Scroll Top

Μαρία Κούρση | Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών

Οι ιστορίες μου δεν έχουν πια τέλος

Οι ιστορίες μου δεν έχουν πια ιστορία

Είναι ένας άνθρωπος αφηρημένος

Την ώρα μιας γιορτής

Οι ιστορίες μου

Κοντοστέκομαι

Συνομήλικο απόγευμα

Καθυστερεί τη νύχτα

Τα χρόνια μου μεγάλωσαν

Παίρνουνε χάπια για να κοιμηθούν

Σκύβω

για να περάσω ξυστά

Από το απόγευμα στο βράδυ

Κοντεύω

Γεμίζει η ζωή όπως γεμίζει

το φεγγάρι και αδειάζει

Η τάξη του κόσμου με πληγώνει

Ακριβή χάρτινη βαρκούλα

Απομακρύνεται στο μοιραίο ποτάμι

Μαζί με τα δέντρα τον αέρα

Το απόγευμα και το ποτάμι

Απροετοίμαστη

Μια αγκαλία

Μια μεγάλη αποδημία

Όλα φεύγουν

Κάνουν μεγάλη

φασαρία Περνώντας

Τελευταία, περιγράφω με ανακρίβεια

Σαν να ξυπνώ και βλέπω

πως η ζωή μου

δεν έγινε ακόμα

Στα χρόνια

Ανάρμοστες αλλαγές γράφουν ιστορίες

Για το τίποτα

Ψιθυρίζω και ρυπαίνω τους αιώνες

Οι πρόβες τελειώσαν

Θ’ ανοίξει η αυλαία

Εκτεθειμένη με ό,τι δεν έχω

Στο φως

Ο θεατής – ρίσκο

Θ’ αποφασίσει

Μου μοιάζει

 Μαζεύτηκαν λέξεις

Αποκόμματα μύθων χρειαζόμουν

χρώματος βυσσινί

γιατί η λύπη μου διατηρούσε ανέπαφα

όλα τα μυστικά της

γιατί στις άκρες των χαρτιών μου

μουτζούρες φθινοπωρινές

ξέφευγαν απ’ τα γαλανά νερά

(που δεν σημαίνουν πάντα θάλασσα)

Επίγεια αγκαλιά χρειαζόμουν

σαν τη μεγάλη αποδημία

ή κάποιο ξύλινο νερό

για την κακή μου ισορροπία

ένα σπίτι αληθινό

(οι βρώμικοι δρόμοι που φεύγουν)

Η λεία του απογεύματος

 Εύκολη συνήθεια να γράφεις

Δύσκολη συνήθεια να ζεις

Τώρα που μιλώ πολύ και φρόνιμα

(γιατί απολογούμαι)

Δεν θα μάθω τι έχασα

Δεν θα μάθω τι θα βρω

Γιατί εγώ δεν είχα πού να πάω

Ούτε της θλίψης μου την αοριστία

για να αφήσω

Άλλωστε οι ποιητικές παραβολές

ολοκληρώθηκαν

Οι ποιητικές άδειες ραίνουν τ’ ανούσια

Με ξεπεσμένα εντάλματα

Με τάξη, ταξίμετρα και ήχους τοξικομανείς

Μπορείτε να μ’ επισκέπτεσθε

στο χνωτισμένο μου όριο

ενώ εγώ θα παραμιλώ

στους τρομαγμένους μου αιώνες

Νυχτώνει παντού με δυσκολία

 Κρυμμένη

πίσω από υπέρβαρη

λέξη

Δεν έχει ησυχία τούτο το κελί

Σκόνη πηγαινοέρχεται, ένας αέρας

Παλιές φωνές γδαρσίματα κακοβαμμένα

Μάτια κατεβασμένα κρέμονται όνειρα

Συνωστισμός ομιλιών που φύγανε

Νομίζουν ότι λείπω

Ο φωτισμός σωπαίνει

Αναμμένη η ποίηση

λαμπάκια παραμορφωμένα

στεγνώνουν στον αέρα

Σ’ αυτό το φως που με πέταξαν

Μέσα στη μέση της ζωής

Ακτινογραφία τα κόκκαλα

Το αίμα της καρδιάς

Ο φόβος

Κυρίως ο φόβος

Συνεχίζεται η ζωή

 Τα μαλλιά μου έχουνε σχέση

με τα ζητήματα των συναλλαγών μου

Αραιώνουν και φθίνουν

Παρατηρώ τους ανθρώπους

Που έφυγαν

Τις κινήσεις των μαλλιών

Όταν θυμώνουν

Τα βλέμματα του στόματος

Όταν αναπολούν

Παρατηρώ τους ανθρώπους που θα ‘ρθουν

Από μακριά

 

Βράχνιασαν τα μάτια μου

στο μεταξύ

Των άλλων παρακολουθώ

την ίδια ολόιδια ζωή τους

Για να μοιάζω

Τώρα που φεύγει

Για να μπορέσω να ζήσω παραπέρα

Κουβαλώντας όλα αυτά τα ποιήματα

Στην πλάτη

Πρέπει ν’ αδειάσεις λίγο βάρος, μου λένε

Ή να βουλιάξεις μ’ όλα αυτά

Σιγά το δίλημμα!

Βιογραφικό Μαρία Κούρση