Scroll Top

Κωτόπουλος Η. Τριαντάφυλλος – Η σιδερένια εξώπορτα

 Η σιδερένια εξώπορτα

Βγαίνω πάντοτε με δισταγμό από την πρώτη πόρτα

Κατεβαίνω τα σκαλιά, δεν κοιτάζω στην διπλανή αυλή τους γείτονες, συνήθως βαριέμαι τα τυπικά

Καλημερίζω την ελιά, περνάω δίπλα από τις τριανταφυλλιές,

φτάνω στη βερικοκιά

Μάταια νευριάζει η Σοφία πως είναι η μουριά της πια εδώ. Εδώ υπήρχε μία υπέροχη και
βαρυφορτωμένη βερικοκιά. Και θα είναι για πάντα

Ανοίγω την παλιά σιδερένια εξώπορτα και νιώθω ένα σφίξιμο.

Μέσα αλλάξανε άνθρωποι, συναισθήματα, καριέρες

Έξω δεν γνωρίζω κανένα πια

Επιδιώκω την απουσία μου

Είναι άλλα στενά που με δροσίζουν, μικρότεροι δρόμοι κι ανταμωτοί, γεμάτοι μουσικές και
λικέρ ή έτσι απόσταξαν με την πίεση του μολυβιού

Έχει χρόνια που έπρεπε να αποχαιρετήσω μιας άλλης ζωής το αγνάντεμα. Της κράτησα
σφιχτά το χέρι και της τραγούδησα για πρώτη φορά. Το ένιωσε. Με άγγιξε απαλά στο
μάγουλο, χάιδεψε τον κόμπο στον λαιμό. Δάκρυσε. Αποφασίσαμε να κοιμόμαστε χωριστά,
αλλά να κατοικήσουμε για πάντα στο ίδιο σπίτι

Τη μέρα δουλεύω πολύ, είναι μικρές οι αποδράσεις τα βράδια στα καντούνια, στην
Πλακάδα, στη θάλασσα κι από κει στη Μεγάλη Πλατεία και πάλι στο Σαρόκο και στην αρχή
του πεζόδρομου. Την αφήνω στο ύψος του Καμπιέλο και κατεβαίνω ξανά με τον Γουλφ από
το Σέιχ-Σου στην Πολυγύρου. Μ’ αφήνει κι αυτός στη συμβολή της Σκουφά. Μου γαυγίζει ο
Φρέντι εδώ. Δεν θέλησα να τους γνωρίσω ακόμη. Τους ξεμακραίνουν το γέλιο του Ηλία, η
φωνή του Βασίλη, η Τζένη κι ο πατέρας στην ίδια αυλή, τη δική τους, απέναντι από τη
βερικοκιά η κληματαριά

Είναι απόγευμα καλοκαιρινό με καφέ και παγωτό για τους μικρούς.

Δεν στέκομαι, έχω να δουλέψω, τους γνέφω πως θα περάσω μετά
Τα γαβγίσματα χάνονται μόλις αρχίσω να ανεβαίνω τη σκάλα. Βραδιάζει και νιώθω τώρα
πως θέλω να πω και να ακούσω την καληνύχτα του γείτονα. Για τον χειμώνα και πως
χαθήκαμε. Δεν βρίσκω κανέναν, γυρνάω πίσω τις σκάλες ούτε αυλή, ούτε γέλια. Ανελέητο
σκοτάδι.

Πώς βάρυνε το σίδερο της εξώπορτας στη ζωή μου…

(ανέκδοτο)