Ο Χάρης και ο Πάνος Κατσιμίχας είναι από τους πιο βασικούς εκπροσώπους του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού, ενός τραγουδιού που ονομάζεται και «έντεχνο». Αλήθεια όμως τι θα πει «έντεχνο τραγούδι»; αναρωτιέται κανείς. Η αλήθεια είναι ότι έχουν δοθεί κατά καιρούς διάφοροι ορισμοί όμως η ουσία, κατά τη γνώμη μου και όχι μόνο, βρίσκεται κάπου αλλού. Δεν μ’ ενδιαφέρει από ποιον χώρο προέρχεται το κάθε τραγούδι, αρκεί όταν το ακούω να με χτυπάει στο δόξα πατρί, είχε πει κάποτε ο Χάρης Κατσιμίχας.
Οι αδερφοί Κατσιμίχα ποτέ δεν ξεχώρισαν ως έννοιες το ποιοτικό καλλιτεχνικό είδος από το μη ποιοτικό και συμφωνώ απόλυτα μαζί τους γιατί ακόμα και στην κλασική μουσική υπάρχουν πράγματα μετριότατα και ανέμπνευστα όπως εξάλλου και στην ποίηση. Η διαχρονική και αληθινή τέχνη νομίζω ότι σχετίζεται περισσότερο με το αν έχεις κάτι να πεις, με τη συναισθηματική σου εμπειρία, με το ταλέντο, το ένστικτο ή τη διαίσθηση σου, αλλά και με τη γνώση που έχεις αποθηκεύσει ως άνθρωπος μέσα στα χρόνια.
Πολλές φορές κάνω την κρυφή και τολμηρή σκέψη ότι στη λαϊκή, δημοτική και ρεμπέτικη μουσική μας παράδοση βρίσκεται ένας μελωδικός και ποιητικός πλούτος που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τον δυναμισμό και τη συγκίνηση που προκαλούνε διάφορα έργα μεγάλων συνθετών. Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η μουσική κατά βάθος είναι μία κι ότι δεν έχει νόημα να διαχωρίζεται σε έντεχνη και άτεχνη.
Ο Χάρης και ο Πάνος από την αρχή έδιναν και συνεχίζουν να δίνουν έμφαση στο περιεχόμενο του λόγου. Πιστεύουν ότι το τραγούδι είναι μια αναλογία 50-50 μεταξύ μελωδίας και στίχου όμως τα πάντα ξεκινάνε από τις λέξεις. Οι λέξεις είναι που συνήθως εμπνέουν, κινητοποιούν και οδηγούν στην άρτια ολοκλήρωση ενός τραγουδιού. Μου έρχονται στο νου πολλά εξαιρετικά τους τραγούδια όπως Η μπαλάντα του Φάνη, Κορίτσια της συγνώμης, Για ένα κομμάτι ψωμί, Γέλα πουλί μου μα και το δροσερό που κυλάει σαν ποταμάκι Ρίτα-Ριτάκι.
Πέρα όμως από τον στίχο τους που έχει ενδιαφέρον, παράλληλα μελοποίησαν κατά καιρούς ορισμένους ποιητές με επιτυχία. Να θυμηθούμε το Υπόγειο της Ρίτας Μπούμη-Παππά, τη Μαϊμού του Νίκου Καββαδία, τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και την Εχεμύθεια του Ανδρέα Εμπειρίκου, το Ερωτικό κάλεσμα του Μενέλαου Λουντέμη, το Της αγάπης μαχαιριά της Λένας Παππά καθώς και τα Παλιά καλοκαίρια ή το Δωμάτιο της ίδιας, αλλά και το Γυναίκα της ψυχής μου του Γιώργου Σεφέρη.
Πριν από μια δεκαετία περίπου, την εποχή που ξεκινούσε η οικονομική κρίση, κυκλοφόρησαν ένα άλμπουμ που αναφέρεται στους ποιητές της γενιάς των Μπιτ. Σ’ εκείνη την παλαβή γενιά που με την αντικομφορμιστική της στάση καυτηρίαζε ότι αντιλαμβάνονταν ως λάθος στην κοινωνία της δεκαετίας του πενήντα και του εξήντα στην Αμερική. Ο Χάρης και ο Πάνος συνέθεσαν ένα διακριτικό μελωδικό υπόστρωμα και αφηγήθηκαν με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο αποσπάσματα από τα έργα των Άλεν Γκίνσμπεργκ, Γουίλιαμ Μπάροουζ, Γκρέγκορυ Κόρσο, Τσαρλς Μπουκόφσκι κτλ.
Πέρσι, τον Δεκέμβριο του 2019, ο Χάρης αποφάσισε να κυκλοφορήσει, μετά από μια μεγάλη περίοδο δημιουργικής σιωπής, έναν δίσκο με μελοποιημένα ποιήματα. Το άλμπουμ ονομάζεται –Από τους κήπους των ψιθύρων- και αυτό που κάνει εξ αρχής εντύπωση είναι ότι ο Χάρης, παρότι θεωρείται αξιόλογος ερμηνευτής, επέλεξε ως βασικό εκτελεστή των τραγουδιών του τον αγαπημένο του Χρήστο Θηβαίο. Για τον Θηβαίο φυσικά δεν τίθεται κανένα ζήτημα ως προς την ιδιαίτερη χροιά της φωνής του που ξεχωρίζει από πολλά μουσικά χιλιόμετρα, ενώ η ποιότητα και η κατάδυση του στην καρδιά της τέχνης είναι δεδομένη. Γιατί όμως ο Χάρης δεν πήρε τον αδερφό του τον Πάνο ώστε να πουν με τις υπέροχες φωνές τους το καινούργιο υλικό και να μας χαρίσουν λίγες ακόμα στιγμές απόλαυσης μιας και το ντουέτο τους θα μπορούσε εύκολα να συγκριθεί με τις αξέχαστες διφωνίες του Paul Simon και του Art Garfunkel; Είναι απλώς ένα ερώτημα κάποιου ακροατή που μεγάλωσε με τα Ζεστά Ποτά και τους Καλικάντζαρους.
Σε αυτόν τον δίσκο ο Χάρης επιλέγει να μελοποιήσει τρεις ποιητές που όπως λέγεται ανήκουν στη γενιά του εβδομήντα, μια γενιά λίγο αδικημένη ως προς τη μουσική προσέγγιση κι αυτό γιατί στο παρελθόν οι περισσότεροι Έλληνες συνθέτες επέλεγαν κυρίως πιο ηχηρά ονόματα όπως Σεφέρης, Ελύτης, Καβάφης, Ρίτσος, Καρυωτάκης κτλ.
Το πρώτο ποίημα που ακούγεται είναι η Κατσαρίδα του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011) ενώ τα υπόλοιπα που ακολουθούν είναι το Ωδή στον ταμία και το Πιάνο βυθού. Ο Βαρβέρης ήταν δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Σπούδασε νομική και για ένα διάστημα εργάστηκε στο υπουργείο εξωτερικών. Το 2010 του απονεμήθηκε το Βραβείο Ποίησης από την Ακαδημία Αθηνών για τη συνολική προσφορά του έργου του.
Το δεύτερο ποίημα που παίρνει σειρά είναι το Γοητευμένοι απ’ τον βυθό του Αργύρη Χιόνη (1943-2011) ενώ τα υπόλοιπα είναι το Βροχή δωματίου και το Τα όνειρα του. Ο Χιόνης στην εφηβεία του έγραφε μαντινάδες με έμμετρο στίχο επηρεασμένος από τον Ερωτόκριτο που του τραγουδούσε η Κρητικιά μητέρα του. Την περίοδο της δικτατορίας έφυγε στο εξωτερικό με πρώτο προορισμό το Παρίσι και για την επιβίωση εργαζόταν ως φορτοεκφορτωτής. Το 2009 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος.
Τα δύο τελευταία τραγούδια του δίσκου, Ωραία ξεκίνησε η μέρα και Τα έπιπλα, είναι σε ποίηση Κώστα Παπαγεωργίου (1945-). Ο Παπαγεωργίου σπούδασε νομική και φιλολογία. Για ένα διάστημα τη δεκαετία του εβδομήντα εργάστηκε ως δικηγόρος ενώ έχει ασχοληθεί και με τη λογοτεχνική κριτική σε περιοδικά κι εφημερίδες. Παράλληλα δίδαξε και στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών. Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης από την Ακαδημία Αθηνών για τη συνολική προσφορά του στα γράμματα.
Θα έλεγα ότι αυτό που σημαδεύει περισσότερο το άλμπουμ είναι το τραγούδι με το οποίο ολοκληρώνεται ο δίσκος. Στα Έπιπλα του Παπαγεωργίου, πρόκειται ουσιαστικά για ένα οικολογικό θρίλερ, παρέα με τον Χρήστο Θηβαίο ερμηνεύουν και οι Κατσιμίχα με τον Θάνο Μικρούτσικο. Ο δίσκος κυκλοφόρησε λίγο πριν φύγει ο Θάνος και αν δεν κάνω λάθος πρέπει να είναι η τελευταία συμμετοχή σε δίσκο κάποιου φίλου του. Είναι πραγματικά μοναδικό να ακούς αυτές τις φωνές να τραγουδάνε μαζί.
Αν διαβάσει κανείς τα ποιήματα χωρίς να έχει ακούσει τον δίσκο είμαι σίγουρος πως θα δυσκολευτεί να πιστέψει ότι μπορούν να μελοποιηθούν. Κι όμως η ικανότητα των αδελφών Κατσιμίχα να βρίσκουν τον δύσκολο δρόμο προς τις νότες είναι αδιαμφισβήτητη.
Οι κήποι των ψιθύρων, λέει ο Χάρης, ήταν πάντα ο φυσικός χώρος των ποιητών. Από εκεί προήλθαν τα τραγούδια αυτά, συνεχίζει, για να μας υπενθυμίσουν ότι ο πυρήνας του ελληνικού τραγουδιού διατηρεί ανέγγιχτη τη δημιουργική του φλόγα.
Δημήτριος Π. Νάσκος
Ιανουάριος 2021