ΚΥΡΙΑΚΗ
Τα πλυμένα μου ξεσκονόπανα ανεμίζουν στο σοβαρό γκρίζο ηλιοβασίλεμα.
Ώρα για δείπνο, ένας ψυχρότερος άνεμος.
Συνωστίζονται λιγάκι τα φύλλα.
Ανάβουν τα φώτα στην κουζίνα.
Μικρά σπογγώδη μυστήρια του σούρουπου αρχίζουν να ανοίγουν απ’ τις τομές.
Ώρα να πάρω τη μητέρα στο τηλέφωνο.
Ας το να χτυπάει.
Έξι.
Εφτά.
Οκτώ—σηκώνει
το ακουστικό, περιμένει.
Στις κούφιες αποστάσεις είναι ποντίκια του αγρού άραγε που σκορπίζουν τόσο στεγνά.
SUNDAY
My washed rags flap on a serious grey sunset.
Suppertime, a colder wind.
Leaves huddle a bit.
Kitchen lights come on.
Little spongy mysteries of evening begin to nick open.
Time to call mother.
Let it ring.
Six.
Seven.
Eight—she
lifts the receiver, waits.
Down the hollow distances are they fieldmice that scamper so drily.
⁂
ΓΡΑΜΜΕΣ
Βάζω τα πράγματα σε τάξη ενώ μιλάω στη μητέρα μου. Ράχες
βιβλίων δίπλα στο τηλέφωνο.
Συνδετήρες
σ’ ένα πορσελάνινο πιάτο. Θραύσματα σβήστρας στο τραπέζι. Μιλά
όλο λαχτάρα
για τον θάνατο. Αρχίζω να στρέφω όλους τους συνδετήρες στην άλλη κατεύθυνση.
Έξω
απ’ το παράθυρο το χιόνι πέφτει κάθετα, σε γραμμές. Στη μητέρα μου,
αγάπη
της ζωής μου, περιγράφω τι έφαγα για πρωινό. Οι γραμμές πέφτουν
πιο γρήγορα
τώρα. Η μοίρα έβαλε μικρά βαρίδια στις άκρες (για να μας
επισπεύσει) θέλω
να της πω—σημάδι του ελέους του Θεού. Δε θα με κρατήσει
λέει
δε θα μου φουσκώσει τον λογαριασμό. Τα θαύματα μας προσπερνούν.
Οι συνδετήρες
στοιχίζονται αθάνατα. Το έλεος του Θεού! Πόσο
θα
νιώθω σαν να με καίει, είπε το παιδί προσπαθώντας να είναι
τρυφερό.
LINES
While talking to my mother I neaten things. Spines
of books by the phone.
Paperclips
in a china dish. Fragments of eraser that dot the desk. She speaks
longingly
of death. I begin tilting all the paperclips in the other direction.
Out
the window snow is falling straight down in lines. To my mother,
love
of my life, I describe what I had for brunch. The lines are falling
faster
now. Fate has put little weights on the ends (to speed us
up) I
want to tell her—sign of God’s pity. She won’t keep me
she says, she
won’t run up my bill. Miracles slip past us. The
paperclips
are immortally aligned. God’s pity! How long
will
it feel like burning, said the child trying to be
kind.
⁂
ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΑ ΔΕ ΣΗΚΩΝΕΙ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
Είναι Φλεβάρης. Ο πάγος είναι γενικός. Προσέχει κανείς διαφορετικούς βαθμούς
πάγου.
Τα χρώματά του—μπλε άσπρο καφέ γκριζόμαυρο ασημί—ποικίλουν.
Κάποια κομμάτια πάγου έχουν κομμάτια από χαλίκι ή σκιές μέσα τους.
Κάποια είναι λεία σαν λαγόνια, δεν μπορείς να σταθείς πάνω.
Πάνω του, ο άνεμος λεπταίνει, γίνεται κουρέλια.
Όσα ζητήσαμε, κουρέλια.
Τα μικρά δεν μπορούν να σταθούν πάνω του.
Ούτε ένα γράμμα, ούτε μια κοντυλιά γράμματος, δεν μπορεί να σταθεί.
Τυφλά—αυτό που ήρθε απ’ τον κόσμο εδώ—καίει.
Είναι Φλεβάρης. Ο πάγος είναι γενικός. Προσέχει κανείς διαφορετικούς βαθμούς
πάγου.
SOME AFTERNOONS SHE DOES NOT PICK UP THE PHONE
It is February. Ice is general. One notices different degrees
of ice.
Its colours—blue white brown greyblack silver—vary.
Some ice has core bits of gravel or shadows inside.
Some is smooth as a flank, you cannot stand on it.
Standing on it the wind goes thin, to shreds.
All we wished for, shreds.
The little ones cannot stand on it.
Not one letter, not one stroke of a letter, can stand.
Blindingly—what came through the world there—burns.
It is February. Ice is general. One notices different degrees
of ice.
⁂
ΕΚΕΙΝΗ Η ΔΥΝΑΜΗ
Εκείνη η δύναμη, μητέρα: σκαμμένη. Σφυρηλατημένη, αλυσοδεμένη,
μαυρισμένη, ραγισμένη, κλαίουσα, σαρωτική, θαλασσοδαρμένη πάνω στα
μουγκρητά της, σφυρηλατημένη, με το σφυρί χτυπώντας
τα ρύγχη του θανάτου. Σφαλιστή και φραγμένη,
σβωλιασμένη, δαγκωνιάρα. Μαχαίρι. Αναιμάτιστη
στα κοκκαλοαλέσματα
εκείνη η δύναμη, μητέρα,
σταμάτησε.
THAT STRENGTH
That strength, mother: dug out. Hammered, chained,
blacked, cracked, weeping, sweeping, tossed on its
groans, hammered, hammering snouts
off death. Bolted and damming,
dolloped and biting. Knife. Unbloodable
on grindbones
that strength, mother,
stopped.