Scroll Top

Καλοκαίρια χωρίς διακοπές – Της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη

  Δυο κοριτσάκια με διαφορά ύψους δέκα τόσο εκατοστών, με φιόγκους στη δεξιά πλευρά των μαλλιών που φτάνουν λίγο κάτω από τα αυτιά, το ένα, ανασηκώνοντας το κεφάλι για να δει το φακό, το άλλο, κρατώντας το δικό του ίσια, κοιτάζοντας αναγκαστικά, λίγο πιο κάτω από την ευθεία της μηχανής, με μια σκοτεινιά στη μύτη και στο πηγούνι που φτάνει ώς τα μάτια, ποζάρουν, με φόντο έναν κακοσοβαντισμένο τοίχο που προκαλεί απορία έτσι αταίριαστος με την ωραία τετραώροφη προπολεμική πολυκατοικία υψώνεται για να κάνει γωνία με τα κάγκελα του μπαλκονιού στον ακάλυπτο.
Στη μιαν άκρη, πίσω από την πλάτη του ψηλότερου κοριτσιού, σκιές φύλλων από κάποιο μεγάλο φυτό, απέναντί τους, που στη φωτογραφία, μένουν ακίνητα, ενώ, στην πραγματικότητα, τρεμοπαίζουν. Ελάχιστα από τα μαυρόασπρα πλακάκια του δαπέδου πρόλαβαν να τρυπώσουν στο πίσω μέρος του κάδρου. Στην άλλη άκρη, στην πλάτη του μικρότερου κοριτσιού μόλις και φαίνεται ένα ακόμη πλατύφυλλο που φτάνει ως τον ώμο του, δίπλα στα κάγκελα όπου είναι η αδελφή του βαλμένη στ΄αριστερά του. Ο άλλος του ώμος κρύβεται από το δεξί κοντομάνικο του μεγαλύτερου κοριτσιού που, μισό βήμα πιο μπρος, αφήνει πίσω του το μικρότερο.
Με το κλικ της μηχανής ακόμη στ’ αυτιά τους, το ένα κοριτσάκι χαμογελάει χωρίς να δείχνει τα δόντια του, το άλλο κοιτάζει διερευνητικά το φακό. Το ελαφρά υψωμένο κεφάλι του έχει πάρει μιαν ανεπαίσθητη κλίση. Όσην ώρα κοιτάζει περίεργο για το αποτέλεσμα, δεν του περνά από το νου να χαμογελάσει.
Φορούν τα καλά τους∙ ένα φουστανάκι με πιέτες ως κάτω από το στήθος, το ένα, με τη σκιά των φύλλων του φυτού να κυκλώνει το στήθος του. Μια κοζάκικη μπλούζα, το άλλο, με κουμπάκια στον αριστερό ώμο και από πάνω καλού-κακού κάτι σαν ποδίτσα με μικρό φραμπαλά στα πλάγια κι ένα σκυλάκι κεντημένο κατάστηθα .
Από τη φωτογραφία απουσιάζει το πρώτο από τα τρία κορίτσια, ίσως γιατί το μπαλκονάκι της κουζίνας όπου θα τραβηχτεί η φωτογραφία είναι στενό.
Η κάτασπρη κυρία Τζούλια, η μόνη στον δρόμο της γειτονιάς, που εκτός από σκυλάκι – την παχουλή κάτασπρη Μπιάνκα- είχε και φωτογραφική μηχανή, προθυμοποιήθηκε, ύστερα από παράκληση της μητέρας τους, να τα φωτογραφήσει στο πίσω μπαλκόνι το ανατολικό του διαμερίσματος στον δεύτερο όροφο, που το λούζει ο ήλιος, γιατί εκείνο το μεγάλο του σαλονιού, που ο ήλιος επισκέπτεται αργά το μεσημέρι, δεν προσφέρεται· η κυρία Τζούλια, μετά το μοναχικό μεσημεριανό της, πέφτει να κοιμηθεί και τόση ζέστη! ξυπνάει, όταν τελειώσει για τα καλά το απομεσήμερο.
-Ναι, το πρωί, στο μπαλκονάκι της κουζίνας. Εκεί, το φως είναι το κατάλληλο και δεν θα έχουν τη φασαρία του δρόμου που φιλοξενεί τις προσόψεις των δυο περίοπτων νεοκλασικών, κτισμένων προπολεμικά, το ένα δίπλα στο άλλο, στο πλάτωμα μεταξύ Γλάδστωνος και Βερναρδάκη.
Εκεί έμεναν η κ. Τζούλια, μόνη επιζώσα της οικογένειας από το Νταχάου, και λίγο παρακάτω, στο τριώροφο της Κωστή Παλαμά 6, η νεαρή της γειτόνισσα, μητέρα των τριών κοριτσιών. Εκεί, στον ζεστό ήλιο, τέλος καλοκαιριού του 1952, και την απαραίτητη ησυχία, θα γίνει η μυσταγωγική απαθανάτιση των δυο από τις τρεις θυγατέρες της.
Ούτε δυο χρόνια μετά, με τη φωτογραφία καταχωνιασμένη στον πάτο ενός συρταριού, η μικρότερη καταστρώνει ατέλειωτα σχέδια φυγής.
Όταν, μισόν αιώνα αργότερα, ξανακοιτάζει την ίδια φωτογραφία, ανακαλεί μιαν ασπρόμαυρη ταξιδιωτική καρτ-ποστάλ που εικονίζει πανοραμικά τη γενέθλια πόλη, κλεισμένη στα απρόσβλητα σύνορα της παιδικής ηλικίας.

Post cover: Κατράκη Βάσω (1914-1988) – Κορίτσια στο μπαλκόνι, 1942/Ξυλογραφία σε χαρτί 21,5Χ28,5εκ/Εθνική πινακοθήκη