Scroll Top

Ποιήματα του Πατέρα – Της Αγγελικής Πεχλιβάνη

 Και τότε φυσάει Πατέρας
Αέρας Πεχλιβάνης.

 

 

Προσήμανση

 

Για δέκα μέρες οι λάμπες του σπιτιού καιγόντουσαν η μια μετά την άλλη.

Κι οι γάτες δεν θέλανε τα χάδια μας.

Ύστερα ο πατέρας πέθανε.

Του Αγίου Αλεξάνδρου ανήμερα.

 

Αύγουστος σκοτεινός

 

“Από κοντά μύριζε χώμα.

Χώμα και βορινό παράθυρο”, είπε η Κωνσταντίνα. 

 

Μου το’ παν κι άλλοι. Ήταν πολλοί.

Δεν είχα λόγο να μην τους πιστέψω.

(Ξέρετε οι άνθρωποι της γης έχουν τους

βλεννογόνους σε ετοιμότητα, μυρίζουν

από χειμώνες μακριά τον σκότιο,

ανάστερο Αύγουστο).

 

Χώμα.

Άλλωστε και από παλιά μύριζες έτσι.

Βρεγμένο χώμα αμυγδαλιάς,

χώμα καμένο της φωτιάς

και του καπνού.

Ήσουν από την αρχή σου,

(ab ovo και τριαλαλό)

μια θλιβερή προσήμανση

του χώματος του τελικού.

 

Όσο για το παραθυράκι

που βλέπει κατά το βορά,

απλώς είναι το γέλιο

το ξεκαρδιστικό

του δυτικού ορίζοντα

που ειρωνικά σου γνέφει.

 

Το τέλος του καλοκαιριού

 

Το καλοκαίρι αυτό εκπέμπεις από μακριά,

από σταθμό πλημμυρισμένο απ’ τον ποταμό,

άλαλος ή με φωνή παράσιτα γεμάτη.

Ιδρώνεις και είσαι στο καπνοχώραφο,

Αύγουστος του ’52, με ψάθινο καπέλο.

Είσαι φωτογραφία, ίσως και χρόνος ζωντανός.

(Πάντα με μπέρδευε το ζωντανό και το νεκρό σε σένα).

Μασάς φύλλα καπνού κι είσαι πικρός,

τόσο πικρός, που αναθυμιάζεις πίκρα.

Γίνεσαι σκοτεινή σκιά, μα ίσκιο -ίσκιο δεν έχεις.

Άσαρκη λύπη –λίπασμα για ό,τι δεν καρποφόρησε.

Τα μάτια σου είναι μπλε. Σαν κυματάκια θάλασσας,

σαν φλέβες ξημερώματος –αργότερα θα ασπρίσουν,

θα γίνουν τούφες βαμβακιού (ναι, πρώτα γεράσανε

τα μάτια σου κι ύστερα εσύ).

Χρόνια ολόκληρα δεν είπες το όνομα μου.

Το ίδιο έκανα κι εγώ. Βλέπεις, δεν με εξοικείωσες

σε dolce προσφωνήσεις.

Και τώρα, με καλείς. Μπορεί και να μου φαίνεται.

Μάλλον πνίγεσαι στα ξέφτια του καλοκαιριού.

 

Γιατί το τέλος του καλοκαιριού αυτού

Θα’ ναι το τελευταίο.

 

Ποίημα πάνω σε ένα ξένο στίχο

 

Είμαι  ένα  θέλω  ανοικτό  συρριστικής  βροχής.  Στέκομαι  στο  μπροστινό παράθυρο  του

φθινοπώρου και υπαγορεύω στον καιρό τις διαθέσεις μου. Η βροχή θα ξεπλύνει τα φύλλα,

θα ξεπλύνει τα μάρμαρα, θα δροσίσει τα χέρια μου που σε κρατάνε ακόμα. Θα ποτίσει  τα 

δέντρα που κουράστηκαν να μεγαλώνουν –ίσως τους υποδείξει κι ένα καινούργιο  τρόπο

να θυμούνται.  Η βροχή  θα νοτίσει  το  πατρικό  μου χώμα.  Να  γίνει  υγρό.  Να γίνει   ο 

πατέρας ποταμός και γη αρόσιμη. Να γίνει Αμαζόνιος ο πατέρας, να πλημμυρίσει Άνδεις

και    ωκεανούς,  να  ξεχυθεί   στα  κοιμητήρια.   Να  σβήσει  τις  πράσινες  φλόγες   των 

κυπαρισσιών. Να κατευνάσει τους νεκρούς. Να λειώσει μου τη λύπη.

 

Η εποχή του φθινοπώρου

 

Τώρα θα σας μιλήσω για την εποχή του φθινοπώρου. Θα σας μιλήσω καθαρά και ξάστερα 

κι  ας  μου  την  έχει στημένη. Το φθινόπωρο.  Χα. Η εποχή του τρύγου και της βροχής της

πρώτης.  Των  χρυσανθέμων  και  των  σκιών  στο  ρολόι του τοίχου. (Ω σοφό φθινόπωρο,

μετάβαση  στη  μεγάλη  νύχτα).  Ταρατατά.  Το  φως  του  μ’ αφήνει  αδιάφορη, κι ας έχουν 

τόσοι  και  τόσοι μιλήσει για δαύτο.  Το  φως  του  το πλάγιο, το  φως το συμπονετικό. Που 

κλαίει  κλαψ κλαψ  στο  υπογάστριο  των  ποιητών του άστεως. Που  γίνεται ριπή βουουου

ανέμου  νότιου  και  παρασύρεται  στη  θάλασσα του Νόλντε, τη φθινοπωρινή.  Την κίτρινη

σαν το πεσμένο ερειπωμένο φύλλο. Τζουμ.

Για  το  φθινόπωρο. Που  είναι  κοφτερό  σαν χαρτί σαμουά 100 γραμμαρίων. Ταρατατζούμ.

Εκεί  που  γράφω  με κόκκινη  μελάνη.  Γιατί  είμαι  το κόκκινο  πανί του φθινοπώρου, είμαι 

ο torero που το προκαλεί. Ταρατατζούμ και νικητήριες ιαχές και όλε.

Γιατί δεν το φοβάμαι πια.

Δεν έχω τίποτα να χάσω.

 

Επίλογος

Τη μέρα που θα εξαφανιστώ, θα σέρνω τις ξεχειλωμένες μνήμες

της μάνας μου και του πατέρα,

σαν δυο έλκηθρα στο παιδικό μου χιόνι.

Και ύστερα θα μείνω άλειωτος χιονάθρωπος

μες το ζεστό φθινόπωρο.

 

 

Πίνακας: “Με τον πατέρα”, Νίκος Εγγονόπουλος