Σημειώσεις για μία αυθεντική
ποιητική στο ελληνικό τραγούδι
Το ελληνικό τραγούδι, ως πολιτισμική πρακτική, πέρα από τη χαρά που μάς δίνει, συνυφαίνεται καθημερινά με το εγχείρημα διαχείρισης της ίδιας μας της γλώσσας αλλά και τη διαμόρφωση της ιστορικής, κοινωνικής και πολιτισμικής μας συνείδησης. Γι αυτό άλλωστε διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στο πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας αφού εμπεριέχει εκείνα τα ιδιαίτερα συστατικά που συγκροτούν τη δυναμική ενός «συλλογικού γίγνεσθαι».
Ωστόσο, είναι σημαντικό διερευνούμε το ζήτημα του λόγου και της γραφής μέσα στο ελληνικό τραγούδι όχι με γνώμονα κλειστές τυπολογίες και ταξινομήσεις όπως «έντεχνο», «μη έντεχνο», «λαϊκό», «ποιοτικό και μη», «εμπορικό» κ.α αλλά μέσα από το διάνοιγμα μιας πλατιάς συζήτησης και επαναπροσδιορισμού εννοιών όπως «δημιουργικότητα», «αυθεντικότητα», «παράδοση, «πολιτισμική ρήξη και πολιτισμική συνέχεια», «καινοτομία», «δημιουργική φαντασία» κ.α. Υπό την έννοια αυτή, είναι σημαντικό, πέρα από τους όρους της πολιτιστικής παραγωγής, να εξετάσουμε και ζητήματα που αφορούν στον τρόπο και τη νοοτροπία με την οποία «καταναλώνεται» το τραγούδι ως πολιτιστικό προϊόν.
Αναμφίβολα λοιπόν, η δημιουργική γραφή μέσα στο ελληνικό τραγούδι, καλείται να αναπτύξει μια αυθύπαρκτη ποιητική την οποία οφείλουμε να προσεγγίσουμε, να κατανοήσουμε, να ερμηνεύσουμε και να διαχειριστούμε αισθαντικά. Kατά τη γνώμη μου η πρόκληση διερεύνησης της δυναμικής αυτής, είναι όχι μόνο επιβεβλημένη αλλά και επίκαιρη αφού με αφορμή την απονομή του Νόμπελ λογοτεχνίας στον Βob Dylan, άνοιξε εκ νέου ένας ευρύς διάλογος για το κατά πόσο η ποιητική των τραγουδιών είναι σε θέση να ανταγωνίζεται την εκδιδόμενη ποίηση ή τον τρόπο με τον οποίο παράγεται και επικοινωνείται η «συμβατική» λογοτεχνία. Στο ίδιο μήκος άλλωστε, κινείται και η περίπτωση του πρόσφατα χαμένου Leonard Kohen o οποίος αποκαλείται «λογοτέχνης της μουσικής», αφού οι στίχοι των τραγουδιών του, πέρα από τα ποιητικά του βιβλία, αντιμετωπίζονται «αυθύπαρκτα» ως ποιητικά κείμενα τα οποία δύνανται να εμπνέουν τις λογοτεχνικές κοινότητες άσχετα από το μουσικό τους ένδυμα και την τραγουδιστική τους ερμηνεία.
Το κατά πόσο ένα τραγούδι θα καταφέρει να εκφράσει με επάρκεια, πληρότητα και αποτελεσματικά το σφυγμό και το αίσθημα μιας κοινωνίας, ή μιας εποχής, είναι θέμα που κρίνεται στην πράξη αλλά και μέσα στην ίδια την ιστορική εξέλιξη. Είναι σαφές, πως το έργο τέχνης διαμορφώνει τη δική του αυτονομία έναντι του δημιουργού με αποτέλεσμα να αποκτά μια ξεχωριστή δυναμική η οποία κρίνεται στην πορεία από το κατά πόσο η κοινωνία το χρειάζεται ως μέσο επιτέλεσης σημαντικών λειτουργιών της.
Στην Ελλάδα ο ποιητικός λόγος ανέκαθεν ήταν μέρος της «συλλογικής μας λαλιάς». Με όλες τους τις μορφές, τις εκδοχές και τις όψεις. Αναφορικά με το ελληνικό τραγούδι ας είμαστε ωστόσο αισιόδοξοι. Οι προκλήσεις, τα μέσα και οι δυνατότητες άλλωστε είναι πολλές και είμαι σίγουρος πως μια νέα γενιά στιχουργών και ποιητών «ζυμώνεται» καθημερινά, αφού και αυτή με τη σειρά της θα κληθεί να «αναμετρηθεί» με τα «καταγεγραμμένα» όρια των προγενέστερων. Οψόμεθα!
Ο Νίκος Φωτόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας στη Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Ως ποιητής εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα τη δεκαετία του ’90. Το συγγραφικό και διδακτικό του έργο, καθώς και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα αφορούν την Κοινωνιολογία του Πολιτισμού, την Κριτική Πολιτισμική Θεωρία, την Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Εκτός από το εκπαιδευτικό και κοινωνιολογικό σκέλος του έργου του, ασχολείται ενεργά με την ποίηση και τη δημιουργική γραφή.