Scroll Top

Γιώργος Παπαδημητρακόπουλος | Ποιήματα

Ηδονής Ομολογία

Ι

Εἷναι κάτι βράδια
που τ’ ἀστέρια μέ καλοῦν.
Ἡ θάλασσα ψιθυρίζει, ἀκόμα καὶ τὰ βότσαλα καὶ οἱ θάμνοι.
Ὅμορφες νύχτες, γαλήνιες.
Μοναχικές, ἔρχονται σὰ νὰ μή συμβαίνει τίποτα.

ΙΙ

Φαντάσου τὸν ἔρωτα σάν μια λίμνη ἀπέραντη,
χωρίς βυθό,
ἕτοιμη νὰ σέ ὑποδεχτεί στὰ καταπράσινα νερά τῆς,
νὰ σέ βυθίσει
– ἀπροειδοποίητα – σ’ αὑτήν κί ἐσύ
ἀνίκανος νὰ ἀντισταθείς
παραδίνεσαι
στὴ γαλήνη τῆς.

Αἰσθάνεσαι πως τὸ κορμί σοῦ τὸ διαπερνά ἡ λίμνη,
εἰσέρχεται μέσα σοῦ
καὶ σοῦ δίνει θεϊκή ἀρχαία δύναμη ἐπιρροῆς
στὸ ἄλλο σοῦ μισό.

Κοίτα τὸν βαθιά στὰ μάτια – ἀνέκφραστα –
καὶ παράσυρε τὸν βαθιά στὰ νερά τῆς λίμνης.

Αἴσθηση μοναδική
θα σάς κυριεύσει καὶ τοὺς δύο.
Ἐνέργεια ἀτέρμονη θα σάς διαπεράσει.
Ἀχώριστοι
θα βγεῖτε ἀπό τὰ ἀρχέγονα νερά τῆς.
Παντοτινά.

ΙΙΙ

Καφέ πολυθρόνα. Κόκκινο μαξιλάρι.
Τζάκι μισοαναμμένο.
Μεγάλο δωμάτιο.
Ἄνδρας ἠλικιωμένος, ὄρθιος
με γλυκιά ἐμφάνιση. Διαβάζει.
Πρέπει νὰ ἔχει πρόβλημα ἡ ὅραση του
βάζει καὶ βγάζει τὰ γυαλιά του.
Σάν νὰ μή δέχεται τὸ πρόβλημα.
Σηκώνεται ἐκνευρισμένα γία λίγα μόνο λεπτά.
Κάθεται καὶ πάλι στὴν καφέ πολυθρόνα
με τὸ κόκκινο μαξιλάρι στὸ μεγάλο δωμάτιο.
Τὸ τζάκι ἔσβησε.
Ἡ ἀτμόσφαιρα παγώνει.
Τὰ χνώτα του κατακλύζουν τὸ χῶρο.
Ἡ ὤρα περνᾷ καὶ ὁ ἡλικιωμένος ἄνδρας
παραμένει στὴν καφέ πολυθρόνα
με τὸ κόκκινο μαξιλάρι στὸ μεγάλο δωμάτιο.
Τὸ τζάκι – ἁπλά – καπνίζει τ’ ἀπομεινάρια
ἀπό τὰ κούτσουρα.
Ἡ ὥρα περνᾷ.
Ὁ ἄνδρας φαντάζει νεκρός
στὴν καφέ πολυθρόνα με τὸ κόκκινο μαξιλάρι.
Ἡ τελευταία του πνοή ἔφυγε
πρίν ἀπό λίγα δευτερόλεπτα.
Πρόλαβε.
Ξεπέρασε τοὺς φόβους του.
Δήλωσε ἐρωτευμένος.
Ἧταν ὅμως ἀργά.
Ὀχι γιά ἐκεῖνον.
Γιά ὅλους τοὺς ἄλλους.

IV

Σ’ ἀγαπῶ.
Λες κί εἷσαι νέκταρ ἀπάτητου πευκοδάσους
σπόρος βανίλιας τρυφερῆς κί ἀγέννητης.
Σ’ ἀγαπῶ
ὅπως οἱ κόκκοι τῆς γύρης ἀγαποῦν τὰ χνούδια
τῶν ποδιῶν τῆς μέλισσας.
Σ’ ἀγαπῶ.
Φαντάζεις νυχτολούλουδο σφραγισμένο
δέν ἀνοίγεις τὸ μεθυστικό σοῦ ἄρωμα
νὰ μου φανερώσεις.
Σ’ ἀγαπῶ.
Σ’ ἀγαπῶ χωρίς γιατί καὶ πῶς.
Σ’ ἀγαπῶ χωρίς νὰ μπορῶ νὰ ἐξηγήσω τὸ πόσο.
Δέν εἷναι ἐσύ, οὔτε ἐγώ.
Εἵμαστε ἐμεῖς.
Σ’ ἀγαπῶ.

V

Μια μικρή πεταλούδα κάθεται ὑπομονετικά στὸ φύλλο μιᾶς μαργαρίτας,
σιγοτραγουδα τὰ ὄνειρα τῆς.
Μια μικρή σπουργιτίνα κρύβεται στοὺς θάμνους
τρέμει φοβούμενη τὴ μοναξιά.
Μια μικρή πασχαλίτσα προσπαθεῖ νὰ πετάξει μακρυά ἀπό τὴν ἐρημιά.
Ὁ ἄνεμος φέρνει πούπουλα αἰχμηρά στὸ χῶμα.
Σκέψεις που γίνονται κατακόκκινα καζάνια για τοὺς ἐρωτευμένους.
Ποιός θα τολμήσει;

Βιογραφικό Γιώργος Παπαδημητρακόπουλος