Ο στιχουργικός κόσμος της Αρλέτας
Γράφει ο Σπύρος Αραβανής
«Κράτα εσύ την πρόσθεση και δώσ’ μου την αφαίρεση / κράτησε τον κανόνα εσύ και δώσ’ μου την εξαίρεση» (Τσιφτετέλι ξυδάτο).
Η τεχνοτροπία της Αρλέτας, είτε ως συνθέτριας, είτε ως στιχουργού είτε ως τραγουδιστικής εκφοράς, βασίζεται πάνω σε μιαν ανήσυχη ηρεμία, μιαν εσωτερική «φωνή» που κραυγάζει χαμηλοφώνως, μένοντας πιστή από το ξεκίνημά της σε μια λακωνική έκφραση, σε μια δημιουργική αφαιρετικότητα, σημάδια, δηλαδή, μιας αρχέγονης θυμοσοφίας. Μιας σοφίας που την ωρίμασε από πολύ νωρίς και τη συντρόφευσε μέχρι το τέλος της ζωής της. Δίπλα σε αυτή, ένα ιδιαίτερο καυστικό χιούμορ, ένα μείγμα σαρκασμού και αυτοσαρκασμού ενίοτε και κυνισμού, που τέμνουν τα καλώς και τα κακώς κείμενα της εποχής και της τέχνης της σαν χειρουργικό νυστέρι, δημιουργώντας μια ταυτότητα που δεν λειτούργησε ποτέ επαγγελματικά -με τη στυγνή σημασία του όρου. Ένας ήρεμος, λοιπόν, άνθρωπος, «αλλά καλύτερα ας μη με δει κανείς θυμωμένη», όπως είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της.
Η συγγένειά της με τους Γάλλους τροβαδούρους των μπουάτ διαφαίνεται πρώιμα. Από το όνομά της κιόλας. Ένας συνδυασμός των δυο βαφτιστικών της ονομάτων (Αργυρώ-Νικολέτα Τσάπρα), «εισάγοντας και στα ελληνικά το γαλλικό όνομα Arlette, που ήταν πολύ δημοφιλές εκείνες τις μεσαίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα», όπως σημειώνει ο Νίκος Σαραντάκος σε σχετικό κείμενό του. Η ίδια «ενηλικιώθηκε» στις μπουάτ και σε όλη αυτή τη σημειολογία τους, αν και η παρουσία της στο Νέο Κύμα διήρκησε μόνο ενάμιση έτος. Έτσι, ο δικός της «Ο τρελός του χωριού»,τραγούδι τού 1967, γραμμένο δηλαδή σε ηλικία μόλις 22 χρόνων: «Ήτανε ο τρελός του χωριού / Ο τρελός που όλοι τον κερνούσαν / Καρπαζιές και ούζο / Του χωριού ο τρελός / Μια λυπητερά με κλειστή φωνή τραγουδούσε», θυμίζει το λόγο του Ζορζ Μπρασένς: «Δεν το λέω για να παινευτώ / μα με σχολιάζουν στο χωριό / ό, τι κι αν κάνω, μα κι αν αδρανώ / για ποιον με παίρνουν, αγνοώ!/ Τι κι αν δεν αδίκησα ποτέ κανένα / τους αρέσει να τα βάζουνε με μένα / Θα ‘ναι που οι νοικοκυραίοι / ξέρουν η «ορθότητα» τι λέει / Θα ‘ναιπου οι νοικοκυραίοι / είναι μια στάλα Φαρισαίοι / Κουτσομπολεύουν όλοι εκτός / απ΄τους δίχως γλώσσα» («Κακή φήμη», La mauvaise réputation).
Όπως και το κοσμοτραγουδισμένο «Μπαρ το ναυάγιο», χρόνια μετά: «Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο / βρέθηκα να τα πίνω μ’ έναν άγιο / καθότανε στο διπλανό σκαμπό / και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό / Του είπα παππούλη τι ζητάς εδώ / δεν είναι μέρος για έναν άγιο αυτό / μου είπε, τέκνον κάνεις μέγα λάθος / εδώ είναι ο φόβος των ανθρώπων και το πάθος» συγγενεύει με το πνεύμα τού «Η λειτουργία για τον κρεμασμένο» (La messe au pendu), επίσης του Μπρασένς: «Φανατικέ αντικληρικέ / Παπαδοφάγε βουλιμικέ / Η ομολογία αυτή μου στοιχίζει/ αλλά θα σου πω πως οι παπάδες/ δεν είναι όλοι κενοί φαφλατάδες/ και ο δικός μας, θα δεις, ξεχωρίζει».
Το τραγούδι για την Αρλέτα είναι μια ζωτική και πρωταρχική ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας, όπως και η ζωγραφική της. Το τονίζει άλλωστε εξαρχής στις συνεντεύξεις της, όπως αυτή στο ξεκίνημά της, το 1968 στο περιοδικό «Εικόνες»: «Μου άρεσε πάντα να τραγουδώ. Ίσως με το τραγούδι να βρήκα μια διέξοδο από τις μοναχικές ώρες που περνούσα, χρόνια πριν». Έτσι, αυτήν την ανάγκη καταθέτει και τραγουδιστικά: «Εγώ μιλάω με τραγούδια / δεν έμαθα άλλη γλώσσα ποτέ / μπερδεύομαι στη λογική σου / τραυλίζω, γίνομαι παιδί / Μη μου γυρεύεις εξηγήσεις / δεν ξέρω να σου εξηγώ / πάρε με μες τη μουσική σου/ σ’ ένα τρελό χορό για δυο» (Εγώ μιλάω με τραγούδια). Η λέξη, λοιπόν, «τραγούδι» εμφανίζεται συχνά μέσα στους στίχους της ως σημαίνον και σημαινόμενο: «Τραγούδι ερωτευμένο / σε μια τσάντα κλεισμένο/ Τέσσερις το βαρύ / πέντε το απτάλικο» (Ασπρόμαυρα τραγούδια).
Το αστικό περιβάλλον διαπνέει και αυτό τη στιχουργική της Αρλέτας («Εξακολουθώ όμως να νιώθω παιδί του κέντρου, έχοντας ζήσει σε όλο το τρίγωνο του θανάτου: Μεταξουργείο, Εξάρχεια, Κυψέλη», όπως είχε δηλώσει) αρκετά έντονα, καθώς συναντάμε ιστορίες που αναζητούν ανάσες χρησιμοποιώντας άλλοτε μια νατουραλιστική κοινωνικοπολιτική γραφή: «Την πύλη ορίζουνε οι ληστές κι ο τεχνοκράτης την κρεμάλα, / τη μοίρα σου οι πειρατές κι εσύ ανδρείκελο και μπάλα, / σεργιάνι βγήκανε οι Θεοί, πουλιούνται στο Μοναστηράκι, / τσέπη βαθιά, καρδιά ρηχή, σωτήρες μ’ άψογο μουστάκι» (Η μπαλάντα του πάρκου) άλλοτε μιαν εικονοπλαστική διάθεση φυγής: «Σέρνεις τα βήματα βαριά στις γειτονιές και τα σοκάκια,/ λόγια, χαράζεις, μαγικά, σ’ όλα του πάρκου τα παγκάκια,/ σ’ αυτή την πόλη μοναχός και το χωριό στενό και ξένο, /ταξίδια φτιάχνεις στο νερό και στο ταβάνι σου ένα τραίνο» (Η μπαλάντα του πάρκου), και άλλοτε μιαν υπερρεαλιστική τάση επίσης ως διέξοδος, αφού χαριτολογώντας έλεγε: «Σιχαίνομαι την παρθενία, τις μπάμιες και τα αδιέξοδα». Έτσι γράφει: «Στον τσιμεντένιο κήπο μου έλα απόψε να σε κεράσω / στη λεωφόρο με τη ραγισμένη άσφαλτο και τις λακκούβες / Έλα να τρέξουμε μέσ’ τ’ αυτοκίνητα να σκαρφαλώσουμε στις στέγες / είχε μια πηχτή ζέστη όλη μέρα σήμερα / έλα να κολυμπήσουμε στα συντριβάνια / με τα περίεργα φυτά και τ’ αγριεμένα μάτια» (Τσιμεντούπολη). Η ατμόσφαιρα των μπαρ και των καφενείων διαπερνά αρκετά από τα τραγούδια της. Φαινομενικά ως χώροι μαζικής συνάθροισης, ουσιαστικά όμως ως ένα περιβάλλον ιδιωτικών στιγμών και συνομιλίας εκεί όπου οι χαμηλόφωνες συζητήσεις των θαμώνων τους μετατρέπονται σε μια κατάθεση ψυχής, μιαν απογύμνωση των συναισθημάτων, μια στιγμή ειλικρίνειας μπροστά και πίσω από τους πάγκους, τα ποτήρια, το αλκοόλ, αφού: «Εδώ είναι ο φόβος των ανθρώπων και το πάθος».
Και αν δεν υπήρξε στο σύνολο των στίχων της ακραιφνώς ποιητική («Ποτέ δεν εκβίασα την είσοδό μου στα βιβλία, και ειδικότερα στην ποίηση, πάντα όμως επανερχόμουν και κάποια μέρα έβρισκα την πόρτα ανοιχτή, και το καράβι στο μουράγιο, και τότε ταξίδευα άφοβα στη φουρτουνιασμένη, συνήθως, θάλασσα του ποιητή», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της) οι συμβολισμοί, οι μεταφορές, οι ποιητικές απεικονίσεις, οι παρομοιώσεις και άλλα στοιχεία ποιητικού λόγου εμφανίζονται συχνά πλάι σε μια αφηγηματικής τεχνοτροπίας στιχουργική. Υπάρχουν όμως και αρκετά δημιουργήματά της (ιδίως τα πρώτα της) που έχουν έναν σαφή ποιητικό υπερρεαλιστικό προσανατολισμό: «Στον ρυθμό του αγέρα ήρθε προχτές / Ένα μικρό κορίτσι και με κάλεσε / Να πάμε μαζί στον δρόμο με τ’ αγκάθια / Για μάτια είχε δυο βιολέτες / Για χέρια είχε δυο πουλιά / Ένα μικρό κορίτσι ήρθε προχτές / Στον δρόμο με τ’ αγκάθια / Φορούσε μια τραχηλιά από αχτίνες / Παιδικών αμαξιών προχτές / Ήτανε τόσο όμορφο / Πιο όμορφο κι απ’ τις βιολέτες» (Στον ρυθμό του αγέρα). Η Αρλέτα απελευθερώνει τη γλώσσα, φέρνει έναν εικονοποιητικό λυρισμό και την αίσθηση του ανοίκειου στον ακροατή, δηλαδή στην οικεία τελικά αίσθηση μιας καλά κρυμμένης εμπειρίας. Έτσι συγγενεύει με ποιητές όπως ο Σαχτούρης, ο οποίος γράφει: «πρέπει και πάλι ναελέγξω / τ’ αστέρια / εγώ / κληρονόμος πουλιών» και που αντιστρέφοντάς το η Αρλέτα δημιουργεί συνειδητά ή ασυνείδητα το «Άφησε στους μόνους κληρονόμους του / Τα μικρά πουλιά τριζόνια και γρύλους / Τα τραγούδια του όλα / Και το δένδρο του», όπως ο Λόρκα με αυτή την χρήση των συμβόλων της φύσης, ο Γκάτσος και ο [ποιητής] Χατζιδάκις ως προς την παρουσία των ηρώων-παιδιών στα τραγούδια τους κ.ά.
Μέσα από αυτές τις τραγουδιστικές αφηγήσεις μιλά και για τον έρωτα άλλοτε σε β’ ενικό, απευθυνόμενη στο άλλο πρόσωπο και άλλοτε σχηματίζοντας ένα περιβάλλον για τους δυο πρωταγωνιστές. Σε συνέντευξή της είχε πει σχετικά: «Ο έρωτας έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου κι εξακολουθεί να παίζει με τη γενική του έννοια. Φοβάμαι όμως ότι κι αυτόν τον περιορίζουν. Στην πρώτη πρώτη συνέντευξη που έδωσα ο Γιώργος ο Πηλιχός με ρώτησε αν είμαι ερωτευμένη. Ήμουνα 20 χρόνων τότε και του απάντησα «με τι, με άνθρωπο»; Θεωρούμε ότι ο μόνος που είναι άξιος να ερωτευτούμε είναι ο άνθρωπος. Εγώ ερωτεύομαι συνέχεια με πράγματα, με ζώα, με τοπία, με τα πάντα». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως η φύση, με τις εποχές της, τις μυρωδιές της, τα πλάσματά της, ενυπάρχει στις «ερωτικές» της αφηγήσεις της εκεί όπου ο στιχουργικός της, φακός προσιδιάζει σε μια κινηματογραφική κάμερα η οποία εστιάζει στις λεπτομέρειες των αντικειμένων και του χώρου.Όλα όμως αυτά λειτουργούν στην ουσία ως ένα σκηνικό περιβάλλον για να ξετυλιχτεί η πλοκή της ιστορίας αποσκοπώντας ή καταλήγοντας ουσιαστικά σε ένα ψυχογράφημα των πρωταγωνιστών της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι της «Το καφενείο», το οποίο ολοκληρώνεται, αφού πρώτα έχει παρουσιαστεί ο χώρος και ο χρόνος, με τη ψυχολογική αποκρυπτογράφηση των ηρώων του: «Καθίσαμε στο ίδιο καφενείο / Το τελευταίο λάθος μας αυτή η συνάντηση / Λύση δεν βρέθηκε ούτε δόθηκε απάντηση / Ο ήλιος έγειρε και οι σκιές μακρύνανε / Κάποιες αδέξιες ερωτήσεις που δε γίνανε».
Η Αρλέτα ήταν μια γυναίκα σκεπτόμενη η οποία είχε καταφέρει να σταθεί απέναντι στον εαυτό της και να συνομιλήσει. Ή τουλάχιστον να προσπαθήσει. Ένας τέτοιος άνθρωπος αποκτά μια εσωτερική θωράκιση και αυτάρκεια που δεν έχουν να κάνουν με καλλιτεχνικά αυτιστικές συμπεριφορές, αλαζονική διάθεση ή μεγαλομανία. «Ενώ είμαι άνθρωπος πολύ βαθιά φιλόδοξος» έλεγε, «προσπαθώ να γίνω όσο καλύτερη γίνεται. Σε ό,τι κάνω. Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη φιλοδοξία, αλλά φιλοδοξία με την τρέχουσα έννοια δεν έχω. Δεν με ενδιέφερε ποτέ».Και ήταν απολύτως ειλικρινής.