Μετάνοια
Σε κάμπο με δέντρα χαμηλά
γεμάτα καρπούς όλα τα χρώματα
μετράω γραμμές, χρυσές λεωφόρους
να μπορέσω να τις ανταλλάξω με ομίχλη
Διψώ τη σκιά του αιώνιου φοίνικα
ήπιε κορμός τον κορεσμό της νύχτας
γεύομαι φως τα ανθισμένα κυκλάμινα
στις άκρες του ήλιου σώμα που αιωρείται
τυφλώνει σε δόσεις την πέτρα
συνομωσία, σκληρό περίβλημα
λιώνει ανήμπορη στο έλεος του ήχου
τον τελευταίο πειρασμό
Άθλιος θνητός με τις άκρες των δακτύλων
αγγίζω τη μετάνοια
κι η άνοιξη στο βάθος
να γνέφει στις νύμφες να γυρίσουν πίσω
χρόνια που χάθηκαν
ξηλώνουν μία-μία τις ώρες τους
Στην κατάψυξη σε παραλήρημα
με τη λάμψη των βράχων στις παλάμες μου
φλεγόμενα λάβαρα, ατέλειες που έσβησαν τα ηλιοβασιλέματα
γράφω το όνομα μου στον αέρα
επιπλέω σε καθαρό νερό διάφανος
με αντίδοτο
ξεπλένω το στόμα μου
κι ανυψώνομαι
ως το τέλος του χρόνου
Αστείο αιώνιο
Όταν βρίσκεστε πρόσωπο με πρόσωπο,
πρέπει να μιλήσεις μέσα από τη μάσκα.
Τι θα του πεις λοιπόν;
Με τη μνήμη σου μηχανή που αλέθει
την αιώνια στιγμή που δε σβήνει.
Πως τον φαντάζεσαι;
Αόρατο, πεπερασμένο.
Κάτασπρο, λερωμένο εδώ κι εκεί.
Χωρίς χέρια, αρπακτικό.
Μυρίζει, σηκωμένος στα δύο πόδια.
Μάζα αέρας, στεφάνι αίσθημα σιωπής.
Σιωπή.
Τι φέρνει;
Μήλο σε δίσκο,
και μία πόρτα κλειστή για χρόνια.
Μηχανή του κιμά
Εσύ ορίζεις
παύση πρώτα κι ύστερα έναρξη
βάζεις μέσα τις μέρες που σε πλήγωσαν
καλύτερες να βγουν
ίσως μπορέσεις να τις χωνέψεις
με τα γέλια και τα κλάματα
σε σχηματισμό
σου φωνάζω να με κερδίσεις
άφησε με να πλησιάσω
να ρίξω εγώ
το τελευταίο αντίο
Οι ήρωες μου
(ποιητές όλοι, όλοι τους)
Λίγοι, όλοι εμείς
μπροστά μας
λαξευμένα ποιήματα οι λέξεις
τα νοήματα κρύβονται
με τακτ κι αποστροφή
φωνές αιώνιες
σας ακούμε με λαχτάρα
αφήστε μας
να δούμε ποιοι είσαστε
το ανθρώπινο του θείου
το θείο του ανθρώπου
μπλέκουν τα δάκτυλα τους
φτάνουν στα όρια τους
άγχος και βάρος
την ιστορία στην πλάτη
έρωτες οι ζωές που στιγμάτισαν
τις ζωές σας
χόρεψαν μέχρι τέλους
τις ώρες και τους πόνους
τα χάδια τα φιλιά
οι αγκαλιές τα δένουν όλα
με χάρη κι άγνοια
για το μετά και για το τίποτα
σας ακούμε και σας βλέπουμε
στη θάλασσα, ίδια σας γέννησε
κάτω από τον ίδιο ήλιο
μικρά δρομάκια αντικρυστά
στο κέντρο του κόσμου όλου
ολόκληρο ένα παρτέρι ολάνθιστο
με όλους τους καιρούς
και όλη την άνοιξη
σας μυρίζουμε κάτω από συλλαβές
προκαλούν με νόημα
τις νύχτες που φανερώνονται
ακόμα πιο όμορφες
μας νανουρίζουν
σιγανά, σιγανά και σίγουρα
για να γεννηθούμε πάλι
λίγο πιο μετά
πειραγμένο υλικό
αλλά το φως είναι ίδιο
Κλικ
τραπουλόχαρτα
στο άσπρο σεντόνι
το φως ανοικτό
ανακατεύω τις ώρες
αλκοόλ, ζαλισμένη επιμονή
χτίζω φράσεις
με μάτια κλειστά
μικρά καρφάκια, για σιγουριά
στις άκρες του κόσμου
σκάβω, με βλέπω
ξυπόλητος
με μαύρα νύχια
κολυμπάω νωθρά
σε μια λεκάνη γεμάτη
ματαιοδοξία και λήθη
το ένα μετά το άλλο
καταπίνω τα λαίμαργα ψέματα
για να μπορέσω επιτέλους
απλά να κοιτάξω προς το φως
και να το σβήσω