Scroll Top

Δημήτρης Ελευθεράκης

 Σεργκέι Γεσένιν 

Προτού κτυπήσει του όρθρου η καμπάνα
να `ρθείς να με ξυπνήσεις αύριο, μάνα.
Αφήνοντας τη θαλπωρή του κόσμου
έξω θα βγω, και θα `ναι ο αδελφός μου.

Στον ύπνο μου τον είδα στο παλτό του
είχε κρυμμένο τ’ άγιο πρόσωπό του.
Όρθιος, περιμένοντας στο χιόνι,
του Οκτώβρη κάτω τίναζε τη σκόνη.

Θα βγω κι αυτός μαζί του θα με πάρει
να βρούμε το λειψό, αρχαίο φεγγάρι.
Σκυφτοί θα περπατήσουμε στον δρόμο
πηγαίνοντας αργά, ώμο τον ώμο.

Μάνα, αύριο νωρίς να με ξυπνήσεις
προτού τη λάμπα του σπιτιού μας σβήσεις.
Κι αν μάθεις πως ποιητής ήταν ο γιος σου
σβήσε το φως, και κάνε τον σταυρό σου.

*

Με Παλαμά και Λαπαθιώτη

Με Παλαμά και Λαπαθιώτη
το ένα βράδυ πίσω απ’ τ’ άλλο
ας έφτανε η νύχτα πρώτη
κι ας σιωπούσε – τίποτ’ άλλο.

Απ’ τα μεσάνυχτα απόψε
φιλώ τα μάτια της καλής μου
π’ αποκοιμιέται – κι έχει όψη
γλυκιά στον πόνο της ψυχής μου.

Ένα σημείο που βυθίζει
εκεί που τότε μεσουράνει!
Κάποιο βαπόρι θα σφυρίζει,
κάποιο θα δένει στο λιμάνι.

Κάτι σαν ποίημα, μεγάλο,
κάτι σαν κόσμος – τίποτ’ άλλο.

*Οσίπ Μαντελστάμ

Πόση η θλίψη βλέποντας τη μοναξιά των πόλεων και πού το τέλος της διαδρομής τους!
Ονειρεύομαι την αιωνιότητα μέσα στη σιωπή ενός δάσους.
Εάν ο θάνατος ενός ποιητή είναι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα των επιτευγμάτων του,
τότε το τέλος του ποιήματος είναι η αρχή της εξορίας, Οβίδιε.
Ξέρω πως θα συναντηθούμε στον Παράδεισο
αλλά στην Ιστορία πέφτει αδιάκοπα μία ψιλή βροχή που διαλύει την αιωνιότητα.

*

Αλεξάντρ Μπλοκ

Ω χιονισμένες πόλεις τον Απρίλη Πετρούπολη, Αικατερίνμπουργκ,
Στάλινγκραντ.
Ο ουρανός μαυρίζει και το χιόνι στροβιλίζεται σαν σκόνη στον αέρα.
Ανάβει μαύρη φλόγα στο κερί του πένθους.
Στον δρόμο σκοτωμένοι πολίτες σηκώνονται, μπαίνουν απ’ τα
παράθυρα και συλλαβίζουν
την αιωνιότητα. Το πρόσωπό τους κολλά στο πρόσωπό μας.
Πού είναι η άγρια σιωπή της στέπας, η θλίψη του βουνού;
Πού ο ήλιος που σαν βέλος μας τρυπά το στήθος κι είναι θάνατος;
Πού είναι εκείνος που στο δείπνο του μοίρασε το ψωμί, την αμαρτία,
την άφεση;
Στις πόλεις τον Απρίλη, μέσα σε εμβατήρια και πυροβολισμούς,
καταλαβαίνουμε τι αξία έχουν τα ποιήματα.
Αφήνουμε τα τελευταία μας άνθη επάνω στους τάφους των δοξασμένων ποιητών,
θυμόμαστε τα λόγια τους και την παρήγορη απελπισία της φωνής τους.
Στρέφουμε το κεφάλι προς το πιο φωτεινό σύννεφο
για να μας ζεστάνει το πρόσωπο.

*

Άννα Αχμάτοβα

Κάποτε έβγαινα στο σύμπαν με λευκά φτερά.
Στα σπλάχνα μου σκιρτούσε ένα έμβρυο.
Πέφταν στο δέρμα μου οι κτύποι της καρδιάς του
σαν χιονισμένα άστρα.

Άλλαξαν όλα. Τα σοβιέτ κατέρρευσαν το Λένινγκραντ
μετονομάστηκε σε Αγία Πετρούπολη η φυλακή
έγινε μουσείο Ιστορίας και στο μετρό
φωτογραφίες εξαφανισμένων παιδιών.

*

Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ

“Υπάρχει η βουβή φωνή, που μιλά σε όλους μας την ίδια ιδιόλεκτο
όμως, σε διαφορετική για τον καθένα γλώσσα”.
Έγραψε στο ταλαιπωρημένο τετράδιο του `39, στη Μόσχα.
Άκουσε από τον δρόμο ένα ακορντεόν κι ένα τραγουδάκι σε παλιά
διάλεκτο.
Kαι θυμήθηκε τις ανοιξιάτικες πλημμύρες του Δνείπερου,
τότε που το νερό σκέπαζε τα νησιά της όχθης κι έσμιγε τον ορίζοντα.
Τα μαθήματα βοτανολογίας στο Γυμνάσιο τις ιδιότητες του μίσχου
και του ύπερου.
Αλλά και την αποστήθιση της Ιστορίας σε βιβλία χριστιανίζοντα.
Και τότε, κατάλαβε πως δεν πιστεύει στην ανάσταση.
Ούτως ή άλλως, ο κόσμος είναι το αντίθετο του Παραδείσου.
Γνώριζε, βέβαια, ότι τα φώτα που συνοδεύουν την ανθρώπινη παράσταση
δεν είναι παρά σκιές που παιχνιδίζουνε πάνω απ’ τα μήκη της αβύσσου.
Αλλά γιατί ακούγεται εδώ ένα θρόισμα σαν από δέντρο,
ενώ κορμός, κλαδιά και φύλλα δεν υπάρχουν; Την απουσία του ποιος
θα δικάσει;
Και τότε, στήθηκε εμπρός του μία βυζαντινή βασιλική με κέντρο
τον ουρανό. Και διάκοσμο την πλάση.

*

Ιωσήφ Μπρόντσκι Ένας ποιητής πεθαίνει
– μακριά απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης –
στις ΗΠΑ.
Ο θάνατος είναι γεμάτος μεταφορές:
Φύλλο που πέφτει το φθινόπωρο στη λίμνη
video-clip χωρίς ήχο
δυο άνθρωποι που ξεχάστηκαν νύχτα σ’ ένα καφενείο μιλώντας
για τη μεταφυσική.
Σβήσε το φως ένα κερί αρκεί
για να φωτίσει τη στολή της ψυχής –
μεθαύριο θα μας δεξιωθεί
ο Ιησούς της Ιστορίας.

*

Μπορίς Παστερνάκ 


IΤο βλέμμα του Θεού πέφτει στην πόλη
νιφάδα όπως χιονιού πάνω από μνήμα.
Αλλάξαν οι κομπάρσοι και οι ρόλοι
μα εσύ πρέπει να παίξεις το ίδιο θύμα.

Με σιωπή, σου λένε, να μιλήσεις
κι όταν σ’ αγγίζει η σιωπή, με λέξεις.
Όμως, θα φέρνουν χίλιες αντιρρήσεις
μόλις τους πεις πως δε θ’ αντέξεις.

Εκείνος που σκορπούσε το σινάπι
και την παραβολή, που είπε, του σίτου,
σ’ έμαθε ν’ απαντάς με την αγάπη

σ’ αυτούς: “Beati pauperes spiritu”.
Μα ένοχος θα είσαι, όταν σου λένε:
“Πέτρο, ήσουν κι εσύ μαζί του”.

ΙΙ

Χιονίζει ο πατέρας νομοθέτης
σαν να προσφέρει, στο ποτήρι, ναμα.
Τώρα, πρέπει να γίνω σκηνοθέτης
και πρωταγωνιστής στο ίδιο δράμα.

Χωρίς φωνή θα πρέπει ν’ απαγγέλλω
και να σιωπώ με τη φωνή μου.
Ετούτο το ποτήρι δεν το θέλω
ούτε τον ρόλο του θλιμμένου μίμου.

Όμως, δεν κατεβαίνει η κωμωδία,
κι είναι για μένα αυτό το θέατρο:
αυλαία θα κατεβάσει η Ιστορία.

Πώς να κρατήσω το δικό μου μέτρο
με τους εχθρούς ψηλά στα θεωρεία;
“Et tu de illis es”, dixerunt Petro.

*

Μαρίνα Τσβεγάτεβα

Ζούμε μαζί τη νύχτα κι αναπνέουμε, Μαρίνα
σ’ ένα διαμέρισμα συγκατοικούμε στη Θεσσαλονίκη
επ’ ενοικίω.

Τη μέρα βγαίνεις και γυρνάς τ’ απόβραδο
με τσακισμένο βλέμμα, προκηρύξεις και συνθήματα:
“Ο καπιταλισμός κι η παγκοσμιοποίηση”
“There’s no happy story in Russia”
“Αλληλεγγύη στον αναρχικό Γρηγόρη Θωμόπουλο”.
Μου λες πως σκόρπισε η διαδήλωση με δακρυγόνα,
ρωτάς πού ήμουν και γελάς που ονειρεύομαι ακόμα
ένα αντάρτικο πόλεων.
Ύστερα κοιμόμαστε ανεπίληπτα
πλαγιάζοντας ο ένας μέσα στον ύπνο του άλλου,
ενώ το φεγγαρόφωτο μπαίνει από το παράθυρο
σαν να χιονίζει επάνω στα μαλλιά σου.

Τι ονειρεύεσαι, Μαρίνα, άγγελε της στέπας
άυπνη Σίβυλλα, τραγούδι του βοσκού.
Η Ιστορία μας έφερε μαζί
σε μία πόλη όπου ο άνεμος σκορπά τόσο παρήγορα
τη θλίψη.

Εχθές είδες στον ύπνο σου πως αυτοκτόνησες.
“Ήθελα να μάθω αν θα με θυμηθεί ο Θεός “, είπες. “Με
συγχώρεσε”.

* Ο Δημήτρης Ελευθεράκης σπούδασε ελληνική και ξένη φιλολογία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και το Εδιμβούργο. Ποιήματά του πρωτοδημοσιεύθηκαν το 1998 στο περιοδικό «Νέα Εστία». Επιμελήθηκε τις εκδόσεις των ποιημάτων του Κ. Γ. Καρυωτάκη (2010) και του Κ. Π. Καβάφη (2011) και δημοσίευσε, μαζί με τους ποιητές Δημήτρη Αγγελή και Σταμάτη Πολενάκη, το βιβλίο «Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι: μία συζήτηση για την ποίηση» (2010). Η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο «Άσπρα μήλα» θα κυκλοφορήσει στις αρχές του νέου έτους από τις Εκδόσεις Πατάκη. Είχε δημοσιεύσει πέντε ποιητικές συλλογές. Για τα «Εγκώμια» (Πατάκης 2013) βραβεύθηκε από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης». Ο Δημήτρης Ελευθεράκης έφυγε από την ζωή στις 11 Νοεμβρίου 2020, σε ηλικία 42 χρόνων.

Artwork: Εleftheria Thanoglou