Scroll Top

ΦΙΛΕΙΝ ΕΡΑΝ-Ο έρωτας στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – Της Μένης Πουρνή

Ποιος ακριβώς ήταν ο Παπαδιαμάντης και ποια η στάση του απέναντι στον έρωτα; Ήταν ο εγκόσμιος αυτός ασκητής με τη βαθιά πίστη και ευσέβεια προς την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, ένας άνθρωπος παγιδευμένος στα βιώματά του ή ένας άνθρωπος, όπως ο καθένας από μας στριμωγμένος κάπου ανάμεσα στο ιδανικό και το πραγματικό; Από την άλλη πλευρά υπάρχει το θεμελιώδες ζήτημα της θέασης του έρωτα στο έργο του. Πόσο καλά μπορεί να γνώριζε ο Παπαδιαμάντης το συναίσθημα του έρωτα, αλλά και την ευρύτερη έννοιά του; Τον αντιμετώπισε στην πραγματική του διάσταση ή χάθηκε μέσα στην ιδεατή του εικόνα για τον κόσμο; Τέλος, μήπως η δική μας εικόνα για τον συγγραφέα θολώνει την αληθινή εικόνα και διάσταση του έρωτα στο έργο του; Απάντηση στα ερωτήματα αυτά δίνουν η Αγγέλα Καστρινάκη, ερευνήτρια γνωστή για το έργο της στο ζήτημα των λογοτεχνικών συμβολισμών (και όχι μόνο), στην εκτενή μελέτη της, Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον… Έρως και νάρκισσος , έρως θείος: όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη (2017) και η Στυλιανή Μπαλούση στη διδακτορική της διατριβή με τίτλο «Εικόν’ αχειροποίητη»: Η ατέρμονη αναζήτηση του έρωτα και της αγάπης στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (2015).

 Η βιογραφία του Παπαδιαμάντη και γενικότερα, η παρουσία αυτοβιογραφικών στοιχείων στο έργο του, είναι από τα ζητήματα που έχουν απασχολήσει έντονα τους μελετητές του έργου του. Αρχής γενομένης από τη μονογραφία του Γιώργου Βαλέτα τη δεκαετία του ’30, όταν εξέδωσε και τα Άπαντα του συγγραφέα και συνέλεξε με την επιμέλεια του ιστοριοδίφη μνήμες σχετικά με το πρόσωπό του, όταν ήταν ακόμη νωπές, μέχρι σήμερα, λίγα στοιχεία για τη ζωή του Σκιαθίτη μπορούμε να πούμε με απόλυτη βεβαιότητα πως είναι πραγματικά.

Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης ισχυρίζεται πως γύρω στο 1906 ο Παπαδιαμάντης τού είπε: «Τι χριστιανός είμαι να ‘χω δύο αμαρτήματα; Δε φτάνει που πίνω;» και του απέσπασε την εξομολόγηση πως τάχα κάποτε κρυφοκοίταξε μια ξαδέρφη του ξεντυνόταν (Βαλέτας, 1940: 233-234). Κάποια άλλη στιγμή σε φιλολογικό συμπόσιο, οι συνδαιτυμόνες τον πίεσαν να απαγγείλει δικά του ερωτικά ποιήματα, τα οποία σχολίασαν ως δικές του εμπειρίες και ο συγγραφέας αντέδρασε θυμωμένος: «Δεν έχω εγώ έρωτες! Ο ήρωάς μου έχει!» (Βαλέτας, 1940: 239).

Ο Βαλέτας αναφέρεται, επίσης, στις γυναίκες που περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στο έργο του, γυναίκες που πραγματικά γνώρισε και πόθησε (1940: 231-253) και στις προτάσεις γάμου που πιθανόν δέχτηκε και απέρριψε τόσο με ευγένεια όσο και με υπεροψία (1940: 249).Σύνδεση των παπαδιαμαντικών ηρωίδων με την πραγματική ζωή του συγγραφέα κάνουν ο Παναγιώτης Μουλλάς (1974: νβ΄), καθώς και ο Οδυσσέας Ελύτης (1989: 36). Ανεκδοτολογικού χαρακτήρα πληροφορίες βρίσκουμε επίσης στον Γιάννη Χατζίνη (1941: 81). Σύμφωνα με φήμες, όταν ο Παπαδιαμάντης συναντούσε μία νέα, όμορφη κοπέλα που τον έβαζε σε πειρασμό, έκανε το σταυρό του (Ζεβελάκης, 2017). Ο Νιρβάνας (1908 στο Μαλαματάρη, 2005) και ο Μουλλάς (1974: νβ΄) θεωρούν πως ο Παπαδιαμάντης στο θέμα του έρωτα έχει δώσει κάποιες από τις πιο αισθησιακές περιγραφές σε αντίθεση με το προφίλ της προσωπικότητάς του

Η Αγγέλα Καστρινάκη αναφέρει μαρτυρίες των συγχρόνων του Παπαδιαμάντη με περισσότερο ανεκδοτολογικό χαρακτήρα που αποκαλύπτουν τη στάση του συγγραφέα απέναντι στον έρωτα. Ωστόσο, στέκεται προσφυώς πολύ περισσότερο στην ερμηνεία των συμβόλων που αποκαλύπτουν την ερωτική διάσταση της παπαδιαμαντικής μυθοπλασίας, αλλά και τη στάση του συγγραφέα στο επίμαχο ζήτημα του έρωτα. Θεωρεί τα ερωτικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη γνήσια δείγματα πλούσιας σε συμβολισμούς λογοτεχνίας, πολύ πυκνά δομημένα, με κάθε στοιχείο τοποθετημένο αριστοτεχνικά, ώστε να αποκαλύψουν στον επίμονο αναγνώστη που θα σκύψει πάνω τους τα κλειδιά για τη λύση του μυστηρίου. Σε αυτό ακριβώς αποσκοπούν οι ασάφειες τα κενά και ηθελημένες παραλείψεις που χρησιμοποιεί στα κείμενά του ο συγγραφέας (Καστρινάκη, 2017: 177-178). Ωστόσο, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που χρησιμοποιεί και τα στοιχεία του εαυτού του που δανείζει σε ήρωες των διηγημάτων του (Θέρος-έρος, Νοσταλγός, Φαρμακολύτρια, Ρόδιν’ ακρογιάλια) περιπλέκουν, επίσης, τα πράγματα (2017: 177-178). Ο ήρωας της Φαρμακολύτριας που χαίρεται άγριαν χαράν γιατί στο τέλος δεν γιατρεύτηκε από τον ερωτικό του καημό, όπως ο γιος της εξαδέλφης Μαχούλας, ταυτίζεται με τον Παπαδιαμάντη-όπως εύστοχα πρώτος επεσήμανε ο Τέλλος Άγρας (1984/Καστρινάκη, 2017: 178-179). Ο Άγρας (1984) σημειώνει, επιπρόσθετα, ότι ο Παπαδιαμάντης αυτοσκηνοθετούνταν. Η ερευνήτρια επιλέγει να επικεντρώσει το ενδιαφέρον της στους συμβολισμούς και τους υπαινιγμούς των κειμένων (2017: 179-180). Πιστεύει πως τα κείμενα επικοινωνούν μεταξύ τους και είναι πολύ πέρα από τον τόπο και τον χρόνο στον οποίο τοποθετούνται. Πρόκειται για άχρονες ιστορίες πάλης του ανθρώπου με τον εαυτό του (2017: 180-181). Το προπατορικό αμάρτημα είναι παντού παρόν, όπως και το θεϊκό στοιχείο γενικότερα.

Η Στυλιανή Μπαλούση, από την πλευρά της, δίνει, επίσης, ιδιαίτερη βαρύτητα στο ζήτημα της αυτοβιογράφησης του Παπαδιαμάντη μέσα από το έργο του. Υπάρχουν δύο τάσεις στο θέμα: των μελετητών που επιχείρησαν να ταυτίσουν το συγγραφέα με το έργο του (ενδεικτικά αναφέρουμε τους (Βαλέτα, Μουλλά, Κούσουλα, Στεργιόπουλο, ενίοτε ερευνητές όπως ο Saunier, η Φαρίνου-Μαλαματάρη, ο Δημητρακόπουλος, η Θεοδοσοπούλου κ. ά.). Από την άλλη πλευρά, ο Γιώργος Ιωάννου (1981) ισχυρίζεται το αντίθετο και λέει χαρακτηριστικά: «ο Παπαδιαμάντης είναι ένας ”βιωματικός” συγγραφέας(…). Δημιουργεί την ίδια εντύπωση με όλους εκείνους τους συγγραφείς που είναι παραστατικοί και μερακλήδες σκηνογράφοι. Δημιουργεί δηλαδή την εντύπωση ότι τα έζησε όλα αυτά για τα οποία γράφει, ενώ ακόμη και δια της κοινής λογικής μπορούμε να βρούμε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Υπάρχει στο έργο του ένα πλήθος ιστοριών τις οποίες για λόγους απλούς δεν μπορεί να τις έζησε ο ίδιος, αλλά πρέπει να τις άκουσε, να τις είδε ίσως εκ του μακρόθεν και προπαντός να τις έμαθε από άλλους ή παλαιότερους».

Η Μπαλούση επιλέγει να ακολουθήσει τη μέση οδό (2015: 11). Προς επίρρωση της άποψής της, αναφέρει και την άποψη της Φαρίνου-Μαλαματάρη ότι απομονώνοντας τα βιογραφικά στοιχεία, ως ένα είδος νομοτέλειας κατά κάποιο τρόπο, καταλήγουμε να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία σε αυτά παρά στο κείμενο (1987: 19). Δεν αποκλείεται η πιθανότητα να εμπεριέχονται βιογραφικά στοιχεία στο έργο, ωστόσο, εμείς δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα κάτι που μόνο ο ίδιος ο συγγραφέας θα μπορούσε να το ξέρει (Μπαλούση, 2015: 12). Τέλος, η ερευνήτρια πιστεύει πως ο ίδιος ο συγγραφέας φροντίζει να αποστασιοποιείται από τους ήρωες του έργου του με διάφορους τρόπους, όπως με τη φράση διά την αντιγραφήν σε τρία διηγήματα του που θεωρούνται κατεξοχήν αυτοβιογραφικά, τα Αμαρτίας φάντασμα, Η Φαρμακολύτρια, Όνειρο στο κύμα. Στο Αμαρτίας φάντασμα συναντούμε και την εξής πρόταση στο τέλος: «Τ’ ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου» (Μπαλούση, 2015: 12, υποσημείωση 12). Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το τέχνασμα της πλαισίωσης προκειμένου να αποσείσει την ταύτιση του ίδιου με τους ήρωές του και να τους χαρίσει παράλληλα μεγαλύτερη αυτονομία.

Οι δύο μελετήτριες, η Αγγέλα Καστρινάκη και η Στυλιανή Μπαλούση, επιλέγουν να εξετάσουν το ζήτημα του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη από δύο εντελώς διαφορετικές σκοπιές. Η Καστρινάκη επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στον τρόπο που παρουσιάζει ο συγγραφέας τον έρωτα στο έργο του κυρίως μέσα από τις προσωπικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις και πάνω απ’ όλα μέσω της αποκρυπτογράφησης των συμβόλων . Ο Παπαδιαμάντης, αναμφίβολα, συχνά γοητεύει και ξαφνιάζει τον αναγνώστη με τις ερωτικές του περιγραφές και αναφορές παρά τον ασκητικό και χριστιανικό τρόπο ζωής που ακολουθούσε: «Είναι περίεργο πώς ο ίδιος συγγραφεύς που περιγράφει τους αγώνες των χριστιανικών ψυχών, τα θαύματα της πίστεως και τα κάλλη των χλωμών αγίων, μας δίνει τις πλέον οργιαστικές εικόνες της φύσεως και περιγράφει μ’ έναν φλογερό σενσουαλισμό τους εναγκαλισμούς και τα φιλήματα, και ζωγραφίζει με ρίγος τα γυμνά σώματα των γυναικών, όνειρα μέσα στο κύμα» (Νιρβάνας, 2005). Ο Μουλλάς (1974: νβ΄) τον αποκαλεί τον πιο «ερωτικό […] ανέραστο…» πεζογράφο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας τηρεί αινιγματική στάση απέναντι στο θέμα του έρωτα. Τα διηγήματά του δομούνται ηθελημένα περίπλοκα, με ασαφή και ελλειπτικό τρόπο, ώστε να εμπλακεί ο αναγνώστης σε έναν κυκεώνα υποθέσεων (Saunier, 2001: 33). Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση που χρησιμοποιεί συχνά δημιουργεί την εντύπωση ταύτισης συγγραφέα και αφηγητή επιτείνοντας ακόμη περισσότερο το μυστήριο για τις πραγματικές αντιλήψεις του συγγραφέα για τον έρωτα (Καστρινάκη, 2017: 178-179). Τα κείμενα του Παπαδιαμάντη φαίνεται να επικοινωνούν μεταξύ τους, τα σύμβολα, τα μοτίβα, τα θέματα, μεταφέρονται από το ένα στο άλλο, σύμφωνα με την Καστρινάκη (2017: 180). Ως συγγραφέας δεν εξελίσσεται (Μουλλάς, 1974: νζ΄), αλλά έχοντας ήδη διαμορφωμένες αντιλήψεις και κοσμοθεωρία, το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος ή οι δόσεις με τις οποίες φανερώνει τις απόψεις του στον αναγνώστη (Στεργιόπουλος, 1986: 53-67). Σε αυτό ακριβώς έγκειται το μυστήριο και η υπαινικτικότητα του έργου του, στοιχεία που γοητεύουν τους αναγνώστες (Καστρινάκη, 2017: 183).

Τον έρωτα ιδωμένο μέσα από την επιρροή των Πατέρων της Εκκλησίας στο έργο του Παπαδιαμάντη, αναδεικνύει η Στυλιανή Μπαλούση. Επιλέγει να συμπεριλάβει και τις μελέτες νεότερων ερευνητών της θεολογίας, έτσι ώστε να επιτύχει μία όσο το δυνατόν πιο σφαιρική προσέγγιση του θέματος. Ένα από τα νεότερα έργα που περιλαμβάνει είναι η μελέτη Έρωτος φύσις (1990) του πατέρα Φιλόθεου Φάρου. Στο έργο αυτό ο π. Φάρος θεωρεί πως ο έρωτας όταν αντιμετωπίζεται μόνο ως βιολογική ανάγκη με τον καιρό φθείρεται και απομακρύνει τους ανθρώπους και τους προκαλεί εσωτερική σύγχυση (Μπαλούση, 2015: 19). Συνδέει την έννοια του έρωτα με την παράδοση και την διδασκαλία της Εκκλησίας και ορίζει ως πραγματική ουσία του έρωτα, την βαθύτερη κατανόηση του άλλου και των αναγκών του στα πλαίσια της αγάπης με τελικό προορισμό την αναζήτηση και ένωση με τον Θεό (Φάρος, 1990: 42, 207-208, 237). Ο Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του, Το πρόσωπο και ο έρως (1970), δίνει και πάλι έμφαση στη μοναδικότητα του κάθε προσώπου, στον διαχωρισμό σωματικού και πνευματικού έρωτα. Ο κόσμος λειτουργεί ως κλήση του Θεού προς τον άνθρωπο για αγαπητική σχέση και κοινωνία, την οποία, όμως, υπονομεύει η ατομικιστική στάση που τηρεί ο σύγχρονος άνθρωπος (1970: 33-35, 96, 119). Η παραίτηση του ανθρώπου από την εγωιστική τάση ζωής που ακολουθεί επιτυγχάνεται με την άσκηση (Γιανναράς, 1970: 232). Η πτώση του σύγχρονου ανθρώπου προήλθε από την αδυναμία του να συνάψει προσωπική σχέση με τον Θεό. Είναι ανίκανος να αγαπήσει. Ο άνθρωπος μπορεί να αναγεννηθεί πνευματικά μιμούμενος το παράδειγμα του Χριστού και τον αγαπητικό τρόπο συνύπαρξης της Αγίας Τριάδας (Γιανναράς, 1970: 288-289, 324-325, 340-341).

Στο δεύτερο βιβλίο του, Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων (1990), ο Γιανναράς προσδιορίζει τον έρωτα ως «τον τρόπο της ζωής». Ζωή εδώ σημαίνει την παραίτηση από το εγώ μας υπέρ του άλλου προσώπου με το οποίο είμαστε ερωτευμένοι (1990: 9-13). Όταν υπάρχει ρήξη στην σχέση, ο ερωτευμένος αναζητά το λάθος στον εαυτό του, όχι στο άλλο πρόσωπο, όπως συνήθως συμβαίνει. Η προσέγγιση του άλλου ως μέσου προσωπικής εξασφάλισης ισοδυναμεί με θάνατο (Γιανναράς, 1990: 16). Αντίθετα, ο έρωτας νοείται ως υπέρβαση του ατομισμού και αναγνώριση των αναγκών του άλλου ως προτεραιότητα με σημείο εκκίνησης και μόνο την αγάπη

Ο αληθινός έρωτας μπορεί να βιωθεί μόνο όταν ακολουθήσουμε το πρότυπο του εσταυρωμένου Ιησού, που σήκωσε στους ώμους τις αμαρτίες του κόσμου (Μπαλούση, 2015: 27). Τέλος, ο χριστιανός φιλόσοφος N. A. Berdiaeff στο άρθρο του, Για τη σεξουαλικότητα, τον έρωτα και την αγάπη (1972), διαχωρίζει τη σεξουαλικότητα από τον έρωτα και την αγάπη. Η σεξουαλικότητα είναι απρόσωπη, ενώ ο έρωτας και η αγάπη άκρως προσωπικά στοιχεία. Ο Berdiaeff υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος μπορεί να ερωτευτεί μία φορά στη ζωή του. Εκεί θα ανακαλύψει με τη βοήθεια του άλλου προσώπου τον εαυτό του και τελικά, τον ίδιο τον Θεό. Διακρίνει τον έρωτα ως αγάπη της αναβάσεως και την φιλία ως αγάπη της καταβάσεως. Ο ερωτευμένος έχει έλλειψη και αποζητά την πλήρωση, ενώ εκείνος που αγαπά (φιλεί) θέτει ως προτεραιότητα τις ανάγκες του άλλου. Όμως, μόνο η Αγάπη μπορεί να σώσει τον άνθρωπο και να τον ενώσει με τον Θεό.

Από τα πιο γνωστά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, το Ολόγυρα στη λίμνη (1892) αναφέρεται στον ανεκπλήρωτο παιδικό έρωτα του αφηγητή με μία κοπέλα λίγο μεγαλύτερη του στο νησί της Σκιάθου, την οποία είχε ερωτευτεί και ο παιδικός του φίλος, Χριστοδουλής. Ο ανώνυμος αφηγητής, μεγαλύτερος σε ηλικία και πιο ώριμος τώρα, επισκέπτεται την κοντινή λίμνη, εκεί όπου κάποτε σεργιάνιζε με τον παιδικό του φίλο. Η οργιώδης βλάστηση-που την περιβάλλει αποτελούμενη ανάμεσα στα άλλα και από ία ή ίτσια (μανουσάκια), δίνει την εντύπωση μίας χαμένης Εδέμ. Αντίθετα, η εικόναπου αντικρίζει ο ώριμος τώρα αφηγητής, όταν κάνει τον περίπατό του, θυμίζει σκηνικό πτώσης (Καστρινάκη, 2017: 202-203). Η κοπέλα ζητεί από την αφηγητή να της κόψει ία, σαν να τον καλεί να γνωρίσει τον έρωτα (Καστρινάκη, 2017:204). Η Πολύμνια, όπως ονομάζεται η κοπέλα, παρομοιάζεται η ίδια με έμψυχον ίον (Καστρινάκη, 2017: 195), ενώ τα νερά της λίμνης, στα οποία ο αφηγητής αρεσκόταν να καθρεφτίζεται από μικρή ηλικία, φέρνουν στον νου τόσο το λουλούδι νάρκισσος όσο και τον μύθο του ομώνυμου νεαρού που ερωτεύτηκε τον εαυτό του (Καστρινάκη, 2017: 199). Ο αφηγητής ζητεί τη βοήθεια του δρακοντοκτόνου Αγίου Γεωργίου για να βρει ανακούφιση από τον πόνο του έρωτα (Καστρινάκη, 2017: 198/Μπαλούση, 2015: 91).

Η Πολύμνια φαίνεται να κρύβει μέσα της τη λίμνη, σύμφωνα με την παρατήρηση-ευφυολόγημα του Peter Macκridge (2005) (Πο-λύμνι-α). Το όνομα της συνδέεται, μάλλον ειρωνικά, με την μούσα Πολύμνια, μούσα της ευγλωττίας (στο διήγημα η ηρωίδα δεν παρουσιάζεται ιδιαίτερα εύγλωττη) (Καστρινάκη, 2017: 205/Μπαλούση, 2015: 90). Η Καστρινάκη (2017: 205) τη συνδέει επίσης με την αναφορά του Πλάτωνα στο Συμπόσιο, όπου χαρακτηρίζει την Πολύμνια ως ουρανία και πάνδημο σε άμεση συσχέτιση με το διττό χαρακτήρα της θεάς Αφροδίτης ως ουρανίας και πανδήμου (πνευματική εξύψωση-ηθική κατάπτωση εξαιτίας του έρωτα) (Σπυρόπουλος, 2004: 248-249, 260, σημ. 12). Η Πολύμνια ανήκει τελικά μάλλον στον τύπο της μοιραίας γυναίκας που σαγηνεύει και σαϊτεύει τους άνδρες γύρω της, όπως η Αφροδίτη, η Εύα, η Ελένη, η Δαλιδά (Καστρινάκη, 2017: 206).

Η φιλία των δύο αγοριών, του αφηγητή και του Χριστοδουλή, διαλύεται λόγω της ερωτικής τους αντιζηλίας για την Πολύμνια (Μπαλούση, 2015: 277). Στα μάτια του ήρωα-αφηγητή ο Χριστοδουλής είναι ο μεγάλος εχθρός που περιτριγυρίζει την Πολύμνια, εφόσον μάλιστα εκτελεί εκδουλεύσεις (Χριστο-δουλής= δούλος) για χάρη της (Mackridge, 2005). Ο αφηγητής τον ζηλεύει για την τόλμη και τη δεξιοτεχνία του, χαρίσματα που ο ίδιος δεν διαθέτει (Καστρινάκη, 2017: 209/Φαρίνου-Μαλαματάρη, 1987: 145/Mackridge, 2005). Ο Χριστοδουλής φτάνει αργότερα ως την Αμερική σε αντίθεση με τον αφηγητή που πάντα φιλοσοφεί… και ουδέν πράττει (Άπαντα, τ. Β΄, 1982: 400). Τελικά, αφηγητής και Χριστοδουλής, δεν παραμένουν για πάντα φίλοι, όπως θα ήθελαν, γιατί η φιλία τους δεν πληρούσε από την πλευρά του Χριστοδουλή τα κριτήρια της εν Χριστώ φιλίας (Μπαλούση, 2015: 278), η οποία σύμφωνα με τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ξεπερνά κάθε εμπόδιο και διαρκεί μία ζωή (στο Μπαλούση, 2015). Την Πολύμνια δεν την κέρδισε κανείς, ενώ λίγο αργότερα αρρώστησε και έφυγε για να πάει σε άλλο τόπο για αποθεραπεία. Όσο για τον αφηγητή που δεν παντρεύτηκε ποτέ, ίσως τώρα μπει πιο εύκολα στον Παράδεισο, εφόσον, σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο (Περί παρθενίας, παρ. 73 στο Καστρινάκη, 2017: 213, σημ. 40) οι μπελάδες του γάμου αποσπούν την προσοχή του ανθρώπου από την προσπάθεια να κερδίσει την βασιλεία του Θεού (Καστρινάκη, 2017: 212-213/Mackridge, 2005).

 Σε παρόμοια ερωτική ατμόσφαιρα κινείται και το εμβληματικό διήγημα Όνειρο στο κύμα (1900), τοποθετημένο και αυτό στην ύπαιθρο της Σκιάθου. Το διήγημα κινείται σε δύο χρόνους, παρελθόν και παρόν. Ο αφηγητής και ήρωας θυμάται την εποχή που έβοσκε κατσίκες ως έφηβος μαθητεύοντας παράλληλα κοντά στον πατέρα Σισώη, στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας. Στην περιοχή που έβοσκε το κοπάδι του, γνώρισε και γοητεύτηκε από τη θετή κόρη του πλούσιου κτηματία του τόπου, την Μοσχούλα.

Ο τόπος περιγράφεται και πάλι σαν μία επίγεια Εδέμ, οι δύο νέοι φλερτάρουν μεταξύ τους, ο αφηγητής παίζει την φλογέρα του και η Μοσχούλα τού στέλνει σύκα, σύμβολο της απωλείας[1] (Καστρινάκη, 2017: 248). Η Μοσχούλα ενσαρκώνει τον πειρασμό, είναι προφανές, στον οποίο ο αφηγητής και να μην υποκύψει. Ίσως γι ‘αυτό παρουσιάζεται κάποια στιγμή να θυμώνει με τη Μοσχούλα, έχοντας ίσως κατά νου, την συμβουλή του μοναχού Ευαγρίου πως ο θυμός μπορεί να διώξει τον πειρασμό (Φιλοκαλία, 1958, τ. Β΄: 52-53/Μπαλούση, 2015: 147). Μόνο που ο πειρασμός θα επανακάμψει σύντομα δριμύτερος (Φαρίνου-Μαλαματάρη, 1987: 273).

Τη βραδιά που η κοπέλα αποφασίζει να κολυμπήσει γυμνή κάτω από την αυγουστιάτικη πανσέληνο, δοκιμάζονται πραγματικά οι αντοχές του αφηγητή. Διχάζεται ανάμεσα στις επιθυμίες της σάρκας, τη συνείδησή του, τις παραινέσεις των Πατέρων και του πνευματικού καθοδηγητή του, πατέρα Σισώη (Καστρινάκη, 2017: 254-255/Μπαλούση, 2015: 147). Η περιγραφή της κόρης που κολυμπά ξεκινά με έμφαση στα αισθησιακά στοιχεία για να καταλήξει με μία πιο αφηρημένη και πνευματική μορφή, καθώς παρομοιάζεται με ναυν, σαν την Εκκλησία δηλαδή, που με κυβερνήτη τον Χριστό πορεύεται με ασφάλεια στο λιμάνι της πίστης (Μπαλούση, 2015: 147-148). Όταν η κοπέλα κινδυνεύει από πνιγμό, ο νέος βουτά στη θάλασσα για να τη σώσει και προς το παρόν το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα.

Η νεαρή κοπέλα σώζεται, αλλά ο αφηγητής δεν δείχνει κανέναν ενθουσιασμό. Η Μπαλούση (2015: 149-150) βλέπει στην αντίσταση του ήρωα στον πειρασμό την απόδειξη της ηθικής του ακεραιότητας, καθώς άλλος στη θέση του θα έσπευδε να εκμεταλλευθεί τη στιγμή και να παντρευτεί την κοπέλα, η οποία, εκτός από όμορφη ήταν και ευκατάστατη.Ο αφηγητής παρ’ όλα αυτά μένει πιστός στο ιδανικό μιας ασκητικής ζωής, μιας εταστικής ζωής αφιερωμένης στην απραξία μακριά από τα δεσμά του επίγειουσαρκικού έρωτα.

Εξετάζοντας το θέμα του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη, η Αγγέλα Καστρινάκη και η Στυλιανή Μπαλούση, αναδεικνύουν πολλές νέες ενδιαφέρουσες πτυχές και συμπεράσματα η καθεμία από την δική της οπτική γωνία. Η Καστρινάκη τονίζει τη σημασία των υπαινιγμών και της κρυπτικότητας που χαρακτηρίζει τα παπαδιαμαντικά κείμενα και πώς ο συγγραφέας επαφίει τη λύση των γρίφων στην διακριτική ευχέρεια του αναγνώστη και του μελετητή. Η Μπαλούση καταδεικνύει τη στενή σχέση του Παπαδιαμάντη με τη διδασκαλία της Εκκλησίας και τα πατερικά κείμενα χωρίς, ωστόσο, να αποκλείει και τις σύγχρονες ερμηνείες. Οι δύο μελέτες επισημαίνουν την κεντρική θέση που κατέχει στο έργο του συγγραφέα ο έρωτας και τις πολλαπλές ερμηνείες που μπορεί να επιδεχτεί. Από εμπειρικούς ερευνητές, όπως ο Βαλέτας, μέχρι καταξιωμένους ερευνητές, όπως ο Μουλλάς και η Φαρίνου-Μαλαματάρη, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για ασφαλώς αποδεδειγμένα αυτοβιογραφικά στοιχεία στο παπαδιαμαντικό έργο. Η Αγγέλα Καστρινάκη επισημαίνει την αριστοτεχνική δομή των ερωτικών διηγημάτων του συγγραφέα και το παιχνίδι των υπαινιγμών που στήνει με τον αναγνώστη με αναφορές τόσο στην παγανιστική όσο και στη χριστιανική παράδοση. Η Στυλιανή Μπαλούση συμπληρώνει με επιπλέον στοιχεία τις θεολογικές επιρροές στα ερωτικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη κυρίως για την ηθική στάση των ηρώων στη θέα του πειρασμού.

[1] Τα σύκα, όπως και το μήλο, το ρόδι, το χαρούπι, το ροδάκινο, κ. ά. θεωρούνται καρπός της απωλείας. Ωστόσο, το σύκο θεωρείται και σύμβολο της γνώσης και τα φύλλα συκής χρησιμοποιήθηκαν από τους Πρωτόπλαστους για να καλύψουν τη γύμνια τους μετά την Πτώση. Στην Αναγέννηση χρησιμοποιήθηκε πολύ ως απαγορευμένος καρπός (σημ. Α. Καστρινάκη, σελ. 248, σημ. 72). Το σύκο συνδέεται, επίσης, με το γυναικείο αιδοίο. Ως ισοδύναμο του μήλου καθίσταται ένα πολυδύναμο σύμβολο που συνδέει την παγανιστική (το μήλο που πρόσφερε ο Πάρις στην Αφροδίτη με τη χριστιανική (μήλο-ο απαγορευμένος καρπός που πρόσφερε ο όφις στην Εύα και διαπράχθηκε το προπατορικό αμάρτημα) [σημ. της συγγραφέως].

Οι πίνακες από το έργο του Α. Παπαδιαμάντη είναι του ζωγράφου/εικονογράφου Γιώργου Κόρδη.
Post cover: Λεπτομέρεια από τον πίνακα που εικονίζει τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

 ΠΗΓΕΣ

ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ

Παπαδιαμάντης Α. (1982). Ολόγυρα στη λίμνη (1892). Στο Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ. (επιμ.), Άπαντα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τ. Β΄, σσ. 379-400. Αθήνα: Δόμος.

Του ίδιου. (1984). Όνειρο στο κύμα (1900). Στο Τριανταφυλλόπουλος Ν. Δ. (επιμ.), Άπαντα Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, τ. Γ΄, σσ. 261-273. Αθήνα: Δόμος.

ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ

Άγρας, Τ. (1984). Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη. Στο Στεργιόπουλος Κ. (επιμ.), Κριτικά, τ. Γ΄.

Άσμα Ασμάτων. (1966). (μφτρ. Σεφέρης Γ.). Αθήνα: Ίκαρος.

Βαλέτας, Γ. (1940). Παπαδιαμάντης, η ζωή, το έργο, η εποχή του. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση.

Berdiaeff, Ν.Α. (1972). Για τη σεξουαλικότητα, τον έρωτα και την αγάπη. Στον τόμο Γιανναρά Χ. (επιμ.), Έρως και Γάμος, σσ. 160-161. Αθήνα: Δωδώνη.

Γιανναράς, Χ. (1972). Έρως και Γάμος, (επιμ. του ίδιου). Αθήνα: Δωδώνη.

Του ίδιου. (1970).Το Πρόσωπο και ο Έρως. Αθήνα: Δόμος

Του ίδιου. (1990). Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων. Αθήνα: Δόμος.

Constantinides, E. (1988). Love and Death: the Sea in the Work of Alexandros Papadiamantis. Modern Greek Studies Yearbook, is. 4, pp. 99-110.

Ζεβελάκης, Γ. (2017). Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο κελί του. Μικροφιλολογικά, τ. 41, σ. 17.

Ιωάννου, Γ. (1981). Ο της φύσεως έρως. Τετράδια ευθύνης, τ. 15, σσ. 55-63.

Καστρινάκη Α. (2017). Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον… Έρως και νάρκισσος , έρως θείος: όψεις του έρωτα στο έργο του Παπαδιαμάντη. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Mackridge, P. (2005). Ολόγυρα στη λίμνη. Στον τόμο Φαρίνου-Μαλαματάρη, Γ. (επιμ.), Εισαγωγή στην Πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, σσ. 439- 454. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Μπαλούση Σ. (2015). «Εικόν’ αχειροποίητη»: Η ατέρμονη αναζήτηση του έρωτα και της αγάπης στο έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. (Αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο: Θεσσαλονίκη.

Ανακτήθηκε στις 10/02/2021 από:

https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/36824#page/1/mode/2up

Μουλλάς, Π. (1974). Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος. Αθηνά: Ερμής.

Saunier, G.- M. (2001). Εωσφόρος και Άβυσσος: ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη. Αθήνα: Άγρα.

Σπυρόπουλος, Η. (2004).Στο Πλάτωνος, Συμπόσιον (μτφρ.-εισαγ.-σχολ του ίδιου), σσ. 248-249, 260, σημ. 24. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος.

Στεργιόπουλος, Κ. (1987). «Η Φαρμακολύτρια» του Παπαδιαμάντη. Διαβάζω, τ. 165, σσ. 59-67.

Φαρίνου – Μαλαματάρη, Γ. (1987). Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη 1887- 1910. Αθήνα: Κέδρος.

Της ίδιας. (2005). Μικρή Εισαγωγή στην πρόσληψη του Παπαδιαμάντη. Στον τόμο Φαρίνου-Μαλαματάρη Γ. (επιμ.), Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη, σσ. 11-51. Ηράκλειο : Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

π. Φάρος, Φ. (1990). Έρωτος φύσις. Αθήνα: Αρμός.

Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών. (1958). τ. Β΄. Αθήνα: Αστήρ.

Χατζίνης, Γ. (1941). Συντροφιά με τον Παπαδιαμάντη. Τρεις σταθμοί. Εστία, τ. 355, σ. 81.