Scroll Top

Συνέντευξη με τον Διονύση Τσακνή – Του Δημητρίου Π. Νάσκου

Ο Διονύσης Τσακνής γεννήθηκε το 1954 στην Καρδίτσα και αργότερα πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει οικονομικές επιστήμες. Είναι συνθέτης [πέρα από τραγούδια γράφει μουσική και για το θέατρο], στιχουργός και ερμηνευτής. Συνολικά έχει εκδώσει περισσότερους από τριάντα τρεις δίσκους καθώς και τα βιβλία Υπό προθεσμία και Απέναντι στον χρόνο που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Λιβάνη και Ιανός, αντίστοιχα. Επίσης, για καιρό αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία, ενώ από τον Μάιο του 2015 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2017, διατέλεσε πρόεδρος της ΕΡΤ.

Κατά τη διάρκεια της δημιουργικής του πορείας συνεργάστηκε με πολλά σημαντικά ονόματα του καλλιτεχνικού χώρου όμως, κατά τη γνώμη μου, μια από τις πιο πετυχημένες και ταιριαστές του συνυπάρξεις ήταν αυτή με τον καλό του φίλο και κουμπάρο Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Νομίζω αξίζει να θυμηθούμε ένα περιστατικό που έχει αναφέρει ο Διονύσης Τσακνής σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Λέει με χιούμορ το εξής: «Παίζαμε στο θέατρο δάσους στη Θεσσαλονίκη, πρέπει να ήταν το ’94 ή το ’95. Πήραμε το αυτοκίνητο μια ώρα πριν για να προσεγγίσουμε τη συναυλία. Μας σταματάει ένας τροχονόμος και μας λέει: “Ο δρόμος είναι κλειστός, δεν ανεβαίνει κανείς πάνω. Τραγουδάει ένας Τσακνής Μαχαιρίτσας”.»

Τον ευχαριστώ ιδιαιτέρως για τη συνέντευξη που μου παραχώρησε!

Δημήτριος Π. Νάσκος

Οκτώβριος 2021

Το τραγούδι Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον, το οποίο ερμήνευσαν μοναδικά οι αδελφοί Κατσιμίχα, πιστεύω πως είναι ένα από τα ελάχιστα τραγούδια της νέας ελληνικής μουσικής που μπορεί να σταθεί άνετα σε μια πλατεία και να ενώσει αμέσως όλον τον κόσμο. Πείτε μας δυο λόγια για το πώς το γράψατε…

Είναι από τα ελάχιστα τραγούδια που έγραψα με τη μορφή της αυτόματης γραφής. Φαίνεται πως το θέμα του, είχε κατασταλάξει μέσα μου και γύρευε απλώς μια αφορμή. Και η αφορμή ήταν μια συζήτηση πολιτικών στη νεοσύστατη τότε, «ελεύθερη ραδιοφωνία» (τέλη δεκαετίας του ’80) που άκουγα στο ραδιόφωνο ερχόμενος στην Αθήνα από τη γενέτειρα. Είχα την αίσθηση πως άκουγα εργολάβους του μέλλοντος, μιας και η λέξη μέλλον, είχε την τιμητική της. Ε, «σ’ αυτό το μέλλον που περιγράφετε» σκέφτηκα, εγώ απλώς, του γυρίζω την πλάτη. Μόλις ανέβηκα στο σπίτι μιας φίλης που με φιλοξενούσε, άνοιξα το μπλοκάκι μου και το έγραψα μονομιάς. Σημείωσα παράλληλα τις νότες και τις συγχορδίες. Μετά, το άφησα – κατά το συνήθειο μου – να «ξεκουραστεί» και το ξανάπιασα στα χέρια μου, λίγους μήνες μετά που ετοίμαζα τον δίσκο μου «Φταίνε τα τραγούδια» στον οποίο ανήκει.

Είστε σίγουρα ένας τραγουδοποιός που παρατηρεί την εποχή του και γράφει στίχους με κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο. Σήμερα, τι κάνει στην ψυχή σας Ο Νοέμβρης του 90; Όταν ακούτε εκείνη την ηχογράφηση με τον Γιώργο Νταλάρα, τι νιώθετε;

Σίγουρα συγκίνηση. Θυμάμαι και ένα περιστατικό με τον Γιώργο στη διάρκεια των γυρισμάτων του videoclip για το τραγούδι. Του είπα πως μου άρεσε η ζώνη που φορούσε και χωρίς δεύτερη σκέψη την έβγαλε και μου την έδωσε. Του θύμισα το περιστατικό φέτος το καλοκαίρι. Το είχε ξεχάσει. Είχε αγαπήσει πολύ το τραγούδι ο Γιώργος. Ήταν από τους πρώτους ακροατές του, λίγους μήνες πριν ηχογραφηθεί. Είχε έρθει να με ακούσει σε μια μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης που το έπαιξα για πρώτη φορά και κατά κάποιον τρόπο… το καπάρωσε. Νέος εγώ τότε, ένοιωσα μεγάλη τιμή να το πούμε μαζί στον επόμενο δίσκο μου, που ήταν ο «Αλήτης καιρός». Πάντα τον ευχαριστώ και τον ξεχωρίζω, σαν έναν καλλιτέχνη που ψάχνει και ψάχνεται διαρκώς.
Η δεύτερη εκτέλεση του τραγουδιού, έγινε σε μια ζωντανή ηχογράφηση στο Λυκαβηττό, όπου το λέμε μαζί με τον αξέχαστο φίλο μου Λαυρέντη.

Ξέρετε κ. Τσακνή, όταν ήμουν στο λύκειο, εκεί περίπου στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα, έπαιρνα συχνά την κιθάρα μου και τραγουδούσα τους Σαλεμένους εραστές. Τελικά φταίνε τα τραγούδια;

Απολύτως! Βέβαια το ρήμα φταίνε, ας το βάλουμε σε εισαγωγικά. Έχει απλώς την έννοια, ότι μας καθορίζουν. Όπως άλλωστε και οι στιγμές που ακούγοντάς τα, αισθανόμαστε μια ταύτιση με το νόημά τους. Σα να γράφτηκαν για εμάς. Γι’ αυτό και κυρίαρχα στοιχεία αυτού του τραγουδιού είναι η λέξη στιγμούλα και η λέξη στιχάκια… (σαλεμένων εραστών).

Πάμε και σ’ ένα άλλο τραγούδι σας με εξαιρετικό ενδιαφέρον: Σύμβαση αορίστου χρόνου. Τι μήνυμα θέλετε ακριβώς να περάσετε; Πιστεύετε ότι αυτό το τραγούδι θα είναι πάντα επίκαιρο και διαχρονικό;

Δεν ξεκινάω ποτέ με πρόθεση να περάσω μηνύματα μέσα από τους στίχους των τραγουδιών μου. Περιγράφω μόνον αυτό που αισθάνομαι τη στιγμή που το γράφω, ως αποτέλεσμα σκέψεων που έχουν ήδη κατασταλάξει. Νομίζω πως συμφωνούμε για τις κοινωνικές συμβάσεις που κατά κάποιον τρόπο υπογράφουμε όλοι μας λίγο πριν την κοινωνικοποίησή μας. Αυτή είναι η σύμβαση λοιπόν, που ορίζει το πλαίσιο όλων των επιμέρους συμβάσεων και συμβιβασμών που τηρούμε σχεδόν απαρέγκλιτα στη ζωή μας.

Το 2002 κυκλοφορήσατε τον δίσκο Γέφυρες μαζί με τον ιδιαίτερο ποιητή και στιχουργό Κώστα Τριπολίτη. Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία και τι επιθυμούσε να εκφράσει τη δεδομένη χρονική στιγμή;

Με τον Κώστα γνωριζόμαστε από το 1986, όταν το τραγούδι του «Το τρίτο μάτι», έδωσε και τον τίτλο στον δίσκο μου. Παρέα, αρχίσαμε να κάνουμε στα μέσα του ενενήντα και ποτέ δεν έπαυα να τον πιέζω για μια ολοκληρωμένη δουλειά. Ενώ γράφει εύκολα, δηλαδή με μια εκπληκτική ευχέρεια, εν τούτοις αποφασίζει να γράψει πολύ δύσκολα. Αισθάνεται πως όταν έρθει η ώρα κάτι να πει, το λέει. Τον υπόλοιπο χρόνο, μάλλον «μαζεύει εικόνες» που γράφει και στο τραγούδι μας. Νομίζω ότι στο τραγούδι «Πρόεδρε», από τον δίσκο «Γέφυρες» περιγράφει όλα όσα ζούμε, που τότε φαινόντουσαν μόνον με το κιάλι.

Το τελευταίο διάστημα η ελληνική μουσική έχασε δύο βασικούς πυλώνες της, τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Μίκη Θεοδωράκη. Στο παρελθόν, έχετε ερμηνεύσει με τον δικό σας χαρακτηριστικό τρόπο το Ανεμολόγιο του Θάνου και το Την πόρτα ανοίγω το βράδυ του Μίκη. Μιλήστε μας λίγο για το τι άνθρωποι ήταν…

Μας συνέδεαν πολλά παραπάνω από αυτά τα δύο τραγούδια. Μπορώ να πω πως με τον Θάνο, ήμασταν και φίλοι. Μοιράστηκα μυστικά μαζί του και σας βεβαιώ ότι εκτός από ορμητικός ομιλητής, υπήρξε και άριστος ακροατής. Ήταν γενναιόδωρος ο Θάνος και δε δίσταζε να πει τον καλό λόγο για ότι κάλυπτε την αισθητική του και τη ματιά του για τη μουσική και τον πολιτισμό γενικότερα.
Ο Μίκης ήταν ο καλός δάσκαλος, που όλοι έχουμε τουλάχιστον μία αναφορά από τα παιδικά μας χρόνια. Επίσης, γενναιόδωρος και ενθαρρυντικός. Δε θα ξεχάσω ποτέ, τον τρόπο που μου ανέθεσε – σχεδόν «διέταξε» θα έλεγα – να μελοποιήσω και εγώ άκουσον-άκουσον μετά από αυτόν, το έργο του «Ο ήλιος και ο χρόνος» στις αρχές του 2000. Ακόμα τρέμουν τα πόδια μου.
Και δε θα ξεχάσω τις Κυριακές τα μεσημέρια που τρώγαμε στο σπίτι της Μαργαρίτας, που με προέτρεπε διαρκώς να βάλω και να ξαναβάλω στο μαγνητόφωνο τις δικές μου εκδοχές στο έργο του. Η επιβράβευση ήρθε κάποιους μήνες μετά, όταν παρουσιάστηκαν αυτές οι δύο εκδοχές στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η λέξη ευχαριστώ είναι λίγη για τον δάσκαλό μου.

Έχετε γράψει το μακρινό 1987, για τις ανάγκες μιας τηλεοπτικής σειράς, ένα καταπληκτικό τραγούδι που ο περισσότερος κόσμος ίσως και να μην γνωρίζει ότι είναι δικό σας. Είναι Ο μπαλαμός ή αλλιώς Το τραγούδι των γύφτων. Έχω δει να το παίζουν σε σκυλάδικα και να χορεύουν πετώντας λουλούδια στην πίστα αλλά και να το τραγουδάνε σε μαγαζιά υψηλότατης αισθητικής. Για μένα αυτό είναι μεγάλη επιτυχία γιατί καταφέρνει να αγκαλιάσει όλους τους ακροατές. Εσείς τι λέτε;

Είναι όντως μια απρόσμενα μεγάλη επιτυχία, λόγω ίσως, της ιδιαιτερότητάς του. Όντως, ακούστηκε και ακούγεται από το Μέγαρο μέχρι τα μαγαζιά της Π. Ράλλη και από τις μουσικές σκηνές μέχρι τα λαμπερά μαγαζιά της νύχτας. Ακόμα και σήμερα, δε μπορώ να το εξηγήσω. Ίσως μπήκε σφήνα στα μουσικά πράγματα της εποχής που κυκλοφόρησε, κάνοντάς το να ξεχωρίσει. Ήταν και η πρώτη φορά που τραγούδι δίγλωσσο έκανε την εμφάνισή του, με μια απίστευτα αυθεντική και αισθαντική φωνή του αγαπημένου και αξέχαστου επίσης φίλου και συντοπίτη μου, Γιώργου Κατσάρη.

Τώρα, αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να σας κάνω μερικές ερωτήσεις σχετικά με την ΕΡΤ. Περίπου τρία χρόνια ήσασταν πρόεδρος και έπρεπε να διαχειριστείτε μια αρκετά δύσκολη κατάσταση. Ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που προσπαθήσατε να αλλάξετε και γιατί; Τι κρατήσατε απ’ όλη αυτή την εμπειρία και γιατί παραιτηθήκατε;

Έχω απαντήσει πολλές φορές γύρω από αυτό το θέμα. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά την παραίτησή μου, θα έλεγα πως παραιτήθηκα ακριβώς, για το ότι δεν κατάφερα να κάνω τις αλλαγές που είχα ονειρευτεί. Η εξουσία έχει άλλες προτεραιότητες και ένας καλλιτέχνης εγγράμματος κατά τεκμήριο, που μπορεί να έχει ένα όραμα, κάποιες άλλες. Δε συναντηθήκαμε πέραν ελαχίστων περιπτώσεων (με την εποπτεύουσα αρχή) πουθενά. Και ευτυχώς έφυγα νωρίς, πριν προλάβει η νέαΕΡΤ, να παλιώσει επικίνδυνα και να διολισθήσει στον συνηθισμένο ρόλο του λιβανιστηριού της εκάστοτε κυβέρνησης. Έπειτα πάλι, ανέκαθεν δε μου άρεσε να είμαι το άλλοθι κανενός.

Ζούμε μια καθημερινότητα που αν κάποιος την έγραφε σε βιβλίο πριν από τριάντα χρόνια, θα του λέγαμε σίγουρα ότι το μυθιστόρημα του ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Αναφέρομαι στην πανδημία, στην καραντίνα και στα εμβόλια. Ποια είναι η γνώμη σας;

Όντως ζούμε κάτι πρωτόγνωρο, ανάλογο με κινηματογραφικό θρίλερ με ίδιο ή παρόμοιο περιεχόμενο. Δεν είμαι ειδικός για να έχω άποψη, απλώς πίστεψα την πλειοψηφία της ιατρικής κοινότητας και εμβολιάστηκα κανονικά. Ως παρατηρητής όλης αυτής της κατάστασης, βλέπω από τη μια μεριά να διαμορφώνεται ένα κλίμα ελέγχου της ζωής μας σε ανησυχητικό βαθμό και από την άλλη, μια εθελούσια παραχώρηση εκ μέρους μεγάλης μερίδας του παγκόσμιου πληθυσμού, δικαιωμάτων, έναντι μιας νεφελώδους (το λιγότερο) ασφάλειας. Η κυρίαρχη τάξη, πάντα βρίσκει τρόπους να χρησιμοποιήσει τις αντικειμενικές δυσκολίες και τα φαινομενικά αδιέξοδα, υπέρ της και υπέρ του ελέγχου κάθε μορφής αντίστασης από τη μεριά των πολιτών. Δείτε πόσο εκμεταλλεύεται το σε μεγάλο βαθμό φτιαχτό δίπολο εμβολιαστών – αντιιεμβολιαστών, κρύβοντας έτσι τη δική της ευθύνη.

Κλείνοντας, θα επιθυμούσατε να μας πείτε ένα ακόμα εύθυμο περιστατικό, σαν αυτό που ανέφερα στον πρόλογο, με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα;

Είναι αμέτρητα. Επιτρέψτε μου όμως να τα κρατήσω για τον εαυτό μου και τους λίγους φίλους και συγγενείς που είχαμε την τύχη να τα μοιραστούμε. Τώρα που συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τη μεγάλη απώλεια, μόνο ως κακόγουστο αστείο της ζωής θα μπορούσα να το εκλάβω.