Ευσταθία Δήμου, Λευκό τοπίο, εκδόσεις ενύπνιο, 2024
«Μα εγώ δεν είμαι αιώνιος…»
Διαβάζοντας το «Λευκό τοπίο» της Ευσταθίας Δήμου νιώθει κανείς τη δροσιά μιας λευκότητας που αναζητείται. Ένας επαναπροσδιορισμός των πραγμάτων, μια φιλοσοφικά ποιητική ανασκόπηση αξιών, μια ενδοσκόπηση που προβάλλεται σε λευκό πανί, ενώ ακούγεται ο μηχανικός ψίθυρος της πομπίνας, πριν μας κατακλύσουν οι εικόνες της ψηφιακής προβολής. Καθαρότητα είναι αίσθηση που κυριαρχεί κατά την ανάγνωση των 32 των πεζών ποιητικών κειμένων ή των αφηγημάτων μικρής φόρμας, αφού όπως και να τα ονομάσει κανείς η αίσθηση δεν διαφοροποιείται. Κείμενα άτιτλα, περιγράφουν αλληγορικά, τριτοπρόσωπα κυρίως, εντελώς αόριστα, το βάθος της ύπαρξης, αποκρυσταλλώνοντας ολιγόλογα, σοφά και ποιητικά όσα, αν και αυτονόητα, ο άνθρωπος παραβλέπει ή οφείλει να αναγνωρίσει. Πρόκειται για μια συλλογή η οποία συγκεντρώνει πολλές αρετές, καθώς κινείται μεταξύ ρεαλισμού και υπερρεαλισμού, ενώ τολμά να δρασκελίσει τις παρυφές του φιλοσοφικού στοχασμού. Στο κείμενο κυριαρχούν οι αόριστες αντωνυμίες, καθώς τα ουσιαστικά που προσωποποιούνται και οι χαρακτήρες ή οι ιδιότητες που παρουσιάζονται μας αφορούν οικουμενικά. «Ένας ποιητής…» (σελ. 9), «Ένας διανοούμενος…» (σελ. 8), «Ένας ηθοποιός…» (σελ. 19), «Ένα γέρικο παρηκμασμένο σώμα…» (σελ. 11), «Ένα παιδί…» (σελ. 22), Ένα ποτάμι θέλησε κάποτε να κοκαλώσει τη ροή του» (σελ. 29), «Μια λέξη…» (σελ. 30), «Ένας δρόμος…» (σελ. 34), «Ένας μοναχικός περιηγητής…» (σελ. 36), είναι κάποιοι από τους αόριστους χαρακτήρες με τους οποίους επιλέγει η συγγραφέας να «συνομιλήσει».
Είναι φανερό πως το διακείμενο, στη συλλογή της Ευσταθίας Δήμου είναι ορατό, καθώς αδιόρατα ξεπροβάλλει ο λόγος του Σωκράτη, του Πλάτωνα, μα ναι, τολμά να διαπιστώσει κανείς στοιχεία και από τις «Ιστορίες του κυρίου Κόινερ» του Μπέρτολτ Μπρέχτ, όπου ο ρεαλισμός συναντά τη βαθιά αγάπη προς τον άνθρωπο και το νοιξιμο για την αλλοτρίωση του εσωτερικού του κόσμου. Ο λόγος της Δήμου δεν έχει πρόθεση να στηλιτεύσει τον εγωισμό ενός κόσμου που παρεκτρέπεται. Αντίθετα, σαν μάνα υπενθυμίζει την αληθινή φύση, τον προορισμό του ανθρώπου, υπενθυμίζοντάς του πόσο περεξέκλινε της πορείας του, χρησιμοποιώντας σύμβολα, προσωποποιώντας συγκεκριμένα ουσιαστικά με αφηρημένο τρόπο, όπως «Ένα ποτάμι…», «Ένας δρόμος…», ενώ ταυτόχρονα, στις επωδούς της, αποκρυσταλλώνεται η σοφία σαν «ηθικό δίδαγμα», σαν αφύπνιση.
Είναι αξιοθαύμαστος ο τρόπος με τον οποίο η Ευσταθία Δήμου χρησιμοποιεί τα λογοτεχνικά είδη που έχει επιλέξει, ενώ οι αφηγηματικές της τεχνικές συνοψίζουν αριστοτεχνικά την αφηγηματική ροή. Δεν είναι λίγες οι υπερρεαλιστικές εικόνες που συναντώνται στις, ποιητικώ τώ τρόπω, μικροαφηγήσεις τις, όπως στην περίπτωση του πορτρέτου ενός κοριτσιού που, «Σε άλλον φαίνεται ξανθό, σ’ άλλον μελαχρινό. Άλλοι λεν πως κάθεται και άλλοι πως το βλέπουν ξαπλωμένο. Και πάει λέγοντας… Κανείς δεν ξέρει τι πραγματικά συμβαίνει, γιατί, πολύ απλά, το κορίτσι, κάθε φορά πού ακούει ένα σχόλιο και δεν ικανοποιείται, αλλάζει πόζα, αλλάζει τα μαλλιά, αλλάζει τη διάθεση. Και πάει λέγοντας…» (σελ. 25). Ενώ, αντίθετα, ο επιτυχημένος σκακιστής στην προηγούμενη σελίδα επιχειρεί το ύψιστο αλαζονικό βήμα, να έρθει αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό, παίζοντας, «…το κρισιμότερο παιχνίδι της ζωής του.», και τον νικά «Και δοκιμάζει μια απίστευτη ηδονή που τον βλέπει απέναντί του εξαφανισμένο, να έχει ανοίξει η γη να τον καταπιεί.» (σελ. 24).
Η Ευσταθία Δήμου σκαλίζει τον φλοιό της ανθρώπινης ύπαρξης, αποκαλύπτοντας την τάση του ανθρώπου να ναρκισσεύεται, την ανάγκη του να γίνει ένας μικρός θεός. Μα εκείνο που επιχειρεί να υπενθυμίσει στον αναγνώστη δεν είναι παρά η αποκρυσταλλωμένη σοφία που ζεις εντός του, η οποία δεν είναι άλλη από τη συνειδητοποίηση της θεϊκής του πλευράς, όπου κανείς δεν μπορεί να υπάρξει μόνος του. Υπερασπίζεται τη συλλογική συνειδητότητα του ανθρώπινου είδους, η οποία διαμόρφωσε την ηθική για να αποφύγει την αυτοκαταστροφή, τον πόνο και την αλληλοταπείνωση. Έτσι λοιπόν, επιλέγει να υπενθυμίσει πως η Σειρήνα σωστά και αλληγορικά τοποθετήθηκε «δεμένη στο κατάρτι» του πλοίου του Οδυσσέα, αφού και ο Όμηρος όπως και η συγγραφέας, όπως ο Μπρεχτ, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, οι τραγικοί ήρωες του Αισχύλου, του Ευριπίδη, οι απεσταλμένοι του θεού, όσοι αγάπησαν τον άνθρωπο, ήξεραν καλά πως «…αν οι συντρόφισσές της τη λύσουν, θα καταδικαστεί σε αιώνιο τραγούδι και, το χειρότερο, σε ισόβια ανθρωποφαγία.».