Scroll Top

«Η ποιήτρια Λίνα Νικολακοπούλου- 40 χρόνια στιχουργικής “αντοχής”» – Της Γιώτας Μυτακίδου

Τέσσερις δεκαετίες πάνω από την στιχουργική πένα μετρά φέτος η Λίνα Νικολακοπούλου. Σαράντα έτη μας χωρίζουν από τότε που η Βίκυ Μοσχολιού τραγούδησε «Εσύ με βρώμικο μαντήλι/ να καθαρίζεις το γυαλί/ κι εγώ με σκουριασμένα χείλη/ να σου λερώνω το φιλί». Με αυτούς τους στίχους ανοίγει η αυλαία της καλλιτεχνικής πορείας της Νικολακοπούλου, μιας πορείας που δεν χρήζει διαπιστευτηρίων. Έκτοτε, δεν σταμάτησε να «ποιεί» δημιουργικά , να συναλλάσσεται με μια παιγνιώδη και ταυτόχρονα επαγγελματική διάθεση με τις λέξεις, με ύφος φωτεινό, με μια σπάνια ευγένεια αλλά και διαυγή σκέψη. Με λέξεις που ακτινοβολούν διαπότισε τα τραγούδια της στίχο-στίχο με δυναμικό και συνάμα ειλικρινή τρόπο, ώστε ο ακροατής, και ιδίως ο πιο υποψιασμένος, όταν ακούει κάποιο τραγούδι της να είναι βέβαιος πως «αυτό είναι της Λίνας».

Ποια είναι όμως εκείνα τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν την ποιητική του στίχου της; Η Νικολακοπούλου δεν είναι τυχαίο πως λογίζεται ως μια ποιήτρια-στιχουργός της εποχής μας, πλάι στον Νίκο Γκάτσο, τον Μιχάλη Γκανά, τον Άλκη Αλκαίο, καθώς φαίνεται πως η στιχουργική της αποτελεί τομή στη σύγχρονη ελληνική τραγουδοποιία. Η δημιουργική γραφή της εν λόγω στιχουργού είναι πολυπρισματική, καθότι θα την χαρακτήριζε κανείς αφενός λαϊκή -υπό την έννοια ότι η αποδοχή των στίχων της από τον κόσμο ήταν σχεδόν καθολική- και αφετέρου ποιητική, αφού τα τραγούδια της προσιδιάζουν συχνά στον χαρακτήρα του ύμνου και της προσευχής με ενδεικτικά παραδείγματα το «Αιγαίο» και το «Δι’ ευχών». Παράλληλα, ο στίχος της είναι συχνά εμποτισμένος από το ύφος και το λεξιλόγιο τουδημοτικού τραγουδιού και την παράδοση, όπως διαφαίνεται μέσα από το «Παράπονο (Η ξενιτιά)» και το «Αϊ Γιάννης», γεγονός που αποδεικνύει τη μελέτη και την πολυεπίπεδη καλλιέργειά της. Δίχως ιδιαίτερη δυσκολία αντιλαμβάνεται κανείς πως η δημιουργική γραφή της Νικολακοπούλου ακροβατεί ανάμεσα στην ποίηση που μελοποιείται και τη στιχουργική.

  Τόπος και βίωμα. Λόγος έντονα κινηματογραφικός, με εικόνες οπτικοακουστικές και μυρωδιές από τους αθηναϊκούς δρόμους αποτελούν τον καμβά της στιχουργού. Τα σοκάκια, η θάλασσα, τα ξεχασμένα «βενζινάδικα στα σύννεφα», το «Αιγαίο», τα τεντωμένα σχοινιά αποτελούν μερικούς από τους τόπους της αφήγησης της ποιητικής της Λίνας. Η Λίνα Νικολακοπούλου μεταπλάθει το ατομικό βίωμα σε συλλογικό συναίσθημα μέσα από λέξεις που απέχουν από την χλιαρή λυρικότητα. Τουναντίον, βουτά στον εσωτερικό κόσμο και την τεχνική «παλικαρίσια». Οι στίχοι της αναδεικνύουν τον πόνο αποσταγμένο, καθαρό· έναν πόνο που γεννιέται από τη βάσανο ερωτημάτων που κατατρύχουν τον άνθρωπο, όπως η μοναξιά, η αδικία, ο γλυκύπικρος έρωτας, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, αυτός που διχάζει, αυτός που παύει να υφίσταται και απομένει εν τέλει το «εγώ»,

Η στιχουργική της Νικολακοπούλου δεν φοβάται το συναίσθημα. Αφορά ανθρώπους που σπάζουν, που γίνονται κομμάτια, ανθρώπους που έρχονται αντιμέτωποι με τις βαθύτατες αγωνίες τους, οι οποίες συχνά θεωρούνται αδυναμίες από τους πολλούς. Η ανθρώπινη φύση είναι ολόκληρη μέσα στα τραγούδια της και αναζητά τη «σωτηρία της ψυχής» μέσα από τα «ανθρώπων έργα». Λόγος άλλοτε καθημερινός με χιουμοριστική διάθεση κι άλλοτε λέξεις οι οποίες αποδεικνύουν την καλλιέπεια και την βαθιά γλωσσική καλλιέργεια της Νικολακοπούλου. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, έρχεται αντιμέτωπη με την «ψεύτρα εποχή» και αναζητά την δική της «ατομική ενέργεια» για να καταφέρει να προσπελάσει όσα διαρρηγνύουν την υπαρξιακή της σύσταση.

  Το φως. Το φως στα τραγούδια της Νικολακοπούλου κατέχει βασικό και αναπόσπαστο στοιχείο της ποιητικής της. Το ποιητικό υποκείμενο δρα υπό την αγκάλη του φωτός της μέρας ή της νύχτας. Η πηγή φωτός φαίνεται πως δίνει πνοή, είναι ζωοδόχος. Φως ελληνικό, καθάριο, αναστάσιμο κάτω από το οποίο η στιχουργός θέλει το ποιητικό της «εγώ» να κλαίει, να αγαπά, να γοητεύει, να γοητεύεται αλλά και να απογοητεύεται. Η λύπηση απουσιάζει, αφού το φως την εξαγνίζει. Ακόμη και τα ανθρώπινα πάθη συνολικά φαντάζουν αντιμετωπίσιμα υπό το πρίσμα του φωτός, είτε είναι του ηλίου, του φεγγαριού ή της φωτιάς.

  Κοινωνία. Ο φακός της στιχουργού, συν τοις άλλοις, εστιάζει και στη σχέση που έχει το άτομο ως πολίτης μέσα στο σύγχρονο κοινωνικό μόρφωμα. Στο κέντρο της ποιητικής της τοποθετείται ο άνθρωπος ως συνειδητός πολίτης ο οποίος βιώνει την διαρκώς μιαν απώλεια· απώλεια της ουσίας, απουσία της αληθινής και πικάντικης γεύσης της ζωής. Το ποιητικό της υποκείμενο άλλοτε μας ξεσηκώνει να «πάμε κάπου» σε κάποιαν άλλη πολιτεία, όπου η ζωή θα εμπνέει ασφάλεια και αξιοπρέπεια, κι άλλοτε μας καλεί να «χορέψουμε την Ιτιά με καρδιά καμένη»«γιατί δεν είναι ευ ζην αυτό, αυτό είναι ευθανασία!». Η Νικολακοπούλου δεν αφήνει το ποιητικό της υποκείμενο έξω από το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, διότι το άτομο φέρει ευθύνη κι «ας γίνεται βοηθός με τη σιωπή του». Στέκει απέναντι στη στρέβλωση της πραγματικότητας, στην υλική ευδαιμονία, στην άκρατη κατανάλωση και τη περιβαλλοντική καταστροφή.

Οι στίχοι της Νικολακοπούλου είναι γεμάτοι ζωή. Εν τέλει, η ποιητική της ματιά στρέφεται στον ήλιο, σε μια παιδικότητα που ο καθένας κρύβει μέσα του και καλείται να την ανακαλύψει. Η «Όμορφη ζωή» της μας σηκώνει από την αδράνεια και μας καλεί σε έναν χορό γεμάτο αισιοδοξία, αφού «το σκοτάδι θα τελειώσει, θα περάσει η συννεφιά». Στίχοι που έχουν τη δικοί τους πολυσημία και συνάμα μια διαχρονική πνοή που παγιώνεται στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας.

* Γιώτα Μυτακίδου, Φιλόλογος, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια του ΠΜΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
giotamyt@hotmail.com