Περί απώλειας
Υποδεχόμαστε το νέο έτος με «7+1 διηγήματα» για την απώλεια, ως αναπόφευκτο πέρασμα σε επόμενη συνθήκη, ως παράμετρο αποδοχής της φθαρτής και αναλώσιμης υπόστασης, ως μοχλό επαναπροσδιορισμού του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουμε και εκτιμάμε τη ζωή. Η απώλεια κινητοποιεί μια δέηση για όσα βιώσαμε, όσα χάθηκαν, για όσα μας προσμένουν. Η απώλεια λούζεται μέσα στην οδύνη στέργοντας το φέγγος. Η απώλεια αναδεικνύει τα πιο κρυφά απωθημένα, τις πιο τρελές αναλαμπές, την πιο βαθιά σιγή, οργή, αμφισβήτηση, συνειδητοποίηση, αποδοχή. Η απώλεια δίνει αξία στα πιο μικρά και πιο πολύτιμα, στα στοιχειώδη όμορφα που θεωρούμε δεδομένα. Η απώλεια είναι μια μετάβαση από το απύθμενο σκοτάδι προς ένα νέο φως, όποιο κι αν είναι, όποιο χρώμα κι αν ενέχει.
Ανθολόγηση: Τζούλια Γκανάσου
Miro/Hand catching a bird, 1926
Γιούλη Αναστασοπούλου
«Προσωρινά»
Tης είπανε για λίγες μέρες θα είναι, δεν θα κρατήσει, θα ξαναπάει στη λέσχη. Έτσι της είχανε πει και πριν δυο χρόνια∙ μείνε για λίγο στη λάντζα και άμα ανοίξει θέση σέρβις θα είσαι η πρώτη που θα περάσει μέσα. Έτσι της είχανε πει και για τον Στάθη. Βάλε παντού αφίσες, κάποιος θα τον έχει δει, δεν άνοιξε η γη να τον καταπιεί, δεν έβαλε τσιπάκι, χίλιες φορές είχε πει ότι δεν ήθελε να τον πονέσει, γι’ αυτό, πονεμένος ήταν, φαινόταν στα μάτια, μόνο να τον χαϊδεύει ήθελε, έτσι όπως τον άγγιζε, σα να πέρναγε το δέρμα της στο δέρμα του.
Ακόμα ψάχνει τον Σταθάκο, όλα προσωρινά είναι λένε, κανόνας, από τη λάντζα όμως έφυγε, δεν άντεξε την αρρώστια τους. O δικός της κανόνας ήταν ένας∙ καλύτερα να’χεις μια αρρώστια με εξήγηση γιατί με τα ψυχολογικά δεν τα έβγαζε πέρα, δώσε της ράμματα, πρηξίματα, γύψους, φάρμακα. Για την παλινδρόμηση παίρνει οροπεριντίς, για την ταχυκαρδία τιλντιέμ, για το αναπνευστικό της φόστερ και σινγκιουλέρ, με τα ψυχολογικά δεν θέλει να μπλέξει, τα παντρεύεσαι, τα παίρνεις μαζί, τα μηρυκάζεις όλη μέρα στο τιμόνι.
Το τιμόνι τ’ αγάπησε, το ταξί της, ο δρόμος που απλώνεται, αυτό της άρεσε, να νομίζεις ότι κάτι σε περιμένει. Τώρα της κλείσανε και τον δρόμο, λοκντάουν λέει, προσωρινά, σάμπως και την νοιάζει να αρρωστήσει, δεν τη ρωτήσανε αν τη νοιάζει, αυτή είναι άρρωστη από τότε που γεννήθηκε.
Κανόνας δεύτερος: Όταν δεν έχεις βενζίνη μην ξεκινάς για πουθενά, προκαλείς την τύχη σου. Αν έχεις τύχη διάβαινε. Κανόνας τρίτος: Ακόμα και αν έχεις τύχη βουνό και το βουνό πρέπει να το σκαρφαλώσεις.
Το βουνό το σκαρφάλωσε τριάντα τρείς μέρες πριν το λοκντάουν. Όσα τα χρόνια του Χριστού. Έμαθε για τη λέσχη από τον Μάκη στο προποτζίδικο. Στέλλα, της είπε, εκεί να πας, να γίνεις μέλος, να έχεις ένα ταβάνι πάνω από το κεφάλι σου, μην είσαι σόλο, βρέξει χιονίσει, για τα δικαιώματά σου να τρέχει κάποιος να σε στηρίζει, εσύ δεν μπορείς.
Κανόνας τέταρτος: Όταν όλοι σου λένε ότι δεν μπορείς, δεν θα μπορέσεις. Φωλιάζει μέσα σου ο σπόρος της αμφιβολίας, τα πόδια σου λιποψυχάνε. Ανέβηκε το βουνό και το κατέβηκε, η μεγαλύτερή της δυσκολία οι ανθρώπινες σχέσεις, πήρε εντέλει αριθμό πρωτοκόλλου. Μόλις έγινε μέλος η λέσχη έκλεισε δεν πρόλαβε να το χαρεί, κόλλησε την κάρτα της στο ψυγείο να τη βλέπει – ωραία μεγάλα γράμματα και η φωτογραφία της να της μοιάζει λίγο από το αριστερό μέρος. Το ταξί είναι παρκαρισμένο έξω από το παλαιοπωλείο του κυρ-Γιάννη. Ανοίγει το πρωί τα παραθυρόφυλλα τέντα, κρεμιέται στο παράθυρο, αυτό σιωπηλό και πιστό δεν κουνάει.
Θα το έπιανε το τιμόνι, δεν καταλαβαίνει αυτή από απαγορεύσεις, τη μεγαλύτερη απαγόρευση την έβαλε εκείνη στον εαυτό της μια μέρα και από εκεί και πέρα· έτσι κι έγινε. Είπε θα πορευτεί μόνη της, τι να της πουν τώρα τα μείνε μέσα και κάτσε μέσα, όλη της τη ζωή μέσα είναι· ακόμα κι όταν είναι έξω, μέσα είναι.
Κανόνας πέμπτος: Όταν σε ακολουθούν σκιές, άνοιξε διάπλατα την πόρτα σου να μπουν και βάλε ζώνη. Κανόνας έκτος: Ο έρωτας δεν είναι για όλους, όπως και το τιμόνι.
Στην πιάτσα την φωνάζουν Τσίκι, το Στέλλα το γράφει μόνο η ταυτότητα. Το Τσίκι της το βγάλανε επειδή τρώει πασατέμπο, ο πασατέμπος είναι βάλσαμο στις αναμονές. Οι αναμονές δεν τη σκοτώνουν πια. Όλα έχουν περάσει. Είναι σαν να χάνεις το ΚΤΕΛ, τέτοια η ανακούφιση, όσο τρέχεις ελπίζεις, άμα το χάσεις πάει, αράζεις στο αναψυκτήριο και πίνεις την πορτοκαλάδα σου, έχει επόμενο – για τους άλλους έχει.
Τώρα θα αράξει αναγκαστικά.
Στην πολυκατοικία γκρινιάζουν, τους ακούει, πάντα τους άκουγε, εξώπορτες, συναγερμοί, κλειδιά που κουδουνίζουν, βήχας ξερός και παραγωγικός, ακόμα και ο βήχας να είναι παραγωγικός, να μην κοπροσκυλάει ο βήχας. Εδώ και μια βδομάδα ησύχασε από τα μπες-βγες, κάθε μέρα μοιάζει με Κυριακή ξημέρωμα που ‘χει χώρο ν’ ακούσεις όλους τους ήχους της πλάσης. Ακούει τα δέντρα που ξυπνάνε και τεντώνονται, τα πουλιά ν’ ανοίγουν τρύπες στη φυλλωσιά, τα σκουλήκια που έρπουν στο νωπό χώμα ακόμα και το τσιμέντο ακούει να φουσκώνει.
Αυτή η σιωπή την καθησυχάζει, τη σκεπάζει γλυκά, της φαίνεται ότι ρίχνει και την ταχυκαρδία της. Κοιμάται μαζί τους, τρώει μαζί τους, μένει μέσα μαζί τους. Χθες φρόντισε να περπατάει πάνω στις περπατησιές τους. Βήματα στο μπάνιο αυτοί, στο μπάνιο και αυτή. Κατσαρολικά στην κουζίνα, αρπάζει το τηγάνι σκαρφίζεται να τηγανίσει ένα αυγό. Χοροπηδάνε τα παιδιά τους, ανεβαίνει στο κρεββάτι και κάνει τραμπολίνο.
Πρώτη φορά κάθεται τόσο πολύ, πριν μερικές μέρες βάραγε δεκαοχτάωρα στο δρόμο, γύρναγε σπίτι, ούτε που θυμόταν αν είχε φάει, έριχνε το κουφάρι της στο κρεββάτι και μετά πάλι άγιος ο θεός. Τότε τα Σάββατα ήταν αλλιώς, από τότε που είναι στο τιμόνι σταμάτησε να ανησυχεί για τα Σάββατα. Δεν είχε να πάει πουθενά, πάνε χρόνια που δεν πηγαίνει τον εαυτό της πουθενά. Άμα είναι να πάει άλλον πετάει τη σκούφια της.
Τριάντα τρείς μέρες μετά το λοκντάουν η ταχυκαρδία έγινε απαλό καρδιοχτύπι. Είναι ένας σταθμός που έβαζε στο ράδιο λίγο πριν τελειώσει η βάρδια, της καληνύχτας. Έτσι συντονίστηκε η καρδιά της στον σταθμό και στο καρδιογράφημα της πολυκατοικίας, καρδιογράφημα που δεν έχανε ούτε τικ. Τη Δευτέρα τούς ξαμολάνε θα αφήσει πρώτα να πάνε οι άλλοι συνάδελφοι, δεν θα βγει. Θα παρατείνει την κλεισούρα της, προσωρινά, μαλάκωσαν τα πόδια της. Το τελευταίο σαββατοκύριακο πριν τους ξαμολύσουν έμεινε στο σπίτι και δεν άνοιξε ούτε τηλεόραση, ούτε ράδιο. Κάθισε στην πολυθρόνα, έκλεισε τα μάτια της και έβαλε όλες τις δυνάμεις της στην ακοή. Σαν να ‘ταν υπερφυσική η ακοή της, τούς άκουσε πρώτη φορά να πονάνε πραγματικά, με πόνο βαθύ να καταχωνιάζουν τα κλειδιά τους, να κρύβουν τα παπούτσια τους, να χώνονται πιο βαθιά στα ρούχα τους. Ήταν το πιο όμορφο Σάββατο της ζωής της, όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι παρέα, κανείς μόνος. Γιατί τίποτα δεν είναι προσωρινό, όλα μόνιμα είναι και όλα έρχονται για να μείνουν και άσ’ τους να λένε, για πάντα κρατάνε όλα, μέχρι να τελειώσει το πάντα και πρώτα θα τελειώσει το πάντα και μετά εμείς. Κανόνας εφτά, το νούμερο εφτά είναι το πιο μυστηριώδες νούμερο: Όταν σταματήσει πια να σε νοιάζει, τότε γίνονται και θαύματα.
Ρένα Τσαγγαίου/Weaping woman, 2008
Τζούλια Γκανάσου
«Βήματα»
Ξύπνησε με τα πόδια μουδιασμένα. Τα βήματα είχανε μικρύνει. Θα είναι πρόσκαιρο, μονολόγησε δειλά. «Έχω κράμπα…», «Έχω πιαστεί…», «Χτύπησα λίγο…», υποστήριζε σε όσους βρίσκονταν τριγύρω. Καθώς πέρναγε ο καιρός, προβληματίστηκε. Ενώ έδινε την ίδια, πάγια εντολή απ’ τον εγκέφαλο, τα βήματά του μίκραιναν. Έκανε ασκήσεις, μαλάξεις, βάδειν αλλά… Οι νόμοι της φύσης, της Φυσικής, της επιβίωσης επιβάλλουν να αγωνίζεσαι, ν’ ακούς το σώμα, να προσέχεις και να προσμένεις αυτοΐαση. Θα επανέλθουν τα βήματα (πίστεψε το), θα ανακτήσεις την κίνηση στη μέση σου (θα δεις), θα μπορείς να σκύψεις και να δέσεις τα κορδόνια, το σώμα θα βρει τρόπο, πρόκειται για μια στιγμή αδυναμίας, κάτι προσπαθεί να αντιμετωπίσει ο εγκέφαλος, κάποιο ζήτημα πρέπει να επιλύσει… Κάτι ξέχασε. Πόσων ετών είναι ο εγγονός; Πότε γεννήθηκε; Το 2011. Πόσο έχουμε σήμερα; Κάνε την πράξη. Μπράβο! Σου πήρε λίγο παραπάνω αλλά δεν ήσουν συγκεντρωμένος και απόλυτα… Έτσι εξηγείται που δεν θυμάσαι το όνομα ετούτης της πλατείας. Είσαι αφηρημένος τελευταία, σκέφτεσαι όλο τα παλιά. Οφείλουμε να επιτρέπουμε μια χαλαρότητα, μια αστοχία ή αποτυχία στον εαυτό μας. Τι είμαστε, ρομπότ; Η απόλυτη οργάνωση, αυτοματοποίηση, τυποποίηση, μαζοποίηση των πάντων οδηγεί σε εκφυλισμό. Ωραία σκέψη, με συγκρότηση. Πάει μαζί με τη χαλάρωση. Μαζί με τα λιλιπούτεια βήματα που σέρνονται πλέον πιο πολύ… Το αριστερό πόδι επιδεικνύει ανυπακοή. Όταν ακινητοποιείται, το βλέφαρο της ίδιας πλευράς έχει την τάση να σφαλίζει. Δεν είναι τίποτα, μην ανησυχείς. Θα πάρεις βιταμίνες και θα ξαπλώνεις περισσότερο, θα δώσεις χρόνο στο κορμί. Τόσα χρόνια Φυσικός ξέρεις τους Νόμους. Αν προσπαθήσεις πιο πολύ, αν κάνεις κάθε μέρα ασκήσεις, αν παίρνεις τα χάπια και την άνοστη αγωγή, αν προσέχεις, προσέχεις και προσέχεις, θα βοηθήσεις το κορμί. Ήσουν υπάκουος, αυστηρά πειθαρχημένος σε όλη τη ζωή… Δεν μπορεί να πει κανείς τίποτε άλλο. Οπότε, απομένει να πιστέψεις. Ακριβώς. Να είσαι αποφασιστικός: θα σκύψεις και θα πραγματοποιήσεις την καμπύλη ώστε να κόψεις τα νύχια των ποδιών. Δεν χρειάζεσαι ειδικό. Το σώμα έχει ευφυΐα, θα βρει τον τρόπο, θα επιστρέψει. Αρκεί να έχεις υπομονή και επιμονή.
Όλοι υπερθεματίζουν! Γιατί; Όλοι κάνουν ότι ξέρουν. Μα ποιος γνωρίζει, στα αλήθεια, τι θέλει το κορμί; Κοιτάνε κάτι χαρτιά, με πάνε για εξετάσεις και ψάχνουν, ψάχνουν, ψάχνουν… Δεν υπάρχει λόγος. Είναι καλοκαίρι! Μπορούμε να περπατάμε μισοντυμένοι και ξυπόλυτοι. Εμφανίστηκαν και τα παγωτά! Φέρε έναν πύραυλο να φάμε παρεούλα. Ω! Είναι καταπληκτικό! Φέρε κι άλλο! Ένα ξυλάκι με επικάλυψη σοκολάτας που δεν είναι σοκολάτα, όπως λες… Άσε τι θα πει η γιαγιά. Μπράβο! Έλα να το φάμε στο μπαλκόνι!
Τι; Αφού το είπε ο γιατρός: φταίει το στρώμα που δεν νιώθω το ισχίο. Στραβοκοιμήθηκα… Θα φέρω το άλλο να το αλλάξω. Πρέπει να εναλλάσσεται το σημείο οπού ξεκουράζεται η σπονδυλική στήλη. Εκεί είναι το κλειδί! Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Μην στενοχωριέσαι, γυναίκα, είμαι καλά. Δεν μπορώ να σε βλέπω να κάθεσαι έτσι στην καρέκλα. Γιατί γέρνεις προς τα εμπρός; Γιατί φοράς μαύρα ρούχα και φαίνεσαι θλιμμένη ή θυμωμένη διαρκώς; Δεν με ακούς; Σου μιλάω! Είμαι καλά! Σηκώνομαι από το κρεβάτι, πάω στην τουαλέτα, πλένομαι, ντύνομαι, πίνω, τρώω, διαβάζω, γράφω, βλέπω τηλεόραση, όλα τα κάνω μια χαρά. Τώρα, θα πάω στην αυλή με τη μαγκούρα. Μη φοβάσαι, θα προσέξω, δεν θα βγω. Πότε θα έρθει το παιδί; Περίφημα! Μέχρι τότε θα επιστρέψω…
Δεν ξέρω γιατί κουνιέται το αριστερό χέρι ανεξέλεγκτα. Το σώμα δοκιμάζει μεθόδους άθλησης της ύπαρξης χωρίς να με ρωτάει. Βλέπω την κόρη με ένα ροζ παλτό να κάθεται θλιμμένη. Γιατί είσαι στενοχωρημένη, αγαπημένη μου; Ήταν ωραία στο χωριό. Μόνο που έφυγα νωρίς… Με στείλανε στην πόλη να συνεχίσω το σχολειό. Δώδεκα χρονών και ήμουν μόνος, τελείως μόνος, για καιρό. Πού βρίσκομαι; Όχι, δεν έφτασα ακόμη κοντά στο πατρικό. Μάλλον θα πρέπει να στρίψω εδώ για να το βρω… Μάλλον θα πρέπει να ρωτήσω… Ποιος είναι ο άντρας με τον σκύλο; Γιατί με κοιτάει με τέτοιο τρόπο; Είναι εχθρός! Πρέπει να τρέξω! Ελάτε, πόδια, κουνηθείτε! Τώρα, είναι σοβαρό! Δεν έχω ιδέα που να πάω… Δεν έχω ιδέα ποιος είμαι, πώς με λένε, τι ρωτώ… Θα κάτσω δίπλα, εκεί πέρα, στο πεζούλι να ξαποστάσω, να σκεφτώ. Αν προσπαθήσω πιο πολύ, θα θυμηθώ. Μυρίζει άσχημα εδώ. Μόνο που τρέχει ένα ζεστό υγρό στα πόδια και δεν μπορώ να σηκωθώ. Πόσο όμορφα ήταν όταν σκαρφάλωνα επάνω στις μουριές στην αυλή μας στο χωριό… Κρυβόμουν και έβλεπα από ψηλά όλο τον κόσμο. Μου άνηκε ο γαλαξίας και το σύμπαν και όλα ήταν φωτεινά… Κι ύστερα, έβλεπα τη μάνα με ένα λευκό μακρύ φουστάνι, νέα, όμορφη, γελαστή και χαρωπή να με καλεί για φαγητό. Κατέβαινα τρέχοντας, τη γαργαλούσα όπου έβρισκα και έπεφτα μες στην αγκαλιά της. Εκείνη με κράταγε σφιχτά, με κουνούσε δεξιά κι αριστερά, με φιλούσε στο κούτελο και μέσα στα μαλλιά και μύριζε γιασεμί, λιβάνι και κοτόπουλο ψητό στον φούρνο με πατάτες, ναι, μύριζε συχνά Πρωτοχρονιά. Κάποιοι τρέχουν προς το μέρος μου. Μια γυναίκα με μαύρα ρούχα και μια άλλη με ροζ. Με φιλάνε και νιώθω ζεστασιά. Μυρίζει μάνα. Καλή χρονιά, μαμά! Καλή χρονιά σε όλους κι ας έχουμε βήματα μικρά…
Paul Gauguin/The Loss of Virginity, 1891
Κατερίνα Μαλακατέ
Τα φτερά της πεταλούδας
Χτυπάει συνέχεια η καμπάνα. Είμαι πολύ κουρασμένη, όλα μοιάζουν μάταια, τόσο μάταια όσο το να κοιτάζεις την πίεση κάποιας να ανεβαίνει όταν αυτή παραληρεί ή κοιμάται. Πίνω καφέ καφετιέρας, έτσι τον λέω, ούτε γαλλικό, ούτε αμερικάνικο, ούτε φίλτρου, γιατί αυτό είναι, καφές καφετιέρας, μια μόνο κούπα μού επιτρέπεται πλέον, αν είναι να κοιμηθώ κάποια στιγμή τα βράδια. Αν με άφηναν, θα κοιμόμουν άραγε;
Μια σκέψη μόνο φευγαλέα, γιατί πρέπει πάλι να της πάρω την πίεση και να σκεφτώ τα χάπια και να μετρήσω με τα χέρια μου την περίμετρο των αστραγάλων της, να βγάλω συμπέρασμα εγώ, από τους δικούς της αστράγαλους, αν είναι πρησμένοι οι αστράγαλοι από την καρδιακή ανεπάρκεια και την πνευμονική εμβολή ή απλά πρησμένοι από την αδηφάγα της όρεξη για ζωή. Αν οι αστράγαλοι της, κι όλο της το σώμα, που με τρώει απαλά κάθε μέρα, είναι φτιαγμένα πια από τη σάρκα μου και τα υγρά μου. Τα υγρά μου, που κάθονται πάνω μου, μόνο πάνω μου, και φτιάχνουν αυτή την ανάκατη μυρωδιά νοσοκομείου και ιδρώτα κάτω χαμηλά. Κι οι γιατροί δεν με κοιτάνε. Τι να κοιτάξουν από αυτή τη σάρκα, που κοιτάει την άλλη σάρκα με αγωνία και τη μέτρηση στο πιεσόμετρο.
Κάποτε ονειρεύομαι πως τα ροζ μαντήλια μου θα γοητεύσουν κάποιον, κάποιον περαστικό, που θα θέλει να αγαπήσει τα μάτια μου, έναν άντρα ήπιο στους τρόπους που θα με γαμάει με καύλα. Αυτό μου είπες τότε. Είσαι άτυχη, κανένας δεν σε έχει γαμήσει με καύλα, αλλιώς θα την παρατούσες την παλιόγρια. Αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό, γιατί καύλα νιώθω και τώρα, στην καρέκλα του νοσοκομείου, όσο κολλάνε τα μπούτια μου στο πλαστικό κάθισμα, άυπνη εγώ και κανένας άλλος. Δεν χρειάζομαι εσένα ούτε και κανέναν άλλον για να καυλώσω. Θα σου το έλεγα αν ήσουν εδώ αλλά δεν είσαι. Μόνο εγώ είμαι.
Μια νυχτοπεταλούδα παλεύει με τη λάμπα ακριβώς από πάνω μου. Είναι μια λάμπα νέον με έντονο άσπρο φως που πού και πού αναβοσβήνει, πνέει τα λοίσθια αλλά όχι ακόμα, δεν θα πεθάνει ακόμα, αυτό είναι το ζήτημα. Δεν θα πεθάνεις ακόμα, όχι κι απόψε. Όχι τώρα που χρειάζομαι τον θάνατό σου έστω και την ύστατη ώρα. Αν μου έκανες τη χάρη να πεθάνεις, τότε ίσως έβρισκα το κουράγιο να σβήσω τη λάμπα, εδώ στον δημόσιο χώρο, να σβήσω τη λάμπα και να κοιμηθώ.
Είμαι τόσο κουρασμένη. Το νιώθω στον αυχένα και στις πατούσες μου. Είμαι διαλυμένη από την ανυπαρξία της αγάπης. Αυτό που διαλύθηκε μέσα μου δεν μπορεί να ξαναφτιαχτεί. Αυτό που διαλύθηκε μέσα μου είναι η αρχή των πάντων. Κι όλο έλεγες πως μόνο σκέφτομαι το μουνί μου, αυτό έλεγες μάνα, πως σκέφτομαι μόνο το τέτοιο μου, αλλά ποια άλλη σκέψη θα ήταν πιο ευχάριστη. Ποια άλλη σκέψη θα μπορούσε να σβήσει τον καπνό των πάντων.
Η λάμπα αναβοσβήνει πάνω από το κεφάλι μου. Σήματα μορς κάνει η ζωή μου. Τυλίγομαι στο ροζ μου ζακετάκι, ασορτί με τη ροζ κορδέλα μου, και το ροζ πουλοβεράκι, τυλίγομαι γιατί κάνει ψύχρα εδώ στον διάδρομο έξω από τη βραχεία νοσηλεία, τυλίγομαι, κι η πεταλούδα ανοίγει τα ροζ φτερά της, αλλά αν ήταν ροζ θα είχες πεθάνει, ανοίγει τα κατάμαυρα φτερά της κι έρχεται, έρχεται ιλιγγιωδώς καταπάνω μου, και βγάζω μια κραυγή, μια κραυγή πέρα από τον θάνατο. Πότε επιτέλους θα πεθάνεις, μάνα;
Και βγάζω μια κραυγή, μια κραυγή πέρα από τις κραυγές της αγάπης.
Μια νοσοκόμα μού φέρνει λίγο γάλα σε ένα ροζ μπιμπερό, το ορκίζομαι.
«Πιείτε λίγο, να στυλωθείτε».
Στέφανος Ρόκος/Αναστοχασμός ΙΙ, 2022
Μαριαλένα Σπυροπούλου
Το ψαλίδι
Ψάχνω εδώ και μέρες το ψαλίδι. Εκείνο το μεγάλο μαύρο με τη μυτερή άκρη. Έχει τη δύναμη να κόβει στη μέση ακόμα και τα πιο δύσκολα υλικά. Και, μάρτυς μου ο Θεός, πόσο το χρειάζομαι. Έχω ξυπνήσει από το πρωί και το ψάχνω. Πάντα έλεγες ότι τα πράγματα έχουν τη θέση τους αλλά στη θέση του το ψαλίδι δεν είναι. Σε αυτήν τη θέση που προόριζες εσύ δηλαδή για θέση του. Ψάχνω κάτω από τον πάγκο, ψάχνω πίσω στο αποθηκάκι, μήπως μου έχει παραπέσει σε μια γλάστρα, ή μήπως είναι μπροστά μου και δεν το βλέπω, κάτι πολύ συνηθισμένο, όπως θα έλεγες και εσύ αλλά σαν να έχει ανοίξει η γη να το καταπιεί. Έχει ανοίξει η γη και το έχει καταπιεί, όχι σαν, θα διόρθωνες γιατί σου άρεσε πάντα να κυριολεκτείς, ακόμα και αν κοιτούσα μικρή με τις ώρες τη γη περιμένοντας να ανοίξει το μεγάλο της στόμα και να μπω μέσα της. Και θέλω να κόψω κάτι υπέροχες ορτανσίες, “κομψές κυρίες”, που αγόρασα σήμερα το πρωί από τον Νίκο στην Ανθέων. Καλά, σαν να σε ακούω, να μου λες ότι είναι ακριβός, αλλά η Δέσποινα απέναντι έχει φέρει κάτι ορτανσίες, καθόλου κομψές και σίγουρα όχι κυρίες, έτσι μαδημένες που είναι. Γιατί να τις βάλω στο μαγαζί; Πήρα εκπληκτικά κόκκινα τριαντάφυλλα, πλησιάζει και η μέρα των ερωτευμένων, μέρα που σιχαινόσουν, και αγόρασα και συσκευασίες καρδούλες, να βάλω τριανταφυλλάκια μέσα να τα έχω έτοιμα. Για αυτό σου λέω, θέλω το ψαλίδι. Ξέρω, ξέρω, μη φωνάζεις, ότι μπορώ να παραγγείλω ένα καινούριο, ψάχνω όμως να βρω και το τηλέφωνο εκείνου που εσύ παράγγελνες εργαλεία. Όλο ψάχνω σήμερα, και δουλειά δεν γίνεται. Είναι πολύ άβολη η στιγμή όπου είσαι σίγουρος ότι υπήρχε κάτι σε μια θέση που τώρα δεν βρίσκεται. Και στη θέση του να υπάρχει το κενό, να μην το καλύπτει τίποτα, γιατί ό,τι και να βάλεις εκεί δεν χωράει ή δεν είναι αυτή η θέση του, δεν κουμπώνει. Και νιώθω έναν βαρύτατο εκνευρισμό, μια εσωτερική διέγερση ανάμεσα στην αμηχανία και στη στενοχώρια για αυτό που χάθηκε. Και μου χρειάζεται. Είμαι σίγουρη ότι μου χρειάζεται. Και νιώθω σαν να μου έχουν δεθεί τα χέρια ενώ δεν είναι δεμένα, τα κοιτάζω λυτά, χυμένα και άκαρπα, να βαστάνε τις ορτανσίες και εκείνα τα λευκά χρυσάνθεμα που αγαπούσες αλλά και πάλι δεν γεμίζει αυτό το κενό, σαν να λείπει το χώμα. Το χώμα όμως είναι νωπό. Για αυτό ψάχνω το ψαλίδι. Κόβεις και τελειώνεις, ενίοτε ξεριζώνεις. Έχει τη δυναμική της η κοπή ακόμα και αν δεν ακολουθήσει η ραφή. Αλλά αυτό το αναθεματισμένο δεν βρίσκεται πουθενά. Έψαξα στους πάγκους, στα κάτω συρτάρια, ξεσήκωσα κάτι κούτες που έβαζες ψηλά για να μην μας πιάνουν χώρο στο μαγαζί. Ανακάτεψα τα σελοφάν, μήπως είναι τυλιγμένο εκεί μέσα, ανάμεσα στις κόλλες περιτυλίγματος, μπερδεμένο από καιρό, να μη φαίνεται, να περνάει ήσυχες μέρες απραξίας. Μερικές φορές, εσύ δεν έλεγες, όταν ψάχνουμε κάτι δεν πρέπει να επιμένουμε πολύ, το ζορίζουμε και ίσως δεν είναι η ώρα του. Σκέφτομαι αυτά και γελάω μόνη μου. Γιατί τι άλλο μπορώ να κάνω σήμερα, μέρα που είναι; Να το αφήσω να εμφανιστεί όταν έρθει η ώρα του; Και ποια είναι αυτή η ώρα; Ποια ώρα είναι η σωστή να εμφανιστεί κάτι που λείπει. Την ώρα που εγώ θέλω να προχωρήσω, να πάω παρακάτω, θέλω να κόψω και να τυλίξω, και να φύγουν από πάνω μου, να πάνε αλλού, να αλαφρώσω και να γυρίσω σπίτι μου να κοιμηθώ. Γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ όταν περιμένω άπραγη. Γιατί πρέπει να αποδεχτώ όσα πράγματα δεν μπορώ να ελέγξω. Αλλά το ψαλίδι θα έπρεπε να είναι του χεριού μου. Να μπορώ να κόψω και να τελειώνω και να μη με νοιάζει αν πονάει, να κόψω ακριβώς επειδή πονάει μπας και ελευθερωθεί κάτι και ομορφύνει και το στολίσω και το κάνω μπουκέτο. Γιατί όταν δεν κόβεις, πάντα κρέμονται ουρές που βρωμίζουν, και νοτίζουν και σαπίζουν. Όταν δεν κόβεις σαπίζεις. Πού στο διάολο πια βρίσκεται αυτό το ψαλίδι σήμερα; Πού, να πάρει η ευχή; Μην ανησυχείς καθόλου το μαγαζί είναι γεμάτο, καθάρισα και τα τζάμια μπροστά και τα ψυγεία και τους καθρέφτες. Στις Καρυάτιδες άλλαξα γλάστρες. Να ξέρεις όμως ότι χύνεται νερό από τα κασπώ, ο γυψαδόρος δεν έκανε καλή δουλειά την τελευταία φορά, ναι, αυτόν που έφερες εσύ, εγώ σου έλεγα να μην τον εμπιστεύεσαι, αλλού πατούσε αλλού βρισκόταν. Και ο γυψαδόρος δεν την είδε τη ρωγμή στο κεφάλι τους, πίεζε πίεζε πάνω στα κεφάλια τους τα κασπώ και δεν έβλεπε ότι υπήρχε ένα κενό ανάμεσα στα μάτια τους, έπρεπε να το έχω δει τουλάχιστον εγώ. Ήθελα τις Καρυάτιδες, το πρόσωπό τους. Ήθελα να μην έχουν καμία ρωγμή στο πρόσωπό τους, να μην τρέχουν τα νερά κάτω από τα μάτια τους, να μπορώ να τις στολίζω με φυτά, και αυτές να μην κλαίνε, να είναι χαρούμενες, να είναι φωτεινές, να είναι περήφανες, στητές. Για αυτό βάλαμε, πατέρα, Καρυάτιδες, στο μαγαζί για να είναι άκαμπτες, ανεπηρέαστες, άχρονες, να είναι εκεί για πάντα. Να παραμένουν Κόρες.
Δεν τις βάλαμε εκεί να κλαίνε, δεν τις βάλαμε να κοιτάζουν στον καθρέφτη τις ρωγμές τους, δεν τις βάλαμε να μιλάνε μόνες τους, δεν τις βάλαμε εκεί να μένουν ορφανές. Πού είναι, ρε πατέρα, αυτό το ψαλίδι;
Dürer’s/Rhinoceros,1515
Κωνσταντία Σωτηρίου
Ένας ρινόκερος που τον έλεγαν Μπράιν
Ψάχναμε τα πράγματα που μας χάρισε ο παππούς όταν πέθανε όταν βρήκαμε εκείνη την εικόνα με τον ρινόκερο. Ξέραμε πως του την χαρίσει ένας Εγγλέζος στρατιώτης που κάνανε κάποτε παρέα. Δεν ξέραμε πως ήταν φίλος ο παππούς με έναν Εγγλέζο, το μάθαμε μετά, ήταν παράξενες οι εποχές τότε. Είχε μπακάλικο ο παππούς κάτω στην πόλη και έφερνε σοκολάτες, έκανε εισαγωγή κάτι σοκολάτες Αμόρε Μίο ιταλικές, με πραλίνα και ολόκληρο φουντούκι που άρεσαν πολύ στον Εγγλέζο. Ο παππούς συμπαθούσε πολύ τους ανθρώπους που έτρωγαν γλυκά. Όταν έκανε εισαγωγή τις σοκολάτες της Αμόρε Μίο του έδιναν και 2-3 κουτιά παραπάνω δωρεάν και το ένα το χάριζε σίγουρα στον Εγγλέζο. Μπράιαν τον έλεγαν. «Στον Μπράιαν που του αρέσουν οι Αμόρε Μίο», έγραφε σε ένα χαρτάκι ο παππούς και έκανε δώρο στον Εγγλέζο τις σοκολάτες. Ο Μπράιαν ερχόταν στο μαγαζί του παππού τακτικά και καθόταν και μιλούσανε πολύ για σοκολάτες και ζώα. Είχε μανία με την άγρια ζωή και του άρεσε να διηγείται στον παππού για τότε που υπηρετούσε στην Αφρική και είχε πάει στην ζούγκλα και είχε δει όλα εκείνα τα άγρια ζώα, τεράστιους ελέφαντες και λιοντάρια και ανάμεσα τους κι ένα ρινόκερο. Στον Μπράιαν είχε κάνει τότε μεγάλη εντύπωση εκείνος ο ρινόκερος, είχε μείνει να τον κοιτάζει με μάτια ορθάνοικτα κι έλεγε στον παππού πόσο τεράστιος ήτανε, πόσο άγριος, γκρίζος και τεράστιος και απίστευτα σκυθρωπός. «Κι είχε κι εκείνη την μύτη, το κέρας στην μέση, στο πρόσωπο». Τι λές ρε Μπράιν, έλεγε ο παππούς, που δεν τον πολύ πίστευε πως ήταν τόσο φοβερός ο ρινόκερος. «Τι λες βρε Μπράιν, πάρε ακόμη μια σοκολάτα, πες μου κι άλλα για τα άγρια ζώα, πες μου κι άλλα για αυτό τον ρινόκερο». Κάνανε καλή παρέα ο παππούς με τον Μπράιν. Μιλούσανε πολύ για σοκολάτες και για άγρια ζώα και για εκείνον τον ρινόκερο.
Μια μέρα ο Μπράιαν, που ήθελε πολύ να δείξει μια φωτογραφία στον παππού με ρινόκερο, του έφερε μια εικόνα που είχε σκαρώσει ένας Γερμανός τεχνίτης που απεικόνισε το τρομερό ζώο. «Για να δεις», του είπε, «πόσο τεράστιος και άγριος είναι, που είναι τόσο σκυθρωπός». Ο παππούς ακόμα κι όταν είδε την εικόνα δεν τον πίστεψε. Ο ρινόκερος, ναι, φαινόταν τεράστιος, φορούσε μια πανοπλία σαν σίδερο στον κορμό, τα πόδια του ήταν φολιδωτά, είχε οπλές αντί για νύχια χαμηλά και πέραν από το τεράστιο κέρας στην μύτη είχε ακόμη και στην πλάτη, στην αρχή εκεί του λαιμού κάτι που έμοιαζε με αγκάθι. «Για να δεις», του είχε πει ο Εγγλέζος ο Μπράιαν, αλλά ο παππούς δεν το έχαψε, δεν ήταν κανένας τυχαίος ο παππούς, έκανε εισαγωγή εγγλέζικες σοκολάτες και μπισκότα βουτύρου και έφερνε κι ένα ωραίο ουίσκι μονής απόσταξης κάποτε και τα πούλαγε και σε Εγγλέζους και σε Έλληνες, δεν ήταν κανένας χαζός, είχε το μεγάλο το μπακάλικο και ρώτησε κι έμαθε πως εκείνη η εικόνα δεν ήταν στα αλήθεια η εικόνα ενός ρινόκερου, ήτανε δηλαδή αλλά όχι ακριβώς. Ρώτησε κι έμαθε. Και την επόμενη φορά που ήρθε ο Μπράιαν στο μαγαζί να πάρει τις σοκολάτες του και να συζητήσουν για τα άγρια τα ζώα και τον ρινόκερο, τον έκατσε κάτω και του είπε όλα όσα έμαθε. Πως η εικόνα που του έδειξε ήταν ψεύτικη, πως την είχε φτιάξει έτσι εκείνος ο Γερμανός ο τεχνίτης μέσα από διηγήσεις και ιστορίες άλλων, πως ο ίδιος δεν είχε δει ποτέ του ρινόκερο και έκανε το ζώο όπως το φαντάστηκε κι έβαλε και στόλισε τον ρινόκερο από την τσέπη του. Πως πανοπλία και οπλές και πόδια φολιδωτά δεν είχε αυτό το πλάσμα και σίγουρα ούτε αγκάθι, εκείνο το μικρό κέρατο στην αρχή του λαιμού και στην πλάτη. Και πως δεν ήταν ούτε τόσο τρομερός, ούτε τόσο φοβερός στα αλήθεια, επειδή η εικόνα αυτή του Γερμαναρά, μπορεί να ήταν η εικόνα που είχαν όλοι τόσα χρόνια, για εκατοντάδες χρόνια για τον ρινόκερο, αλλά όταν ήρθαν στα αλήθεια κάποιοι που ήξεραν και που είχαν δει, με τα ίδια τους τα μάτια το ζώο, άλλη εικόνα έφτιαξαν κι άλλο παρουσίασαν. Δεν είναι έτσι ο ρινόκερος. Δεν έμοιαζε έτσι ένας ρινόκερος. Αυτά είπε ο παππούς τότε στον Μπράιαν και ο Εγγλέζος θύμωσε και άρχισαν και φώναζαν και πιάστηκαν σχεδόν στα χέρια, τόσο πολύ μάλωσαν για εκείνη την εικόνα με τον ρινόκερο, αν ήταν δηλαδή στα αλήθεια ψεύτικη ή αληθινή, και τόσο πολύ μάλωσαν που σταμάτησε ο Μπράιαν να πηγαίνει στο μαγαζί του παππού και να τρώει τις σοκολάτες τις Αμόρε Μίο, εκείνες με την πραλίνα και το σωστό το φουντούκι στο κέντρο τους. Και κάπως ψυχράθηκαν.
Ώσπου μια μέρα καταμεσής της ΕΟΚΑ χάθηκε ο Μπράιαν, σκοτώθηκε σε ενέδρα και ήρθαν κάτι φίλοι του στον παππού και τον ενημέρωσαν και του έδωσαν και την εικόνα με τον ρινόκερο. Καδραρισμένη σε ξύλινο πλαίσιο. Είχε βάλει ένα σημείωμα ο Μπράιαν, αν πάθαινε κάτι να έδιναν την εικόνα στον παππού. Την εικόνα με τον ρινόκερο τώρα που είχε φτιάξει κάποτε εκείνος ο Γερμαναράς. Κι είχε και στο πίσω μέρος μιας αφιέρωση: «Για τον φίλο μου που του άρεσαν οι σοκολάτες, τα άγρα ζώα και οι ρινόκεροι». Τι να έκανε κι ο παππούς, πήρε την φωτογραφία και την έβαλε στο μαγαζί του, έτσι όπως ήταν στο ξύλινο πλαίσιο, την κρέμασε στον τοίχο, μπροστά μπροστά να φαίνεται μόλις έμπαινε κάποιος στο μπακάλικο και όταν τον ρωτούσαν τί είναι αυτό, τους απαντούσε πως ήταν ένας ρινόκερος κι όταν τον ρωτούσαν αν ήταν στα αλήθεια οι ρινόκεροι τόσο μεγάλοι, τόσο άγριοι και δυνατοί, ο παππούς έλεγε πάντα πως ναι, ήταν τόσο μεγάλοι και τόσο σκυθρωποί και τόσο τεράστιοι οι ρινόκεροι και πως το ήξερε στα αλήθεια, το ήξερε σίγουρα επειδή του το είχε πει ένας φίλος του, που τον είχε δει και που γνώριζε πολλά για τα άγρια ζώα. Και την φύλαξε ο παππούς την εικόνα με τον ρινόκερο και την έβαλε σε ένα βαλιτσάκι και την βρήκαμε μετά που πέθανε, όταν συγυρίζαμε τα πράγματα του, τότε που μάθαμε πως ήταν φίλος με ένας Εγγλέζο και την είχε φυλάξει μαζί με λίγα κουτιά σοκολάτας Αμόρε Μίο, άδεια και ασημένια περιτυλίγματα από σοκολάτες και κάποιες άλλες φωτογραφίες, αληθινές, που απεικόνιζαν ζώα στην φύση και στην άγρια ζωή. Τα αγαπούσε πολύ τα ζώα ο παππούς, τα ζώα τα άγρια, αληθινά και ψεύτικα και τις σοκολάτες τις Αμόρε Μίο…
Γιώργος Κεβρεκίδης/Μοντέλο τεχνητά κατασκευασμένου παιδιού, 2022
Δημήτρης Τανούδης
«Όσα ζούνε στην αποθήκη»
Του ζητούσε τα πράγματά της. «Πότε θα τα έχω; Θέλω τα πράγματα». Δεν ήταν όμως δικό του λάθος που έχασαν το παιδί. Ξαφνικός θάνατος. Μπορεί να συμβεί. Χωρίς ιατρικά καθορισμένη αιτία. Δεν ήταν λάθος κανενός. «Γιατί τόση βιασύνη;» τη ρώτησε στο τηλέφωνο όταν η φορτωτική παρέδωσε τα δικά του πράγματα, εκνευριστικά τακτοποιημένα μέσα σε κούτες με μόνωση από κυψελίδες. «Καμία βιασύνη» είπε εκείνη. «Κλείνω απλώς έναν κύκλο. Έχω ανάγκη τα πράγματά μου». Δεν ήταν λάθος κανενός. Μπορεί να συμβεί. Μέχρι εκεί φτάνει η επιστήμη. Ένα ποσοστό εμβρύων σταματούν απλώς να αναπνέουν. «Θα μπορούσα να περάσω αύριο και να τα φέρω» της είπε. «Όχι. Καλύτερα να το κανονίσεις με τον δικηγόρο μου».
«Θέλεις μήπως να υπογράψουμε κάποιο συμφωνητικό; Θα χρειαστούν και μάρτυρες;» Μπορεί να συμβεί, ναι. Κι είχαν την ατυχία να συμβεί σ’ εκείνους. Κανείς όμως δεν έφταιγε. Ίσως αυτός μόνο, αυτός που επέμενε να μείνουν μαζί μετά την αποβολή, να παρηγορήσουν ο ένας τον άλλο, να επουλωθούν μαζί, να προσπαθήσουν ίσως ξανά, ενώ εκείνη δεν ήθελε κατά βάθος να τον βλέπει, η ίδια η μορφή του πρέπει να της θύμιζε το νεκρό αρσενικό μωρό. «Μη γίνεσαι σαρκαστικός» του είπε. «Θέλω μόνο να εξασφαλίσω ότι θα είναι όλα».
«Ωραία, μπορώ να περάσω αύριο».
«Όχι. Κάνε αυτό που σου ζητάω».
«Δεν θα το κάνω» είπε και της έκλεισε το τηλέφωνο.
Ύστερα ήρθε το έγγραφο του δικηγόρου. Μέσα στους όρους του διαζυγίου υπήρχε πλέον και η επιστροφή των πραγμάτων. Εκείνος όμως σκέφτηκε τότε κάτι άλλο. Θα επέστρεφε τα πράγματα, αλλά με τον δικό του τρόπο. Νοίκιασε μια υπόγεια αποθήκη και μετέφερε εκεί τις κούτες, τα μπαούλα, τις βαλίτσες. Μέσα στην ίδια μέρα, γέμισε τον χώρο με τετράδια, βιβλία, σκεύη μαγειρικής, φωτογραφίες, χαλιά, καθρέφτες. Στοίβαξε εκεί τα φορέματα και τα παπούτσια, ένα μεσαιωνικό κηροπήγιο, τους πίνακες και τα κινέζικα μπαλάκια του σεξ, πολλά ακόμα, χριστουγεννιάτικα στολίδια, γλάστρες με μαραμένα φυτά, έναν μισοχαλασμένο υπολογιστή.
Αχρήστεψε έτσι το έγγραφο του δικηγόρου. Τα πράγματα είχαν τώρα επιστραφεί. Της τηλεφώνησε για να την ενημερώσει. Το κλειδί της αποθήκης ήταν πια στη διάθεσή της.
Εκείνη ήρθε πράγματι να το πάρει. Συναντήθηκαν μπροστά στην αποθήκη, ο δικηγόρος την περίμενε στο αυτοκίνητο. Είχαν καιρό να βρεθούν, δεν αντάλλαξαν καμία λέξη. Εκείνος μόνο ψιθύρισε κάποια στιγμή, μάλλον όμως προς τον εαυτό του: «Θυμάσαι που με ρωτούσες πού πάνε τα νεκρά μωρά;» Εκείνη ανακοίνωσε στο τέλος: «Είναι σχεδόν όλα».
«Σχεδόν όλα;»
«Ναι. Λείπουν τα εργόχειρα».
«Τα εργόχειρα;»
«Τα πλεχτά της γιαγιάς μου».
Προσπάθησε να συνδυάσει την πληροφορία με κάποιο πράγμα, αλλά ήταν φανερό πως δεν μπορούσε να καταλάβει. Κι εκείνη δεν επέμεινε τότε άλλο. «Τέλος πάντων», του είπε, «καλύτερα να τα πετάξεις. Δεν θα χρειαστεί έτσι να ξανάρθεις εδώ. Μόλις τελειώσω, θα δώσω το κλειδί στον ιδιοκτήτη».
«Όχι, θα προτιμούσα να έχω κι εγώ ένα κλειδί».
«Δεν χρειάζεται».
«Ίσως βρεις κάτι δικό μου και το φέρεις εδώ».
«Δεν νομίζω να ξέχασα κάτι».
«Όπως και να ‘χει, θα το προτιμούσα έτσι».
«Καλύτερα όχι».
«Θα κρατήσω ένα κλειδί» της είπε και έφυγε.
Ούτε ο ίδιος ήξερε γιατί είχε επιμείνει τόσο. Η αιτία τού αποκαλύφθηκε σταδιακά. Κάθε τρεις μέρες πήγαινε στην αποθήκη και έλεγχε την πρόοδο της μεταφοράς. Ήταν εξαιρετικά αργή. Λίγα πράγματα έλειπαν κάθε φορά. Κι αυτό τον χαροποιούσε. Δεν ήταν τελικά όσο σκληρή ήθελε να δείχνει. Δυσκολευόταν κι εκείνη με την εικόνα μιας αποθήκης που αδειάζει. Στο τέλος βέβαια θα έπαιρνε όλα τα πράγματα, το ήξερε αυτό. Πίστευε όμως ότι η βραδύτητα ταιριάζει περισσότερο ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν αγαπηθεί.
Στεναχωρήθηκε έτσι λιγότερο όταν είδε να λείπει το μεγάλο χαρτόνι όπου εκείνη του είχε γράψει μια αφιέρωση με μαρκαδόρο. Το πήρε πιο ελαφρά όταν είδε να λείπει ο πίνακας που είχαν κλέψει από εκείνο το ξενοδοχείο. Σχεδόν χάρηκε όταν δεν βρήκε τη συσκευή του ποδόλουτρου που της είχε δωρίσει και που ποτέ εκείνη δεν τη χρησιμοποίησε. Πάνω απ’ όλα όμως αναρωτιόταν αν θα έπαιρνε τον μισοχαλασμένο της υπολογιστή. Υπήρχαν κάποια ερωτικά βίντεο στη μνήμη του. Κι εκείνη πρέπει να το θυμόταν. Σίγουρα θα το θυμόταν. Σε μία από αυτές τις βιντεοσκοπημένες στιγμές ήταν που είχε συλλάβει και το παιδί.
Τρεις μήνες μετά, κάποια βιβλία, μια κουρτίνα του ντους, ένα ψυγείο για την παραλία και λίγα ακόμα πράγματα, ανάμεσα στα οποία ο υπολογιστής, είχαν μείνει στην αποθήκη. Εκείνος είχε πια αναπτύξει τη συνήθεια να περνάει κάποιο χρόνο σ’ αυτό το υπόγειο. Ξεκίνησε να το κάνει από τη μέρα που βρήκε το παράθυρο, ένα μικρό τζάμι, υψωμένο πάνω απ’ το κράσπεδο, ραγισμένο, σχεδόν σπασμένο. Έμεινε εκεί τη νύχτα, θέλοντας να φυλάξει τα λιγοστά πράγματα απ’ όποιους σκόπευαν να τα κλέψουν. Και τότε ήταν που δεν άντεξε στον πειρασμό. Άνοιξε τον υπολογιστή και είδε εκείνες τις στιγμές. Κι από τότε πήγαινε εκεί κάθε νύχτα. Έβλεπε το βίντεο, κάπνιζε, έπινε μέχρι να ζαλιστεί. Καμιά φορά ψιθύριζε μεθυσμένος: «Πού αλήθεια πηγαίνουν;»
Ένα απόγευμα την πέτυχε στην αποθήκη. «Ήρθα για τα τελευταία» είπε. Το ύφος της ήταν παράξενα ευγενικό. Κούνησε αυτός το κεφάλι ενώ η άκρη του ματιού του στρεφόταν στον υπολογιστή.
«Λείπει όμως κάτι ακόμα».
«Τα εργόχειρα; Δεν μπόρεσα να τα βρω…»
«Όχι. Σκεφτόμουν τη ζωγραφιά στο δωμάτιο».
Άργησε να καταλάβει. Έπρεπε εκείνη να του θυμίσει ότι είχε κάποτε ζωγραφίσει τον τοίχο του δωματίου που προοριζόταν για παιδικό δωμάτιο. Ήταν μια μάλλον κακότεχνη ζωγραφιά, ένα μικρό πλήθος από μωρά, διάσπαρτα στους πλανήτες τους. «Τι μπορώ να κάνω;» τη ρώτησε ανοίγοντας τα χέρια. «Δεν γίνεται να ξηλώσω τον τοίχο».
«Όχι. Θα μπορούσες όμως να ξαναζωγραφίσεις το σχέδιο εδώ».
«Να το ξαναζωγραφίσω;»
«Ναι. Κι εγώ θα το βγάλω μια φωτογραφία. Και μετά μπορείς να το σβήσεις».
«Εντάξει» της είπε. «Εντάξει, θα το κάνω». Κι έδωσαν ραντεβού για την επόμενη μέρα.
Αργά το βράδυ, καθώς τελείωνε τη ζωγραφιά πάνω στον τοίχο, εκείνη μπήκε στην αποθήκη. Την είδε να περνάει ξαφνικά την πόρτα και τον έπιασε πανικός. Είχε ξεχάσει να κλείσει τον υπολογιστή και μια ερωτική στιγμή πάγωνε στην οθόνη. Τα γυμνά τους σώματα ξεχώριζαν φωτεινά μέσα στο μισοσκόταδο. Εκείνη όμως δεν έδειξε να ενοχλείται. Δεν φάνηκε καν να το προσέχει. Στάθηκε απλώς δίπλα του κι άρχισαν να κοιτάζουν μαζί τα μωρά που ζούσαν στους πλανήτες τους.
Έμειναν για ώρα στην ίδια στάση, εντελώς ακίνητοι, με τα μάτια καρφωμένα στην εικόνα. Έμειναν έτσι για τόση ώρα ώστε θα μπορούσε να ήταν η παραίσθηση που βιώνει κανείς όταν χάνει τη συνείδηση του χώρου και του χρόνου, βυθισμένος σε μια εικόνα που γίνεται όλο πιο ρευστή, όλο πιο ζωντανή, σαν από τη δύναμη της εσωτερικής της κίνησης. Δεν ήταν όμως παραίσθηση. Η ζωγραφιά είχε ζωντανέψει, τα μωρά σέρνονταν σαν μικρά φιδάκια πάνω στον τοίχο, σκαρφαλώνοντας εδώ κι εκεί, βγαίνοντας έξω από το σχέδιο, προς το σκοτάδι της αποθήκης.
Έτρεμαν κι οι δύο μπροστά στην εικόνα. Εκείνος είχε τώρα γονατίσει κάτω, στο κεφάλι του έπεφτε ένα υγρό που πρέπει να ήταν το κλάμα της. Δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Έτρεμαν μόνο στο σκοτάδι, αχνά φωτισμένοι από την οθόνη, όπου η στιγμή είχε ξεπαγώσει κι οι ερωτικοί ήχοι δυνάμωναν, αναστεναγμοί και φωνές μιας άλλης ζωής.
Edvard Munch/Melancholy, 1891
Χρίστος Ρ. Τσιαήλης
Η Βαλκανική Λύση
Όταν άφησε την μπανάνα στο πιάτο, αξεφλούδιστη, και σηκώθηκε για να φύγει άρον άρον από το πρόγευμα, κανείς δεν υποψιαζόταν ότι μέσα στην κουζίνα του ξενοδοχείου εργάζονταν τα τρία παιδιά του. Ούτε τα ίδια το γνώριζαν. Είχε παντρευτεί δυο φορές, σε διαφορετικές πόλεις. Δυο γυναίκες που είχε παντρευτεί είχαν πεθάνει. Από την επάρατη, σε διαφορετικά σημεία του σώματος. Αναπάντεχα και πολύ γρήγορα. Ενώ η πρώτη γυναίκα που είχε αγαπήσει, πολύ πιο παλ…/
«Παρακαλώ κύριε, έχετε ξεχάσει την μπανάνα σας στο πιάτο, μπορείτε να την πάρετε μαζί, αν το επιθυμείτε, απλά ήθελα να σας τ…/».
«Πάω πίσω στο δωμάτιο», διέκοψε ο Αντρέας κοιτάζοντας τον ευγενικό σερβιτόρο με ένα θλιμμένο βλέμμα, «είμαι εντάξει, ευχαριστώ. Αντέχουν οι μπανάνες. Κρατήστε την εσείς για μετά». Ο σερβιτόρος δεν ήξερε ακριβώς πώς να αντιδράσει, αν έπρεπε να πει ευχαριστώ, ή καλή ξεκούραση, ή κάτι πιο έξυπνο. Στο ξενοδοχείο γενικότερα επικρατούσε μια αμηχανία, είχε ανοίξει πρόσφατα μετά από τριετή παύση.
Ενώ άδειαζε σιγά σιγά η αίθουσα του προγεύματος, μέσα στην κουζίνα οι μάγειρες καθάριζαν τις επιφάνειες, ο έλεγχος του HASAP ήταν αυστηρός εκείνες τις μέρες που τα μικρόβια ήταν στην αντεπίθεση, με το κρύο και όλα τα άλλα που συνέβαιναν στον κόσμο. Αναλάμβαναν την απολύμανση οι ίδιοι αν και δεν μιλούσαν και πολύ μεταξύ τους. Ο νεαρότερος, ένας μελαχρινός εικοσάρης — μόλις πριν πέντε μέρες είχε προσληφθεί — έκανε το mise en place βιαστικά είχε ήδη φάει μια πολύ έντονη παρατήρηση από τον Α’ μάγειρα την προηγούμενη για την σχολαστικότητά του, με ένα ξέσπασμα αναπάντεχο, λες και του το φύλαγε για χρόνια. Ο νεαρός έσκυψε κεφάλι, ήξερε πως ο ανταγωνισμός για τη θέση εκεί στο ξενοδοχείο ήταν μεγάλος. Τα έβλεπε αυτά, μεγάλωσε με τη μάνα του ως τα δεκαπέντε και μετά την έχασε απότομα. Ο πατέρας του άφαντος, χρόνια πριν. Μια επιστολή μόνο τού άφησε, έγραψε με μολύβι πως θα τον στήριζε και κάποια στιγμή θα τον έψαχνε, αλλά δεν μπορούσε εκείνα τα χρόνια. Η πληγή ήταν μεγαλύτερη κι από αυτήν που του άφησε ο χαμός της μάνας του. Έσκισε την επιστολή πριν την τελειώσει. Μόνος τελείωσε το λύκειο, μόνος σπούδασε. Μεγάλος ανταγωνισμός. Παντού. Στις θέσεις εργασίας, στις κοινωνικές συνοχές, στα σχολεία, στα παγκάρια, και στα παιχνίδια στο πάρκο; Σκοτώνονταν μεταξύ τους φατρίες δωδεκάχρονων.Δύσκολα την έβγαλε. Έτσι έμαθε να σκύβει κεφάλι.
Ο Α’ βγήκε έξω να καπνίσει και το παιδί ξεμύτησε από το ψυγείο, πήγε να βρει τον άλλο μάγειρα, τον Β’, τον Νίκο. Καθάριζε με υγρό την επιφάνεια που έφτιαχνε πριν τις ομελέτες. Ήταν κι αυτός μελαχρινός, τα μάτια τους έμοιαζαν λιγάκι, ή τουλάχιστον έμοιαζε η ματιά τους, η ίδια θλιμμένη ματιά. Κράταγε στο ένα χέρι μια ξεφλουδισμένη μπανάνα και μασούλαγε. «Τι θέλεις;» είπε κάπως απότομα στον νεαρότερο μάγειρα, «τελείωσες με την προετοιμασία;» Ο νεαρός κόμπλαρε. «Ήθελα λίγο να σε -κχμ- σας ρωτ-/» «Σε» τον έκοψε ο Νίκος. «Οκ, να σε ρωτήσω αν ξέρεις πού είναι το κασόνι με τις μπανάνες, δεν το βρίσκω πουθενά στο ψυγείο». «Α, τι να σου πω κι εγώ; Γι’ αυτήν ρωτάς; Μου την έδωσε ο Ντέβας, ο σερβιτόρος». «Ό-χι, δεν εννοούσα, να ρωτήσω, ίσως γνώριζες, α, δεν την πήρες από το… έγινε, θα ψάξω καλύτερα, ευχαριστώ!»
Ο Β’ τέλειωσε την μπανάνα κι έπιασε ένα πανί για να γυαλίσει την επιφάνεια της πλάκας στεγνά. Τι το φέραν εδώ μέσα το παρτσακλό; Δεν ξέρει πού παν τα τέσσερά του. Ακούς εκεί να ψάχνει από μένα τα κασόνια που χάνει! Αυτό μας έλειπε τώρα. Αλλά γιατί χολοσκώ; Θα μάθει κι αυτός, όπως μάθαμε όλοι. Εεε, παλιολεκές… Αλλά όχι, λάθος έχει ο Μάκης που τον αποπαίρνει, πόσο πιο μεγάλος του είναι; Πέντε χρόνια; Επειδή ανέβηκε δηλαδή έτσι απότομα, με ένα δεύτερο πτυχίο, τι σημαίνει; Θα κάνει ό,τι θέλει στην κουζίνα; Εγώ που έμεινα με την ξενοδοχειακή δηλαδή δεν αξίζω; Τι ρωτάω τώρα; Καλά είμαι, έτσι κι αλλιώς δεν θα επέστρεφα Τρίκαλα. Καλά δεν λες που βρήκα τη δουλειά εδώ; Βρε τι λεκές κι αυτός, δεν βγαίνει με τίποτα! Άμα θέλει το αυγό να μπαστακωθεί… Αλλά όχι, δεν πρέπει να του συμπεριφέρεται έτσι. Ακόμη ένας ορφανός είναι κι αυτός, σαν κι εμένα. Δηλαδή όχι ακριβώς, εμένα ζει η μάνα μου, για τον πατέρα μου δεν ξέρω. Μου τα ‘πε τις προάλλες ο Μάκης. Πώς πέθαν’ η μάνα του με όγκο στο στήθος, κι ο πατέρας του άφαντος. Σαν και τον δικό μου, τον μαλάκα! Η μάνα μου λέει ότι την άφησε χωρίς να την παντρευτεί καν, όταν ήμουνα τριών. Τριών!Ακριβώς εκεί που θα άρχιζα να έχω αναμνήσεις, αλλά καλύτερα! Να φεύγουνε, να φεύγουνε αυτοί που δεν… Ε; Καλύτερα δεν ειν’ που δεν θυμάμαι τίποτ’ απ’ αυτόν τον μπάστ./
«Θα την γδάρεις», τον διέκοψε απότομα ο Μάκης.
«Ε;»
Επάνω στο δωμάτιο ο Αντρέας ετοίμαζε τη βαλίτσα του. Είχε άλλο ένα βράδυ κλεισμένο μα δεν ήθελε να μείνει. Ήθελε να επιστρέψει Βόλο, είχε αφήσει τις δουλειές πίσω για να ξεκουραστεί, έτσι απότομα κουράστηκε, δεν ανάπνεε και καλά, σκάλες δεν ανέβαινε πια, αποφάσισε να έρθει Θεσσαλονίκη για πέντε μέρες μακριά απ’ όλα. Μα τώρα ήθελε να πάει πίσω. Για να κλείσει τις δουλειές. Ένιωθε έντονα πως ήταν καιρός να ξεκινήσει το ψάξιμο. Να βρει τα τρία παιδιά του. Κάτι βαθύτερο τον έσπρωχνε να φύγει γρήγορα απ’ το ξενοδοχείο. Μια περίεργη πίεση, κι ας είχε πληρώσει ως και την πέμπτη νύχτα. Δεν έφερε μαζί του και κανένα από τα στοιχεία που είχε κρατήσει από τα παλιά για ν’ αρχίσει να ψάχνει για τα παιδιά του, θα μπορούσε να άρχιζε από ‘δω, μαόλα τα είχε αφήσει στο υπόγειο που νοίκιαζε στα Ψαράδικα κοντά, εκεί αριστερά από το ξενοδοχείο Φίλιππος. Κοίταζε συχνά την ταμπέλα από το παραθυράκι τα βράδια. Πόναγε η καρδιά του, ήταν ίσως η χαλάρωσή του αυτή, να νιώσει όλο τον πόνο της ενοχής σαν τρύπα στην καρδιά, όλο μαζί μια φορά, ενώ σκεφτόταν τον Βασιλιά Φίλιππο και τον Μέγα Αλέξανδρο, πόσα τους χώριζαν και πόσα τους ένωναν, πατέρα και γιο. Με τον -σχεδόν- αυτοδημιούργητο πόνο έρχονταν πάντα κι άλλες σκέψεις, κάλλιο, θυμήθηκε τον γιατρό του: να τρως μπανάνες, έχουν πολύ κάλλιο, να τρως δυο-τρεις κάθε μέρα, γιατί δεν σε βλέπω καλά. Η καρδιά σου έχει αδυνατίσει πολύ, θα πρέπει να προχωρήσουμε στο πρώτο στεντ, μη μου λες δεν θέλεις… Κόντευε μεσημέρι, ο πόνος στο στήθος του Αντρέα είχε αρχίσει να δυναμώνει, βγήκε έξω στη βεράντα του δωματίου, στο βάθος απέναντι αντίκρυσε για πρώτη φορά το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν το είχε δει τόσες μέρες, ο πόνος άρχισε να οξύνεται επικίνδυνα, η καρδιά του ακουγόταν σαν μέσα από το κεφάλι του θυμήθηκε το χάπι που του είχε δώσει το γιατρός, δεν το ‘χε μαζί του… κι αυτό, αυτό το χάπι, πρόσεξε, θα το πίνεις κάθε δυο τρεις μέρες τώρα που προετοιμαζόμαστε, μην το ξεχνάς, πρόσεξε, καημένε Αντρέα…
Ο Μάκης μπήκε στην κουζίνα και έψαξε τον νεαρό, τον Σταμάτη. Έπρεπε να βεβαιώσει ότι είχε γίνει η προετοιμασία για το γεύμα, μα αυτή τη φορά δεν θα του μιλούσε άσχημα. Όση ώρα ήταν έξω κάτι μέσα του έσπασε, σκέφτηκε το παιδί και θυμήθηκε τα δικά του, ένιωσε τρομερές ενοχές, προς στιγμή του ήρθε να κλάψει, τι ήθελε να τα βάζει με ένα παιδί. Προχώρησε προς το ψυγείο, στέκονταν εκεί ο Σταμάτης κι ο άλλος ο μάγειρας, ο Νίκος, τα έλεγαν ανάμεσα σε γέλια και χωρατά. «Τι έγινε ρε παιδιά; Να έρθω κι εγώ στην π…/»
Η στριγκλιά της καμαριέρας από τον τέταρτο, ταρακούνησε όλο το ξενοδοχείο. Οι τρεις νεαροί πάγωσαν. Σταμάτησαν να μιλάνε, κοίταξαν ο ένας τον άλλο με ανεξήγητη, απίστευτα δυνατή αγωνία. Τρεχάτος μπήκε από την αποθήκη του υπογείου ο Ντέβας «Τις βρήκα, βρήκα το κασόνι με τις μπανάνες, κύριε Σταμάτη! Τις βρήκα!» Τον κοίταξαν κι οι τρεις με θλίψη, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Κάτι τού θύμισαν εκείνα τα βλέμματα, μα δεν ήξερε τι ακριβώς.
Ednard Munch/Vampire, 1895
Νίκος Χρυσός
Μια άδεια χαρτόκουτα
Ο Τάκης έλεγε πως είδε κάποτε ένα αμάξι να χτυπά μια χαρτόκουτα. Τα φρένα στρίγγλισαν, η κούτα εκτινάχθηκε με έναν εκκωφαντικό κρότο, διέγραψε μια ελλειπτική τροχιά και επέστρεψε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου. Ο οδηγός πετάχτηκε εκνευρισμένος (ίσως κι εξαιτίας της τρομάρας που πήρε), άρπαξε την κούτα, την έριξε λίγα μέτρα παραδίπλα, στο ρείθρο του πεζοδρομίου, ξαναμπήκε στο αμάξι του κι έφυγε σπινάροντας. Περνώντας μπροστά από το στραπατσαρισμένο χαρτόκουτο ο Τάκης διαπίστωσε πως ήταν άδειο και απόρησε, δικαιολογημένα, με τη σφοδρότητα του ήχου της σύγκρουσης. Δεν θα ήταν τότε πάνω από δέκα χρονών και δεν θυμόταν το χρώμα, τη μάρκα ή το μοντέλο του αυτοκινήτου κι ούτε το μέγεθος του κουτιού (εξάλλου όλα τότε θα τα ‘βλεπε μεγαλύτερα), αλλά είχε πάντα στ’ αυτιά του, καθώς έλεγε, τον εκκωφαντικό κρότο της σύγκρουσης.
Πίστευε ακράδαντα πως οι ήχοι σφραγίζουν τη μνήμη κι είχε εκατοντάδες ιστορίες που το αποδείκνυαν, έτσι έλεγε, ιστορίες που μοιραζόταν μαζί μας κι έπειτα τις ξεχνούσε. «Ήξερα κάποιον που δεν τον έκλαψε η μάνα του κι εκείνη η σιωπή ήταν τελικά που τον σκότωσε», μου είπε κάποτε κι όταν, μήνες μετά, του θύμισα εκείνη την ιστορία, «δεν την άκουσα εκείνη τη σιωπή με τ’ αυτιά μου κι ίσως γι’ αυτό δεν εντυπώθηκε στη μνήμη μου», δικαιολογήθηκε. Την ιστορία της κούτας, πάντως, την επαναλάμβανε με κάθε αφορμή.
Στην κηδεία της Μάρθας ο Τάκης στεκόταν σε μια άκρη του νεκροταφείου, μακριά πολύ από τη φρεσκοσκαμμένη τρύπα που θα δεχόταν τη σορό της αγαπημένης μας φίλης. Δεν πλησίασε παρά μια μόνο στιγμή, ακούμπησε τον Αντώνη στον ώμο και βγήκε από το κοιμητήρι. Τον συνάντησα σε ένα παγκάκι μετά την τελετή.
«Ο παππάς ήταν φάλτσος και οι καμπάνες ξεκούρδιστες», είπε μόνο.
Λίγες βδομάδες μετά συναντήσαμε τον Αντώνη στον δρόμο, ήταν τσαλακωμένος και κάτωχρος.
«Θα αντέξει;» αναρωτήθηκε ο Τάκης – κούνησα το κεφάλι ανήξερος.
Δυο χρόνια μετά ο Αντώνης μετακόμισε στο σπίτι της Λίτσας, δεν φαινόταν ευτυχής ή χαρούμενος αλλά είχε αντέξει. Η Λίτσα δεν ήταν καλόκαρδη και γλυκιά σαν τη Μάρθα κι ο φίλος μας δεν έμοιαζε πια καθόλου με τον παλιό του εαυτό, διαρκώς άκεφος και ευερέθιστος.
«Καμιά φορά η λύτρωση και η τιμωρία έχουν το ίδιο πρόσωπο. Ίσως έτσι ελπίζει πως η προδοσία θα του συγχωρεθεί», είπε ο Τάκης. Σκέφτηκα πως ήταν μια από κείνες τις βαθυστόχαστες ασυναρτησίες που αραδιάζουμε κάθε τόσο.
Ο Τάκης πραγματικά αγαπούσε την Άννα. Ήταν μαζί τέσσερα χρόνια κι ωστόσο θα ορκιζόμουν ότι ακόμα κι αν περνούσε ένας αιώνας εκείνος θα ένιωθε το ίδιο. Η Άννα ήταν δασκάλα, λάτρευε τα παιδιά, απολάμβανε τις τρέλες και τα παιχνίδια τους κι έδειχνε εξαιρετική υπομονή στα καπρίτσια τους, αλλά το μεγάλο ταλέντο της ήταν το πλέξιμο. Καθόταν με τις ώρες σε μια άνετη πολυθρόνα πλάι στο τζάκι κι έπλεκε κασκόλ, σκουφιά, γάντια, πασμίνες, καζάκες και μπλούζες, τσάντες, κολιέ και σκουλαρίκια για τις φίλες και τους φίλους της, πλεκτά ζωάκια και φορεματάκια για τα παιδιά τους, κι ό,τι άλλο της έκανε κέφι.
«Τα βράδια κάθομαι κοντά της, κάνω ότι διαβάζω και νανουρίζομαι απ’ τα γκλιν γκλαν που κάνουν οι βελόνες της», έλεγε ο Τάκης πανευτυχής.
Στου «Καλαθάκη – Εμπόριο ειδών ραπτικής και πλεξίματος» η Άννα ένιωθε σαν στο σπίτι της και άπαντες εκεί μέσα, αφεντικό και υπάλληλοι, την υποδέχονταν με τις αγκάλες ανοιχτές, όχι μόνο γιατί ήταν απ’ τους τακτικότερους πελάτες, αλλά κι επειδή τους έκανε την καλύτερη διαφήμιση – μια βιτρίνα του «Καλαθάκη» ήταν γεμάτη με τα τεχνουργήματά της, τα οποία λειτουργούσαν σαν έμπνευση και σαν κράχτης για την πελατεία και η Άννα καμάρωνε που τα έργα της εκθέτονταν εκεί, στο κέντρο της πόλης. Το μαγαζί ήταν στη γωνία δυο πολυσύχναστων δρόμων μεγάλης κυκλοφορίας και τα Σαββατόβραδα, όποτε περνούσαμε, οι τρεις μας, με το αμάξι μου απ’ έξω, έκοβα ταχύτητα, θαυμάζαμε τη φωτισμένη βιτρίνα με τα επιτεύγματά της κι εκείνη χαιρόταν σαν νήπιο.
Μια Τρίτη που η Άννα βγήκε από του «Καλαθάκη» φορτωμένη τσάντες με νήματα, κουβαρίστρες, βελόνες και βελονάκια, μια κουβαρίστρα έπεσε από μια τσάντα και κύλησε στο πεζοδρόμιο. Η Άννα κυνηγώντας την κουβαρίστρα βγήκε στο δρόμο – ο οδηγός της διερχόμενης κλούβας δεν πρόφτασε να φρενάρει και η Άννα προσγειώθηκε λίγα μέτρα πιο κει, στο ρείθρο του πεζοδρομίου.
Τη μέρα που θα την αποχαιρετούσαμε χιόνιζε απ’ το ξημέρωμα (σπάνια χιονίζει στην πόλη μας) κι είχα φορέσει ένα κόκκινο σκουφί που μου είχε χαρίσει. Φτάνοντας έξω από τα μνήματα έβγαλα το σκουφί και το έχωσα στην τσέπη μου – σε λίγα λεπτά το κεφάλι μου άσπρισε απ’ τις νιφάδες.
Φτάνοντας μπροστά στον Τάκη στάθηκα αμίλητος κι εκείνος τίναξε το χιόνι απ’ τα μαλλιά μου. «Σου είχε φτιάξει έναν πανέμορφο σκούφο, θα ‘πρεπε να τον φοράς με τέτοιο ψοφοκρύο», μου είπε. Δεν βρήκα τι να απαντήσω. «Με βασανίζει δυο μέρες τώρα εκείνος ο εκκωφαντικός κρότος. Τι ήχο, λες, κάνει η ζωή όταν τσακίζεται;» με ρώτησε σαν να περίμενε πραγματικά απάντηση. Μια μακρινή ξαδέρφη της Άννας μας πλησίασε για να συλλυπηθεί, τα μάγουλά της αναψοκοκκίνιζαν απ’ το κρύο και τα μάτια της γυάλιζαν, την είχα ξαναδεί μα ήταν η πρώτη φορά που μου φάνηκε τόσο όμορφη. Της χαμογέλασα – μετάνιωσα αμέσως ένιωσα άκαρδος και γελοίος.
Στην αίθουσα τελετών, μετά την ταφή, ο Τάκης καθόταν ανέκφραστος και αμίλητος στο κέντρο του τραπεζιού και δεν αντέδρασε ούτε όταν αρχίσαμε, σαν αρχαίες μοιρολογίστρες, να απαριθμούμε τις αρετές της νεκρής.
Φεύγοντας, «το ξέρω πως πρέπει να ζήσω, ακόμα κι έτσι, ορφανός και αφανισμένος», μου είπε, θαρρείς για να με παρηγορήσει.
Δυο μέρες μετά τον συνάντησα τυχαία έξω από του «Καλαθάκη».
«Τα βράδια πιάνω τις βελόνες της και κάνω πως πλέκω, μόνο και μόνο για να τις ακούω να βροντούν μεταξύ τους, αλλά δεν μπορώ να βρω τον σωστό ρυθμό και τον κατάλληλο τόνο. Δεν ξέρω αν θα ξανακούσω σωστά. Ίσως να αντέξω τη θλίψη, μα πρέπει πρώτα να ξεφύγω από εκείνον τον διαβολεμένο κρότο, τον κρότο της λαμαρίνας που πέφτει στην αδειανή κούτα».
Ένα βροχερό βράδυ έπειτα από δυο βδομάδες με πήρε τηλέφωνο.
«Με τρελαίνει αυτός ο ήχος», είπε μόλις το σήκωσα.
«Ο ήχος της βροχής;» ρώτησα χωρίς να το πολυσκεφτώ.
«Ο κρότος, εκείνος ο εκκωφαντικός κρότος. Κάνεις διαρκώς πως δεν καταλαβαίνεις», είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Δεν τον πήρα ξανά ούτε εκείνο το βράδυ ούτε την επόμενη μέρα – η βροχή δεν είχε κοπάσει και δεν ήξερα τι να του πω. Τον βρήκαν τρεις μέρες μετά, στην πολυθρόνα της Άννας, πλάι στο τζάκι είχε δυο βελόνες πλεξίματος βαθιά χωμένες στα αυτιά του.