Οικογενειακό περιβάλλον και πατριαρχία. Το «ασφαλές» οικογενειακό περιβάλλον, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μπορεί να μεταβληθεί σε αρένα και σε τόπο εγκλήματος. Η κραυγή μπορεί να χτυπήσει πάνω σε υποθετικά προστατευτικούς τοίχους και να γυρίσει στον αποδέκτη της. Μου έρχονται συχνά στο μυαλό οι στίχοι του Παζολίνι: «Είναι ακριβώς το απόδειπνο, όταν ο αέρας/ μυρίζει ζεστή οικογενειακή απελπισία». Η ίδια απελπισία πάντα. Οικεία, καθημερινή, διαβρωτική, διαχρονική.
Τελευταία, όλο και περισσότερες λογοτεχνικές φωνές, αναδεικνύουν το πρόβλημα. Με ζητούμενο την ορατότητα. Ακριβώς για αυτή την «ζεστή οικογενειακή απελπισία» κλήθηκαν να μιλήσουν οι οκτώ συγγραφείς που υπογράφουν τα διηγήματα. Όλοι τους με κοινό θέμα και με ιδιοσυγκρασιακή ματιά. Ευθύτητα, υπαινιγμός, αλληγορία, λυρισμός, προφορικότητα.
Συμμετέχουν: Θοδωρής Γκόνης (Κάλυκες 12/70), Λουκία Δέρβη (Οικιακή οικονομία), Θάνος Κάππας (Μην πεις τίποτα), Έλενα Μαρούτσου (Το κουκλόσπιτο), Μαριαλένα Σπυροπούλου (Ελεύθερο πουλί), Γεωργία Συλλαίου (Το κίτρινο αυτοκινητάκι), Κυριάκος Χαρίτος (Ο δράκος), Δημήτρης Χριστόπουλος (Χαλασμένη).
Ανθολόγηση: Ευγενία Μπογιάνου
Θοδωρής Γκόνης
Κάλυκες 12/70
Εκεί είναι, εκεί, στέκεται στην παλιά αποθήκη, στο καλύβι, συντροφιά με το σαράκι του, με το μεγάλο μυστικό του, το τραπέζι το ξύλινο, εκεί, εκεί είναι ακόμα, σκαμμένο, χαρακωμένο βαθιά από τον σουγιά του καπνού και τον μπαλτά που λιάνιζε τα θηράματά του, ποτισμένο με αίμα και καπνό, πικρό και μουχλιασμένο, εκεί, εκεί μαζί με τη σκουριασμένη μικρή ζυγαριά, αυτή που ζύγιζε με το δράμι σκάγια και πυρίτιδα, να φτιάξει τη «ριξιά» του, να γεμίσει τα φυσίγγια του, τους ριγμένους κάλυκες, τους 12/70 που με έστελνε να μαζέψω με παγωμένα δάχτυλα από τα καρτέρια, τα περάσματα και τους κυνηγότοπους προσέχοντας να μην έχουν ριχτεί πάνω από μια φορά κι αλλοίμονό μου αν έκανα το λάθος και έφερνα χαλασμένους.
Έμπαινε η νέα η κυνηγητική περίοδος, άλλαζε το κορμί του, έβρισκε το ύψος του, το βάδισμά του, κατέβαζε προσεχτικά τα μεταλλικά κουτιά με το μπαρούτι που τα φύλαγε ψηλά πάνω στο πατάρι, στην αστράχα, διπλωμένα σε καραβόπανο, να μην πάρουν υγρασία, να μην τα πλησιάζει το φως και η ζέστη, τα ακουμπούσε με τάξη στο τραπέζι. Άρχιζε το γέμισμα, έχυνε το μπαρούτι με χέρι σταθερό, με προσοχή μεγάλη πάνω στη ζυγαριά, αράδιαζε τους κάλυκες, τις μάλλινες τάπες, τα βύσματα, τα χαρτάκια τα αδιάβροχα, τα καψούλια, τα σκάγια στο σωστό τους, το κατάλληλο νούμερο για κάθε θήραμα, άλλο για τους λαγούς, άλλο για τα αγριογούρουνα και διαφορετικό για πέρδικες, μπεκάτσες και ορτύκια, με ηρεμία, με ακρίβεια και συγκέντρωση μεγάλη, σαν τον φαρμακοποιό που ζυγίζει τα φαρμάκια και πρέπει να βρει τη σωστή αναλογία και δόση, απαιτούσε σιωπή και πάνω απ΄ όλα να μην έμπαινε κάνεις στη αποθήκη, μόνο εγώ κι αυτός, δε μιλούσε, δε μου μιλούσε εκείνες τις ώρες- μα και πότε μου μίλησε- μόνο λοξές ματιές πίσω από την πλάτη μου, κοφτές, καχύποπτες και άγριες, γλυκό μάτι ποτέ. Έφτανε στο τέλος, στο κλείσιμο του φυσιγγιού, στο ρέλιασμα, έστριβε τα χείλη του κάλυκα προς τα μέσα, προς τα κάτω, το επανέφερε στις αρχικές, στις σωστές του διαστάσεις, τα καλιμπράριζε, ξεκρέμαγε τη διπλή δερμάτινη φυσιγγιοθήκη από το καρφί που κρεμόταν, 25 φυσίγγια η κάθε σειρά σύνολο 50, ένα – ένα μου τα έδινε και τα περνούσα στη θέση τους, με τη σειρά και με την τάξη, όταν τέλειωνα θα την περνούσα στη μέση του και χωρίς καν να μου πει κάτι, γνώριζα πως έπρεπε να την κουμπώσω πάνω του σφιχτά και δυνατά πολύ, κατόπιν θα έβγαζε μέσα από τις θήκες τους τα δυο του όπλα, τα καμάρια του, τον τρόμο και το φόβο μου, το δίκαννο και την επαναληπτική του καραμπίνα τη Γερμανική, την ελαφριά και όμορφη σαν και μένα, μόνο που εμένα δε μου το είπε ποτέ, ομορφιά μου την έλεγε και Γερμανίδα μου της φώναζε, αυτήν χάιδευε, σε αυτήν μιλούσε, ακούμπαγε τα όπλα δίπλα μου και εγώ καταλάβαινα πως έπρεπε να τα καθαρίσω μέσα και έξω. Έπαιρνα το μάλλινο ύφασμα ή το άλλο από το δέρμα της καμήλας, έσταζα «ένα δάκρυ» πετρέλαιο και τα έτριβα, τα γυάλιζα μέχρι που γίνονταν καθρέφτης και έβλεπα τον φόβο μου διπλό και τρίδιπλο. Μετά έδενα στην ντουφεκόβεργα το βαφτιστικό μου βαμβακερό κουρελάκι και με λίγο λαδάκι, καθάριζατο εσωτερικό του δίκαννου και της καραμπίνας, της Γερμανίδας, της αδυναμίας του πατέρα μου, κι αυτός απέναντι με το μάτι το ανάποδο, αμίλητος και συννεφιασμένος έκοβε με το σουγιά τονκαπνό του, έστριβε το τσιγάρο του, το άναβε και το φουμάριζε μετρώντας με από πάνω ως κάτω, κι εγώ σαν το λαγό και σαν την πέρδικα, να σκύβω και να κρύβομαι από τον εαυτό μου. Θα έφευγε με τους φίλους του για κυνήγι στα βουνά, θα έλειπε2 ολόκληρες μέρες μου είπε μέσα από τα δόντια του, με τον καπνό από το τσιγάρο του να κρύβει το μάτι του «εσύ να κλειδώσεις την αποθήκη, να κρύψεις το κλειδί κάτω από την πέτρα και να γυρίσεις στο σπίτι, στη μάνα σου και στην αδελφή σου τη μεγάλη», έτσι μου είπε. Πήρε τα δυο σκυλιά του και τα όπλα του και έφυγε να συναντήσει τους συντρόφους του.
Το βράδυ αργά της ίδιας μέρας, μια σφαίρα ακούστηκε καραμπίνας επαναληπτικής, ένας πυροβολισμός μέσα στην αποθήκη. Πάνω στο τραπέζι η μικρή κόρη και ο εραστής της κείτονταν ακίνητοι, η σφαίρα είχε τρυπήσει ταυτόχρονα και τις δυο καρδιές.
Λουκία Δέρβη
Οικιακή οικονομία
Από μικρή έκανα οικονομίες. Μού έδινε ο πατέρας μου δέκα δραχμές, φύλαγα τις πέντε. Μετά που μεγάλωσα και παντρεύτηκα, μού έδινε ο άντρας μου, ο μακαρίτης, τρεις χιλιάδες, φύλαγα τις δύο. Ζητούσα χρήματα για τον μανάβη, τον μπακάλη, τον χασάπη και από δίπλα έκανα τις οικονομίες μου.
Η κόρη μου, ωραία κοπέλα, πήρε τα μαύρα μου μαλλιά και μάτια, το μυαλό της δεν το είχε στο κεφάλι της. Όταν ήρθαμε στην Αθήνα και πήγε σχολείο έκανε παρέες με κορίτσια που δεν ήταν του γούστου μου. Γνώρισε τον Πάνο, ένα αγόρι με ψηλή κορμοστασιά, έμεινε έγκυος, παντρεύτηκαν. Στα είκοσι γέννησε το καμάρι μου, την Ελευθερία. Οι οικονομίες μου πλέον πήγαιναν σε κείνην, τίποτα να μην της λείψει, δυο φορές παιδί μου, δεν λένε για τα εγγόνια;
Ο Πάνος είναι κλειστός άνθρωπος, από μικρός έτσι ήταν. Ξεσπούσε στο ποτό για τις στενοχώριες του και μετά στην κόρη μου. Μακριά μένανε, σε άλλη γειτονιά, εμείς Πατήσια εκείνοι Περιστέρι, αλλά μια φορά που πήγα σπίτι τους απροειδοποίητα να δω το μωρό την βρήκα με μελανιές στο πρόσωπο και στα χέρια. Προσπάθησα να της μιλήσω, εκείνη μου έριξε στάχτη στα μάτια πως την κλέψανε στο δρόμο. Την ξαναείδα χτυπημένη άλλη μια φορά, πριν μου κόψουνε τις επισκέψεις και μου είπε πως έπεσε από τις σκάλες. Άρχισα να φωνάζω και τότε εκείνη με απείλησε πως δεν θα ξανάβλεπα το μωρό ποτέ. Πολύ σπάνια τη βλέπαμε πια, εκείνη και το μωρό, όποτε ήθελε η κόρη μου και κυρίως για να της δώσω τις οικονομίες μου.
Όταν μεγάλωσε λίγο η Ελευθερία υποψιαζόμουν πως ο Πάνος τη χτυπούσε και κείνην. Είχα χάσει τη γη κάτω από τα πόδια μου. Η κόρη μου έκανε σαν τρελή, «Την λατρεύει την κόρη μας, ποτέ δεν θα της έκανε κακό», μου ορκιζόταν «Εμένα ναι, εκείνης ποτέ», μου παραδέχτηκε μια μέρα. Την πίστεψα. Προσπάθησα δυο-τρεις φορές να μιλήσω στον Πάνο για το πρόβλημά του με το ποτό, σε αυτόν και στους συμπεθέρους, αλλά αυτός κάθε φορά έφευγε από το σπίτι και η κόρη μου βυθιζόταν στην απελπισία. Αυτό δεν είναι αγάπη, της έλεγα, είναι αρρώστια. Ό,τι μπορούσα έκανα να της αλλάξω τα μυαλά, αλλά εκείνη εκεί, είχε κολλήσει το μυαλό της μην τυχόν και δεν γυρίσει ο Πάνος, μην τυχόν και έχει βρει κάποιαν άλλη. Κι εγώ έτρεμα και για κείνην και για τη μικρή.
Ο άντρας μου δεν ανακατευόταν. Μια φορά, η Ελευθερία ήταν ακόμα στο δημοτικό, ήρθε το παιδί με μια μελανιά στο χέρι. «Τι έγινε, Ελευθεράκι;», την ρώτησα «Τίποτα, γιαγιά, έπεσα στο σχολείο», μου είπε. Παρακάλεσα τον άντρα μου να πάει να βρει τον Πάνο να μιλήσουν αλλά εκείνος ούτε που ήθελε να με ακούσει. Δειλός άνθρωπος ήταν πάντα, δεν ήθελε φασαρίες αλλά δεν ήθελε να δει και την πραγματικότητα. Το μεροκάματο να έβγαινε, φαί να υπήρχε σπίτι και όλα καλά. «Και συ να μην ανακατεύεσαι» με πρόσταξε.
Μετά που πέθανε, ο ήσυχος αυτός άνθρωπος, το πήρα απόφαση μια μέρα και βρήκα δικηγόρο. Είπα στην κόρη μου να πάρει διαζύγιο, νέα ήταν ακόμα, κάπως θα τα βόλευε, θα βοηθούσα για όλα εγώ. Τι να το κάνεις, ποτέ δεν πίστεψε στον εαυτό της αυτό το κορίτσι. Ίσως να έφταιγε κι ο μακαρίτης ο πατέρας της κι αυτή η ησυχία του, ίσως να έφταιξα κι εγώ που δεν το είχα καταλάβει από νωρίς πως το παιδί ήθελε περισσότερη προσοχή.
Η Ελευθερία μού είπε στα δέκα της πως όταν μεγάλωνε θα πήγαινε όσο πιο μακριά μπορούσε, θα πήγαινε να ζήσει στην Αμερική κι ακόμη πιο μακριά. Ναι, παιδί μου, της είπα, να πας. Πέντε χρόνια μετά μού είπε πως θα σπούδαζε γιατρός για να βοηθάει τις γυναίκες που τις χτυπάει ο άντρας τους. Και ο πατέρας τους, συμπλήρωσε. Με πήραν τα κλάματα. Ούτε εγώ ήθελα φασαρίες τελικά. Ήμουν κι εγώ μια δειλή που ήθελε την ησυχία της.
Μόλις ενηλικιώθηκε πούλησα το σπίτι στο χωριό και της έδωσα όλα τα χρήματα κρυφά από τη μάνα της. Στην κόρη μου είπα πως τάχα τα είχα βάλει στην τράπεζα για ασφάλεια. «Δικά σου είναι, παιδί μου», της είπα «δικά σου και της Ελευθερίας». Η κόρη μου ήθελε τα χρήματα αμέσως. Πρώτη φορά της πήγα κόντρα. Έκανε να μου μιλήσει δυο μήνες. Από δίπλα και ο Πάνος έβαζε λάδι στη φωτιά.
Η Ελευθερία έφυγε εκείνο το καλοκαίρι για το Σικάγο. Σπούδασε κάτι σχετικό με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και μένει εκεί, στο Σικάγο, με τους γκάνγκστερς και τις χιονοθύελλες, κι εμένα τρέμει η καρδιά μου. Όποτε της το λέω στο τηλέφωνο που με παίρνει, μου απαντάει: «Μην φοβάσαι, είμαι σκληρό καρύδι, γιαγιά». Ήταν γενναία η Ελευθερία, όχι σαν εμένα και τη μάνα της. Τι να έκανα; Να άλλαζα τον χαρακτήρα μου στα γεράματα;
H κόρη μου έμαθε για τα χρήματα το καλοκαίρι που έφυγε η Ελευθερία. Ούτε ρώτησε τι και πώς η μικρή, πήρε μια βαλίτσα και έφυγε για την Αμερική. Εκεί λέει βρήκε το Πανεπιστήμιο από μια φίλη της, εκεί βρήκε φίλους καινούργιους, και μια καινούργια ζωή. Ήρθε σπίτι η κόρη μου με τον Πάνο «Μα πως έφυγε η Ελευθερία; Με τι λεφτά;» με ρώτησαν. Τους είπα το και το. Αγρίεψαν. Σαν να μπήκε μια άλλη στο κορμί μου έκανα. Τα μάτια μου πετούσαν σπίθες. «Αυτό το σπίτι που μένω, θα σας το γράψω αύριο. Αρκεί να μην ενοχλήσετε την Ελευθερία». Το δέχτηκαν. Έφυγαν αγκαλιασμένοι.
Τελικά ό,τι αξίζει στον καθένα. Την αγαπάω την κόρη μου, σπλάχνο μου είναι αλλά το μυαλό της έχει κολλήσει στον Πάνο, δεν φταίει αυτή. Πιστεύω πως μια μέρα θα ξυπνήσει και θα δει τη ζωή καθαρά. Όπως την έχει δει η Ελευθερία.
Το καλοκαίρι μού είπε πως θα έρθει να με δει. Τη μάνα της κι εμένα. Και πως τον πατέρα της τον συγχωρεί αλλά δεν θέλει να τον ξαναδεί. Ίσως τότε η κόρη μου να καταλάβει το λάθος της.
Μέχρι τότε θα κάνω οικονομίες. Δυο-τρία ευρώ την ημέρα. Για να πάρω κάτι στην Ελευθερία. Ένα μακρύ παλτό για το κρύο στο Σικάγο.
Θάνος Κάππας
Μην πεις τίποτα
Το σχολείο είχε αδειάσει, καθόταν πάνω στο θρανίο, έστριβε τσιγάρα και κάπνιζε. Πέρασε κάποια στιγμή η καθαρίστρια, είδε ότι μιλάγαμε, έκανε να φύγει, της είπαμε να μείνει αν θέλει, να κάνει τη δουλειά της. Έμεινε εκεί και σκούπιζε διαρκώς το ίδιο σημείο, προσπαθώντας ν΄ ακούσει:
Κύριε, το ξέρετε, για μένα είστε κάτι περισσότερο από κύριος γι’ αυτό κι έχω το θάρρος να σας μιλάω. Έχω νέα να σας πω, δεν σας πέτυχα τελευταία – δηλαδή εσείς εδώ είστε, εγώ έχω καιρό να έρθω. Έπιασα σπίτι στ’ όνομά μου, με συμβόλαιο, κανονικά, ενοίκιο, λογαριασμούς, τα πάντα, θα με βοηθάει στην αρχή η γιαγιά μου μέχρι να πιάσω δουλειά. Και ο πατέρας μου μού λέει αν θέλω να πηγαίνω σπίτι του να τρώω, δεν υπάρχει πρόβλημα – εντάξει δεν θέλω να πηγαίνω γιατί έχουμε τσακωθεί και θέλω να δω μόνος μου τι θα κάνω. Μου μιλάει άσχημα, του μιλάω άσχημα, δεν μπορώ να είμαι τόσο γρήγορος, μου λέει καθάρισε τα ψάρια, πιο γρήγορα, άντε δώσε μου αυτό και δώσε μου εκείνο, κάτσε, μισό λεπτό, δεν τηνε ξέρω τη δουλειά, του λέω. Πάμε καμιά φορά στη Σκάλα, νύχτα, ξημερώματα, μου λέει φόρτωσε αυτά τα τελάρα στο φορτηγό, να βγάλεις μεροκάματο. Μετά μου λέει πάρε το μαχαίρι και άνοιξε τα μύδια, του λέω κάτσε λίγο, αυτό πώς γίνεται, εκείνος νευριάζει, θολώνει και μιλάει άσχημα. Παλιότερα, όταν ήμουνα μικρός, με κόλλαγε στον τοίχο και με βάραγε με το παπούτσι, είχε έρθει και η κοινωνική υπηρεσία στο σπίτι, χαμός, η μάνα μου με παρακάλαγε μην τους πεις τίποτα και μην τους πεις τίποτα. Οπότε καλύτερα μόνος μου, να μην τον βλέπω και τσαντίζομαι. Και με τις αδερφές μου δεν μιλάω, μετά που η Λένα μίλησε άσχημα στη γιαγιά, της λέω εξαφανίσου, φύγε να μη σε βλέπω γιατί θα σε βαρέσω. Έφυγε από το σπίτι και λέει ότι μένει τώρα σε μια φίλη της αλλά δεν την πιστεύω. Κι ούτε με νοιάζει. Και τώρα εδώ στο σχολείο άμα δείτε, περνάμε εγώ εδώ αυτή εκεί, κι ούτε που την κοιτάω.
Η Λένα δεν το παραδέχεται αλλά ξέρετε τι πήγε κι έκανε, ε; Φασώθηκε κανονικά, συγγνώμη που τα λέω έτσι, εμείς έτσι τα λέμε, φασώθηκε με τον γκόμενο της άλλης της αδερφής μου, της Χριστίνας. Καλά η Χριστίνα, τρελάθηκε, ήθελε να τη σκοτώσει όταν το έμαθε, εγώ μπήκα στη μέση και της λέω άσ’ την τώρα, γάμα την, τελείωσε αυτό, μπορεί και να μην είναι αλήθεια, με τον άλλο τον μαλάκα να δεις τι θα κάνεις, αυτόν που σε τράβηξε από το σχολείο και τώρα γουστάρει τη μικρή. Καλά η Λένα είναι δεκαπέντε, είναι βλαμμένη, της λέω, εσύ είσαι μεγάλη, και πήγες και βρήκες τον ηλίθιο τον παραγωγό – έχει πάγκο στη λαϊκή αυτός, κύριε, έχει φράγκα. Αλλά τον είδα και κατάλαβα, λέω πάει, τη χάσαμε τη Χριστίνα. Γιατί εγώ στη Χριστίνα χρωστάω πολλά, αυτή μ’ έφερε εμένα στο σχολείο, θυμάστε, εγώ ούτε που ήξερα από σχολεία και τέτοια, ούτε ήθελα να έρθω και μου λέει έλα ρε θα είμαστε μαζί, θα σε βοηθάω, μην είσαι χαζός. Και ήρθα και στην αρχή ήμουνα λίγο παράξενος και έκανα αυτή τη βλακεία με το τζάμι και το λέω, λάθος μου, πάνω στα νεύρα μου έγινε. Το είπα και στον διευθυντή, πιστεύω μου άξιζε η αποβολή και αν είχα λεφτά έπρεπε κανονικά να το πληρώσω εγώ. Αλλά κατάλαβα μετά ότι είστε όλοι καλοί οι καθηγητές και πάνω απ’ όλα καλοί άνθρωποι και τώρα θέλω να προσέχω και να είμαι εντάξει. Πιστεύω ότι δεν έχετε πια κανένα παράπονο πια από εμένα κύριε. Έχετε;
Η Χριστίνα ήταν η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη, όλοι το λένε, δεν νομίζω να διαφωνείτε, έβγαλε μέσο όρο δεκαοχτώ στο πρώτο τρίμηνο. Και της λέει ο μαλάκας αυτός, το σχολείο κομμένο. Μεγάλο καθίκι, έχει πάρε δώσε με την αστυνομία, δεν ξέρω πώς τα κανονίζει και τον προστατεύουνε, πάει το κάθαρμα και της λέει το σχολείο κομμένο. Άμα θέλεις να είσαι μαζί μου, το σχολείο κομμένο. Και έγινε χαμός, μπήκε στη μέση η γιαγιά μου, τα θυμάστε, ερχόταν εδώ και σας έλεγε να κάνετε κάτι για να μην κόψει το σχολείο η Χριστίνα και πιάσατε όλοι και της μιλήσατε. Αλλά εγώ κατάλαβα πως θα το σταματήσει. Και της λέω αυτή θα είναι η μεγαλύτερη βλακεία που θα κάνεις. Κοίταξε μόνο να μη μείνεις έγκυος, αυτό της είπα, κοίτα κακομοίρα μου μη μείνεις έγκυος, λες και το ‘ξερα. Και τώρα, να τα, είναι έγκυος κύριε, το έμαθε η γιαγιά μου και τρελάθηκε. Την πήρανε τηλέφωνο και της είπανε έχουμε να σου πούμε και τα ευχάριστα, θα έχεις δισέγγονο. Τρελάθηκε η γιαγιά μου, τι μου λες τώρα φώναζε στο τηλέφωνο, τι είν’ αυτά, ούρλιαζε, πετάχτηκα εγώ, της λέω ηρέμησε να δούμε τι θα κάνουμε, τι να ηρεμήσω μου λέει, πάει τώρα τελείωσε, μας την έφαγε την κοπέλα ο πιστολάς. Την έχει σπιτώσει, μένουνε όλοι μαζί πέντε έξι άτομα, ούτε ξέρω ποια είναι τα παιδιά του και ποια είναι η μάνα του, γιατί αυτός είναι και παντρεμένος, χωρισμένος, δεν ξέρω. Και εκεί μέσα τη φαντάζεστε τη Χριστίνα, να του πλένει να του μαγειρεύει και να είναι έγκυος στο παιδί του; Δεν θέλω να έχω πάρε δώσε πλέον μαζί τους, δεν θέλω να τις ξέρω τις αδερφές μου, τις σιχάθηκα. Είναι δυνατόν να έχει γκαστρώσει τη Χριστίνα και να θέλει τώρα και την άλλη, τη μικρή; Λοιπόν, εγώ ήρθα εδώ να πάρω το χαρτί, να τελειώσω το σχολείο και να μην ασχολούμαι με κανέναν τους.
Και ο πατέρας μου, μπορεί να με βάραγε αλλά θυμάμαι ότι μας έλεγε να είμαστε πάντα ενωμένοι. Εσείς οι τρεις τουλάχιστον, να είστε σα μια γροθιά, αγαπημένοι, ιδίως τώρα που θα μπει η μάνα σας μέσα. Αυτά δεν ξέρω αν τα ξέρετε, τα έχω πει στον μαθηματικό μια μέρα που με ρώταγε τι έχω. Η μάνα μου κύριε, ίσως το έχετε ακούσει, κάνει χρήση πολλά χρόνια. Τώρα είμαι δεκαεφτά, κάνει χρήση απ’ όταν ήμουνα οχτώ. Είναι τώρα έξι μήνες πάλι μέσα, είναι καλά μου λένε, αλλά έχουμε περάσει πολλά με τη μάνα μου. Τρελαινόταν, πέταγε πράγματα, έβριζε πολύ άσχημα, χτύπαγε τις αδερφές μου, χτύπαγε κι εμένα – καλά αυτό δεν με πείραζε γιατί ήξερα ότι το κάνει πάνω στα νεύρα της και ότι μετά θα της περάσει. O θείος μου την έβαλε στα ναρκωτικά, στην αρχή της έδινε κανένα τσιγαριλίκι, κι αυτό πες εντάξει, όλοι κάνουμε, αλλά μετά άρχισαν μαζί τα χάπια και μετά την πρέζα. Και του έχω πει, άμα η μάνα μου πάθει κάτι να ξέρεις ότι κι εσύ τελείωσες, όλοι τελειώσαμε. Να, στο σταυρό που σας κάνω, θα τον τελειώσω εγώ. Γιατί για τη μάνα μου τρελαίνομαι, άμα μου πει ο άλλος κάτι για τη μάνα μου μπορώ να τον καθαρίσω επί τόπου, βρίσε με εμένα, τον Χριστό μου την Παναγία μου, δεν με πειράζει. Αλλά με τη μάνα είναι αλλιώς, έχετε ακούσει που λένε μάνα είναι μόνο μία; Αλλά ευτυχώς είναι καλά τώρα, μιλάμε στο τηλέφωνο, την ακούω εντάξει, μόνο κάτι τατουάζ έχει κάνει μέσα, μου λέει, είναι καθαρή. Την καταλαβαίνω αμέσως αν έχει πιει, αν είναι στενοχωρημένη, αν είναι κανονική, την καταλαβαίνω από τη φωνή, δεν μπορεί να μου κρυφτεί εμένα η μάνα μου. Αλλά την αγαπάω και στενοχωριέμαι μ’ αυτά που γίνονται τώρα με τις αδερφές μου, δεν ξέρει ότι δεν μιλάμε μεταξύ μας. Τουλάχιστον άμα δεν είμαι καλά όπως τώρα, πετάω τα περιστέρια και ξεσπάω. Αυτό το χρωστάω στον πατέρα μου, αυτός μου έμαθε να τα πετάω. Ξέρετε πόσα έχω τώρα;
Έλενα Μαρούτσου
Το κουκλόσπιτο
Η Ελεονόρα έδωσε μια γροθιά στην πόρτα. Οι κόμποι των δακτύλων της μάτωσαν. Η οργή της δεν είχε ξεθυμάνει. Βγήκε στο μπαλκόνι. Ήθελε να πετάξει κάτι από ψηλά, να το δει να γίνεται χίλια κομμάτια. Τότε το πρόσεξε. Σκονισμένο και με τη ροζ μπογιά του σκασμένη από την υγρασία, ήδη μισοδιαλυμένο από τα χρόνια και τις επιδρομές της γάτας –η γάτα τους ποτέ δεν είχε αποβάλει τη συνήθεια να λιμάρει τα νύχια της πάνω στην στέγη με την απομίμηση κεραμιδιών- το παλιό κουκλόσπιτο της κόρης τους έμοιαζε να την προκαλεί να κάνει αυτό που είχε κατά νου. Το πήρε και το πέταξε κάτω στον κήπο. Κοίταξε για λίγο το διαμελισμένο σπίτι στο γρασίδι και μπήκε στο σαλόνι. Ο θυμός είχε ξεφουσκώσει σαν μπαλόνι γεμάτο με δυσώδες αέριο που πότιζε τώρα τα ρούχα της. Έκανε μπάνιο με ζεματιστό νερό. Μέσα στους ατμούς η απόλυσή της απ’ τη δουλειά, το πρόσφατο διαζύγιο, η νευρική ανορεξία της έφηβης κόρης, αποκτούσαν ξάφνου την ομιχλώδη υφή του ονείρου.
Η Έλλη διάβασε ό,τι είχε γράψει μέχρι στιγμής. Ο Κ. Μ, κριτικός σε εφημερίδα υψηλής κυκλοφορίας, είχε επαινέσει τη διακειμενικότητα στο πρόσφατο μυθιστόρημά της. Άνοιγε διάλογο, έγραφε, με κλασικά κείμενα, δίνοντάς τους νέες διαστάσεις, σύγχρονη οπτική. Θα του άρεσε λοιπόν κι ετούτο εδώ που έγραφε τώρα, με σαφείς αναφορές στο «Κουκλόσπιτο» του Ίψεν. Πήρε το ένθετο της εφημερίδας και διάβασε για μια ακόμη φορά το απόσπασμα που την πλήγωνε. Έγραφε ο Κ. Μ. «Ακόμα και σε κείμενα που θίγουν τολμηρά θέματα, όπως αυτά της Ε. Ν., διακρίνουμε τον εγκλωβισμό σε στερεότυπα που συνοδεύουν τα δύο φύλα. Ως πότε θα διαβάζουμε στα βιβλία της για γυναίκες κακοποιημένες, για άντρες βίαιους, έρμαια των ενστίκτων τους;»
Η Έλλη ξαναδιάβασε το απόσπασμα. Η ηρωίδα της αυτή τη φορά θα ανέτρεπε τα στερεότυπα που της καταλόγιζε ο Κ. Μ. Η Ελεονόρα θα έδινε μπουνιές στους τοίχους, θα γκρέμιζε κουκλόσπιτα, θα ούρλιαζε στον άντρα της όταν ερχόταν να πάρει την κόρη τους για το Σαββατοκύριακο. Ίσως έτσι, σκέφτηκε, να άνοιγε έμμεσο διάλογο και με το σπιρτόκουτο του Οικονομίδη. Έσωσε ό,τι είχε γράψει μέχρι τώρα, και μπήκε στο μπάνιο να κάνει ένα ντους. Πάντα το ζεστό νερό τη βοηθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε σειρά. Τρίφτηκε με το ειδικό σφουγγάρι για την κυτταρίτιδα. Σκέφτηκε αντί για ντους να γεμίσει τη μπανιέρα και να ξαπλώσει μέσα. Πόσο καιρό είχε να το κάνει αυτό;
Είδε τα γόνατά της να ξεπροβάλλουν σαν δυο δίδυμα βουναλάκια μέσα από μια αφρισμένη θάλασσα. Το δεξί είχε ακόμα εκείνο το σημάδι από τότε που την είχε τραβήξει άγαρμπα ο άντρας της να βγει από τη μπανιέρα για να μπει αυτός. Είχε σκοντάψει κι είχε γλιστρήσει πέφτοντας με τα γόνατα στα πλακάκια. Ήταν η περίοδος της καραντίνας κι είχε τα νεύρα του. Η πολυεθνική όπου εργαζόταν είχε απολύσει τους μισούς οικονομικούς διευθυντές ανά την υφήλιο. Ανάμεσά τους κι εκείνον. «Κάθεσαι μέσα σαν να μην υπάρχει αύριο! Σαν να μη βρίσκονται κι άλλοι στο σπίτι που θέλουν να ξεβρωμιστούν!» της φώναζε τραβώντας τη με τις σαπουνάδες, όταν εκείνη γλίστρησε κι έπεσε στα πλακάκια. Έφερνε στο νου της τη σκηνή όπως την είχε αφηγηθεί στο τελευταίο της μυθιστόρημα. Ο άντρας της την είχε βοηθήσει να σηκωθεί απ’ το πάτωμα. Τα χέρια του έτρεμαν από θυμό ανάκατο με φόβο και με κάτι που έμοιαζε με έξαψη. Στο μυθιστόρημα η γυναίκα παρακολουθεί τον άντρα να αυνανίζεται στο ντους, πίσω απ’ την πλαστική κουρτίνα. Όλοι της έλεγαν να τον χωρίσει. Δεν χρειάστηκε καθώς έφυγε αυτός πρώτος. Αναρωτιόταν τώρα αν είχε χρήματα. Αν ήταν καλά. Σε λίγο θα ερχόταν να πάρει την κόρη τους. Έλεγε πως μαζί του έτρωγε μια χαρά. Τις προάλλες έφαγε, λέει, πέντε κομμάτια απ’ την πίτσα που είχαν παραγγείλει. Άραγε την ακολούθησε μετά στην τουαλέτα για να δει αν τα ‘βγαλε;
Βγήκε στο μπαλκόνι. Από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιζόταν το μπλε Nissan του άντρα της. Του πρώην άντρα της. Η γάτα πήδηξε πάνω στη στέγη του κουκλόσπιτου κι άρχισε να ακονίζει τα νύχια της. Η Έλλη φώναξε το κορίτσι. «Το θέλεις αυτό;» τη ρώτησε. «Όχι, πέτα το» είπε εκείνη και κατέβηκε απ’ τις σκάλες να μπει στο αυτοκίνητο του πατέρα της που μόλις είχε παρκάρει. Τους έγνεψε αντίο. Μετά κατέβασε το κουκλόσπιτο και το άφησε δίπλα στα σκουπίδια. Όταν επέστρεψε, έφτιαξε έναν δυνατό καφέ κι άνοιξε το αρχείο με το καινούργιο μυθιστόρημα. Έσβησε ό,τι είχε γράψει. Δοκίμασε μια καινούργια αρχή.
Μαριαλένα Σπυροπούλου
Ελεύθερο πουλί
Από το πρωί έχει πονοκέφαλο. Τα ντουλάπια ανοιγοκλείνουν και οι συρόμενες ντουλάπες γκρινιάζουν κάθε φορά που τις ζορίζει να ανοίξουν. Πόσο καιρό του ζητάει να τους βάλει λίγο λάδι. Μια που το λέει, μια που το ακούει. Θα πάρει απόφαση να το αναλάβει και αυτό. Μιαν απόφαση χρειάζεται η ζωή. Και μια πλάτη. Στις αποφάσεις δεν έχει πρόβλημα. Την πήραν μεν τα χρόνια για να το καταλάβει, χρειάζεται κάπως να μεγαλώσεις για να καταλάβεις ότι ο γάμος μπορεί να είναι φυλακή αλλά μπορεί και να μην είναι, ανάλογα τι απόφαση θα πάρεις. Καλό θα ήταν να μεγαλώνεις πρώτα και μετά να παντρεύεσαι, αλλά τώρα είναι περασμένη η ώρα, οι βαλίτσες είναι στη μέση. Θέλει χρόνο και ηρεμία για να τακτοποιηθεί. Το σκέφτεται όση ώρα απλώνει τα πουκάμισά του στο κρεβάτι. Ενώ εκείνη τι έκανε τόσα χρόνια; Έβγαζε την γκρίνια της, υπόγεια, συριστικά, τόσα χρόνια γιατί χρειαζόταν ένα χέρι να ασχοληθεί μαζί της. Ένα τρυφερό χέρι να πάρει ένα πινελάκι, να βάλει λίγο λάδι στις αρθρώσεις, στα σκουριασμένα της μέρη, εκεί που πονάει από χρόνια, στις κακοτεχνίες της σχέσης, στα κάγκελα του γάμου της που πότε ανοίγουν πότε κλείνουν. Το χέρι όμως αυτό δεν φάνηκε, η γκρίνια παρέμεινε γκρίνια, δεν μπήκε στον κόπο εκείνος να δει τα μάτια της, το κουρασμένο της κορμί, την ανάγκη της. Τι ανάγκη έχεις εσύ;, συνηθίζει να της λέει, αραδιάζοντας μια σειρά από ονόματα γυναικών που έχουν χειρότερη τύχη από εκείνη. Τα γεγονότα, λέει. Πώς να αντιπαρατεθείς στα γεγονότα; Η Καίτη έμεινε χήρα στα τριάντα, παράδερνε με τη φτώχεια και τα τρία ανήλικα παιδιά της. Η Μαίρη αρρώστησε στη γέννα από μιαν επιπλοκή, της άφησε η γέννα της κόρης της πεσκέσι ένα χρόνιο αυτοάνοσο και πολλά φάρμακα για την ψυχή που δεν αλάφραινε όσα χρόνια και εάν πέρασαν. Η Γιώτα υπομένει τον αλκοολισμό του Κώστα. Η Ράνια έχει μπροστά της κάθε τρις και λίγο τις ερωμένες του γόη άντρα της, τόσο που απέκτησε με τον καιρό μιαν επιλεκτική όραση για να αντέχει τη ζωή και τη γειτονιά, κύρτωσε από την οστεοπόρωση, μόνη σκυφτή πορευόταν ανίκανη να αλλάξει πορεία στην ευρυγώνια θέαση της κρεβατοκάμαράς της. Με τον καιρό έπαψε να την καθαρίζει κιόλας, μετέπειτα έπαψε να ξαποσταίνει, μεταφέρθηκε στην κουζίνα. Ονόματα της αραδιάζει πρωί βράδυ και ο κατάλογος ατέλειωτος να τη φιμώσει, να μην γκρινιάζει. Μα πόσο τυχερή είναι. Τι σχέση έχει με όλες αυτές τις γυναίκες; Τον κοιτούσε που απλωνόταν και εκείνη μαζευόταν, δεν είχε θέση μπροστά στον εγωισμό του, αρκούσε που μαγείρευε πολλά τσουκάλια για να τον θρέψει. Χορτασμένος, ρευόταν από ευχαρίστηση. Στα μάτια του ήταν εντάξει ο εαυτός του. Τα υπόλοιπα, μικρά, ασήμαντα παράπονα, υπερβολές μιας αχόρταγης γυναίκας που τα ήθελε όλα. Ο φόβος του κάθε φορά που παραχωρούσε κάτι στη μικροκαμωμένη γυναίκα του ήταν ότι αυτή θα πάρει και άλλα, δεν χορταίνουν ρε φίλε, έλεγε συχνά, όλο κάτι ζητάνε και εμείς ήρθαμε στη Γη για να ησυχάσουμε. Εκείνη έτρεχε, δεκαεφτά χρόνων τον παντρεύτηκε, τώρα περασμένα τριάντα κοινή ζωής, γηροκόμησε τη μητέρα του, στα χέρια της πέθανε, μεγάλωσε δύο κορίτσια που έκαναν μαζί, τα σπούδασε, κράτησε το μαγαζί του, το δούλεψε, και σήμερα για πρώτη φορά, την ημέρα που ξημέρωσε βάζοντας καναβούρι στον Λέλο και στη Γλύκα αποφάσισε ότι η γκρίνια δεν έχει πια θέση στο σπίτι τους. Βαρέθηκε.
Σήμερα το φως που μπαίνει από το δυτικό μπαλκόνι καθρεφτίζει μια πλάτη, ίσα που έχει αρχίσει να αχνοφαίνεται. Μια δική της πλάτη. Ο Λέλος συμφωνεί. Έχει κέφια σήμερα, η γλυκιά φωνή του της φτιάχνει το κέφι. Δεν έχει ανάγκη να τον παρακαλάει, δεν τον έχει ανάγκη. Δεν χρειάζεται για όλα να ζητάει άδεια. Σκυφτή και παρακλητική σαν θρησκευτικός κανόνας μην τυχόν και θυμώσει ο άνδρας της. Ένα μάθημα που πήρε σε υγρή μορφή από τη μάνα της, στο μπιμπερό. Τόσο φοβισμένη η κυρία Ιουλία, ένα μόνιμο σουτ έλεγε στις κόρες της. Μη μιλάτε, μην αντιμιλάτε, μη φωνάζετε, μη φέρνεις αντιρρήσεις σου λέω, θα τον θυμώσεις. Τον πατέρα, τον άνδρα, τον γείτονα, τον δάσκαλο, λες και μόνον οι άνδρες έχουν δικαίωμα θυμού από καταβολής κόσμου. Εκείνη πιάνει τον εαυτό της να θυμώνει. Και μια ζωή τσουβάλι από ενοχές, γιατί θύμωνε. Σήμερα όμως ξύπνησε χαρούμενη. Θα πάνε στο εξοχικό και θα πάρουν μαζί την κυρία Ιουλία, τη μάνα της. Τέλος. Δεν θα ζητήσει άδεια να φέρει τη μάνα της. Είναι μόνη, έχει μεγαλώσει, θα την πάρει να κάνουν μαζί Πάσχα. Και ας λέει ό,τι θέλει ο Τάκης. Ας θυμώσει. Μόλις γυρίσει από το σούπερ μάρκετ θα το φέρει τετελεσμένο. Θα ετοιμάσει τα πουλιά του, τα καναρίνια του, θα τα καθαρίσει και θα του πει να πάει να φέρει και τη μάνα της για να μην κουβαλά μόνη της τα πράγματα, γριά γυναίκα. Οι βαλίτσες όπου να ‘ναι γεμίζουν και ένα μικρό πρόγευμα με τον καφέ τον περιμένουν. Θα πιει, θα φάει και θα του το ανακοινώσει. Κοιτάζει την πόρτα πότε θα γυρίσει το κλειδί, τηλεφωνεί στη μάνα της να ετοιμαστεί. Χτενίζεται, φοράει ένα λουλουδάτο φόρεμα με ελαφρύ ντεκολτέ. Κοιτάζεται στον καθρέφτη. Της αρέσει αυτό το φόρεμα, στον Τάκη άλλοτε του αρέσει, άλλοτε το βρίσκει τολμηρό, σήμερα νιώθει ότι το δικαιούται. Θα πάνε μέχρι το Λαύριο να περάσουν απέναντι για το νησί, θα πάρει και μαγιό, αρκετά ταλαιπωρήθηκε τόσα χρόνια να ζηλεύει από απόσταση τη θάλασσα αλλά να σκέφτεται τι θα πει η μάνα της, τι θα πει ο Τάκης. Ο κόσμος της όλος, δεν χρειαζόταν τη γειτονιά να την κουτσομπολέψει, ήταν αρκετά κάτι βλέμματα στους καθρέφτες του σπιτιού της. Πάχαινε, πρόβλημα για τον Τάκη, αδυνάτιζε, τη λοξοκοίταζε η μάνα της, ένα ασανσέρ η διάθεσή της, αν ήθελε να μαυρίσει, αν ήθελε να παραμείνει άσπρη, αν ήθελε να καπνίσει, αν ήθελε να πιει τα ούζα της. Πενηνταρίζει και δεν μπορεί να κελαηδήσει σαν τη Γλύκα και τον Λέλο και ας το λέει η καρδιά της που πεταρίζει μόλις αντικρίσει την άνοιξη. Βάζει ελαφριά ρούχα, μια ζακέτα μακριά που αγαπάει, δώρο της μικρής της κόρης από τη Βαρκελώνη, κρύβοντας επιμελώς το πεντικιούρ στα πόδια που έκανε μετά από χρόνια φέτος για να γιορτάσει τη Λαμπρή. Ανάσταση έκαναν τα κουρασμένα πόδια της όταν της τα έτριβε η Ρούλα δίπλα στο μαγαζί, βάλε κρέμα Ρούλα, βάλε, μην τη λυπάσαι, βάζω Δέσποινα, μη γλιστρήσεις μόνον με τη σαγιονάρα όταν θα βγεις έξω, γιατί για να κρατήσει, δεν θα μου βάλεις τώρα πάλι κλειστά παπούτσια. Φοβάται αλλά δεν κάνει πίσω. Και πεντικιούρ έχει και τη μάνα της το Πάσχα. Και μαγιό θα πάρει και τον Τάκη. Κρύβει και ένα πακέτο τσιγάρα που φέτος έχει σκοπό να εμφανίσει φόρα παρτίδα μπροστά και στους δυο στο τραπέζι της Ανάστασης. Θα σκάσουν σαν βαρελότα οι καπνοί από το στόμα της, οι δικοί τους θα βγουν από τα αυτιά. Επανάσταση βάλθηκες να κάνεις, θα της πει η μάνα της; Ο Τάκης θα παραμείνει σιωπηλός αλλά ξέρει αυτός να της το βγάλει ξινό το βράδυ στο κρεβάτι. Ξέρει αυτός. Πάντα ξέρει να κρατάει σε χαμηλή αργή θερμοκρασία το θυμό του, να σιγοβράζει, να την ψήνει από όλες τις πλευρές από λίγο, βασανιστικά. Πώς δεν της αρέσουν τα μούτρα του όταν μουτρώνει. Πώς θέλει μερικά πράγματα να είναι απλά, κελαρυστά σαν γέλιο παιδιού, σαν το κελάηδημα του Λέλου μόλις την αντικρίζει. Τα πουλιά του. Είναι δικά του ο Λέλος και η Γλύκα, λατρείες μεγάλες, πιο μεγάλες και από τις κόρες του, γιατί τα πουλιά του μόνο κελαηδούν ενώ οι κόρες του βγάζουν και γλώσσα, όπως λέει ο Τάκης. Έχει έρωτα ο Τάκης με τα πουλιά του και η Δέσποινα αγαπάει αυτή την πλευρά του. Την τρυφερότητα που δείχνει στα πουλιά του, την περιποίηση, την καθαριότητα, το κομμένο μήλο που τους βάζει, πώς τους αλλάζει τις εφημερίδες, πώς βάφει και συντηρεί το κλουβί τους, γιατί δεν ήθελε να είναι πλαστικό και αγόρασε για αυτά ένα μεγάλο ξύλινο πράσινο με κίτρινη πόρτα και μικρές ζωγραφιστές λεπτομέρειες στο εσωτερικό. Με γυμναστήριο μέσα για τα πουλιά του, δοκό και μονόζυγο, κούνια και θήκες για βιταμίνες, λιχουδιές και τροφή. Να ακούσεις λόγια που τους λέει, ο Λέλος και η Γλύκα. Ζουν σε ένα κλουβί πολυτελείας και η Δέσποινα κοιτάζει στα μάτια των πουλιών την τρυφερότητα που δεν γνώρισε από τον Τάκη. Πόσα χρόνια δεν έβλεπε τα φτερά της. Δεν θα γκρίνιαζε, θα κελαηδούσε, δεν θα σκούριαζε σαν πολυκαιρισμένη λαμαρίνα, να ζητάει από τη Ρούλα να της τρίβει τις πατούσες ξελιγωμένη.
Το κλειδί γυρνάει απότομα και ο Τάκης με την αθλητική εφημερίδα στη μασχάλη κατευθύνεται στο μπαλκόνι να καλημερίσει πρώτα τη Γλύκα και τον Λέλο. Κοίτα τι έφερε ο μπαμπάς; Λιχουδιές για το Πάσχα, πουλάκια μου, σιγοψιθυρίζοντας Θα ζήσω ελεύθερο πουλί, όχι κορόιδο στο κλουβί. Η Δέσποινα σερβίρει στην κουζίνα τον καφέ.
–Τι έχουμε δω; Αρπάζει τη γωνία από το ψωμί, είσαι έτοιμη ή θα κυνηγάμε πάλι το πλοίο;
–Έτοιμη είμαι
–Άντε μπράβο, και ρουφά τον καφέ του.
–Τάκη… Θέλω να περάσεις πριν να φορτώσεις το αυτοκίνητο να πάρεις τη μάνα μου από το σπίτι.
–Γιατί;
-Γιατί θα την πάρουμε μαζί μας στο σπίτι για Πάσχα. Είναι μόνη της και δεν μου κάθεται καλά να την αφήσω εδώ. Δεν την νιώθω στις δυνάμεις της. Δεν ξέρω πόσο θα ζήσει.
-Ναι, αλλά δεν μου το είπες. Δεν το συζητήσαμε
-Στο λέω τώρα
–Τώρα είναι αργά. Είναι γεμάτο το πλοίο.
-Δεν είναι αργά. Της έβγαλα εισιτήριο.
–Τι λες ρε Δέσποινα; φτύνει μια μπουκιά από το ψωμί που μόλις έβαλε. Τώρα θα με μάθεις; Πόσες φορές σου έχω πει ότι δεν μου αρέσει να με αιφνιδιάζεις. Θέλω να τα γνωρίζω τα πράγματα, να τα συζητάμε και στο τέλος να δω τι θα αποφασίσω. Να μου το έλεγες νωρίτερα. Τώρα δεν έχω όρεξη. Θα πάμε οι δυο μας.
–Τη μάνα μου, Τάκη, θα πάρουμε, τη μάνα μου. Πόση προετοιμασία θέλεις για να αποφασίσεις να πάρεις τη μάνα μου; Άλλωστε είναι και δικό μου το σπίτι και αποφασίζω εγώ να την πάρουμε.
-Δεν μας παρατάς, ρε Δέσποινα
-Όχι δεν σε παρατώ. Δεν θέλω να σε παρατήσω γι’ αυτό είμαι εδώ. Ούτε τη μάνα μου θέλω να παρατήσω. Είναι ήσυχη γυναίκα, δεν σε έχει ποτέ, μα ποτέ ενοχλήσει. Πιο πολύ εμένα ενοχλεί παρά εσένα. Άλλωστε συμφωνείτε σε πολλά.
–Μουλωχτή είναι. Τη βαριέμαι.
-Είναι η μάνα μου, Τάκη.
-Μωρέ δεν πά’ να είναι και ο πατέρας σου…
-Τάκη, πήγαινε σε παρακαλώ να τη φέρεις. Μην τσακωθούμε Μεγάλη Τρίτη σήμερα, μεγάλη μέρα. Είναι και το τροπάριο της Κασσιανής το απόγευμα. Θα πάει στην εκκλησία δεν θα σε ενοχλήσει.
-Ρε την Κασσιανή που μας ξημέρωσε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή. Δέσποινα δεν μας τα λες καλά. Δεν πάω πουθενά σου είπα. Και η μάνα μου να σηκωθεί από τον τάφο, εγώ τη μάνα σου δεν τη φέρνω. Είχα άλλα σχέδια.
–Και θα στα εμποδίσει η μάνα μου;
-Τέλος η συζήτηση. Πες της άλλη φορά. Θα πάμε το καλοκαίρι και θα την πάρουμε.
Η Δέσποινα γυρίζει στο νεροχύτη την πλάτη της και κρατιέται από τον πάγκο. Ο θυμός της έχει ήδη αρχίσει να κουνάει το πάτωμα που πατάει. Το στήθος της πονάει. Δεν μπορεί να πάρει ανάσα.
–Τάκη, σε παρακαλώ πολύ. Μην το χοντρύνεις. Θέλω να πας να πάρεις τη μάνα μου. Και αν δεν θες να κάνεις δρομολόγια, θα πάμε με φορτωμένο το αμάξι να την πάρουμε. Ένα μικρό βαλιτσάκι θα έχει, δεν θα μας βαρύνει. Σε παρακαλώ.
–Ο Τάκης είπε τέλος η συζήτηση και είναι τέλος.
Σηκώνεται και βγαίνει από την κουζίνα. Πάει στα πουλιά του. Αλλάζει τον τόνο της φωνής του, γλυκαίνει, τους μιλάει. Αυτά αποκρίνονται. Θα ζήσω ελεύθερο πουλί, όχι κορόιδο στο κλουβί, από κανάρα σε κανάρα θα πετάω, σφυρίζει, τραγουδά, σβήνει κάθε της κουβέντα, κάθε της επιθυμία, κάθε της κύτταρο.
–Ετοιμάσου, της λέει.
–Αν δεν φέρεις τη μάνα μου, εγώ δεν έρχομαι
–Να μην έρθεις
Ο Τάκης χωρίς δεύτερη σκέψη παίρνει τη βαλίτσα του στο ένα, τον Λέλο και τη Γλύκα στο άλλο και κλείνει με δύναμη πίσω την πόρτα, σιχτιρίζοντας.
Η Δέσποινα κάθεται πάνω από το νεροχύτη. Κρατάει τον πάγκο και δεν τον αφήνει. Τα χέρια της πιέζουν το μπετόν, τα νύχια της δεν έχουν χώρο να χωθούν, πιέζουν τις αρθρώσεις, χαράσσουν το αλουμίνιο, μια ευθεία γραμμή στριγκλίζει. Σπάνε. Οι παλάμες της κυρτώνονται, το βλέμμα της μένει σταθερό στο παράθυρο, κοιτάζει έξω, δεν γυρίζει να τον δει, τον ακούει να τραγουδάει, θα ζήσω ελεύθερο πουλί. Και ακούει με θόρυβο την πόρτα να βροντά πίσω της.
Τα πουλιά και τα μάτια σου, ίσα που προλαβαίνει να ψελλίσει.
Πρέπει να έμεινε εκεί ώρες με τα νύχια της βυθισμένη. Όρθια μπροστά στο παράθυρο, με την πλάτη γυρισμένη. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου το απόγευμα την ξυπνάει. Δεν θα πάω ούτε εγώ, μάνα. Σώπα, θα έρθω από εκεί να σε δω. Θα πάμε μαζί εκκλησία. Ναι, άλλαξαν τα σχέδια. Θα βρέξει. Δεν έχει νόημα να ταλαιπωρηθείς. Ξεκουράσου. (…) Ναι, μάνα, έχεις δίκιο, δεν ήταν καλή ιδέα. Όχι, δεν ταλαιπωρήθηκε ο Τάκης, μην ανησυχείς, ούτε στενοχωρήθηκε. Μάνα, δεν τον στενοχώρησες τον Τάκη. Καλά είναι ο Τάκης, μάνα. Όχι, δεν είπα καμία παραπάνω κουβέντα, μάνα. Καμία. Δεν λέω πια παραπάνω κουβέντες μάνα, μην ανησυχείς. Το σπίτι μου είναι το πιο σημαντικό. Να μην το χαλάσω για ασήμαντους λόγους, έτσι είναι, μάνα. Μη μου σκας. Δεν χαλάνε τα σπίτια για ασήμαντους λόγους. Δεν χαλάνε. Τα σπίτια είναι εντάξει, μάνα. Όρθια.
Όρθια, στητή, αγέρωχη στέκεται μπροστά από τον νεροχύτη ώρες, μέχρι που βραδιάζει. Παγωμένη κοιτάζει έξω το σούρουπο του Απρίλη και τις μυρωδιές της Κασσιανής που μαρτυρά κάθε χρόνο την ενοχή της για τις αμαρτίες τούτου του κόσμου. Σπρώχνει τα παπούτσια και ελευθερώνει τα πόδια της. Αφήνει το κόκκινο στα νύχια της να φωτίσει τούτη τη νύχτα που καίει ό,τι αγάπησε. Το στήθος της δυνατό, γεμάτο από μια περηφάνια που κελαηδάει μέσα της. Δεν κλαίει. Είναι ελεύθερη. Τα κάγκελα κόπηκαν.
Όταν ακούει το βράδυ το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα τρομάζει. Αμετακίνητη. Δεν γυρίζει. Δεν αλλάζει θέση μέχρι που νιώθει τα ιδρωμένα χέρια του στα πόδια της πεσμένα κάτω. Να τα αγκαλιάζει, να τα μουσκεύει, να τα φιλάει. Μετάνιωσε; Γύρισε για εκείνη; Του έλειψε; Τα κλάματά του ποτίζουν τα πόδια της. Το πουκάμισό του ανοιχτό, το δέρμα του νοτισμένο. Ξαναμμένος κλαίει. Χαμένος σαν παιδί. Ένα μικρό παιδί που ορφάνεψε.
–Όλα χάθηκαν Δέσποινα, όλα χάθηκαν. Σήμερα έχασα τη ζωή μου. Τα πουλιά μου, Δέσποινα, τα πουλιά μου. Τα κρέμασα ψηλά στη βεράντα και έφυγα για το καφενείο. Είδα μια μικρή γάτα να τα γυροφέρνει αλλά ήταν τόσο μικρή που δεν την είχα ικανή. Δεν πήγε ο νους, δεν έφτασε εκεί ο νους μου. Ότι θα πηδήξει εκεί πάνω. Όταν γύρισα ήταν πεσμένο κάτω το κλουβί. Τι να δω; Κανείς να μη ζήσει αυτό που έζησα. Κανείς. Με τα νύχια της έπνιξε τα πουλάκια μου, μέσα εκεί. Αργά βασανιστικά, τα πουλιά μου έζησαν τον πιο φριχτό θάνατο στο κλουβάκι τους. Πέθαναν Δέσποινα, πέθαναν. Δέσποινα πέθαναν. Τι θα απογίνω Δέσποινα; Βοήθησέ με.
Γεωργία Συλλαίου
Το κίτρινο αυτοκινητάκι
“Λαμπρές και χλωμές στήλες φωτός διαπερνούν τα κλειστά μου βλέφαρα”. Επαναλαμβάνω νοερά αυτές τις λέξεις μέχρι που χάνουν το νόημά τους και η νέα τους μορφή αποτυπώνεται τρισδιάστατη στη φαντασία μου. Προτιμώ να επινοώ τα σχήματα των φωτοσκιάσεων στο μυαλό μου, παρά να τα αντικρίσω ανοίγοντας τα μάτια. Γενικότερα προτιμώ την περιγραφή των φαινομένων και των γεγονότων παρά την συμμετοχή μου σ’ αυτά. Με τα μάτια μου ακόμα μισόκλειστα κλείνω γρήγορα τις κουρτίνες για να μην με απογοητεύσουν για άλλη μια φορά ανώφελοι περισπασμοί. Το φως σημαίνει την έναρξη μιας καινούργιας μέρας και κάτι τέτοιο δημιουργεί μάταιες προσδοκίες: την αναμονή μιας έκπληξης που θα διαρρήξει την διαδοχή οικείων συνηθειών και γεγονότων, θα δημιουργήσει ρωγμές από όπου θα εισχωρήσουν αύρες χαράς ή ευφορίας, ενώ εγώ έχω αποδεχτεί πλέον το γεγονός ότι εδώ και καιρό ο χρόνος έχει γίνει εντελώς επίπεδος και οι λεπτοδείκτες που γυρνάνε στο ρολόι του τοίχου σημαίνουν απλώς την εναλλαγή της μέρας με τη νύχτα και το αντίστροφο.
Ωστόσο, πάντα θα επιχειρώ την αποτύπωση των χρωμάτων και των φωτοσκιάσεων σε ένα σκληρό ή μαλακό πανί – αναλόγως ποιο ταιριάζει στη δουλειά μου. Κεντάω από μικρός, κάτι που ενοχλεί αφάνταστα τον πατέρα μου, αυτόν τον καραφλό άντρα που φοράει μονίμως ένα κασκορσέ φανελάκι. Όταν με πιάνει να κεντάω, πέφτουν πρώτα οι φάπες και αμέσως μετά οι αλύπητες καταστροφές των δημιουργημάτων μου. Όλα αυτά συνοδεύονται από ντροπιαστικούς χαρακτηρισμούς και τέλος από την γνώριμη επωδό – γίνε άντρας ρε!
Για άλλη μια φορά στήνω αυτί. Ακούω την πόρτα του σπιτιού μας να κλείνει. Ακολουθούν οι κοφτοί ήχοι του σύρτη και του κλειδιού που γυρίζει τρεις φορές. Μπορώ να δω τα μικρά σιδερένια παραλληλόγραμμα να εισχωρούν μέσα στις ξύλινες υποδοχές, τις φθαρμένες δοκούς να ενώνονται αθόρυβα με την μεταλλική πόρτα της εισόδου. Από χθες είμαι τιμωρημένος, ο πατέρας με τσάκωσε επάνω που τελείωνα ένα αμπαζούρ προορισμένο να κοσμήσει το δωμάτιο της δίδυμης αδερφής μου. Σήμερα είναι τα γενέθλιά μας, κλείνουμε και οι δυο τα δεκατρία.
Η ανάμνηση μιας προσδοκίας με προβληματίζει ακαθόριστα καθώς μυρίζω τον πρωινό καφέ, έως ότου θυμάμαι τι είναι αυτό που μου προκαλεί μια ξεχασμένη από καιρό ευχάριστη αδημονία. Ψάχνω για το αυτοκινητάκι. Το βρίσκω κάτω από το κρεβάτι μου, δίπλα σε υπολείμματα καμβάδων, βελονάκια και χρυσαφένιες κλωστές. Είναι το δώρο μου για τα γενέθλια της αδερφής μου. Το αυτοκινητάκι είναι κίτρινο – κροκί. Μας αρέσει να χαρίζουμε τέτοια δώρα ο ένας στον άλλον, είναι μια ευκαιρία να γελάμε λίγο, ξαναγινόμαστε πιτσιρίκια.
Οι πόρτες και το παρμπρίζ είναι διακοσμημένες με κεντημένο λεπτό ύφασμα – μου πήρε αρκετό χρόνο να πετύχω τη σταυροβελονιά με χρυσές και κόκκινες κλωστές. Το ύφασμα σκιζόταν εύκολα, η βελόνα έπρεπε να είναι πολύ λεπτή. Το βράδυ που θα της το δείξω, θα την καταπλήξω!
Με την αδερφή μου παίζαμε πολύ συχνά με αυτοκινητάκια όταν ήμασταν μικρά, μαζί με τη μητέρα μας. Μια μέρα πριν εξαφανιστεί μας είχε χαρίσει ένα ηλεκτρικό τραινάκι. Τη θυμάμαι να μας παρακολουθεί καθώς ενώναμε ενθουσιασμένοι τις ράγες, όρθια και πολύ σοβαρή, καπνίζοντας το τσιγάρο της.
Δεν καταφέρνουμε, ούτε εγώ, ούτε η αδερφή μου να θυμηθούμε πολλά πράγματα για τη μητέρα μας. Ένα πρωινό ξύπνησε ζωηρή και δραστήρια καιέφυγε για να κάνει μιαν επίσκεψη σε κάποιον ένοικο της πολυκατοικίας μας. Δεν μας είπε σε ποιόν.
Ήταν όμορφη εκείνη τη μέρα, ντυμένη με το πράσινο φόρεμα που μου άρεσε περισσότερο απ’ όλα. Φεύγονταςμας είχε φιλήσει στο μάγουλο. Εκείνο είναι και το τελευταίο φιλί που πήραμε από κάποιον. Τώρα φιλιόμαστε μεταξύ μας – η αδερφή μου κι εγώ εννοώ.
Κατευθύνομαι προς την τουαλέτα και μια ανάμνηση αναδύεται στο μυαλό μου: Η εικόνα της μαμάς καθώς με έντυνε πριν από κάποια επίσκεψη και η σύστασή της να κατουρήσω πριν πάμε στο ξένο σπίτι. Κουνάω πέρα – δώθε το κεφάλι μέχρις ότου η θλίψη που με διαπέρασε καυτή μέσα σε δευτερόλεπτα, υποχωρεί.
Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου με τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» ανά χείρας. Διαβάζω ξανά εκείνες τις ιστορίες που γοήτευαν τη μητέρα και κατόπιν την αδερφή μου, έχω μάθει απ’ έξω όλα τα ονόματα των λυμφατικών ηρωίδων και των μισότρελων ευγενών του δέκατου ένατου αιώνα που κυκλοφορούσαν σαν τις άδικες κατάρες στα δωμάτια στοιχειωμένων πύργων. Όλα αυτά τα λυπημένα φαντάσματα έγιναν η συντροφιά μου και υιοθέτησα την συνήθεια να συνομιλώ μαζί τους.
Προτιμώ αυτές τις ιστορίες γιατί διαδραματίζονται σε χώρο και χρόνο που δεν μου διεγείρουν επικίνδυνες τάσεις ταύτισης, δεν μου ανακαλούν οποιαδήποτε ανάμνηση. Κατά τη διάρκεια της ημέρας τα καταφέρνω, αλλά όταν πέφτω για ύπνο, η μνήμη με εκδικείται, εισβάλλει στο μυαλό μουπανίσχυρη και ανελέητη. Σκόρπιες εικόνες από την παιδική μου ηλικία, μυρωδιές, πρόσωπα που νόμιζα πως έχω ξεχάσει. Βλέπω τον εαυτό μου με κοντά παντελόνια να τρέχει σε στενά μονοπάτια και να γδέρνεται από τις βατομουριές. Βλέπω τη μαμά να βγάζει το πιάτο με τις τηγανητές πατάτες στο παράθυρο κι εγώ αδημονώ πότε το αγαπημένο μου φαί θα κρυώσει. Τέτοιες εικόνες με ταράζουν και έφτασα στο σημείο να φοβάμαι αυτόν τον ύπνο – εκδικητή, προσπαθώ να μένω όσο το δυνατόν περισσότερες ώρες ξάγρυπνος. Ευτυχώς ο πατέρας δεν έχει έρθει στον ύπνο μου ούτε μια φορά. Βέβαια, κατά τη διάρκεια της ημέρας τον έχω μπροστά μου και κυρίως στις πιο ανεπιθύμητες στιγμές.
Το ελάχιστο φως που μπαίνει από τις μισόκλειστες κουρτίνες του υπνοδωματίου μου με ενοχλεί. Πάω να τις τραβήξω και το φως του δειλινού βάφει κόκκινο το δωμάτιο. Μένω να κοιτάζω σα μαγεμένος τον έξω κόσμο, αν και δεν είμαι σε θέση να διακρίνω και πολλά πράγματα. Μπορώ να δω αχνά τα καμπαναριά και τους πρασινωπούς τρούλους να διαγράφονται μέσα από τις κεραίες, κάργιες και περιστέρια να με παρακολουθούν μοχθηρά από τις απέναντι ταράτσες. Κλείνω γρήγορα τα παντζούρια, ανάβω το φως, παίρνω το κέντημά μου και κάθομαι στο κρεβάτι. Θαυμάζω το τελευταίο μου δημιούργημα: δύο πουλιά που στέκονται αντικριστά. Το μόνο που τα χωρίζει είναι ένα θαμπό ουράνιο τόξο.
Κοιτώ το ρολόι και ανακαλύπτω ότι είναι ήδη οχτώ η ώρα. Με πήρε ο ύπνος. Ψάχνω με χτυποκάρδι στην ντουλάπα, και παραμερίζω κρεμάστρες με άχρηστα «καλά» σακάκια και ξεθωριασμένες ζακέτες αναζητώντας ένα καθαρό παντελόνι. Χτενίζω προσεκτικά τα μαλλιά μου – η χωρίστρα στα αριστερά. Και να’ τη πάλι η μνήμη, πάντα ανελέητη: η μαμά με αποκαλούσε Χωρίστρα, και λίγο πριν γίνω έξι χρονών μου χάρισε ένα λευκό γατάκι με κοκκινωπές ραβδώσεις.Μία από αυτές χώριζε το κεφαλάκι του στα δύο. Έ, να, είχε πει η μαμά, αυτό είναι το καλύτερο δώρο για σένα. Θα έχετε και το ίδιο όνομα. Το γατάκι με κοιτούσε με τα έκπληκτα χρυσαφένια του μάτια. Μετά από δυο – τρεις μέρες έκανε εμετό στο χαλί και ο άντρας με το κασκορσέ φανελάκι το πέταξε από το μπαλκόνι. Έγινε ένας μεγάλος καυγάς τότε. Νομίζω πως η μαμά χαστούκισε τον πατέρα – ο οποίος παραδόξως δεν αντέδρασε – λίγο πριν με πάρει στην αγκαλιά της κλαίγοντας γοερά.
Ο Χωρίστρας δεν έπεσε σε καλά χέρια – όλοι φταίγαμε, ουδείς τον υποστήριξε επαρκώς. Τινάζω και πάλι το κεφάλι μου αποφασιστικά, η μνήμη ξεθωριάζει.
Πηγαίνω στο μεγάλο δωμάτιο, εκεί όπου οι καναπέδες και οι πολυθρόνες είναι καλυμμένες με σεντόνια. Καμιά φορά, στα όνειρά μου, βλέπω πώς ήταν το λεγόμενο σαλόνι μας όταν ακόμα ήταν μαζί μας η μητέρα: ένα φωτεινό δωμάτιο με ζωηρόχρωμα υφάσματα στα έπιπλα, βάζα με λουλούδια, και τα λοιπά συναφή. Τώρα είναι σαν να μπαίνω στο σαλόνι της μις Χάβισαμ.
Εκεί, με περιμένει η αδερφή μου. Φοράει το καλό της φουστάνι, εκείνο το πράσινο, είναι ίδια η μητέρα μας. Το ξέρω, γιατί έχω δει φωτογραφίες της. Αγκαλιαζόμαστε. Αμέσως μετά, πετάμε τα σεντόνια στο πάτωμα αδιαφορώντας για τη σκόνη που σηκώνεται και μας προκαλεί απανωτά φταρνίσματα. Η αδερφή μου τοποθετεί την τούρτα επάνω στο μεγαλύτερο τραπέζι. Την έφτιαξε μονάχη της, σίγουρα στα κρυφά. Στρέφω ανήσυχος το βλέμμα μου προς την κλειστή πόρτα του σαλονιού, αυτή γελάει καθησυχαστικά. Δεν είναι εδώ, μου λέει, θα αργήσει πολύ σήμερα. Κινείται ήρεμα στον χώρο, βγαίνει και επιστρέφει με δυο ποτήρια και ένα μπουκάλι κρασί. Μένω έκθαμβος. Σήμερα είναι η μέρα μας, μου λέει, τίποτα δεν μπορεί να μας τη χαλάσει. Θα γιορτάσουμε σαν ενήλικες.
Τρώμε και πίνουμε σιωπηλοί. Το κρασί μού φαίνεται υπέροχο, άλλωστε είναι η πρώτη φορά που γεύομαι τέτοιο πράγμα. Μόλις αρχίζω να ζαλίζομαι της δείχνω το κίτρινο αυτοκινητάκι. Εκείνη πριν το πιάσει στα χέρια της, ανάβει ένα τσιγάρο – οι εκπλήξεις δεν έχουν τελειωμό σήμερα. Μοιάζει πολύ με τη μαμά απόψε. Κατόπιν, παρατηρεί σοβαρή το δώρο, δεν κάνει κανένα σχόλιο για τα κεντήματα, όμως με αγκαλιάζει και με φιλάει στο στόμα. Τα χείλη της έχουν παράξενη γεύση, αλκοόλ και καπνό, αλλά μου αρέσει το φιλί της και δεν αποτραβιέμαι, μένω εκεί, στην αγκαλιά της, χαϊδεύω το πράσινο φόρεμα με τα λευκά μικροσκοπικά ανθάκια της φούστας.
Μας παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Κοιμόμαστε αγκαλιά, όμως εγώ κρατώ σφιχτά πίσω από την πλάτη της το κίτρινο αυτοκινητάκι. Αίφνης, ανάβει η λάμπα οροφής, στρέφω το κεφάλι ζαλισμένος και αντικρίζω έναν άντρα, μάλλον ατημέλητο, να κρατάει ένα ποτήρι στο χέρι. Με παρατηρεί με τα μάτια μισόκλειστα. Είναι καραφλός και φοράει κασκορσέ φανελάκι. Είτε είμαι εντελώς αποπροσανατολισμένος, είτε το μυαλό μου αρνείται να τον αναγνωρίσει. Η αδερφή μου έχει εξαφανιστεί. Τραυλίζω μία συγνώμη, Κύριος οίδε γιατί, χαιρετώ και τον ρωτώ πού βρίσκονται η αδερφή μου και το παιδί της. Ο άντρας δείχνει κατάπληκτος, οπότε προσπαθώ να δώσω κάποιες εξηγήσεις που ακόμα και στα δικά μου αυτιά μοιάζουν να προέρχονται από κάποιον άγνωστο, όχι από μένα. Σηκώνομαι όρθιος με κόπο. Έφερα και ένα δώρο για το αγοράκι της, έχει τα γενέθλιά του βλέπετε, ξεφουρνίζω εν κατακλείδι, διότι τα έχω πλέον εντελώς χαμένα. Κοιτάω σαστισμένος το κίτρινο αυτοκινητάκι που κρατάω, το βλέμμα μου σταματάει στα πάνινα παπούτσια μου. Ο άντρας με το κασκορσέ φανελάκι εξακολουθεί να με κοιτάει σκυθρωπά, αλλά τον τσακώνω να στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω, αντιλαμβανόμενος έναν ελαφρό ήχο σε κάποιο από τα δωμάτια του σπιτιού. Ναι, κάτι άκουσα κι εγώ. Κάνω μια κίνηση προς τα εκεί, θέλω να τρέξω κοντά στην αδερφή μου. Όμως ο άντρας είναι πολύ πιο μεγαλόσωμος και δυνατός από μένα, με αρπάζει, ανοίγει την εξώπορτα, μου δίνει μια σπρωξιά και βρίσκομαι ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στον διάδρομο.
Ακούω τον ήχο από τους σύρτες και τις διπλές κλειδαριές ασφαλείας, σηκώνομαι από το δάπεδο, κοντοστέκομαι για λίγο και μετά προχωρώ προς την είσοδο. Ψάχνω βλακωδώς στις τσέπες του παντελονιού μου. Φυσικά δεν έχω κλειδιά του σπιτιού μας.
Λίγα λεπτά αργότερα, καθισμένος στο πατάκι της πόρτας κυριεύομαι από μια ισχυρή παρόρμηση να βγω και να περπατήσω στους δρόμους, να κυνηγήσω τη σκιά μου μέσα στο ευεργετικό σκοτάδι. Από τη χαραμάδα στις κουρτίνες του σαλονιού, πριν από λίγες ώρες που μου φαίνονται πια πολύ μακρινές, είχε πάρει το μάτι μου τον ουρανό να βάφεται πορφυρός, σύννεφα να αλλάζουν σχήματα μέσα στις κεραίες των τηλεοράσεων και τα δορυφορικά πιάτα. Γιατί είχα τόσον καιρό τις κουρτίνες κλειστές; Σκουπίζω μύξες και ανώφελα δάκρυα από τη μύτη και τα μάτια μου με το μανίκι και αρχίζω να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια με διαρκώς αυξανόμενη αδημονία. Και ταυτοχρόνως αναρωτιέμαι γιατί δεν βρίσκω το θάρρος να ορμήσω, να σπάσω την πόρτα, να βγάλω την αδερφή μου από αυτό το σπίτι. Να πετάξω μαζί της στην ελευθερία, να σωθούμε κι οι δυο. Στα μισά όμως σταματάω απότομα. Έχω ξεχάσει ότι η εξώπορτα την νύχτα είναι κλειδωμένη και για να βγω χρειάζομαι το κλειδί που δεν έχω.
Κλαίω σαν μικρό παιδί όπως όταν… όχι δεν πρέπει να θυμηθώ.
Κάθομαι ξανά στο πατάκι της εισόδου και φέρνω τα γόνατα στο πιγούνι αγκαλιάζοντάς τα σφιχτά. Σκέφτομαι πως θα μπορούσαμε να δραπετεύσουμε και να ζήσουμε κάπου αλλού, ίσως μαζί με τη μητέρα μας, σε ένα καινούργιο φωτεινό σπίτι. Θα πίναμε παρέα τα βράδια ένα ποτήρι κρασί μπροστά στην τηλεόραση, όταν θα μεγαλώναμε. Επαναλαμβάνω νοερά αυτές τις πιθανότητες μέχρις ότου χάνουν το νόημά τους, απομένει μονάχα η γραφική τους απεικόνιση, τα σύμφωνα, τα φωνήεντα και οι τελείες. Κλείνω σφιχτά τα μάτια και αμέσως απελευθερώνονται παράξενες μορφές και ασύμμετρα σχήματα.
«Λαμπρές και χλωμές στήλες φωτός διαπερνούν τα κλειστά μου βλέφαρα». Πόσο άχρηστες μου φαίνονται τώρα οι εικόνες που επινοώ αποκαμωμένος από την αδράνεια, ενώ η αδερφή μου στριφογυρίζει μονάχη της στο σαλόνι με τα άσπρα σεντόνια.
Για άλλη μια φορά κάτι δεν έκανα σωστά. Αύριο θα ζητήσω συγνώμη από τον πατέρα. Ακουμπώ το αυτοκινητάκι στο δάπεδο και βγάζω από την τσέπη το μικροσκοπικό τηλεκοντρόλ. Ακούω τον βόμβο του παιχνιδιού που τρέχει στον διάδρομο, κατόπιν να χτυπάει αναπόφευκτα πάνω στις επιφάνειες των τοίχων και στα τυφλά βρίσκω το κουμπί με το οποίο μπορεί να κάνει όπισθεν. Και ξαναρχίζω. Μέχρι να εξαντληθεί η μπαταρία.
Κυριάκος Χαρίτος
ο δράκος
Ο μπαμπάς είπε πως θα με αγάπαγε. Έτσι σκεφτόταν πριν με κάνει όταν περπατούσε στον δρόμο για τη δουλειά και έτσι έλεγε όταν τον ρωτούσε ο μπακάλης, η φαρμακοποιός ή η κυρία με το κανίς που κάθε μέρα έπαιρνε εφημερίδα και κρουασάν από το περίπτερο. Και πιο πολύ βέβαια το έλεγε το βράδυ στον καθρέφτη του μπάνιου καθώς έπλενε το πρόσωπο και τα χέρια του και φαντάζομαι και το πρωί. Ο μπαμπάς είπε πως θα με αγάπαγε και δεν θα με έδινε στον δράκο. Δεν θα με έδενε στο δέντρο να με φάει. Εγώ μεγάλωνα όπως μεγάλωναν και τα άλλα παιδιά και ακόμα δεν με είχε δώσει στον δράκο αλλά πολλές φορές στο σχολείο έβλεπες παιδιά που τα είχανε δώσει. Άλλα λίγο και άλλα πολύ τα δίνανε στον δράκο. Ο δράκος άλλοτε είχε μεγάλη όρεξη και άλλοτε μικρή. Κι άλλοτε είχε φωτιά πολλή και άλλοτε πιο λίγη. Αυτό μπορούσες να το καταλάβεις από το πόσο σιωπηλό ήταν ένα παιδί ή από τα σημάδια στο δέρμα του ή από το πόσο κόκκινα ήταν τα μάτια του. Μπορούσες να δεις πού είχε δαγκώσει ο δράκος. Ήθελε μεγάλη προσπάθεια να μη ρωτήσεις για τα σημάδια εκείνα αλλά και να ρωτούσες δεν έλεγαν. Όλα όμως ξέραμε και όταν το παιδί αυτό πήγαινε λίγο πιο κει κοιταζόμασταν και τα μάτια μας σχημάτιζαν τη λέξη δράκος. Μερικές φορές στο κρεβάτι μου όταν άκουγα φασαρίες στην κουζίνα και τα μαχαιροπίρουνα να τρέμουνε στο συρτάρι κράταγα την αναπνοή μου να τελειώσει. Αν αυτό δεν έπιανε παρακάλαγα να με δώσουν και μένα στον δράκο να γλιτώσω. Άλλες φορές ευχόμουν να με δώσουν γιατί φοβόμουν τόσο πολύ που ακόμα και μεσημέρι μου ‘ρχόταν να κατουρηθώ. Τότε έλεγα πως όσο νωρίτερα με φάει ο δράκος τόσο το καλύτερο. Κανείς δεν θέλει να φοβάται όλη την ώρα. Όλα αυτά βέβαια ήταν δέκα φορές χειρότερα τη νύχτα γιατί τότε ερχόταν πιο εύκολα ο δράκος. Αφού μερικές φορές νομίζω πως τον άκουγα. Μετά όμως με έπαιρνε ο ύπνος και καταλάβαινα πως ήταν όνειρο. Ώσπου μια νύχτα δεν ήταν. Ήρθε και στο δικό μας σπίτι ο δράκος. Εγώ ήμουν στο δωμάτιο όταν άκουσα τη φασαρία στο σαλόνι. Κράτησα την αναπνοή μου αλλά δεν πέρασε. Άκουγα τη μάνα μου που έκλαιγε και φώναζε στον δράκο να φύγει. Άκουγα τα φτερά του να κοπανάνε στα έπιπλα. Να ρίχνουν κάτω πράγματα. Άκουγα την ουρά του να πέφτει πάνω στη μαμά. Έτρεξα στο δωμάτιο να ξυπνήσω τον μπαμπά να βοηθήσει. Το κρεβάτι ήταν άδειο. Έτρεξα στο σαλόνι. Η μαμά ήταν στο πάτωμα. Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα και γυαλίζανε που έκλαιγε. Γύρω της ήταν σπασμένα πράγματα που φύλαγε στα ράφια και κάτι ωραία που μας είχε χαρίσει η γιαγιά. Ο δράκος τα είχε σπάσει. Τότε γύρισε και είδε και μένα. Τι θες κι εσύ είπε το στόμα του σαν φωτιά. Τα μάτια του ήταν πολύ κόκκινα και κακά. Φύγεεεεεεε φώναξα κλαίγοντας και γω. Έκανα να πλησιάσω τη μαμά αλλά ήταν ανάμεσά μας. Ρουθούνιζε φωτιά. Φύγεεεεεεε ξαναφώναξα και πήγα να περάσω κάτω από τα πόδια του. Μου ‘δωσε μια με το φτερό του τόσο δυνατά που κάηκε όλο μου το κεφάλι και κλείσανε τα μάτια μου. Πριν πέσω όμως πρόλαβα να του ρίξω μια τελευταία ματιά. Είχε κλέψει τις παντόφλες του μπαμπά. Την πιτζάμα του.
Χαλασμένη
Ναι, ξέρω. Γουρούνι και μεθύστακα θα με πεις. Τα γουρούνια είναι καθαρότερα από μερικούς μερικούς. Και το κρασί γιατροπορεύει τα σωθικά σου.
Χαλασμένη μού τη δώκανε. Ναι, μα τον Άγιο! Γιάννο μο και Γιάννο μο ο Βασιλακόπουλος. Ό,τι θέλεις εσύ, γιόκα μο. Έτσι μ’ έλεγε. Γιόκα του. Ο τσιφλικάς πέρα στου Λάλα. Η Χάιδω στα δεκάξι ήταν δεν ήταν. Την κουκούλωσα με δεσπότη και κουμπάρους. Στους έξι μήνες απάνου την πήγανε στην Πάτρα οι δικοί της. Να μην μάθει τίποτις ο κόσμος και μας πιάσει στο στόμα του. Σε ιδιωτική κλινική. Εφταμηνίτικο είπαν στο χωριό. Να σου ζήσει, Γιάννο’ μο η τσούπα. Και νὰ τα κεράσματα στο καφενείο και νὰ τα τσίπουρα και νὰ τα ουίσκια. Ο πατέρας της πλέρωνε. Άντε και στον γιο. Ν’ αναστήσεις και συ τον πατέρα σου που αδικοχάθηκε τότες στην Κύπρο. Πατέρα γω μια φορά δεν θυμούμαι. Έξω από την Πέρσαινα βγήκα πρώτη φορά άμα πήγα φαντάρος στην Τρίπολη στα ’88. Χωρίς φράγκο στην τσέπη.
Μετά η Χάιδω κλείστηκε στο σπίτι, κατέβασε να πούμε και τα ρολά, έκλεισε το στόμα της, έκλεισε και τα ποδάρια της, έκλεισε για πάντα, και μ’ άφηκεν απόξω. Κάθε Πρωτοχρονιά μο’ κανε λέει το χατίρι με τα μάτια κλειστά. Γυναίκα ‘μ για πέντε λεπτά. Μετρημένα. 1-2-3-4-5. Βρόμαγε, έλεγε, το στόμα ‘μ. Μακριά κι αγαπημένοι. Μόνο την Κατερίνα νοιαζόταν και την καμάρωνε. Φτυστός ο αγαπητικός της ο τσόγλανος ο Μαθηματικός απ’ την Κρήτη που της έκανε τάχαμου μάθημα.
Όταν έγινε το κακό ήμουνα κάτου στα λιόδεντρα με τους Αλβανούς, πέρα στην κάτω Ράχη. Ένα ολόκληρο κουτί κατέβασε μονορούφι λες κι ήταν καραμέλες.
Μόνος. Κατάμονος. Τι να ‘κανα; Πού μου ‘θελε και σχολειό το μπάσταρδο και σάκα και αγγλικά! Παράπονο δεν έχω. Και κόρη και γυναίκα μο’ στάθηκε.
Κατάλαβες τώρα κυρά δασκάλα; Κουνάς το κεφάλι, βλέπω. Η αφεντιά μου κάθε βράδυ το χτυπάει στον τοίχο. Και κλαίω. Για την πάρτη μου. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς που λένε. Άμε τώρα στο καλό.