Scroll Top

Κώστας Ακρίβος – (Προδημοσίευση) – Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα “πότε διάβολος πότε άγγελος” (Μεταίχμιο)

«Εδολοφονήθη;»

Ο Κολοκοτρώνης τον είχε προειδοποιήσει: «Μεγίστην ευθύνην έχεις απέναντι της πατρίδος! μη λησμονής ότι συ είσαι ο Γεν. Αρχηγός, η ψυχή του στρατού. φύλαττε ολίγον! πρόσεχε τον Καραϊσκάκην! όχι διά τον Καραϊσκάκην αυτόν, αλλά διά την πατρίδα, εις την οποία ανήκει, και εις την οποίαν είναι πολύ χρήσιμος! Αν ο Θεός μη το δώση (ο λόγος θάνατον δεν φέρνει!) χτυπηθής συ, ήξευρε ότι στρατόπεδον Ελληνικόν εις την Ανατ. Ελλάδα ή υπέρ των Αθηνών δεν υπάρχει! επιθυμώ η φρόνησίς σου και ο πατριωτισμός, και πρώτα ο Θεός!, να μ΄ αποδείξετε ψεύτην ή ό,τι άλλο θέλετε». Όπως, επίσης, τον είχε συμβουλέψει και λίγο προτού γίνει το κακό με ιδιόχειρο σημείωμα: «γειφτο γηφτο εχεις να καμης με σοη γηφτηκο κε στοχάσου».
Όμως αυτός δεν ήταν άνθρωπος που έπαιρνε από συμβουλές ή υποδείξεις, ακόμα και από αγωνιστές που τους είχε ψηλά στην εκτίμησή του. Όλα όσα προηγήθηκαν και προπάντων όσα έγιναν εκείνο το διήμερο το αποδεικνύουν περίτρανα.
Την Πέμπτη 22 Απριλίου 1827, παραμονή της ονομαστικής του εορτής και ενώ τα παλικάρια ετοιμάζονταν να τον γιορτάσουν, ο Καραϊσκάκης έχει ακόμα μία προστριβή με τους Τσωρτς και Κόχραν. Ήταν η πιο σφοδρή απ΄ όσες προηγήθηκαν και έμελλε να είναι η τελευταία. Θέμα της διένεξης, όπως εδώ και αρκετό καιρό, η επίθεση για να λυθεί η πολιορκία της Ακρόπολης.
Μέρες πριν και ιδίως μετά το άγος του μακελειού στον Άγιο Σπυρίδωνα οι δύο Εγγλέζοι συνέχιζαν να επιμένουν για μια ανοιχτή και κατά μέτωπο επίθεση στους Τούρκους από το Παλαιό Φάληρο. Αντίθετα, του Καραϊσκάκη η γνώμη ήταν πως το μόνο κατάλληλο μέρος για να προχωρήσουν προς την Αθήνα ήταν μέσω του ελαιώνα και εφαρμόζοντας την τακτική με τα ταμπούρια. Βλέποντας ωστόσο το αλύγιστο πείσμα τους και για να μην οδηγηθούν σε εμφύλια σύρραξη, προτείνει να συμβιβάσουν τη διαφορά και το κίνημα να γίνει κι από τα δύο μέρη.
Για να πετύχει η επίθεση, ο Καραϊσκάκης παίρνει τους Κώστα Μπότσαρη, Κίτσο Τζαβέλα, Λάμπρο Βέικο, Βάσσο Μαυροβουνιώτη, Γιώργη Δράκο, μαζί και τον Μακρυγιάννη και ανεβαίνουν στην κορυφή της Καστέλας. Από εκεί παρατηρούν προσεκτικά με το κιάλι όλη την περιοχή. Από τους Τρεις Πύργους (Παλαιό Φάληρο) ως την Αθήνα ο τόπος είναι χέρσος, ανοιχτός και επικίνδυνος΄ ό,τι πρέπει για το ιππικό των Τούρκων. Πέρα από το Βοϊδολίβαδο (Νέο Φάληρο) απλώνεται ο ελαιώνας: το πιο ασφαλές μέρος΄ ελιές, χαντάκια, αμπέλια και φράχτες, ενώ ο λόφος του Μολυβά (Καλλιθέα) προσφέρεται κι αυτός για ταμπούρια, έτσι ώστε να προχωρούν λίγο λίγο και ασφαλισμένοι. Απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει αίσια έκβαση το σχέδιο είναι να έχουν μαζί τους πολεμοφόδια, τροφές και νερό για πέντε μέρες, μην τυχόν και αποκοπεί ο ανεφοδιασμός τους, και, το κυριότερο, να φροντίσουν να συγκεντρώσουν αξίνες, φτυάρια και παλούκια που τα χρειάζονται για τα ταμπούρια. Αυτό το αναλαμβάνει ο Καραϊσκάκης. Πριν από την επίθεση, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις αλλά και επειδή γνωρίζει καλά τον χαρακτήρα τους, προτείνει στους Σουλιώτες να μπουν αυτοί οι ίδιοι επικεφαλής, εκείνοι όμως δεν δέχονται. Στη συνέχεια στέλνει μήνυμα στον Τσωρτς, ζητώντας πεντακόσια ξινάρια και φτυάρια, καθώς και είκοσι χιλιάδες δεκάρια φυσέκια.
Το πρωί της 22ας Απριλίου ειδοποιούν τον Καραϊσκάκη πως ο Τσωρτς έχει στείλει μονάχα οχτώ κασόνια και το ένα δέκατο από τα φυσέκια που ζητούσε. Ποιος είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε! Μπροστά στον απεσταλμένο του Τσωρτς βρίζει και αναθεματίζει τον αρχιστράτηγο, τον αρχιναύαρχο, την κυβέρνηση, την κακή του τύχη που τον έφερε ως εδώ. Διατάζει τα παλικάρια να πάρουν τις κάσες και να τις πετάξουν στη θάλασσα, δόλωμα για τα ψάρια. Φωνάζει πως θα σηκωθεί να φύγει΄ με τα χίλια ζόρια καταφέρνει ο Μακρυγιάννης να τον γυρίσει πίσω. Λίγο μετά τα βάζει με τον Κώνστα Βλαχόπουλο, που πήγε και του παραπονέθηκε για τη θέση που τον έβαλαν να φυλάει. Τον βρίζει «κιοτή» και «ταλαρίσιο» επειδή καταδέχτηκε να πληρώνεται από τον Τσωρτς. Ο θυμός τού έχει θολώσει τον νου. Όμως του ανεβάζει και πυρετό, γι΄ αυτό γυρίζει στο τσαρδί του. Έρχεται να τον δει γιατρός που του δίνει να πιει κινίνο. Ύστερα κουκουλώνεται μέχρι πάνω στο κεφάλι με την κάπα και κουλουριάζεται, μπας και μπορέσει να κοιμηθεί λίγο ώστε να ηρεμήσει. Η Μαριώ φυλάει καραούλι απέξω για να μην τον ενοχλήσει κανένας.
Έχει πάει ήδη μεσημέρι. Η εντολή σε όλο το στρατόπεδο είναι να μην πέσει ούτε ένας, μα ούτε ένας!, πυροβολισμός προτού δοθεί αργά το βράδυ το σύνθημα για τη γενική επίθεση, έτσι ώστε να αιφνιδιάσουν συντεταγμένοι τους Τούρκους. Ωστόσο, νωρίς το απόγευμα από ένα ταμπούρι που το έχουν πιάσει «βρακοφορεμένοι» ακούγονται μπαταριές. Κάποιοι Κρητικοί και Υδραίοι, που στρατολογήθηκαν με χρήματα του Κόχραν, από το κρασί που τους έχει κεράσει ο ανεψιός του Κόχραν Urquhart, έχουν έρθει στο κέφι, αρκετοί μάλιστα είναι κιόλας μεθυσμένοι, και ρίχνουν σ΄ ένα κοντινό τούρκικο πόστο. Όσο περνάει η ώρα ο θόρυβος γίνεται όλο και πιο μεγάλος. Δεν αργεί η μάχη να γενικευτεί.
Ο Καραϊσκάκης ξυπνάει και ρωτάει να μάθει τι συμβαίνει. Πετιέται έξω από τη σκηνή και ακούει πως χτυπιούνται στο Βοϊδολίβαδο. Κάποιοι αξιωματικοί είναι ήδη λαβωμένοι και ο Νικηταράς έχει χτυπηθεί στο σαγόνι. Παρατηρεί καλύτερα και βλέπει πως οι Τούρκοι έχουν πάρει φαλάγγι τους Έλληνες. Χωρίς δεύτερη σκέψη και για να μη φοβηθεί το στράτευμα από καμιά ξαφνική ήττα και ταπεινωθεί, αρπάζει απ΄ τη μέση του Γιαννάκη Λογοθέτη το γιαταγάνι, καβαλάει το άλογο και φωνάζει στον Χατζημιχάλη να τον ακολουθήσει με το ιππικό. Στο μεταξύ ο Κιουταχής από τα Πατήσια όπου βρίσκεται έχει πληροφορηθεί τι γίνεται και στέλνει το δικό του ιππικό και μαζί δύο χιλιάδες πεζικάριους. Οι Έλληνες, με το που βλέπουν τον Καραϊσκάκη, φωνάζουν «Έφτασε ο αρχηγός!» και αντεπιτίθενται. Πρώτος ορμάει ο Καραϊσκάκης, περνάει ανάμεσα απ΄ το οχύρωμα του Γκένζιαγα και εκείνο που βρίσκεται στην εκβολή του Κηφισού, και καταδιώκει τους τούρκους ιππείς. Κάποια στιγμή το άλογό του πληγώνεται. Ξεκαβαλικεύει και ζητάει να πάρει εκείνο του Γιαννούση Πανομάρα. Αυτός τον εμποδίζει΄ αρκετά ως εδώ, αν προχωρήσουν άλλο κινδυνεύει. Με το ένα χέρι ο Γιαννούσης πιάνει τα χαλινάρια και με το άλλο ακουμπάει το γιαταγάνι στην κοιλιά του ζώου, απειλώντας πως θα το σφάξει αν δεν τον υπακούσει. Ο Καραϊσκάκης το παρατάει, καβαλάει ένα άλλο άλογο και χύνεται μπροστά.
Λίγο πιο πέρα πολεμάει ο υπασπιστής του Χατζημιχάλη, ο Παναγιώτης Κακλαμάνος. Κάποια στιγμή μια μπάλα κανονιού τού κόβει το δεξί χέρι κι αυτός αμέσως πιάνει το γιαταγάνι με το αριστερό. Όταν τον κυκλώνουν οι Τούρκοι, βάζει το σπαθί ανάμεσα στα δόντια, αρπάζει την πιστόλα και τους φοβερίζει να μείνουν μακριά του: «Γιανάσμα!» – έτσι σώζεται.
Η ώρα κοντεύει τέσσερις το απόγευμα, η επίθεση των Τούρκων έχει τώρα ανακοπεί, το σώμα του Καραϊσκάκη δίνει και παίρνει μονάχα αραιές μπαταριές, μέχρι τη στιγμή που ένα βόλι χτυπάει τον καπετάνιο, ρίχνοντάς τον κάτω από το άλογο. Οι καβαλάρηδες τρέχουν να τον βοηθήσουν, αλλά αυτός τους καθησυχάζει λέγοντάς τους πως δεν είναι τίποτα, κι άλλη φορά έχει λαβωθεί. Ωστόσο, σε λίγο καταλαβαίνει πως δεν μπορεί να συνεχίσει. Κρατάει την πληγή με την παλάμη του. Του λένε να τον σηκώσουν στα χέρια μα αυτός αρνείται. Τριγυρισμένος από τους άλλους καπετάνιους και τους μπουλουκτσήδες ξεκινάνε για τη σκηνή του. Τον βαστάει απ΄ τους ώμους ο Κίτσος Τζαβέλας, με τον Καραϊσκάκη να του λέει συνεχώς: «Κίτζιο μπιρ, να μου ζήσεις!». Στη σκηνή συνειδητοποιούν πόσο βαρύ είναι το τραύμα και παίρνουν την απόφαση να τον πάνε στη γολέτα του Τσωρτς, όπου βρίσκεται ένας φημισμένος γιατρός, ο ελβετός Gosse. Την ώρα που στο Τουρκολίμανο τον βάζουν στη βάρκα, γυρίζει και αποχαιρετάει τα παλικάρια του που στέκονται στην ακτή αποσβολωμένα. Η φωνή του είναι αδύναμη, πρώτη φορά βλέπουν να κυλάει δάκρυ απ΄ τα μάτια του. Φωνάζει να μην κιοτέψουν, παρά να κάνουν το χρέος τους προς την πατρίδα. Βουρκωμένοι εκείνοι, του εύχονται να γιάνει γρήγορα.
Πάνω στη γολέτα ΣΠΑΡΤΙΑΤΗΣ οι γιατροί αντιλαμβάνονται πως το τραύμα είναι θανάσιμο, παρ΄ όλα αυτά τον περιποιούνται όσο γίνεται. Ώσπου να σουρουπώσει είναι ακόμα σε θέση να επικοινωνεί. Μάλιστα, υπαγορεύει τη διαθήκη του και ορίζει τους εκτελεστές της, λέγοντας πού να δοθούν τα χρήματα που έχει στο ταμείο του, αν και αργότερα ο Γόρδων θα γράψει ότι «εγκατέλειψε ολίγα χρήματα». Κάτω κάτω στη διαθήκη καταφέρνει και με μεγάλο κόπο βάζει το όνομά του – τη μόνη λέξη που ήξερε να γράφει. Μετά από λίγο ανεβαίνουν στη γολέτα να τον δουν ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, ο Γαρδικιώτης Γρίβας, ο Μήτρος Σκυλοδήμος και ο Μήτρος Αγραφιώτης. Μόλις τους βλέπει ο Καραϊσκάκης και επειδή προαισθάνεται το τέλος του, τους λέει: «Ελάτε να σας φιλήσω!». Κι αυτοί ένας ένας γονατίζουν και φιλιούνται. Ύστερα αρχίζουν οι φριχτοί πόνοι΄ ουρλιάζει και παραμιλάει. Ο βαυαρός συνταγματάρχης Karl von Heideck, που πολεμούσε στο πλευρό του, του δίνει μια φιάλη ρούμι καθώς τον βλέπει «σπαρασσόμενον υπό του άλγους και του ιατρού ουδεμίαν δίδοντος ελπίδα». Ο ίδιος, μην αντέχοντας τους πόνους, σκούζει: «Σκοτώστε με, αδέρφια!». Κάποια στιγμή αρχίζει ο επιθανάτιος ρόγχος και γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα αφήνει την τελευταία του πνοή, ενώ ο πιστός φίλος του και στρατηγός Χριστόδουλος Χατζηπέτρος είναι εκείνος που θα του κλείσει τα μάτια. Η μέρα που ξημερώνει είναι του η 23 Απριλίου, του Αγίου Γεωργίου.
Τον κήδεψαν την ίδια κιόλας μέρα μέσα σε παλλαϊκό θρήνο και, μετά από δική του στερνή επιθυμία, τον έθαψαν στο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα.

……………………………………………………………………………………………………………………

απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημα “πότε διάβολος πότε άγγελος” (Μεταίχμιο)

 

Ο Κώστας Ακρίβος γεννήθηκε το 1958 στις Γλαφυρές Βόλου. Δίδαξε φιλολογικά μαθήματα στη μέση εκπαίδευση και είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Έχει γράψει δεκαπέντε αφηγηματικά βιβλία, ένα θεατρικό έργο, μια μυθιστορηματική βιογραφία και πήρε μέρος σε συλλογικές εκδόσεις, ανθολογίες, καθώς και στη συγγραφή δύο σχολικών εγχειριδίων. Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στη Γερμανία, την Ελβετία, την Ιταλία και την Πολωνία, ενώ διηγήματά του σε αρκετές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Τελευταίο του βιβλίο είναι το μυθιστόρημα ΓΑΛΑ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ (2018) από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, που βραβεύτηκε με το The Athens Prize for Literature.