Ο ευρύτερος τόπος έλευσης καθώς και εξόδου από τον κόσμο που μας περιβάλλει-χους ει και εις χουν απελεύσει- είναι κοινός για όλους. Ο τόπος που διαφέρει για τον καθένα είναι εκείνος της περιπλάνησης μέσα σ’ αυτόν, που εξαρτάται άλλοτε από προσωπική κρίση και επιλογή, άλλοτε από επιβεβλημένες συνθήκες. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τον τόπο της γενέθλιας γης.
Εκείνοι που δεν έχουν κανένα περιθώριο να επιλέξουν είναι οι ήρωες των μυθοπλαστικών αφηγήσεων. Σε αυτές ο τόπος στον οποίο κινούνται τα πρόσωπα εξαρτάται αποκλειστικά από την έμπνευση του αφηγητή που και αυτή, εν πολλοίς, έχει να κάνει με την ψυχική του διάθεσή. Σε ένα τέτοιο κείμενο, ακόμη και αν η εξέλιξή του είναι προκαθορισμένη από τον συγγραφέα, οι επί μέρους πινελιές τοποθετούνται την ώρα που γράφει.
Κρίνοντας από την εμπειρία μου μπορώ να πω ότι όταν ο συγγραφέας νιώθει θλίψη ή δυσθυμία θα τοποθετήσει με μεγαλύτερη ευχέρεια και επιτυχία τους ήρωές του σ’ ένα ζοφερό περιβάλλον παρά σε μια ηλιόλουστη παραλία. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, φυσικά, σε ιστορικά και δημοσιογραφικά κείμενα.
Η ηρωίδα, στο κείμενο το οποίο ακολουθεί, δείχνει να αναγνωρίζει τον εξαφανισμένο σύζυγό της στην φιγούρα ενός άντρα που συναντά στο κέντρο της Αθήνας. Επειδή τα συμβάντα, όσα έχουν προηγηθεί και ακολουθούν, περιέχουν μια χροιά ανησυχίας και άγχους, ως τόπος έχει επιλεγεί το κέντρο της πόλης ένα μουντό βροχερό μεσημέρι.
ΘΕΛΕΤΕ ΚΑΤΙ;
Τον είδε, ξαφνικά, μια μέρα στον δρόμο και της κόπηκε η ανάσα.
-Eυγένιε, του φώναξε, Ευγένιε, και βάλθηκε σαν τρελή να τρέχει ξοπίσω του. Ήταν μεσημέρι, ώρα αιχμής, και είχε κατέβει με το μετρό στην Ομόνοια για να συναντήσει έναν μεσίτη. Γύρευε να βρει ένα μικρό γραφείο, όπου με το όνομα της αδελφής της στην ταμπέλα και τις υπογραφές της στα δικόγραφα -μέχρι να αποκτήσει η ίδια άδεια ασκήσεως επαγγέλματος- θα μπορούσε να αρχίσει να δικηγορεί. Να ξεκινήσει να βγαίνει σιγά σιγά από το σπίτι της. Στην παλιά της δουλειά δεν σκεπτόταν να γυρίσει. Δεν ένιωθε έτοιμη να αντιμετωπίσει τον Δημήτρη.
Ήταν ίδιος, ολόιδιος, και περπατούσε βιαστικά, περίπου τριάντα μέτρα μπροστά της, στην διασταύρωση Αιόλου και Σταδίου ανάμεσα στο πλήθος που συνωστίζονταν λόγω της ώρας. Της φάνηκε, μόνο, σαν τα μαλλιά του να είχαν λίγο αραιώσει, αλλά οι κινήσεις, το στήσιμό του, το ανεπαίσθητο κύρτωμα της πλάτης, που παρουσίαζε τους τελευταίους μήνες της κοινής ζωής τους, δεν της άφησαν πολλά περιθώρια αμφιβολίας. Ήταν αυτός.
Ενώ η μέρα το πρωί που ξεκίνησε ήταν ηλιόλουστη είχε αρχίσει μόλις κι έριχνε ένα λασπωμένο ψιλόβροχο κι ο κόσμος βιαζόταν για να φτάσει στεγνός στα σπίτια του.
-Ευγένιε, φώναζε και έτρεχε σπρώχνοντας τους περαστικούς για να τον προλάβει. Τον έφτασε την στιγμή που είχε υψώσει το χέρι του και είχε σταματήσει ένα ταξί στην άνοδο της Σταδίου. Τον έπιασε και τον τράβηξε από τον καρπό. Ευγένιε!
Το βλέμμα που την κοίταξε μέσα από τα σκουρόχρωμα γυαλιά, καθώς έστρεψε το κεφάλι του, θα μπορούσες να το πεις σαστισμένο.
-Θέλετε κάτι; Υπήρχε στον ήχο της χαμηλής φωνής μια χροιά που φανέρωνε πανικό. Τι θέλετε;
Την έσπρωξε πρώτα απαλά και ύστερα πιο βίαια και χώθηκε στο ταξί κλείνοντας με δύναμη την πόρτα.
Χωρίς να το καταλάβει βάλθηκε να κλαίει τρέμοντας σύγκορμη… Ακόμη και η κολόνια ήταν η δική του… Όμως η φωνή, βραχνή και αλλοιωμένη, το πρόσωπο με τις ρυτίδες το κρυμμένο πίσω από τα μεγάλα σκούρα γυαλιά; Όχι, δεν μπορούσε πια να είναι σίγουρη… Για τίποτα δεν μπορούσε να είναι σίγουρη…
Στηρίχτηκε για να μην πέσει στο πρεβάζι της βιτρίνας ενός μαγαζιού που ετοιμαζόταν να κλείσει. Μια κοπέλα βγήκε από μέσα και τη ρώτησε ευγενικά αν ήθελε να της φέρει ένα ποτήρι νερό ή να περάσει για λίγο μέσα μέχρι να συνέλθει.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη που ήταν ακριβώς απέναντί της. Το χρώμα είχε χαθεί τελείως από το πρόσωπό της.
-Είμαι καλά, ψιθύρισε. Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά είμαι καλά.
Όρμησε στο πρώτο ταξί που βρέθηκε ελεύθερο μπροστά της. Ο μεσίτης μπορούσε να περιμένει…
Από ανέκδοτο μυθιστόρημα με τίτλο: Κασκόλ από κασμίρι
* Η Ζέτα Κουντούρη γεννήθηκε στην Αθήνα. Εργάστηκε ως δικηγόρος και ως μέλος του Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα(Η Λεγάμενη, 2005, Ρωγμές στη σιωπή, 2007, και Πίστωση χρόνου 2013, από τις Εκδόσεις Κέδρος) και τέσσερις συλλογές διηγημάτων (Η Πρεμιέρα, 1992, Εστία, Σας είδα, 1995, Εστία, Όμορφη ζωή, 2007, Κέδρος και Λίγο πριν βρέξει, 2017, Κέδρος). Επίσης, μαζί με άλλες πέντε γυναίκες συγγραφείς, έχει συμμετάσχει στο συλλογικό τόμο Αίσθηση γυναίκας, Προσεγγίσεις ζωής, 2000, Καστανιώτης. Διηγήματά της έχουν ανθολογηθεί στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει διδάξει δύο χρόνια Δημιουργική Γραφή στη Φοιτητική Λέσχη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.