Εφτά λαϊκά ασμάτια
ΜΕ ΤΟΝ ΛΥΚΟ
Πολλοί αγαπούν τα ζωντανά τα εξημερωμένα,
μα εγώ μπορώ με τ’ άγρια, που ζουν απεγνωσμένα.
Στην Άρτα μ’ έχουν γι’ άγιο, στα Γιάννενα γι’ αγροίκο,
που πήγα και τακίμιασα με τον πιο μαύρο λύκο.
Με ζύγωσε σαν μέτραγα στα δάχτυλα τ’ αστέρια,
μου έγλειψε το μάγουλο, μου μύρισε τα χέρια,
κι όπως λαμπάδιαζε ψηλά το θεϊκό καμίνι,
μου ’πε μ’ ανθρώπινη φωνή κι απάνθρωπη σαγήνη:
«Ο Ζαρατούστρα στο ’δειξε και δεκαπέντε Βούδες –
όλα τα έργα μάταια και οι ελπίδες φρούδες.
Δεν έχεις χέρια για σπορά και πόδια για τον τρύγο,
σε τραυματίζει το πολύ και σε πονάει το λίγο.
»Ίδια παγίδα η παγωνιά και της πυράς οι γλώσσες –
συνισταμένες της φυγής, της μνήμης συνιστώσες.
Έλα να ζήσουμε μαζί στα διάκενα του κόσμου,
αφού κι εγώ, όπως κι εσύ, κοιμάμαι μοναχός μου».
Στο σπίτι μου έβαλα φωτιά, στο μέτωπο σφραγίδα,
γαστέρα είπα τη σπηλιά και τον γκρεμό πατρίδα,
κι έχω αστέρα πολικό και της ψυχής τιμόνι
του λύκου τις πατημασιές πάνω στο άσπρο χιόνι.
Μ’ αντάρτες τα μεσάνυχτα, τον όρθρο μ’ ερημίτες,
με νόθους γιους καλογραιών και ιερολοχίτες,
βγαίνουμε στις λυκοποριές και κυνηγάμε ελάφια,
όπως σκοτώνει ο Γιαχβέ στης Βίβλου τα εδάφια.
ΜΑ ΔΕΝ ΦΤΑΝΕΙ ΑΥΤΟ
μνήμη Αρσένι Ταρκόφσκι
Ένα πλοίο θ’ αράξει στη Γκιώνα,
ένα τραίνο θα πιάσει λιμάνι,
θα δακρύσει με αίμα η μαύρη εικόνα –
μα δεν φτάνει αυτό, μα δεν φτάνει…
Ένας γέρος θα ’ρθεί απ’ τα όρη
και θα δέσει θηλιές στο πλατάνι,
μαύρη πέτρα θα ρίξει η “Φεύγουσα Κόρη ” –
μα δεν φτάνει αυτό, μα δεν φτάνει…
Στα ποτάμια θα πλύνει η σελήνη
το λερό το μαντήλι του Γιάννη,
και θα χάνει το νου του νεράκι όποιος πίνει –
μα δεν φτάνει αυτό, μα δεν φτάνει…
Θα δαγκώσει τον δύτη η σμέρνα,
το κεντρί του σκορπιού θα γλυκάνει,
θα καρφώσει ξανά η σαΐτα τη φτέρνα –
μα δεν φτάνει αυτό, μα δεν φτάνει…
Θα ραγίσει τ’ Απρίλη η καμπάνα
και ο Διάκος θα πάει να πεθάνει,
της ψυχής μας φυλάττοντας την Αλαμάνα –
μα δεν φτάνει αυτό, μα δεν φτάνει…
Σαν νυφούλα ντυμένη θα βγάλω
τη νεκρή αδερφή μου σεργιάνι,
να χορέψει στο δρόμο μπαϊντούσκα και μπάλο –
μα δεν φτάνει αυτό, μα δεν φτάνει…
[1] “Φεύγουσα Κόρη” – γλυπτό των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. που παριστάνει την Περσεφόνη να την αρπάζει ο Κάτω Κόσμος.
[2] Μπαϊντούσκα – θρακιώτικος χορός.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
μνήμη Νίκου Γκάτσου
Βγαίνουν σαν ραδίκια / σε μια άδεια μνήμη
περπατούν με ρίζες / πάνε στο σχολείο
μια γριά δασκάλα / κάθεται στην έδρα
τους τραβάει τ’ αυτάκι / τους υπαγορεύει:
“Αχ, αυτός ο έρως / τι σχολαστικότης
όμως η αγάπη / σαν ψωμί στη θράκα…”
Κυνηγούν νεφέλες / σαύρες εξοντώνουν
γλείφουν σοκολάτες / φτύνουν σάπια δόντια
μπαίνουν σε σπηλίτσες / βγαίνουν ματωμένα
κι ο κοκκινολαίμης / σιγοκελαηδάει:
“Μουσική ο έρως / Σκάλα του Μιλάνου
όμως η αγάπη / πώς μας νανουρίζει…”
Ντάλα μεσημέρι / καίει ο ασβέστης
τα γελάει ο ήλιος / πως δεν έχουν ίσκιο
ένα διαβολάκι / κάπου τα στριμώχνει
τα κοιτάει στα μάτια / και τους λέει με θλίψη:
“Τι κι αν λάμπει ο έρως / κόβει σαν διαμάντι
όμως η αγάπη / στρώμα πουπουλένιο…”
Μπαίνει ένα γαλάζιο / τσούζουνε τα μάτια
πάνω σ’ άγρια βράχια / βγάζουν πεταλίδες
να ’σου κι ένα ψάρι / που τα γυροφέρνει
μ’ άγκιστρο στο στόμα / και λαλιά ανθρώπου:
“Τι τσουλούφι ο έρως / πώς να τον χτενίσεις
όμως η αγάπη / σπάει τους καθρέφτες…”
Μια χρυσή μυγούλα / ο αποσπερίτης
στα γυμνά τους μπράτσα / τρέφονται δυο σκνίπες
μες στην εκκλησία / με τα μοβ τα κρέπια
ο παπα-Νικάνωρ / λέει το Ευαγγέλιο:
“Γολγοθάς ο έρως / στέφανος και λόγχη
όμως η αγάπη / Πάσχα του Κυρίου…”
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Θα ’ρθεις από το τίποτα, θα πας στο πουθενά,
και γύρω κάτι άγγελοι φτιαγμένοι –
λυμένα τα αινίγματα κι η Σφίγγα στα στενά
απάντηση καμιά δεν περιμένει.
Λαβύρινθοι οι ορίζοντες, καθρέφτες οι ουρανοί,
σαν σβούρα περιστρέφεται η πυξίδα –
στον Γάγγη σ΄ εξαγνίζουνε, μικρή μαχαρανή,
σε ντύνουνε νυφούλα στην Αυλίδα.
Ο άστεγος κι ο πρόσφυγας χτυπιούνται απ’ το πρωί,
πατρίδα διεκδικούν σ’ ένα παγκάκι –
καινούργιο φύτεψε όνειρο, να μη φυλλοροεί,
μα, πες μου αν μ’ αγάπησες λιγάκι.
Χαράζεις τα τετράγωνα, μα μένεις πάντα εκτός,
και πώς να στερεώσει το γεφύρι –
δεν φάνηκε ο Νυμφίος εν τω μέσω της νυκτός,
δεν τρύγησε η μέλισσα τη γύρη.
Τα μόνα μου παράσημα στον πόλεμο αυτό,
η μνήμη μου κι η ματωμένη χλαίνη –
πολλά είδαν τα μάτια μου, μα θέλω να κρυφτώ,
να μη σε βλέπω να περνάς κλαμένη.
Η ΤΡΙΤΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Μια λιμασμένη Κυριακή, μια διακονιάρα Τρίτη,
θα πάει η Θράκη νότια και στον βοριά η Κρήτη.
Ο ουρανός απάνω τους θ’ ανοίξει σαν πηγάδι,
θα γίνει αστρίτης το φιλί και το μαχαίρι χάδι.
Άγγελος θα ’ρθει απ’ τα βαθιά στη μέση της πλατείας,
σαρώνοντας τα αιτιατά της αιτιοκρατίας.
Θα ’χει στα χέρια του θηλιά, θα ’χει στο στόμα μέλι,
κι όποιονε θέλει θα χαλά, και θα φιλά όποιον θέλει.
Μπροστά του ο ήλιος θα σταθεί για βραδινό ραπόρτο,
κι όπου αγγίζει η χλαίνη του θα βγαίνει μαύρο χόρτο.
Θα λειτουργούν οι Κάβειροι μες στο Ιδαίον Άντρον,
κι οι γέροι νιους θα θάβουνε στους ήχους των σημάντρων.
Θα σπάσει βράχια ριζιμιά, θα στήσει υδατοφράχτες,
να χύνονται στο Λιβυκό του Έβρου οι καταρράχτες.
Μετά θα φτιάξει γκάιντα με γουρουνιού τη φούσκα,
στον Ομαλό να σέρνουμε τριπάτ και μπαϊντούσκα.
Κάποιοι θα δουν στα μάτια του να λάμνει το σκοτάδι,
κι άλλοι το γλέντι της φωτιάς στην Πόλη και στο Αρκάδι.
Μα οι πιο μικροί, οι πιο καλοί κι οι νεραϊδοπαρμένοι,
θα δουν παιδί τη μάνα τους, τη μικροπαντρεμένη.
Θα δώσει κούπα με κρασί στην νέα μου αγάπη
να πάει κάτω της παλιάς το χρυσωμένο χάπι.
Θα τις χαλάσει και τις δυο, στη μέση εκεί του δρόμου,
να γίνει πάγος η καρδιά και το προσκέφαλό μου.
ΠΑΤΗΣΙΩΝ
Η ελευθερία, νοικιασμένη γκαρσονιέρα
ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, μια καρέκλα
ούτε ο θεός χωράει εκεί ούτε η αγάπη
μονάχα εσύ κι ο μοχθηρός σου μαύρος γάτος
σ’ ένα μπαλκόνι μια σταλιά στην Πατησίων.
Στο μαξιλάρι ένα αδιάβαστο βιβλίο
στο τραπεζάκι ένα μαχαίρι κι ένα μήλο
σκύβεις και φτύνεις κάθε τόσο απ’ το μπαλκόνι
χωρίς κανείς περαστικός να βλαστημήσει
έχει ερημώσει εδώ και χρόνια η Πατησίων.
Βγάζεις καρέκλα στο μπαλκόνι, δεν διαβάζεις
(σ’ έχει τυφλώσει με τα νύχια τ’ άγριο ζώο)
τρως σάπια μήλα, γλείφεις αίμα στο μαχαίρι
μετά κοιμάσαι στο κρεβάτι ή πεθαίνεις
σ’ αυτή την ίδια, αυτή την άλλη Πατησίων.
Η ελευθερία, νοικιασμένη γκαρσονιέρα
πίσω απ’ τον ήλιο, πουθενά στην Πατησίων…
ΧΙΟΝΙ ΣΚΕΠΑΖΕΙ
Χιόνι σκεπάζει τους πευκώνες,
σπατάλησες τόσους αιώνες
σε οργασμούς με κάτι γύψινα εκμαγεία.
Τόσα τα συν, τόσα τα μείον –
άδειασες όλο το ταμείο
για μια φτωχή προσωπική μυθολογία.
Χιόνι σκεπάζει τις σαβάνες,
μέσα σε πλάνες και πλεκτάνες,
με μια ζωή τεμαχισμένη σε καντόνια.
Στριφτά τσιγάρα και καφέδες –
είμαστε όλοι εμιγκρέδες,
με την πατρίδα φορτωμένη στα βαγόνια.
Χιόνι σκεπάζει τα μπαλέτα,
υπάρχεις μόνο στα πορτραίτα
κι έχουν σκορπίσει οι οπαδοί σου στις κερκίδες.
Γι’ αυτό, λοιπόν, κάτσε στ’ αβγά σου,
τρελέ δεσμώτη του Καυκάσου,
μέχρι να ’ρθούν οι μέρες οι Αλκυονίδες.
Χιόνι σκεπάζει τον Φραντς Κάφκα,
κόμισες στην Αθήνα γλαύκα,
γι’ αυτό και μόνο στα σκοτάδια φωσφορίζεις.
Χάθηκαν κι όλα τα δικά μου,
σου δίνω τα μηδενικά μου,
για να ’χεις κι άλλους κύκλους να τετραγωνίζεις.