Scroll Top

“Η αφήγηση του τόπου και ο τόπος ως αφήγηση” από την Μαρία Σκιαδαρέση

Τόπος και λογοτεχνία

Αν δεχθούμε πως ο πεζός λόγος διαθέτει κλειδιά που τον ανοίγουν αποκαλύποντάς τον πρωτίστως στον συγγραφέα και κατόπιν στον αναγνώστη, ένα από αυτά τα κλειδιά είναι και ο τόπος όπου εξελίσσεται η αφήγηση. Συνηθίζουμε να λέμε πως πυλώνες του μυθιστορήματος, στη διαχρονία του, είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Μια ακόμα σταθερά της πεζογραφίας είναι ο χρόνος που διαπερνά σαν καλωδίωση το πεζογράφημα ακόμα και αν πρόκειται για το πιο «άχρονο» έργο.
Κυρίως όμως, αυτό που ορίζει και σημαίνει τα δρώμενα στην πεζογραφία, όχι μόνο στη ρεαλιστική αλλά ακόμα και σ’ αυτήν του φανταστικού, είναι ο τόπος. Θα έλεγα μάλιστα πως είναι ο καταλύτης στη διεργασία της οικείωσης του αναγνώστη με το κείμενο. Ίσως γιατί διαβάζουμε συνθέτοντας εικόνες στο μυαλό μας, ο τόπος, ως εικονική προβολή της μυθοπλαστικής πραγματικότητας, καθορίζει το αν θα εξοικιωθεί ο αναγνώστης με το έργο ή όχι. Ακόμα και όταν δεν περιγράφεται επισταμένως, είναι παρών, κάτι σαν το κρηπίδωμα, τη θεμελίωση μιας κατασκευής. Υπ’ αυτή την έννοια, δεν υπάρχει πεζογραφία δίχως το στίγμα του τόπου όπου εξελίσσεται. Ο τόπος είναι το αναπόφευκτο περιβάλλον της ιστορίας που αφηγούμαστε, είναι η απεικόνιση όσων περιγράφονται και αυτό τον καθιστά κυρίαρχο στοιχείο της λογοτεχνίας.
Για μένα, μια απο τις πιο γοητευτικές προκλήσεις στην ανάπτυξη ενός θέματος, είναι το να μπορέσω να αποδώσω αφενός την ανθρώπινη κίνηση και λειτουργία μέσα στον περιβάλλοντα χώρο, αφετέρου τη διαρκή αλλαγή των τόπων μέσα στον χρόνο, δηλαδή, το να μπορέσω να δώσω με τη μεγαλύτερη σαφήνεια τις εναλλαγές των χρονικών περιόδων μέσα από το αποτύπωμα που αφήνουν στον τόπο όπου συμβαίνουν.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «Άτροπος ή η ζωή και ο θάνατος τη Βενετίας Δαπόντε» που εκτυλίσσεται στην Άνδρο. Το νησί δεν κατονομάζεται όμως αναφέρω όλα τα τοπωνύμια και τα χαρακτηριστικά του σημεία με αποτέλεσμα ο αναγνώστης, που γνωρίζει την Άνδρο, να μαντεύει την ταυτότητα του νησιού.
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, υπογραμμίζονται κάποιες από τις αναρίθμητες αλλαγές που έχει υποστεί η γενέτειρα της ηρωίδας, έτσι όπως τις διαπιστώνει η ίδια όταν, ηλικιωμένη πια, επιστρέφει μετά από χρόνια στο νησί της. (Δημοσιευμένο στην έκδοση Τόποι της Λογοτεχνίας της Εταιρείας Συγγραφέων, εκδ. Καστανιώτη).

Η Βενετία Δαπόντε στο νησί της μετά από χρόνια.

Φτάνοντας σ’ ένα φαρδύ τρίστρατο –πλατεία ολόκληρη, με ταμπέλες που, στημένες ολόγυρα, σημαίνουν αποστάσεις ή οριοθετούν περιοχές- στρίβουν αριστερά. Κατεβαίνουν πια προς τη Χώρα. Όσο προχωρούν, η στενή κοιλάδα ξεδιπλώνεται δεξιά τους, ενώ από την κόψη του βουνού ξεπροβάλλει το καστρομονάστηρο του Αγίου Παντελεήμονα. Μόλις που διακρίνεται ο ψηλός του τοίχος, συνέχεια της απότομης πλαγιάς. Κάποτε άσπριζε σαν το γλάρο πάνω στο βουνό.
Κατεβαίνουν, όλο κατεβαίνουν, κυλώντας με ταχύτητα στη γυαλιστερή άσφαλτο. Το στομάχι της είναι ανάστατο. Τα φρένα του ταξί στριγγλίζουν σε κάθε στροφή. Μπαίνουν σε μια μεγάλη ευθεία. Δυο τρία χωριά στη σειρά. Τα σπίτια δεν της θυμίζουν τίποτα, έτσι καινούργια με λαδομπογιαντισμένες πόρτες κι αλουμινένια παράθυρα, δίπατα ή μονά, φρεσκοβαμμένα και περιποιημένα τα περισσότερα κι όλα, δίχως εξαίρεση, με κεραία τηλεόρασης στην ταράτσα. Πανικός την κυριεύει.
“Πάμε καλά;” ρωτάει αγωνιωδώς τον ταξιτζή.
“Αλίμονο, κυρία! Τη διαδρομή αυτή την κάνω καθημερινά. Άλλωστε ένας είναι ο δρόμος, δεν υπάρχει δεύτερος”.
Η πελώρια αροκάρια αριστερά, δίπλα στα ερείπια ενός αρχοντικού, σαν να καθησυχάζει τη Βενετία. Ώσπου λίγο πιο κάτω, από διαίσθηση μάλλον παρά από αναγνώριση:
“Αυτό το μέρος πώς λέγεται;” φωνάζει σχεδόν.
“Μεσαριά”.
Πυρώνουν τα μάτια της πασχίζοντας να διαπεράσουν τοίχους, να παρακάμψουν κτίσματα, να διακρίνουν πίσω απ’ αυτά την αληθινή μορφή του χωριού. Κάτι σαν κράμπα στους βολβούς την πιάνει από την ένταση και τα κλείνει. Μα και μ’ ανοιχτά τα μάτια να περνούσε, δε θα διέκρινε τον στενό χωματόδρομο του Δαποντέικου, θαμμένο ανάμεσα στην ψησταριά και το κομμωτήριο, φραγμένο από το μονίμως παρκαρισμένο στην είσοδό του φορτηγάκι του φούρναρη.
Ξανανοίγοντας τα μάτια μετά από λίγο, μένει άναυδη. Όλη η περιοχή οικοδομείται. Γιαπιά, περιφράξεις, δυο μπουλντόζες σ’ ένα φρεσκοανοιγμένο δρόμο πηγαινοέρχονται νευρικά αλλάζοντας βρυχώμενες το πρόσωπο της πλαγιάς. Κάθε άνοιξη, όλη η Μεσαριά σε τούτη την πλαγιά ερχόταν να μαζέψει το χαμομήλι της χρονιάς. Φύτρωνε σε τέτοια πυκνότητα, που η μυρωδιά του, σπρωγμένη από τον άνεμο, έφτανε ριπές ριπές ως την βεράντα τους. Είχε και σπάρτα εδώ κι εκεί, που άνθιζαν το Πάσχα και βάσταγαν τα λουλούδια τους ως τον Ιούνιο. Οι όγκοι που τώρα ορθώνονται, με στόχο να απλωθούν και να κυριέψουν τον χώρο, πάτησαν το χαμομήλι με τα τσιμεντένια τους πέδιλα, έθαψαν τα σπάρτα, έδιωξαν τις μυρωδιές της άνοιξης.
……………………………………………………………………………..
“Φτάσαμε!” δηλώνει ο οδηγός κόβοντας ταχύτητα, καθώς περνούν μπροστά από ένα μεγάλο ξενοδοχείο με φανταχτερή είσοδο.
Καινούργια διόρωφα δεξιά κι αριστερά, με μαρμαράδικα και συνεργεία στα ισόγεια την μπερδεύουν. “Τί είναι εδώ;” αναρωτιέται η Βενετία.
“Πού θέλετε να σας αφήσω, κυρία;”
Δεν ξέρει πού ακριβώς, δεν μπορεί να δώσει σαφή απάντηση.
“Σας ρωτάω, γιατί δεν επιτρέπουν αυτοκίνητα μέσα στην πόλη, αν πηγαίνετε κάπου εδώ κοντά να μη σας τρέχω στο σταθμό” εξηγεί ο ταξιτζής.
“Πάμε στο σταθμό” παίρνει δειλά την απόφαση.
Το μάτι της πέφτει στο πρώτο αρχοντικό –γραφεία της ΔΕΗ τώρα πια, ιδιότητα που σημαίνεται με το γνωστό κεραυνό της επιχείρησης μέσα σε γαλάζιο φόντο. Επιτέλους, το πρώτο γνώριμο κτίριο× το σπίτι του Κρίτη! Έχουν ξηλώσει βέβαια το διπλό κλιμακοστάσιο με τις νύμφες στην κορφή –ένας Θεός ξέρει για ποιο λόγο- όμως είναι αυτό, δε χωρεί αμφιβολία. “Καλά, η είσοδος πού είναι;” αναρωτιέται, μέχρι που μια τσιμεντένια σκάλα ξεπροβάλλει από το πλάι. Από μια διπλή σιδερένια πόρτα στο πλατύσκαλο, μπαινοβγαίνει ο κόσμος. “Έλα Χριστέ μου” απορεί. “Πού μπορεί να φτάσει ο παραλογισμός των ανθρώπων!”
Μετά το σινεμά, που παίζει το “Βίβα Ζαπάτα”, ένα μακρόστενο, κιτρινισμένο κτίριο απλώνεται επιβλητικά σ’ όλο το οικοδομικό τετράγωνο. “Το Κλωστήριο!” κρατιέται να μην αναφωνήσει κι είναι σαν να συναντάει φίλο απ’ τα παλιά.

* Η Μαρία Σκιαδαρέση γεννήθηκε στην Aθήνα το 1956. Σπούδασε Iστορία και Aρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών. Aσχολήθηκε με την Προϊστορική Aρχαιολογία (αρχαιολογική ανασκαφή στη Βασιλική Ιεράπετρας) και με τη Nεότερη Ιστορία (διδασκαλία σε γαλλικό λύκειο). Έχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ιστορικές μελέτες και βιβλία για παιδιά. Kείμενά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε περιοδικά και εφημερίδες, ενώ διηγήματά της συμπεριλαμβάνονται συχνά σε λογοτεχνικά περιοδικά και συλλογικές εκδόσεις. Έργα της έχουν μεταφραστεί στα Γερμανικά, Ισπανικά Καταλανικά και Τουρκικά. Κάποια από τα έργα της: Άτροπος ή η ζωή και ο θάνατος της Bενετίας Δαπόντε (Μυθιστόρημα) Πατάκης 1996, Mε το φεγγάρι στην πλάτη (Μυθιστόρημα) Kαστανιώτης 2003. Όπως οι άπιστοι κι εμείς (Διηγήματα) Kαστανιώτης 2005, Χάλκινο Γένος (Μυθιστόρημα) Πατάκης, Δεκ. 2013, Γιλάν, η πριγκίπισσα των φιδιών (Αλληγορία), Πατάκης 2017, Όσα δεν έζησαν (Διηγήματα) Πατάκης, Νοέμβριος 2018. Σειρά «Προσωπογραφίες» (2007-2021) με πρόσωπα που συνέβαλαν στη δημιουργία του ΝΕ κράτους. Ο τόμος «Σαν άνεμος» Λόρδος Μπάιρον Πατάκης 2021, μόλις κυκλοφόρησε.