταρακούνησα την κόρη μας.
-Σταμάτα να λες ψέματα, Σοφία, της είπα θυμωμένος. Δεν υπάρχει γιαγιά, από το μυαλό σου τα βγάζεις αυτά. Γιατί το κάνεις αυτό;
-Υπάρχει!, φώναξε και κατέβηκε από το κρεβάτι. Άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε μια παλιά φωτογραφία. Δες, εδώ είναι η γιαγιά και η φίλη της, η μαμά της κυρίας Χρυσούλας! Κάθονται στην αυλή μπροστά στο σπιτάκι αυτό. Δες, φοράει αυτό το σάλι, αυτό που άφησε στο παράθυρο!
-Μα, έχει πεθάνει, μας το είπε ο καφετζής.
-Το ξέρω, μου το είπε, αλλά της αρέσει να έρχεται εδώ βόλτα, αγαπάει τα μικρά παιδιά. Της αρέσουν τα παραμύθια. Πέθανε, αλλά ζει, αυτό είπε. Μπαμπά, είναι πολύ καλή και ξέρει πολλά παραμύθια! Ωραία παραμύθια, όχι σαν τα βιβλία που μου αγοράζετε με τη μαμά!
Γύρισα και κοίταξα την Μαρίνα, ήταν σε κατάσταση σοκ. -Θέλω να φύγουμε τώρα, ψιθύρισε, τώρα. Πάω να μαζέψω τα πράγματα.
Δεν ήξερα τι να της πω.
Ζούσαμε μια κατάσταση που αδυνατούσα να εξηγήσω με τη λογική. Ήταν παράλογο. Κάτι συνέβαινε, που όμως δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Καθησύχασα τη Σοφία, την έβαλα ξανά για ύπνο και ακολούθησα την Μαρίνα στο δωμάτιο. Κόντευε να ξημερώσει. Κάθισα στο κρεβάτι με σκυμμένο κεφάλι ανάμεσα στα χέρια μου, προσπαθώντας να σκεφτώ μια εξήγηση, μια λύση, τι έπρεπε να κάνουμε από δω και πέρα. Τη λύση την έδωσε η Μαρίνα: ήδη είχε αρχίσει να ετοιμάζει τις βαλίτσες.
-Δεν μένω εδώ ούτε ώρα παραπάνω. Σε παρακαλώ, κάλεσε τον Νικόλα να μας πάει στο λιμάνι. Έχει πλοίο το μεσημέρι.
-Μήπως να το σκεφτούμε λίγο ακόμα; Τόσα χρήματα δώσαμε, είναι κρίμα να φύγουμε. Είναι θαυμάσιο το μέρος.
Μου έριξε ένα άγριο βλέμμα και είπε θυμωμένη.
-Κοντεύει να μου στρίψει, δεν ξέρω τι είναι αλήθεια και τι ιστορίες της Σοφίας, θέλω να φύγουμε με ακούς;
Κατάλαβα την αναστάτωση της, ένιωθα κι εγώ περίεργα, έναν φόβο παράξενος, αλλά ταυτόχρονα ήθελα να μείνω και να περάσω λίγο χρόνο ακόμα εδώ. Ήθελα να ψάξω να βρω το τι συμβαίνει στη πραγματικότητα. Λυπόμουν και τα χρήματα που είχαμε ξοδέψει, τα μισά τουλάχιστον θα πήγαιναν χαμένα, αλλά η Μαρίνα ήταν αποφασισμένη και εγώ ανησυχούσα για τις συνέπειες της αναστάτωσης στο παιδί. Ας φύγουμε, λοιπόν…
Τηλεφώνησα στον Νικόλα, του είπα μια δικαιολογία για την ξαφνική αναχώρηση μας και του ζήτησα να μας μεταφέρει στο πλοίο. Η Σοφία ήταν στο δωμάτιο της, θυμωμένη που θα φεύγαμε και θα έχανε τη θάλασσα, την αυλή και πάνω από όλα τα παραμύθια της γιαγιάς. Σε λίγη ώρα ακούσαμε το αυτοκίνητο να φτάνει. Ο νεαρός τακτοποίησε τις αποσκευές μας στην καρότσα του αγροτικού. Η Μαρίνα, όρθια κάτω από το δέντρο, με σφιγμένα χαρακτηριστικά, κοίταζε τη θάλασσα. Κάθισα πίσω, στην ανοιχτή καρότσα μαζί με τις αποσκευές, η Μαρίνα με την Σοφία στην καμπίνα. Το αγροτικό άρχισε να ανηφορίζει τον μικρό χωματόδρομο, προς το χωριό. Γύρισα και κοίταξα το σπιτάκι, την θάλασσα που στο πρωινό φως είχε ένα διάφανο γαλάζιο χρώμα, ακύμαντη επιφάνεια, το αμπέλι δίπλα και τέλος το παρατημένο αγροτόσπιτο. Απογοήτευση, φόβος, ανησυχία. Πώς χάλασαν αυτές οι διακοπές που με τόσο κόπο και προσπάθεια σχεδιάσαμε; Πώς στράβωσαν έτσι τα πράγματα; Και το τοπίο γύρω μου να λούζεται στο φως και στα χρώματα.
Στο λιμάνι περιμέναμε το πλοίο στο καφενείο. Σιωπηλοί, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του, προσπαθούσαμε να φερόμαστε σχεδόν φυσιολογικά για χάρη του παιδιού. Όταν φάνηκε το πλοίο, ανεβήκαμε σπρωγμένοι από το πλήθος των επιβατών στο κατάστρωμα και μείναμε αμίλητοι βλέποντας το νησί να απομακρύνεται. Δεν μιλήσαμε καθόλου για ό,τι συνέβη τις μέρες των διακοπών στο σπιτάκι, ούτε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ούτε όταν επιστρέψαμε. Φερόμασταν λες και δεν συνέβη τίποτα ποτέ. Σιγά σιγά η ζωή μας άρχισε να κυλάει όπως πρώτα, το παιδί ξέχασε τη γιαγιά και τα παραμύθια της, εμείς μπήκαμε στην καθημερινή ρουτίνα μας. Μόνο κάποιες φορές, όταν κάποιος φίλος στην παρέα, ανέφερε κάτι για Airbnb, κοιταζόμασταν αμήχανοι με την Μαρίνα και γρήγορα αλλάζαμε θέμα. Εννοείται ότι ποτέ πια δεν ξανακάναμε διακοπές σε κατάλυμα Airbnb.
«Υποφέρω που το πνεύμα δεν είναι μέσα στη ζωή»
Αντονέν Αρτώ
Βροχή πυκνή δυνατή, στα Βαυαρικά σύνορα. Σκοτάδι στο επαρχιακό δίκτυο και ορατότητα περιορισμένη ακόμα και με τα φώτα στη μεγάλη σκάλα. Σε εκείνο το οδικό ταξίδι με την οικογένεια ανά την Ευρώπη, πέντε χρονών σχεδόν εκείνη, το άσπρο Πεζό του πατέρα άνοιγε το δρόμο με τα κίτρινα μάτια του μέσα στην πηχτή νύχτα και στη θολή βροχή. Βολεμένη στα κόκκινα δερμάτινα καθίσματά του με το φως της πλαφονιέρας να φωτίζει τον άσπρο διάστικτο ουρανό του, τον Κόκκοτα στο παλιό ραδιοκασετόφωνο να μένει στα σκαλιά της αγαπημένης του θρηνώντας και τα χέρια του πατέρα με τα δερμάτινα γάντια να αφήνουν τις άσπρες κλειδώσεις να φαίνονται, χτυπώντας ρυθμικά το ταμπλό, ενώ σιγοτραγουδούσε.
Ευτυχία. Να σταθμεύεις σε ένα παλιό πανδοχείο, και να κοιμάσαι σε μαξιλάρια πάνω στο κρεβάτι, αφού αυτά ήταν όσο το πεντάχρονο ύψος σου. Να μη φοβάσαι τις καταιγίδες, γιατί σου είχε πει ο πατέρας, ο Άγγελος, πως δεν υπάρχει κάτι το τρομακτικό στην αγάπη: -Είναι απλώς όπως η αστραπή, που ομολογεί δυνατά «Σ’ αγαπώ!» κι ο αιώνιος εραστής κεραυνός απαντά βροντερά «Κι εγώ!».
Αυτά σκεφτόταν καθώς το αεροπλάνο τροχιοδρομούσε στο Τέγκελ του Βερολίνου, πρωί Σαββάτου, Φλεβάρης του ’20, κι άνοιγε μπροστά της ένα ακόμα ταξίδι με καθαρό ουρανό, ενώ γύρω η πανδημία έκλεινε τον κόσμο ολόκληρο. Όμως επιλογή άλλη δεν είχε. Το ταξίδι ήταν πληρωμένο εδώ κι έξι μήνες, το Airbnb όπως και το ρεσιτάλ με την πολυπολιτισμική ορχήστρα κλεισμένο κι αυτό από τότε. Δεν χωρούσε αναβολή. Ούτε ματαίωση.
Μάζεψε βιαστικά τα πράγματά της και με το ένα χέρι περπατώντας στο διάδρομο έστελνε μήνυμα στον ιδιοκτήτη του κλεισμένου δωματίου στην Χέρμανσπλατς. Χάιδεψε λίγο, ως χαιρετισμό ερωμένης που ξαναγύριζε, την ταπετσαρία που απεικόνιζε σε ποπ-αρτ τον Μπάουι και καλοδεχόταν τους επισκέπτες στην έξοδο του αεροδρομίου και πήρε αμέσως το διώροφο κίτρινο λεωφορείο 100 για τον Ζωολογικό Κήπο, να συναντήσει πρώτα τον Σπύρο για καφέ στην Αλεξάντερπλατς. Αυτό το ίδιο λεωφορείο που είχε παίξει ασπρόμαυρο στα Φτερά του Έρωτα, την ταινία του Βέντερς. Αυτό το ίδιο που είχε πάρει την πρώτη φορά να την περάσει έξω από τη Σχολή Καλών Τεχνών, τον Κήπο, και το Χρυσό Αστέρι στον κήπο Τίεργκαρτεν.
Τρίτη της φορά ήδη μέσα σε δεκαοχτώ μήνες στο Βερολίνο, και η πόλη κυκλοφορούσε ανενόχλητη στις φλέβες της. Ανείπωτη χαρά της προκαλούσε το γεγονός, παρά τον πανικό γύρω, τα αντισηπτικά -προϊόν πολύτιμο που στην Αθήνα είχε ήδη εξαντληθεί- με τα οποία όλοι ξέπλεναν συνέχεια τα χέρια τους,. Και με το φόβο να μην έχει καταφέρει ακόμα να απειλεί την αύρα της, πάνω στην αύρα αυτής της πόλης. Εδώ που ο ζόφος ήταν κυρίαρχο συναίσθημα για δεκαετίες, εδώ ξορκιζόταν αύτανδρος και δεν αφηνόταν να επηρεάζει τη ζωή, τη χαρά, την τέχνη.
Ο Γκρεγκ, ο ιδιοκτήτης του Airbnb, δεν της τα ΄λεγε καλά. Αρχικά ήταν, λέει, στο σπίτι, κι ενώ της έγραψε πως θα την περίμενε, ξαφνικά «του ‘τυχε δουλειά». Κι έτσι εκείνη βρέθηκε, ενώ ταξίδευε όλη μέρα, να φτάνει νύχτα στη διεύθυνση που της είχε δώσει και να τον περιμένει αρχικά απ’ έξω, στο δρόμο. Αν και κατάκοπη, πρόσεξε αμέσως και ευλαβικά προσπέρασε χωρίς να τις πατήσει δυο από τις λεγόμενες «σκουντουφλόπετρες». Προσθήκη συχνή στα καλντεριμωτά πεζοδρόμια του Βερολίνου, κι ο σκοπός αγιασμένος: Να μην ξεχαστούν ποτέ τα θύματα του Ολοκαυτώματος και εμείς όλο να συνειδητοποιούμε, με απόλυτα πρακτικό τρόπο, σκοντάφτοντας πάνω τους δηλαδή καθώς βαδίζαμε, πως εδώ, στο αφανές και ανώνυμο Airbnb, κάποτε ήταν το σπίτι των θυμάτων. Κάποτε ζούσαν στο οίκημα αυτό άνθρωποι με οικογένεια, με προσωπικότητα. Και μια ολόκληρη ζωή με ονοματεπώνυμο: Lucia Regina Graetz. Και μετά, αριθμός κεντημένος με το ζόρι σε ανθρώπινο μπράτσο. Στο τέλος, μπρούτζινη πλάκα μπροστά στα πόδια της. Μονάχα όνομα, ημερομηνία θανάτωσης και στρατόπεδο συγκέντρωσης. Βαθιά χαραγμένο για πάντα.
Το ταπεινό Airbnb, από την άλλη, που με τόση προσμονή είχε κλείσει, έμενε προς το παρόν άφαντο. Το κρύο περόνιαζε, ο Γρεγκ αργούσε, όλο «έρχομαι, έρχομαι» στα μηνύματα, κι όλο δεν ερχόταν. Και στην ψηλοτάβανη κρύα είσοδο, κλασική των βερολινέζικων σπιτιών με τους πολλούς ορόφους και τις ξύλινες σκάλες, εκείνη ένιωθε να παγώνει τώρα κάθε ίνα και κάθε συναίσθημα του προσώπου που ήθελε να εκφραστεί. Ο εγκέφαλος δεν έδινε εντολή στα παγωμένα της δάχτυλα, ούτε για να κινήσει τη ροή στην οθόνη, ούτε για να στείλει εκνευρισμένη για πολλοστή φορά μήνυμα σε κάποιον που δεν είχε συναντήσει ακόμα. Η βραδινή υγρασία είχε παγώσει ακόμα και τα νεύρα της και την έκανε σε στιγμές να αμφιβάλλει ότι ο Γκρεγκ ήταν τελικά – και αρχικά – υπαρκτό πρόσωπο. Ηλεκτρονικές πλατφόρμες κι αηδίες, σκέφτηκε ταραγμένη και τώρα απόλυτα παγωμένη. Αυτή που ήταν θαρραλέα, μετά από ώρες αναμονής στο μισοσκόταδο, άρχισε τώρα να φοβάται. Μέχρι που, της φαινόταν αρκετά πιθανό ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος να είναι ένας ακόμη σχιζοφρενής δολοφόνος. Με ή χωρίς πριόνι.
Για να μην υποκύψει στον πανικό, εστίασε στην επερχόμενη άφιξη του γιού της, για μια νύχτα εδώ. Είχε να τον δει από το καλοκαίρι, του μήνυσε να έρθει κι εκείνος το τόλμησε. Και τώρα που το έκανε, τι καλά, σκέφτηκε, που το κανόνισαν, που το τόλμησαν, τα αψήφησαν όλα να τρέξουν να βρεθούν. Κι όπως αποδείχτηκε, σε μια άριστη συγκυρία, δεν ανέβαλλαν για αύριο αυτή τη συνάντηση, αφού η επόμενη φορά θα αργούσε ενάμιση χρόνο. Και το αύριο εκείνο δεν θα ήταν με τίποτε ίδιο με το σήμερα.
Χαμογέλασε στη σκέψη του και στην προσμονή της αντάμωσης ξανά. Και σφίχτηκε γιατί η υγρασία της περόνιαζε τα κόκκαλα. Παρατήρησε την είσοδο κι ένιωσε σαν χαρακτήρας από βιβλίο του Βάλτερ Μπένγιαμιν, γέννημα θρέμμα Βερολινέζου, που λάτρευε να περιγράφει δρόμους, εισόδους και στοές. Η συγκεκριμένη ήταν πάνω από πέντε μέτρα ύψος ως τη γύψινη περίτεχνη οροφή, σίγουρα πολυκατοικία του ’20 με βαριά εξωτερική πόρτα και γυάλινη εσωτερική που έβγαζε στην αυλή και τα υπόλοιπα συγκροτήματα, όπως κάθε τέτοια καλοδιατηρημένη «πολυκατοικία» του μεσοπολέμου. Στους τοίχους είχε το πιο υπέροχο χειροποίητο πλακάκι που είχε δει, σε φόντο άσπρο και με περίτεχνα σχέδια σε πράσινο βεραμάν, ξύλινα κουτιά ταχυδρομείου για τους ενοίκους, που άνοιγαν με σύρτη και κλειδί και εναρμονισμένο τον τοίχο στην παλιά διακόσμηση, βαμμένο πρόσφατα, επίσης βεραμάν.
Στις σκάλες όπου πάγωνε τώρα καθισμένη, το χρώμα του ξύλου ήταν ανοιχτό γκρι, αλλά αυτή η χρωματική αντίδραση διόλου δεν έμοιαζε παράταιρη. Η αισθητική της πόλης αυτής που συνεχώς φτιαχνόταν και ανακαινιζόταν και πάλι γκρεμιζόταν, και φτου κι από την αρχή ξαναχτιζόταν, έμοιαζε να παντρεύει όλα τα ετερόκλητα στοιχεία των διαφόρων περιόδων αρχιτεκτονικής, με τρόπο σκαμπρόζικο. Ίδια με παιδί που ζωγραφίζει αφελώς με δαχτυλομπογιές και τελικά βγάζει αριστουργήματα.
Περιμένοντας τον Γκρεγκ δυο ώρες τώρα, παγωμένη ως το κόκκαλο και αβέβαιη αν είχε κάνει καλά που είχε νοικιάσει ένα Airbnb από άγνωστο, σκέφτηκε ποιο θα ήταν το επόμενο επεισόδιο. Θα κατέληγε να κοιμάται στις σκάλες; Θα πήγαινε να βρει κάτι άλλο μες στη νύχτα; Στους δρόμους από το πρωί, δεν είχε κανένα κουράγιο πλέον. Περνούσαν ένοικοι και την κοίταγαν ευγενικά, όχι καχύποπτα -όλοι είναι ευγενικοί εδώ και πάντα-, αλλά με μια κάποια συμπόνοια στο βλέμμα, ένας από εκείνους της πρότεινε μήπως θέλει να περάσει στο ισόγειο να περιμένει σπίτι του, αλλά εκείνη αρνήθηκε εξίσου ευγενικά.
Με τα νεύρα της στα όρια της κρίσης πλέον, έστειλε εσεμές στον Γκρεγκ και πάλι, και «Έρχομαι, θες να περιμένεις δίπλα, στο εστιατόριο να μην κρυώνεις;» απάντησε εκείνος. Ναι, ευτυχώς που το πρότεινες, είπε μέσα της. Είχε δει το εστιατόριο και ήταν ούτως ή άλλως έτοιμη να πάει, μια και στο κρύο και του κούραση είχε προστεθεί κι η πείνα. Θυμήθηκε ξανά τη βροχή, την κούραση, και το πανδοχείο στο Μόναχο. Τους προφυλακτήρες-φτερά του Πεζό που έμοιαζαν τότε πελώρια να ανοίγουν δρόμο μες τη νύχτα, δρόμους καραβανιών και ταξιδιών απραγματοποίητων, μα ονειρεμένων. Φτερά που θα μπορούσαν με ένα ξόρκι μαγικό να το κάνουν να απογειωθεί σαν αεροπλάνο, ώστε να κερδηθεί πολύτιμος νεκρός χρόνος.
Δυστυχώς, τώρα ο πατέρας μάλλον το οδηγούσε ασφαλώς σε υπηρεσιακές διαδρομές στον ουρανό, σκέφτηκε χαμογελώντας πικρά. Θα ήταν από τους πρώτους και πιο αποδοτικούς στα καθήκοντά του σίγουρα, και πάντα πριν ξεκινήσει θα χάιδευε το ξύλινο ταμπλό του αυτοκινήτου, αγγίζοντας την Παναγιά της Τήνου, ασημένια και βρεφοκρατούσα, που είχε στερεωμένη με μαγνήτη στη θέση του παλιού ρολογιού που μια μέρα είχε σταματήσει για πάντα.
Σηκώθηκε τρίβοντας τα μάτια της, ήταν έτοιμη να αποκοιμηθεί μες στην παγωνιά της σκάλας, μαζεύτηκε και βγήκε από τη βαριά πόρτα για να πάει στο εστιατόριο. Ο «Αλή», πολύτιμος αρωγός τα επόμενα βράδια, ήταν ένα μοσχομυριστό, ζεστό φιλόξενο εστιατόριο κεμπάπ, ανώτερο γευστικά από οποιοδήποτε της Ελλάδας θα ορκιζόταν, «καλά ίσως στη Σαλονίκη να είχε ένα τέτοιο, ας μην είμαι υπερβολική», και σίγουρα εφάμιλλο της Πόλης, αν και δεν είχε πάει ποτέ.
Ένα γιαουρτλού αργότερα, με το γκαρσόνι να την κοιτάει σοβαρά αν και ντροπαλά,κι εκείνη να του γυρίζει ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη για το φροντισμένο πιάτο, εμφανίστηκε ο Γκρεγκ. Αφού έριξαν έναν σύντομο τετ-α-τετ καβγά για την όλη κακή συνεννόηση, η παρεξήγηση έληξε με ένα ευγενικό του χαμόγελο, ζήτησαν αμοιβαία συγγνώμη κι ύστερα εκείνος σήκωσε την αποσκευή της χωρίς άλλη χρονοτριβή.
«Κάθισε όσο θες, παίρνω τη βαλίτσα πάνω, φάε με την ησυχία σου, κι έλα». Εκείνη όμως φοβήθηκε μη χαθεί πάλι μες στη νύχτα, πλήρωσε βιαστικά και γεμάτη ευγνωμοσύνη τον Αλή και ακολούθησε τον Γκρεγκ στο σπίτι.
Το διαμέρισμα ήταν ακριβώς ό,τι είχε ελπίσει και δει στις φωτογραφίες. Ήξερε από πρώτο χέρι στη ζωή της ότι φαινόμενα, άνθρωποι και πράγματα απατούν, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Όπως προϊδέαζε η είσοδος της πολυκατοικίας, ήταν ένα παλιό σπίτι του ’30, με μεγάλα παράθυρα, ψηλά ταβάνια και στενό μπάνιο, ήταν όμως πλήρως ανακαινισμένο, βαμμένο άσπρο και το κρεβάτι της σιδερένιο επίσης λευκό. Στο δωμάτιο φουλ καλοριφέρ και άσπρο πουπουλένιο πάπλωμα. Οικολογικό όπως όλα στο διαμέρισμα. Παραφωνία από άλλη εποχή, μια αρ-ντεκό σιφονιέρα, με τρεις επάλληλους μεγάλους καθρέφτες και φωτισμό για να μακιγιαριστεί.
Ακούμπησε τη βαλίτσα της εκεί ο Γκρεγκ και την κάλεσε στη φιλόξενη κουζίνα με τα μπαμπού έπιπλα. Σε δευτερόλεπτα, ο μπάρμαν, όπως αποδείχτηκε, στο καλύτερο και με την πιο σκληρή πόρτα νάιτ κλαμπ του Βερολίνου, της είχε φτιάξει την πιο δροσερή και νόστιμη καϊπιρίνια που είχε δοκιμάσει ποτέ. Πολύ ευγενικά, της έδειξε όλα τα κατατόπια για να φτιάξει καφέ και πρωινό. Μοιράζονταν το διαμέρισμα, αλλά εκείνος έπρεπε να φύγει νωρίς για την πρωινή δουλειά. Της έδωσε κλειδιά και της έδειξε το όμορφο μπάνιο. Γενικά, ο Γκρεγκ, είχε τρέλα, όπως είπε, με όλα τα βιολογικά προϊόντα, από τα καλαμάκια μπαμπού, τις ξύλινες οδοντόκρεμες και τα οικολογικά σαπούνια ως τα υφάσματα για τις πετσέτες και τα σεντόνια.
Χαλάρωσε με το ποτό και τη ζωή του, που ο Γκρεγκ ξεδίπλωσε μπροστά της με λίγα λόγια. Νοτιοαφρικάνος στην καταγωγή, μιγάς, με ζεστά αμυγδαλωτά μάτια, ο Γκρεγκ της μίλησε για την περιπλάνησή του στον κόσμο. «Έφυγα από το Γιοχάνεσμπουργκ στα δεκαοχτώ, ήθελα να ξεφύγω από όσα ήξερα και να γνωρίσω τον κόσμο. Έκανα αρχή από το Λονδίνο, που μπορεί να αυτοδιαφημίζεται ως ανεκτικό, αλλά δεν είναι. Σε μένα τουλάχιστον. ΄Όλα πήγαιναν καλά μέχρι να πάω σε κάποια συνέντευξη για δουλειά. Έβλεπαν με στραβό μάτι το μελαμψό μου παρουσιαστικό. Δε φταίει κι ο κόσμος απόλυτα, έχει φοβηθεί μετά την Εντεκάτη Σεπτεμβρίου. Με περνούσαν για Άραβα, καταλαβαίνεις. Όλο αυτό με το δέρμα έσερνε πίσω του μια ενοχή. Δυσκολευόμουν να κρατήσω μια δουλειά, κάθε που γινόταν κάτι, έφταιγε ο ‘Αφρικανός’. Κάθισα όσο να μαζέψω λεφτά κι ερχόμενος εδώ με φιλοξένησε στην αρχή κάποιος φίλος. Σε δυο χρόνια είχα αγοράσει αυτό το σπίτι. Ηρέμησε το μέσα μου, βρήκα τη θέση μου εδώ», απόσωσε ο Γκρεγκ κάνοντας κύκλο μπροστά στο στέρνο με τα χέρια του.
Της φαινόταν τοπικό παράδοξο, γι’ άλλη μια φορά, αλλά με το Βερολίνο έτσι ήταν. Από εδώ κάποτε έδιωχναν και εκτόπιζαν ανθρώπους, εδώ χώρισαν μια πόλη στα δυο με το Τείχος και εκτελούσαν όποιον ήθελε να περάσει στη δυτική μεριά. Και εδώ, παρόλα αυτά, ήταν που βρήκε μια φιλόξενη αγκαλιά, δουλειά, φίλους από διάφορες εθνικότητες και δικό του σπίτι, όπου για επιπλέον εισόδημα, νοίκιαζε το ένα δωμάτιο. Ενώ σκεφτόταν και τη δικιά της αίσθηση από την αύρα της πόλης, πως εδώ δεν ήταν τουρίστρια, πως θα μπορούσε κάποτε να ζει εδώ μόνιμα, κι αυτό το ένιωσε από το πρώτο λεπτό, ο Γκρεγκ πρότεινε:
«Να σου βάλω άλλο ένα;». Η κοπέλα αρνήθηκε ευγενικά και αναζήτησε το μπάνιο. Έκανε ένα καυτό ντους κι έπεσε κατάκοπη να κοιμηθεί. Το αλκοόλ, το νερό κι η κουβέντα με τον Γκρεγκ είχαν ζεστάνει τα σωθικά της. Αισθανόταν απόλυτα ασφαλής.
Κουκουλωμένη στο κρεβάτι, ένιωθε πάλι μικρό κορίτσι στα ταξίδια με τον πατέρα. Μπορεί ως φυσική παρουσία να έλειπε, μα για εκείνη ωσεί παρών. Τον κουβαλούσε πάντα μαζί της με ένα τρόπο, μα ιδιαίτερα εδώ, το ένιωθε σε επίπεδο σχεδόν μεταφυσικό. Τον αισθανόταν ως αύρα. Γύρω εδώ. Στους τοίχους του δωματίου. Στην πόλη. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα βυθίστηκε μέσα στο πουπουλένιο πάπλωμα σε έναν ήσυχο, ήρεμο ύπνο, όπως τότε στο Κάιζεράουχτ.
Κι ενώ το μέλλον της ανθρωπότητας διαγραφόταν απειλητικό, τα σχολεία πίσω στην Αθήνα είχαν ήδη κλείσει κι ο κόσμος όδευε προς τον τρόμο του εγκλεισμού, εκείνη ένιωθε να ταξιδεύει σε ένα χρονικό κενό, μια ανάσα χρόνου χαρισμένη ποιος ξέρει από πού, που της δόθηκε ποιος ξέρει γιατί. Μέχρι να κλείσουν τα πάντα, πράγμα που συνέβη λίγο μετά, αυτό θα ήταν το τελευταίο της ταξίδι για αδιανόητα πολύ καιρό. Η τελευταία της σκέψη ήταν ότι αυτό ήταν σαν έπαθλο που το άξιζε, κι ας μην μπορούσε να πει γιατί.
Το επόμενο πρωί, άνοιξε τα μάτια και το πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ξαπλωμένη ακόμα, ήταν η θέα έξω από το παράθυρο. Ο ήλιος έλαμπε πάνω στα αντικρινά όμοια σπίτια κι αναδείκνυε πιο ζωντανά τις χαρακτηριστικές τούβλινες τους επιφάνειες, τους τοίχους και τις στέγες με τις κοντές καμινάδες, στο χρώμα που εκείνη είχε ονομάσει «το καφέ του Βερολίνου», το οποίο δεν ήταν ένα, αλλά μια πλούσια παλέτα καστανών αποχρώσεων.
Τράβηξε μια φωτογραφία για να αιχμαλωτίσει την εικόνα αυτή και εγκατέλειψε απρόθυμα τα ζεστά σκεπάσματα για την κουζίνα. Ο Γκρεγκ της είχε δώσει το ελεύθερο να χρησιμοποιήσει τα πάντα εκεί δωρεάν. Έτσι, πάτησε το κουμπί να τρέξει μυρωδάτος βιολογικός καφές κι έστυψε μια πορτοκαλάδα με τα πιο νόστιμα πορτοκάλια που είχε γευτεί για χρόνια. Θυμήθηκε πως στο χωριό, στην Εύβοια, στο πατρογονικό σπίτι, στον κήπο, είχαν μια πορτοκαλιά που κάρπιζε πάντα στον πείσμα των καιρών, φυτεμένη από τον ίδιο τον πατέρα της στο πρώτο της καλοκαίρι στο χωριό, μια δυνατή πορτοκαλιά που κάθε χρόνο τη μάστιζαν παγωνιές κι αρρώστιες, μα άντεχε. «Πώς μου ήρθε και τη θυμήθηκα τώρα;» σκέφτηκε. Κι αστραπιαία, θυμήθηκε, το ίδιο ξεκάθαρα κι από το πουθενά, τη ρήση του πατέρα της «Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια», που ήταν τίτλος ταινίας, όμως εκείνου του άρεσε να την απαγγέλει ως στίχο ποιήματος, με φωνή αργόσυρτη και κάπως δραματική.
Το επόμενο λεπτό το βλέμμα της έπεσε αφηρημένο στο ρολόι της κουζίνας. Περασμένες εννιά. Κατάπιε λαίμαργα τον πορτοκαλί χυμό κι ετοιμάστηκε βιαστικά. Το Airbnb σε λίγο θα είχε κι άλλον ένοικο, έφτανε ο γιος της οδικώς με τον κολλητό του από την Πολωνία.
Τους ξενάγησε στην πόλη. Ένιωθε περήφανη για αυτό, σκεπτόταν την πρώτη της φορά πόσο δικό της ένιωσε τον τόπο αυτό, σα να έμενε εδώ από πάντα. Και τώρα, τρίτη φορά ήδη, ήξερε να πει σε δυο νέους ανθρώπους τα καλύτερα και να τους γυρίσει παντού, σε βαθμό που να μείνουν ευχαριστημένοι, έχοντας μια γενική ιδέα για την πόλη. Η μέρα τους άρχισε με βόλτα στο Μουσείο του Τείχους και στην Κόκκινη Γέφυρα, συνεχίστηκε σε μια μπυραρία με σούπα κολοκύθα και λουκάνικα, ύστερα με τον θεϊκό Ντάνιελ Μπάρενμπόιμ ρεσιτάλ και ένα γρήγορο ποτό σε μπαρ.
Όλη την ώρα ένιωθε ευλογημένη για αυτό το διάλειμμα. Ο γιος της, που ο παππούς του πρόλαβε ως τα τέσσερά του, τώρα ολοκληρωμένος ενήλικας, επιστήμονας, φίλος που μπορούσε να συζητήσει. Διττή μεταξύ τους μυστική συνωμοσία βλεμμάτων που μπορούν να συνεννοούνται, διάνοιες που σκέφτονται τα ίδια χωρίς να μιλούν, ναι, αυτή τη γλυκιά συνενοχή της επικοινωνίας την είχε μόνο με έναν άνθρωπο ακόμα, τον πατέρα της, ξαφνικά κατάλαβε τι της έλεγε η πόλη, πόσο έδειχνε διάφανα τα διασταυρούμενα νήματα της μνήμης, της ρίζας, της ανάμνησης που γίνεται βίωμα. Με το παρελθόν ενταγμένο σε ένα συναρπαστικό παρόν που δεν φοβάται το ζοφερό μέλλον. Η αόρατη κλωστή που βοηθά τον άνθρωπο να βαδίζει στη ζωή αντάμα με το φόβο. Γιατί έχει εμπιστοσύνη στις ρίζες. Γιατί τον δένουν με αίματα και θάματα εκλεκτικές συγγένειες και ιδιότητες κοινές, πέρα από την ανατροφή και το περιβάλλον. Κάτι σχεδόν ή εντελώς μεταφυσικό. Που δεν κληρονομείται, δεν εξηγείται, δεν μαθαίνεται. Δεν μεταφέρεται και δε σώνεται. Ποτέ. Απλά στέκει εκεί υπάρχει και κανονίζει μια ζωή, με μοχλό το ίδιο το βήμα που ανοίγει καινούργια μονοπάτια για τον άνθρωπο.
Έτσι το σούρουπο, στα εκατόν είκοσι μέτρα ύψος από το έδαφος, στο πανόραμα του ξενοδοχείου Πράιμαρκ του Βερολίνου, με ένα ποτήρι ζεστό κρασί στο χέρι, είδαν την πόλη να στέκει απλωμένη μπρος στα μάτια τους. Θολή σαν τις αμαρτίες της, όμορφη όμως και υγρή σαν το τραύμα της, υπό ψιλή, συνεχή βροχή και παχιά ομίχλη που άφηνε μόνο να ξεχωρίζουν τα ψηλά κτίρια: Ο Πύργος Τηλεόρασης, ο Άγγελος στη Στήλη, η Πύλη του Βραδεμβούργου, το Κόκκινο Δημαρχείο, η Σπασμένη Εκκλησία, με την καρδιά της να χάσκει βομβαρδισμένη από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μπροστά το Τίεργκαρτεν, ο τεράστιος κήπος που τον διατρέχει ο μυστήριος και μαρτυρικός ποταμός Σπρέε. Ανάμεσα, διάσπαρτα εδώ κι εκεί, κομμάτια του Τείχους του μίσους.
Ύστερα από λίγο, σαν ξάνοιξε ο ορίζοντας, το Βερολίνο, μαρτυρικά καταπονημένο μα όρθιο, έκανε να φανεί πεντακάθαρα αυτή η παράδοξη, όσο κι ανέλπιστη, βεβαιότητα: πως ό,τι και να συμβεί, θα τα καταφέρουν. Ο κόσμος θα έκλεινε σε λίγο, κι ο τρόμος θα μεγάλωνε, μα εκείνη την τύλιγε μόνο ευγνωμοσύνη για τη στιγμή που η πόλη απλόχερα της πρόσφερε. Εκείνη την ώρα ένιωσε να βρέχουν τα μαγουλά της ήταν δάκρυα συγκίνησης. Γύρισε στο γιο της. Ήταν κι εκείνος το ίδιο συγκινημένα σιωπηλός. Όπως κι ο φίλος του, είχε το βλέμμα καρφωμένο στην κορυφογραμμή των εμβληματικών κτιρίων. Κι όσος κόσμος ήταν εκεί δεν μιλούσε, μόνο τραβούσε φωτογραφίες και στεκόταν ακίνητος, σα σε τελετή, συμμέτοχος θα έλεγες στη λιτανεία του κόσμου για τη σωτηρία μπροστά στο θάνατο. Ο χτεσινός κόσμος, όπως τον ήξεραν, τελείωνε. Κι εκείνη, φύσει αισιόδοξη, ευχήθηκε να είναι αυτό η αφορμή ένας νέος και καλύτερος να γεννηθεί.
Αμίλητοι ήταν ακόμη, όταν ύστερα από μερικά λεπτά πλήρους ακινησίας, πήραν το ασανσέρ και κατέβηκαν στο λόμπι του ξενοδοχείου. Επανασυνδέθηκαν με την πολυκοσμία και τα φώτα και τα χρώματα. Έπειτα κάλεσαν ένα ραδιοταξί για να γυρίσουν στο Airbnb. Το ταξίδι πλησίαζε στο τέλος του. Η μέρα βαφόταν τριανταφυλλιά.
Σε λίγο δεν θα πίστευε αυτό που έβλεπαν στα μάτια της.
Με το που βγήκαν έξω, έλεγξε ξανά την πινακίδα στην εφαρμογή. Να βεβαιωθεί διπλά ότι αυτό ήταν το ταξί τους. Αυτό που έβλεπε μπροστά της να γυαλίζει, ίδιο καράβι αραγμένο, σε μια θάλασσα από πλακόστρωτα ξεπλυμένα από τη βροχή. Ναι, η πινακίδα ταίριαζε, ήταν το δικό τους.
Ένας πανύψηλος Ινδός με μακρύ γκρι παλτό, σαλβάρι και μωβ σαρίκι, ο οδηγός τους, στεκόταν ορθός και περίμενε μπροστά στην πόρτα του αυτοκινήτου. Ένα Πεζό 404 κίτρινο σαν όλο το κάρι της Ινδίας, με φτερά προφυλακτήρες και το λιοντάρι στη μάσκα ανάμεσα στους κίτρινους προβολείς.
Πριν της φανεί πως το Πεζό απογειώθηκε κυλώντας προς τα σύννεφα, κι όχι στο βρεγμένο οδόστρωμα, πρόσεξε το πανομοιότυπο ξύλινο ταμπλό. Στη θέση του χαλασμένου ρολογιού, αντί για την Παναγιά της Τήνου, είδε μεγαλόπρεπα να γυαλίζει ο γαλάζιος ελέφαντας της Γκανές, της ινδικής θεότητας της σοφίας, των Τεχνών και των γραμμάτων.
Ισμήνη Καρυωτάκη
ΔΩΜΑΤΙΟ 3
Δωμάτιο 3.15.30 μ.μ.
Η Ράισα ζήτησε από τη Σάρα να της παραχωρήσει το μεγάλο δωμάτιο για σήμερα το βράδυ. Η Σάρα είπε ναι. Τα παιδιά θα περάσουν τη νύχτα στου Χαβιέρ, η Σάρα στον φίλο της τον Φρανσουά και η Ράισα με την Τατιάνα –την φίλη της– στο δωμάτιο 1. Θέλουν το διπλό κρεβάτι, είπε η Σάρα. Έτοιμη με την τσάντα στον ώμο μου ζητάει να παραλάβω ένα πακέτο από το απογευματινό ταχυδρομείο. Θα είσαι εδώ για δυο-τρεις ώρες ακόμη; Δεν θα το κουνήσω από το Δωμάτιο 3, μην ανησυχείς, Σάρα.
Δωμάτιο 3. 21.45 μ.μ.
Το πακέτο έφτασε νωρίς. Τα κορίτσια –πιασμένα χέρι χέρι– αργά το βράδυ. Τσουπωτή και ψηλή η Τατιάνα –ίσια ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Κοντούλα αδύνατη με αναλογίες ακροβάτισσας η Ράισα –τα μαλλιά της σχεδόν μαύρα. Η φίλη μου περνάει δύσκολες ώρες, είπε η Ράισα –σφίξαμε τα χέρια με την Τατιάνα–, προθυμοποιήθηκα να ετοιμάσω ένα ρόφημα –τις άφησα με το rooibos στο σαλόνι– και αποσύρθηκα στο δωμάτιο μου –το Δωμάτιο 3.
Δωμάτιο 3. 11.30 μ.μ.
Είναι σχεδόν μεσάνυχτα. Είμαι στο Δωμάτιο 3 με την πόρτα ανοιχτή. Η Ράισα και η Τατιάνα έχουν περάσει στο Δωμάτιο 1 –έχουν την πόρτα τους επίσης ανοιχτή. Μας χωρίζει μόνον ο διάδρομος. Στο μισοσκόταδο διακρίνω το διπλό κρεβάτι. Οι κοπέλες δίπλα δίπλα. Δεν είναι η πρώτη φορά που μπαίνω στον πειρασμό να κρυφακούσω συνομιλίες στο Δωμάτιο 1. Η πρώτη ήταν όταν το αυτί μου έπιασε το ”no te quiero mas” –ως κραυγή– σε μια τηλεφωνική συνομιλία της Σάρας –με τον Φρανσουά της υποθέτω, τον καθηγητή από την Τουλούζη. Και δεν είναι μόνο το Δωμάτιο 1. Έχω κι άλλα τυχερά: τρυπώνω συχνά στην κουζίνα ή στο μπάνιο –ξέρω ότι είναι μεσοτοιχία με το 5 και το 6, τα δωμάτια της ξανθιάς κυρίας από τη Μαδρίτη και του Καταλανού μεταφραστή. Άλλες φορές πάλι καθυστερώ στο διάδρομο την ώρα που δένω τα κορδόνια των παπουτσιών μου ή κρεμάω τα ρούχα μου: πιάνω σκόρπιες φράσεις, γέλια, αναστεναγμούς –σπάνια κλάματα—, στην περίπτωση λυγμών τρέπομαι εις φυγήν, φοβάμαι πως θα φτάσω στο σημείο να χτυπήσω την πόρτα. Για όνομα του θεού, να σας ετοιμάσω ένα ρόφημα; Να φέρω το μπράντι να πιούμε παρέα; Είμαι ικανή να τους σκουπίσω τα δάκρυα και να τους παρακινήσω στην εξιστόρηση της συμφοράς.
Δωμάτιο 3. 1.45 π.μ.
Απόψε θα μείνω άγρυπνη. Το προαισθάνομαι. Σημειώνω λέξεις –τη μία μετά την άλλη– όσες προλαβαίνω: ερωτεύτηκα, ήταν 22, έμαθα 32, Καλές Τέχνες, μόνος, γυμνοί στο κρεβάτι, ποιήματα, παντρεμένη, τρελός, ξέχασα, έκαψα, πέταξα… Παρανομώ ή αυθαδιάζω; Πέφτει στα χέρια μου μια ξένη επιστολή και την ανοίγω –χωρίς καν να βγάζω το γραφικό χαρακτήρα τη διαβάζω τροχάδην —μπαίνω πάνω-κάτω στο νόημα, την επιμελούμαι, την καθαρογραφώ, ίσως αργότερα τολμήσω να την εκθέσω. Θα πρέπει να βρω έναν τρόπο ωστόσο να δώσω στον εαυτό μου συγχωροχάρτι: ας πούμε πως σημειώνω ό,τι ακούω και επινοώ ό,τι ρουφάει το σκοτάδι, πες πως συμπληρώνω ένα μόλις αργασμένο σταυρόλεξο ή ότι ολοκληρώνω έναν ελλιπή πίνακα ζωγραφικής –αυτό το τελευταίο το έκανε και ο Μπελινιάν σε έναν ανολοκλήρωτο πίνακα του Μπελίνι, στο τέλος ανέγραψε στον πίνακα τα ονόματα των δυο δημιουργών.
Δωμάτιο 3. 2.00 π.μ.
Εντωμεταξύ εδώ και ώρα, οι ηχητικές αυξομειώσεις των κοριτσίστικων φωνών του Δωματίου 1, επιτυγχάνουν ενός χατζηδακικού τέμπο εκφραστικό εφέ ενώ διατρέχουν ανενδοίαστες το διάδρομο, με το εύθραυστο μέταλλο της Τατιάνας –ως απαλό και αβαρές «απασιονάτο» — να προσδίδει στην πρόζα της ένα τόνο «αμάμπιλε».
Δωμάτιο 3. 3.15 π.μ.
Δεν ξέρεις τίποτε ακόμη Ράισα. Τότε ήμουν σχεδόν ή μόλις δεκαοχτώ, κι ερωτεύτηκα εκείνο το μεγαλύτερο αγόρι που είπε πως ήταν 22 αλλά έπειτα έμαθα ότι ήταν 32 αλλά ούτε τότε με ένοιαξε. Έμενε μόνος σπούδαζε Καλές Τέχνες και –γυμνοί στο κρεβάτι του– του διάβαζα τα ποιήματά μου κι εκείνος με κοίταζε σαν να ήμουν πίνακας κι επαναλάμβανε ότι ποτέ δε θα μπορούσε ν’ αγαπήσει ένα κορίτσι που δεν ήταν καλλιτέχνης. Ξόδεψα τις οικονομίες μου σε τούτα τα πανάκριβα βιβλία: Πικάσο, Ρενουάρ, Ματίς, Νταλί, Μπος, Καραβάτζιο, Φρίντα Κάλο, Μαγκρίτ…, ήθελα να μάθω κάθε έργο από μνήμης αλλά πάντα με ενδιέφεραν περισσότερο οι βιογραφίες τους. Κι εκείνος Ράισα με άφησε –στα 32 του–, για μια παντρεμένη που ήταν αφεντικό σ’ ένα μεγάλο σουπερμάρκετ, που δεν είχε την παραμικρή καλλιτεχνική ματιά. Κι εγώ έκαψα τούτα τα βιβλία και τα φυλλάδια εκτός από την εικόνα με τον Τρελό του Πικάσο ζωγραφισμένη το 1905 σε μια χαρτοπετσέτα ενός καφέ στο Παρίσι που έκτοτε κρέμεται σε κάθε σπίτι που ζω. Πάει καιρός που ξέχασα τ’ όνομά του. Κι ο τρελός όταν πίνω λίγο παραπάνω όπως απόψε και τον ρωτώ, μου λέει ότι ούτε εκείνος τον θυμάται.
Δωμάτιο 3. 3.45 π.μ.
Στο Μπουένος Άιρες με έφτασε η παραφορά σου Τατιάνα–τρικυμιώδες το ολονύκτιο ταξίδι μου. Μόνον ένας Carlos Salem Sola θα μπορούσε να τη «ζωντανέψει» –την παραφορά σου, λέω– μεταποιημένη σε στίχους. Αυτός ο ξέφρενος συγγραφέας του I die only on Sundays– ο Salem Sola –ο γεννημένος το ’59 στοΜπουένος Άιρες–, αυτός που ζει από το ’88 στη Μαδρίτη.
Δωμάτιο 3. 4.00 π.μ.
Είναι μέρες τώρα που έχω ένα πόνο στην καρδιά. Που ακριβώς Τατιάνα; Εδώ στο στήθος στο κέντρο, Ράισα. Θα δεις, θα σου περάσει. Έκανα ένα δώρο στον εαυτό μου, αγόρασα ένα μεταχειρισμένο ποδήλατο. Είσαι πανέτοιμη τώρα, ό,τι κι αν σου λάχει. Κανείς δεν ξέρει τι. Κάπως έτσι ηρεμώ. Τατιάνα άκου με, αύριο θα βάλουμε τα καλά μας και θα πάμε βόλτα στο Paul-Lincke-Ufer –στο κανάλι–, κάτι καλό θα μας συμβεί, θα δεις. Και θα ξοδέψουμε τα τελευταία μας ευρώ. Ευτυχώς πλήρωσα το νοίκι μιας εβδομάδας στη Σάρα. Θα περιπλανηθούμε στο ποτάμι, ώρες. Μόνες. Σαν σύννεφα. Θα μας ακολουθεί ακατάπαυστα η φαγούρα του πόθου. Για κάθε τι. Στις παραστάσεις η μαμά έδενε τα μαλλιά μου μ’ ένα μαντήλι χρώμα ροδί, Τατιάνα, σου το έχω πει αυτό; Το ξέρω. Δεν το αποχωρίζεσαι πότε. Έχω την εντύπωση ότι έχω γεννηθεί μ’ αυτό. Για όλα την ίδια εντύπωση έχεις Ράισα. Αλήθεια είναι. Από γεννήσεως κόσμου. Είτε φόρας ροδί μαντήλι, είτε κάθεσαι κι ακούς εμένα. Μόλις κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά Ράισα, Κι εγώ, σχεδόν δεν σ΄ ακούω.
Δωμάτιο 3. 4.15.
Η Ράισα είναι γερμένη στον ώμο της Τατιάνας ή η Τατιάνα στης Ράισα;
Κοιμάσαι; ψιθύρισε η Τατιάνα.
Όχι, ακούστηκε η φωνή της Ράισα, εσύ;
Ούτε’γώ, είπε η Τατιάνα.
……………………………………..
Ούτε κι εγώ, είπε χαμηλόφωνα η Κυρία του Δωματίου 3.
Σημ. Το μεταποιημένο –ως πρόζα της Τατιάνας– ποίημα του Carlos Salem Sola είναι μεταφρασμένο –όπως θυμάμαι— από την Νάταλι Φύτρου. Το είχα διαβάσει σε μια ανάρτηση της –πριν ένα χρόνο ίσως–, με είχε εντυπωσιάσει και το κράτησα. Ωστόσο δεν κράτησα τον τίτλο του ποιήματος.
Μαρία Μανωλέλη
Χαλαρή βόλτα στο κέντρο
Έμοιαζε απόγευμα κι ας ήταν μόλις δώδεκα το μεσημέρι. Δεν είχε σταματήσει να βρέχει από την ώρα που ξύπνησα. Τέτοιες μέρες είναι για να κάθεσαι μέσα στο σπίτι σου, μπροστά από μια τζαμαρία και φυσικά δίπλα στο αναμμένο τζάκι, ενώ κρατάς μια κούπα αρωματικό τσάι με τα δύο σου χέρια. Η εικόνα αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο με μια μακριά χαλαρή μπεζ ζακέτα πάνω από καρό πιτζάμες και στα πόδια σου ένα κουτάβι ή μια γάτα.
Ναι, ξέρω, καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή και προφανώς δεν ντρέπομαι για αυτό που κάνω αλλά να, θυμάμαι που όταν μπήκα στη Νομική ο πατέρας μου μας είχε πάει στην Ανάβυσσο να μας κάνει το τραπέζι στην αγαπημένη του ψαροταβέρνα. Εμένα, τη μάνα μου, την αδερφή του, την ανιψιά του και την υπάλληλό του. Στο κέντρο του τραπεζιού μια συναγρίδα που ξεπερνούσε τα δύο κιλά. Ήμασταν στο τραπέζι πέντε γυναίκες. Στην κεφαλή του τραπεζιού εγώ με ένα ριγέ φορεματάκι μίνι που έκανε τα γκαρσόνια να αλληθωρίζουν. Απέναντι μου ακριβώς καθόταν ο πατέρας μου ο οποίος ξεχείλιζε από περηφάνεια και δυο- τρεις φορές μάλιστα συγκινήθηκε. «Τώρα που μπήκε η Αννούλα στη Νομική θα έρθουν οι καλύτερές μας εποχές. Εντάξει, πρέπει να πάει στην Κομοτηνή και θα έχουμε έξοδα τα πρώτα χρόνια, αλλά μετά;» Εμείς χαμογελούσαμε πιστεύοντας πως μετά θα γυρίσω από την Κομοτηνή και η μόνη εκκρεμότητα θα είναι να νοικιάσω ένα γραφείο καθώς και να παραγγείλω μια ταμπέλα που θα γράφει Άννα Γκαβού, δικηγόρος. Τελικά, καλό μου, η ζωή τα έφερε λίγο έως πολύ διαφορετικά. Ίσως τώρα που το σκέφτομαι να μην τον αποκαλέσω «καλό μου», μπορώ να τον πω σκέτο Γιώργο που είναι μεν οικείο, αλλά όχι όσο το «καλό μου». Μετά που λες, ήρθε το έμφραγμα του πατέρα, η μάνα μου μόνη της και ανήμπορη, το δάνειο που έμεινε πίσω, η επιχείρηση, τα χρέη της επιχείρησης, ο πλειστηριασμός, ο θάνατος της μητέρας. Σου τα λέω επιγραμματικά, γιατί εδώ κι ένα μήνα έκοψα το Ζάναξ και φοβάμαι λίγο να εμβαθύνω σε τέτοια θέματα μην έχουμε κανένα πισωγύρισμα και αρχίσω πάλι την ταβανοσκόπηση. Μπα…δε θα του πω για το Ζάναξ, θα τον τρομάξω. Ίσως και για την οικογενειακή κατρακύλα να μη χρειάζεται να πω τίποτα. Δηλαδή δεν είχα το δικαίωμα να παρατήσω τη Νομική στο τρίτο έτος από καπρίτσιο και να ασχολούμαι τώρα με τα σκυλάκια επειδή τα λατρεύω; Όσο για τα Airbnb πάλι δεν έχω κανένα λόγο να του πω το παραμικρό. Θα τον πάω στο διαμέρισμα της Ριζάρη που βλέπει Λυκαβηττό και θα πω μόνο για τα φιλοζωικά σωματεία και τα αδέσποτα που περισώζουμε. Κι αυτό περιττό μου φαίνεται. Ίσως με περάσει από εκείνες που όλη μέρα ποστάρουν αδέσποτα σκυλιά και νεογέννητα γατιά. Το διαμέρισμα της Ριζάρη είναι ξενοίκιαστο μέχρι την Τετάρτη, άρα Τρίτη πρωί πρέπει να ανοίξω στην κυρία Μιράντα. Σιγά μην είμαστε ως την Τρίτη εκεί, αν είναι να είμαι μαζί του στο διαμέρισμα από σήμερα το βράδυ ως την Τρίτη τότε θα μου έχω ανοίξει άλλα προβλήματα. Μην ξεχάσω να πάρω τις παιδικές μου φωτογραφίες να τις κρεμάσω στο σαλόνι. Και μην ξεχάσω να τις ξεκρεμάσω την Τρίτη που έρχεται η καθαρίστρια. Λες και θα καταλάβει η κυρία Μιράντα ότι είμαι εγώ το παιδάκι με το κίτρινο αδιάβροχο. Να ένα τέτοιο αδιάβροχο μου χρειάζεται σήμερα. Τι γιατί αργώ να πάρω τη Νταίζη, κυρία Αλεξίου μου; Έρχομαι. Δε βλέπετε που ρίχνει καρέκλες; Να περιμένει λίγο η Νταιζούλα. Άκου θα κατουρηθεί! Τα ζωάκια αντέχουν! Τι είναι; Γριά σαν εσάς; Ωχ, έκλεισα το τηλέφωνο; Μη με άκουσε η μούμια. Σήμερα είναι η μέρα που με πληρώνει. Όπως θα τα πάρω πρέπει να πληρώσω το τηλέφωνο για να έχω ίντερνετ να συνεννοηθώ με το Γιώργο. Θα τον καλέσω κατευθείαν στο Airbnb κι ας με περάσει εύκολη, δεν είδα κανένα χαΐρι όσο ήμουν δύσκολη. Ναι, κυρία Αλεξίου, η Άννα είμαι θα κατεβάσετε τη Νταιζούλα ή θέλετε να ανέβω; Τι εννοείτε τέλος η συνεργασία μας; Σας έβρισα; Τι λέτε τώρα; Μου χρωστάτε τις βόλτες Ιανουαρίου. Είναι είκοσι πέντε με τη σημερινή είκοσι έξι. Η παλιόγρια δεν ανοίγει. Έννοια σου, κυρία Αλεξίου, ξέρω όνομα-διεύθυνση θα σου ετοιμάσω ένα εξώδικο όλο δικό σου. Έμπλεξες, κυρία Αλεξίου. Που να ξέρεις ότι αυτή η άλουστη που καπνίζει αρειμανίως και τα δάχτυλα της είναι κίτρινα -σε είχα δει που τα κοίταζες- είναι δικηγόρος, κυρία Αλεξίου μου. Με εννιά στο αστικό δίκαιο μάλιστα. Ορίστε με παίρνει τηλέφωνο να ανέβω να πληρωθώ. Α! Έλα Γιώργο, τι κάνεις; Καλά κι εγώ, να, εδώ βολτάρω στο κέντρο μωρέ.
Σταυρούλα Σκαλίδη
«Terra άνοια»
Οδός Περιστάσεως. Νίκαια. Το λιμάνι ακόμη αργεί. Χαμηλά σπίτια, κουρτινάκια πλεγμένα με το βελονάκι. Πίσω από το τζάμι, η φιγούρα μισανοίγει και κοιτάζει κλεφτά από τη νοερή κλειδαρότρυπα ανάμεσα στην κουρτίνα και το φως. Απέξω βαμμένοι ντενεκέδες για γλάστρες. Αλόες, τηλέγραφοι, αρμπαρόριζες, γιούκα, η αφθονία του μικρού και η ευτυχία του τάχα μου ασήμαντου. Κι ένας βασιλικός που δεν έχει πια αυτί για να σταθεί. Μια γη έτοιμη για διαρκή μεταφύτευση, πολλαπλασιασμό, κλάδεμα, αφανισμό, αναγέννηση, άνθιση. Μια γη που τη χαϊδεύει κι ο άνεμος από τη θάλασσα. Που φέρνει πάντα το άρωμα της προσφυγιάς να μην ξεχνάει τούτος ο τόπος από πούθε έρχεται.
Φυσάει νοτιάς απόψε. Ο Νικήτας σέρνει τη βαλιτσούλα του με τα ροδάκια που αυλακώνουν τον δρόμο και ξυπνούν τη γειτονιά. Γκράκα γκρούκα. Το GPS τον βγάζει σε μια καινούρια πολυκατοικία με πανομοιότυπα διαμερίσματα, προορισμένα για ενοικίαση με την ημέρα. Που σβήνουν τη μνήμη των ταξιδιωτών, τα ίχνη ότι πέρασαν από δω. Ποιος θέλει να θυμάται; «Terra incognita» έλεγε η επιγραφή κάτω στην είσοδο και στη διαφήμιση στο ίντερνετ. Μα, τον κοιτάζει από απέναντι ένας γερασμένος ίσκιος, κρυμμένος πίσω από το παρασόλι του.
«Φτάσατε στον προορισμό σας», του λέει η κοπέλα από τη συσκευή. Αχ, και τι δεν θα ‘δινε να άκουγε και πάλι τη φωνή της Σοφίας δίπλα του, να ένιωθε την ανασεμιά της κοντά του. Με το ηλεκτρονικό του κλειδί, άνοιξε και μπήκε. Σείστηκε η σκιά από το σπιτάκι απέναντι. Ανέβηκε στο προσωρινό του κατάλυμα, βγήκε στο μπαλκόνι κι άναψε τσιγάρο. Λες κι ατένιζε από τη γέφυρα του πλοίου. Πρέπει να ξαναφύγει γρήγορα ταξίδι. Δεν τον βαστάει η γη, ο τόπος. Πνίγεται στις στεριές κι όχι στις θάλασσες. Να μπαρκάρει πάλι. Γαμώ τις θάλασσες, γαμώ, που τον έχουν ξελογιάσει από πιτσιρίκο, τότε που μεγάλωνε στη Ρόδο. Ο Μαραμπού κι ο Ιδανικός κι ανάξιος εραστής. Τα κάμελ και τα ουίσκια και οι τόνοι βιβλία με ποίματα στην καμπίνα του, του Πλοιάρχου. Ζωή, μόνο για τα παραμύθια κι αυτούς που τα πιστεύουν. Κατά τ’ άλλα, σε τσακίζει κόκκαλο κόκκαλο η μοναξιά, σε τρώει από τα μέσα σαν την υγρασία.
Τι χρειαζόταν να τσακωθεί μαζί της, πες μου, τι; Δεν ήταν η Σοφία το πλήρωμά του για να τις δώσει διαταγές και να σταθεί στο ένα πόδι. Δεν ήταν η Σοφία για την αγριάδα από την αρμύρα που τον έχει φάει. Δεν ήταν η Σοφία για να της πουλήσει αντριλίκι. «Α, ρε Σοφία. Να σε είχα νωρίτερα. Και να μην άνοιγα το στόμα μου να σε πληγώσω».
«Νεαρέ», του φωνάζει η σκιά που ξεπρόβαλε από το παραθύρι απέναντι, με φωνή λίγο τρεμάμενη αλλά κοριτσίστικη που έβγαινε από ένα γέρικο σκαρί, περιποιημένο και περί πολλού. «Τι έννοιες και λογισμοί σε τρώνε; Κόπιασε να σου ψήσω καφέ, παλικάρι μου. Έλα, μην ντρέπεσαι, έλα και θα σου πω και τη μοίρα σου και το ριζικό σου, για ό,τι καημό σε παραστέκει.» Ποιος παραστέκει ποιον…
Μπαϊλντισμένος κατέβηκε. Μαθημένος να παραδίνεται στις θαλασσινές βουλές. Πήγε στο στοιχειό που τον περίμενε να του πει τα παρακάτω, λες και δεν τα ‘ξερε. Μ’ αυτά τα μυαλά, έχασε τη Σοφία. «Με τα ίδια και θα την κερδίσεις» του ‘πε αυτό το αερικό που είχε μπροστά του. Νυχτικιά φαρδιά φαντασματένια κι απέξω ζακετούλα πλεχτή να την τυλίγει, παντοφλάκια που ξεκούραζαν τα γυρισμένα προς τα μέσα, από το βάρος της ζωής, ποδαράκια της. Καλοχτενισμένη, με φούξια κραγιόν μια γραμμή τα χειλάκια της και μια γαλάζια ιδέα, πάνω στα βλέφαρα, απλωμένη σκιά. Ισμήνη από τη Σμύρνη, του συστήθηκε. Γεννήθηκε στη γειτονιά από τους διωγμένους της γονείς. Μέσα στους καταυλισμούς. Εκεί έμαθε και τη μοίρα και τη ζωή και την ανθρωπιά. Μόνο αυτά θυμάται. Και να λέει τον καφέ. Την τράπουλα δεν τη βρίσκει πια. Πώς θυμάται να ψήσει καφέ; Πώς;
Κι ο Νικήτας, δυο μέτρα άντρας, καπετάνιος, έχει πέσει στην ανάγκη της. Εμ, ό,τι κοροϊδεύεις, το λούζεσαι, μάγκα μου. Θυμάται που η γιαγιά του στα τελευταία στάδια της γεροντικής της άνοιας έριχνε τάιντ στον καφέ αντί για ζάχαρη κι έχει τον νου του. Μην τον ξενοιάσει κιόλας. Κι αρχίζει το δικό της παραμύθι η Ισμηνούλα η Σμυρνιά. Το τραγούδι μιας σειρήνας από το παρελθόν ήρθε και τον τύλιξε ιστός αράχνης, έλιωσε στη γλυκερή θαλπωρή της φωνής της γερασμένης νεράιδας και βυθίστηκε μέσα του στα βαθιά του σκοτάδια που μόνο στη θάλασσα ομολογεί. Εμ, πώς νομίζεις ότι γιάνει η ψυχή; Αιχμαλωτισμένος στην terra άνοια μπροστά του, με ένα καφεδάκι για φάρμακο, του κρατάει το χέρι και τον παραστέκει στον πόνο του ένα σκαρί τάχα μου απόμαχο και του λέει τι πορεία να τραβήξει, κατά πού να δείχνει η πυξίδα της καρδιάς του, πώς να ξανακερδίσει τη Σοφία. Χάνεται και ποτέ; Τον ξεπροβοδίζει μ’ ένα κλαδάκι βασιλικό που απιθώνει απαλά στ’ αυτί του. «Να σε φυλάει ο Θεός», του γουργουρίζει ετούτη η ξεχασμένη παναγιά της Νίκαιας, Περιστάσεως και παραμυθιού γωνία.
Νίκη Τρουλλινού
Via Athenea
Μήπως παρασύρθηκα; Μήπως ξεπέρασα τα όρια; αναρωτήθηκα. Χρόνια ταξιδεύω μόνη∙ είναι αλλιώς να είσαι μόνη όταν ταξιδεύεις, παραδίδεσαι στον τόπο και το χρόνο, αφήνεις ολοσχερώς πίσω τη γλώσσα σου, διαπραγματεύεσαι με τον ξένο, τον άλλο, χάνεσαι και βρίσκεσαι πάλι, μια πλατεία, ένας μανάβης με καρότσι, μια φωνή από το μιναρέ, ένα καφενείο ή το μπαράκι με τους μαύρους στη λεωφόρο∙ τώρα σε τρένα και λεωφορεία στην αγαπημένη Σικελία. Τώρα,είχα πάρει το δρόμο από την πιάτσα Πιραντέλο, φαρδούτσικος στην αρχή, δεν χάνεσαι, σκέφτηκα, εδώ, και συνέχισα να προχωρώ στα στενά σοκάκια προς τα πάνω. Τον Ακράγαντα, λένε οι μύθοι, τον έκτισε ο Δαίδαλος, ο αρχιτέκτονας του Λαβυρίνθου, μα πάλι ποιος δίνει σημασία στους συμβολισμούς των μύθων. Λογικά θα έβρισκα εύκολα το Ντουόμο στην κορυφή, άλλωστε ήταν όμορφα εκεί μέσα, το δειλινό χάριζε κάτι το γλυκό και συνάμα ξινό στην ατμόσφαιρα∙ μπουγάδες απλωμένες ψηλά από τοίχο σε τοίχο, σκυλιά νωθρά λες και τα ‘χεκορώσει κι αυτά η ζέστη που καλά κρατούσε μέσα τους ψηλούς τοίχους της παλιάς ακρόπολης, ύστερα όλο και πιο εγκαταλελειμμένα σπίτια, σκουπίδια δεξιά κι αριστερά, κι ας ήταν ούτε μέτρο το φάρδος του σοκακιού, το ξινό ήτανκάτουρο και όλο και πιο σκοτεινά έμοιαζαν όλα. Πρόλαβα να σκεφτώ πως ίσως είμαι στο Rabato, την πιο παλιά γειτονιά του Αγκριτζέντο, «μη χαθείς μέσα στο Ραμπάτο, δεν θα στο συνιστούσα» ήρθε η φωνή του φίλου στο Παλέρμο. Αιώνες πριν το κατοικούσαν Άραβες, τώρα μετανάστες από την Τυνησία, τη Σενεγάλη και το Μαρόκο, απελπισμένοι Αφρικανοί περνούν τα στενά από την Αφρική στη Λαμπεντούζα, κάτι παραπάνω από εκατό χιλιόμετρα θάλασσα, πολλοί πνίγονται εκεί με το όνειρο της Δύσης πίσω από τα μάτια. Πρέπει να ομολογήσω στον εαυτό μου πως φοβάμαι -ξαφνικά φοβάμαι ολομόναχη μέσα στο μισοσκόταδο του σοκακιού. Και πέφτω πάνω στην παρέα των παιδιών.
Οι πιτσιρικάδες ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκάξι το πολύ, πάνω σε παλιά μηχανάκια που μαρσάρουν τ’ αγόρια, δυο τρεις κοπελίτσες φτωχικά ντυμένες κι όμως λαμπερές μέσα στο παιχνίδισμα του φλερτ, μιλάνε όλα μαζί και σιωπούν ξαφνικά στην εμφάνισή μου. «Πως θα φθάσω στο Ντουόμο;», ρωτώ, και ακολουθώ τα σινιάλα των χεριών τους και κάτι γνωστά sinistraκαι a destra. Περπατώ σφιγμένη γιατί ακούω τις μηχανές τους να μαρσάρουν πίσω μου, περνάνε βολίδες δίπλα μου, ξυστά, χάνονται σε κατηφορικό σοκάκι κάπου παράλληλα και πάλι μουγκρίζουν στα αυτιά μου. Φοβάμαι. Σφίγγω τη τσάντα μου στη μασχάλη, μυρίζω το φόβο να τρέχει από το σώμα μου και να συναντά τη μυρωδιά του κάτουρου που παντού γύρω βρωμάει, τακτοποιώ τις σκέψεις μου∙ «ως έστρωσες κοιμήσου, ηρωική μεγαλοκοπέλα, ο αυτοσαρκασμός σώζει τα έρμα, να ‘τον και τον Σισιλιάνο Αντρέα Καμιλέρι με τις ιστορίες του, πτώμα μεσήλικης τουρίστριας στα στενά του Ακράγαντα, βρέθηκαν πάνω της ερωτικές επιστολές με την υπογραφή κάποιου κυρίου Λεονάρντο Σάσα:«είμαι ένα ακρωτηριασμένο άγαλμα στο βάθος του καθαρού νερού / με μια αιωρούμενη και θρυμματισμένη χειρονομία», εκφράζονται ερωτήματα εάν είχε σώας τας φρένας,κουβαλούσε κι ένα βιβλίο με τίτλο, άκουσον, άκουσον, «η νύκτα της κουκουβάγιας», η φωτογραφική μηχανή ίσως δώσει απαντήσεις στο μυστήριο.».
Οι μηχανές των αγοριών με ξεκουφαίνουν και τα πόδια μου μόλις υπακούουν στο κέλευσμα του μυαλού, κρατήσου ακόμα λίγο, επιτέλους στην κορυφή, τα μηχανάκια κάνουν κύκλο γύρω μου και περήφανα τα αγόρια φωνάζουν: «Εcolo, signiora, il Duomo!». Αχ, πόσο δυνατά γέλασα μαζί τους, πόσο όμορφα τα πρόσωπά τους, πόσο ωραίο μου φάνηκε το Ντουόμο, πόσο με πίκρανε με τα κτισμένα, τυφλά λομβαρδικά του παράθυρα. Ύστερα κατηφόρισα κι αναζήτησα στο στερνό φως της ημέρας την Santa Maria dei Greci, Ο καθολικός παπάς που βρέθηκε στο δρόμο μου με πληροφόρησε πως, οι Έλληνες δεν είναι πια εδώ, ”I sono grecia” πεισμωμένη του απάντησα. Κι ανακουφισμένη απομακρυνόμουν όταν πρόσεξα πως ένα αυτοκίνητο της πολιτσία με ακολουθούσε διακριτικά, από τον κεντρικότερο δρόμο ως να βγω τελείως από τα δαιδαλώδη στενοσόκακα. Στην οδό Ματτεότι είπα στο σκουρόχρωμο μανάβη, «ένα κιλό κεράσια, παρακαλώ», τ’ αγκάλιασα στη χάρτινη σακούλα τους και βγήκα σε κείνο το ξέφωτο, απ’ όπου είχα ξεκινήσει, γωνία της πιάτσα Πιραντέλο, με την οδό Σινάτρα. Τ’ ακούμπησα στη φούστα κι άπλυτα όπως ήταν έτρωγα, τα κεράσια, κι αγνάντευα τους κάκτους μπροστά μου στο μικρό πάρκο, στο βάθος αριστερά την Κοιλάδα με τους αρχαίους ναούς, κάτω μπροστά στα πόδια μου το Πορτομπέλο, και παντού τη θάλασσα, τη Μεσόγειο. Νόμιζα ότι άκουγα φωνές στα αυτιά μου, μια ο Πιραντέλλο τσακωνότανε με τον πατέρα του, μια ο Μαρκόνι πανηγύριζε τον ασύρματό του, Σάσα και Καμιλέρι με είχαν ήδη ξεμυαλίσει, με τούτα και τ’ άλλα, τέλειωσαν τα κεράσια και με βρήκε η νύκτα.
Η απόφαση παρμένη από ώρες μέσα μου, «δεν πάω πουθενά, μόνο ένα κρεβάτι να βρω κι έναν καφέ το πρωί».
Ανηφορίζω την via Athenea, οδός Αθηνάς ή οδός Αθήνας; Αριστερά λίγα σκαλιά, μια πανσιόν από εκείνες που ακόμη δεν έχουν πάρει κανένα όνομα, καμίας γνωστής φίρμας, είμαι εξαντλημένη, ένα δωμάτιο, λέω στη γυναίκα που «είμαι η Σόνια» είπε. Μάζεψα τα κομμάτια μου, τίποτα δεν ήθελε. Ούτε διαβατήριο, ούτε να πληρωθεί, «domani» είπε, πρόλαβα να πετάξω τα ολοσκόνιστα αθλητικά από τα πόδια. Τίποτε άλλο.
Το πρωί μια καμπάνα μπήκε στο δωμάτιό μου, διακριτική, σύντομη, σχεδόν χαμηλόφωνη. Άνοιξα το κουφωμένο πατζούρι και βρέθηκα ψηλά, πάνω από το στενάκι της κάτω πόλης, πάνω από την παλιά εκκλησιά και στο βάθος, να την πάλι η Μεσόγειος, άστραφτε στον ήλιο. Μα ήταν η καμπάνα που έκανε τη διαφορά.
Στην ταράτσα της πανσιόν ένας πιτσιρικάς με πλησιάζει, «πώς πίνετε τον καφέ σας» ρωτά σε σπασμένα αγγλικά. Τον κοιτώ. Χαμογελά μουδιασμένος, χαμογελώ, γελάει συγκρατημένα, γελάω πιο χαρούμενα, γελάει δυνατά, τον ακολουθώ, κοιτάζει η μάνα του η Σόνια, γυρνούν το κεφάλι οι συνδαιτυμόνες του πρωινού, γυρνάει την πλάτη χωρίς άλλη ερώτηση, και επιστρέφει σύντομα με ένα σούπερ ντούπερ πρωινό σε μεγάλο δίσκο. Κι όταν θα γνωριστούμε καλύτερα «τι ωραία που ήταν χθες» είπα, απάντησε σιγά πολύ: «μην το ξανακάνετε, κυρία…».
Όταν με πιάνει η νοσταλγία για το Αγκριτζέντο σερφάρω στο διαδίκτυο, και βρίσκω την πανσιόν στο νούμερο που θυμάμαι∙ τώρα είναι πανεύκολο, μια πλατφόρμα με λίγα αρχικά, AirBnB, την συνιστά στους τουρίστες∙ δεν την λένε Σόνια πια, μα Λεονάρντο.