Scroll Top

Γιάννης Τρανίδις – Παρελθόν

Το χαρτί όταν τα δάχτυλα σκίζει. Πάτωμα αιμόφυρτο, της ύαινας βορά λες και αγκομαχητά που το σπέρμα συναρπάζουν. Καυτό, γλοιώδες λερώνοντας προσαγωγούς και κνήμες και τέλος τα χείλη. Ξαπλώσαμε και γδυθήκαμε κι έπειτα ξαπλωμένοι αγκαλιαστήκαμε. Το φως δεν έπαιρνε να χαμηλώνει κι έτσι πήγα και το τελείωσα. Τότε που ο άνεμος την πόρτα φύσηξε και μερικά με τα νύχια τους κλαδιά το παράθυρο άγγιζαν. Το διεστραμμένο μου μυαλό εικόνα την έκανε στο κρεβάτι και με τα κλαδιά που σαν βέργες τώρα χρησιμοποιούσα να την μαστιγώνω ενώ ταυτοχρόνως κάπνιζα. Όταν εκείνη σταμάτησε να ουρλιάζει, άρπαξε ένα ποτήρι με αλκοόλ από το κομοδίνο κατεβάζοντάς το και αφού τα χείλη του έγλειψε, με τα δυο της τα δάχτυλα, δείκτη και αντίχειρα, το σκούπισε και το άφησε δίπλα από το κρεβάτι στο πάτωμα. Γυρνώντας με την πλάτη στα σεντόνια με ρώτησε:

-Τι συνέβη πριν στο αμάξι, έχεις ιδέα;

-Ο σκύλος με τα πράσινα μάτια μου έκλεισε το δρόμο ξαφνικά και αναγκάστηκα να πατήσω φρένο κάπως απότομα.

-Αυτό μόνον;

-Ναι, τι άλλο;

-Δε μου λες ή μάλλον αποφεύγεις να μου πεις για μετά.

-Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, τι θες να έγινε μετά;

-Αργότερα με έπιασε κρίση πανικού, μου έδωσες μια σακούλα να αναπνέω κι έπειτα την πέταξες από το παράθυρο, σα να είχε μέσα κάτι πολύ άσχημο.

-Δεν το σκέφτηκα, αν και πιστεύω θα την έχουν ήδη μαζέψει.

-Τον σκύλο μια φορά τον χτύπησες, θυμάμαι που άκουσα το γδούπο και όσο έπαιρνα τις αναπνοές μου, βγήκες και τον πέταξες στην άκρη του δρόμου.

-Κι έτσι να έγινε, τελείωσε.

-Δεν τελείωσε, το θάβεις ή μάλλον τον πέταξες και κάθεσαι σα να μη συμβαίνει τίποτα και κάνουμε έρωτα. Γιατί μου το κάνεις;

-Νόμιζα σου άρεσε.

-Την αλήθεια, την αλήθεια γιατί μου την κρύβεις;

-Ok το παραδέχομαι, το έκανα, ηρέμησες τώρα;

Η πόρτα του απέναντι κτήματος σαν μασέλα που λαίμαργα μασάει έτριξε και άδειος ο δρόμος, όταν σαν συριστικός ήχος το κρύο και την ανθεκτικότητα διαπερνούσε. Τα δυο σώματα γυμνά στο κρεβάτι σε έντονο ύφος:

-Δεν με ηρεμείς, με εξαγριώνεις.

-Άκουσες αυτό που ήθελες, σήμερα γιορτάζει ο αγαπημένος σου Τσέχωφ, το ξέχασες.

-Σου το ανέφερα το πρωί, έκανα και σχετική ανάρτηση, δε μου λες… το σκυλί με τα πράσινα μάτια μου έμοιαζε για παγώνι στο σκοτάδι. Το παρελθόν σου ήταν και το χτύπησες και το άφησες αβοήθητο. Από τις ζωντανές του παραφυάδες το ξερίζωσες και ούτε σε έναν κάδο σκέφτηκες να το αφήσεις. Τόση σιχαμάρα. Η κρίση πανικού μου ήταν η διαίσθηση ή προτιμότερο η ενσυναίσθησή μου ξερνώντας το από μέσα μου. Δυο σώματα που σε μια ψυχή λογοδοτούν και όταν ανοίγει σαν ανθός ο ουρανός, τα πέταλά του μοιράζομαι και τη δροσιά με σένα. Δική μας η σοδειά. Όταν αφήσεις το οργωμένο πια χώμα με γυμνά πέλματα, με τις γροθιές σου γεμάτες από αυτό και ακούσεις το γάβγισμα, θα είναι από το σκύλο με τα πράσινα μάτια την ώρα που την ύαινα συνθλίβει τη νύχτα.

Françoise Dorléac and David Niven in Where the Spies Are, 1965