Scroll Top

Γιώργος Γκόζης, Μητερικό της Θράκης – Βίοι και Μαρτύρια Αγίων και Οσίων γυναικών της Θράκης – Κριτική από την Σταυρούλα Ντινούδη

Μαρτύρια και Βίοι γυναικείων μορφών της Θράκης

Καθώς ο τίτλος του έργου είναι Μητερικό της ΘράκηςΒίοι και Μαρτύρια Αγίων και Οσίων γυναικών της Θράκης, θεωρώ ότι πρέπει να σταθούμε στον τίτλο καθώς μαρτυρεί πολλά για το ίδιο το έργο.
Η πρώτη ίσως ερώτηση που προκύπτει είναι για ποιο λόγο επιλέχθηκε η λέξη Μητερικό. Σε αρκετούς ίσως είναι γνωστή η λέξη Πατερικό ή Γεροντικό, στα οποία εξιστορείται η ζωή, οι αγώνες και τα αποφθέγματα των αγίων πατέρων∙ κατ’ αναλογία, λοιπόν, με αυτούς τους όρους υπάρχει και το Μητερικό στο οποίο γίνεται λόγος αποκλειστικά για τους βίους και τα μαρτύρια αγίων γυναικών που θυσίασαν τον εαυτό τους για την πίστη τους. Ειδικότερα, στο Μητερικό ξεδιπλώνεται ο εν Χριστώ βίος, η ουράνια πολιτεία, τα μαρτύρια, οι διηγήσεις και τα θαύματα των αγίων που αφιέρωσαν τη ζωή τους, την ψυχή τους και το πνεύμα τους στον Χριστό. Οι βίοι που περιλαμβάνονται στο «Μητερικό της Θράκης» τοποθετούνται στα χρόνια της ρωμαϊκής και της κατοπινής βυζαντινής αυτοκρατορίας, και τα κείμενα αυτά εξακολουθούν να παραμένουν επίκαιρα ακόμα και σήμερα, όπως θα παραμείνουν και μελλοντικά.
Όπως γίνεται αντιληπτό το έργο εντάσσεται στο επιστημονικό πεδίο της αγιολογίας, αντικείμενο της οποίας είναι η μελέτη των βίων των αγίων και της τιμής που τους αποδίδεται από την εκκλησία. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί περιορισμό για το αναγνωστικό κοινό του βιβλίου, καθώς απευθύνεται σε κάθε άτομο που επιθυμεί να διευρύνει τις γνώσεις του –όχι μόνο αναφορικά με τον αγιολογικό χώρο– αλλά και το πνεύμα του ιστορικά, φιλοσοφικά και ηθικά.
Η δομή του έργου χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, το θεωρητικό, περιλαμβάνει την εισαγωγή και την επεξήγηση απαραίτητων θεολογικών όρων, με σκοπό την απρόσκοπτη ανάγνωση του δεύτερου μέρους. Στο δεύτερο μέρος ξεδιπλώνονται τα «Μαρτύρια» και οι «Βίοι» των επιλεγμένων αγίων και οσίων γυναικών της Θράκης -δεν τις κατονομάζω για οικονομία χρόνου.
Τόσο τα «Μαρτύρια» όσο και οι «Βίοι» αποτελούν δύο από τις σημαντικότερες κατηγορίες αγιολογικών συλλογών. Το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνονται και οι δύο κατηγορίες στο έργο μαρτυρεί τον πλούτο του. Τα «Μαρτύρια» ανήκουν στο είδος των «Πράξεων Μαρτύρων» και χρονολογικά κατατάσσονται στους τρεις πρώτους αιώνες της εξάπλωσης του Χριστιανισμού, πιο συγκεκριμένα στην περίοδο των διωγμών που η ομολογία του αγίου κατέληγε στο μαρτυρικό του τέλος. Από την άλλη πλευρά, οι «Βίοι» είναι κείμενα που γράφονται για να τέρψουν, αλλά και να διδάξουν. Κατά μία έννοια είναι κείμενα που γράφονται για να προπαγανδίσουν ιδέες, στάσεις και αξίες. Επομένως, οι συγγραφείς τους λαμβάνουν υπόψη τόσο το κοινό στο οποίο απευθύνονται, όσο και το θρησκευτικό σύστημα, όπως αυτό υφίσταται και εκφράζεται στην εποχή του. Οι «Βίοι», λοιπόν, μαρτυρούν σε τρία επίπεδα ως προς τις νοοτροπίες: Για τον αφηγητή ως εκφραστή αυτού του συστήματος, για τον άγιο ως ήρωα και ως πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς και για το κοινό αίσθημα. Παράλληλα, αποτελούν αυθύπαρκτα κείμενα με τη δική τους ιστορία που λειτουργούν και ως πηγές επιμέρους πληροφοριών.
Η επόμενη διάκριση σχετίζεται με την κατηγοριοποίηση των αγίων σε μάρτυρες, και οσίους. Ο όρος άγιος ουσιαστικά αποτελεί το υπερώνυμο, έτσι οι μάρτυρες είναι εκείνοι που, παρά τα βασανιστήρια, ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό μέσω του μαρτυρικού τους θανάτου. Από την άλλη πλευρά, όσιοι είναι εκείνοι που κέρδισαν τη συναρίθμησή τους με τη στρατιά των αγίων μέσω της ενάρετης και πνευματικής επίγειας ζωής τους. Το έργο επιλέγει να ξεδιπλώσει τις πτυχές των αγίων γυναικών που μαρτύρησαν αναδεικνύοντας τη δυναμική πλευρά της γυναικείας φύσης, είναι εκείνες που δεν υπέκυψαν στα επώδυνα βασανιστήρια, αλλά επέλεξαν να συνεχίσουν με τόλμη να πιστεύουν στον Θεό τους, όπως επίσης και των οσίων γυναικών που η ζωή τους υπήρξε υποδειγματική σε όλους τους τομείς της.
Η αξία των κειμένων αυτών είναι πολλαπλή, ωστόσο σήμερα θα αναφερθούμε στη λογοτεχνικότητα που παρουσιάζουν και στη γλωσσική τους αξία. Συνήθως, κάθε λογοτεχνικό κείμενο ακολουθεί ένα μοτίβο, το μοτίβο γύρω από το οποίο εξιστορείται η ζωή των αγίων είναι το ίδιο. Αρχικά, δηλώνεται η καταγωγή του αγίου, η κοινωνική θέση των γονιών του, η σχέση του με τον Θεό από την παιδική ηλικία και η έφεσή του προς τον μοναχισμό, η κουρά και η άσκησή του ως μοναχού (σε περίπτωση οσίου που μόνασε), η εποχή των θαυμάτων και της ίδρυσης του μοναστηριού του ή το μαρτύριο (σε περίπτωση αγίου που μαρτύρησε) και τέλος ο θάνατός του. Σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται λόγος και για τα μεταθανάτια θαύματά του, όπως συμβαίνει στον βίο της οσίας Μαρίας της Νέας και της οσίας μας Μητέρας Παρασκευής της Νέας από τους Επιβάτες.
Ειδικότερα, οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται στον βίο της οσίας Μαρίας της Νέας είναι ποικίλες. Τον βίο αφηγείται ένας παντογνώστης αφηγητής με μηδενική εστίαση. Είναι ο τύπος του αφηγητή που γνωρίζει όλα τα εξιστορούμενα γεγονότα, ακόμη και τις σκέψεις των προσώπων. Επίσης, μπορεί να χαρακτηρισθεί εξωδιηγητικός – ετεροδιηγητικός, καθώς βρίσκεται έξω από την ιστορία που αφηγείται, δεν συμμετέχει σε αυτήν και αφηγείται την ιστορία που συνέβη σε ένα άλλο πρόσωπο. Η αφήγηση είναι ευθύγραμμη και δεν παρεκκλίνει από την πραγματική ιστορία, ωστόσο ο συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιήσει και προλήψεις, στα σημεία που αναφέρονται σε μελλοντικά γεγονότα που προείδε η οσία. Παραθέτω:
[…] Όταν της πέθανε και το δεύτερο παιδί, υποφέρει το πάθος με ευχαριστία στον Θεό. Δεν πέρασε, όμως, πολύς καιρός και συλλαμβάνει πάλι και γεννά δίδυμους γιούς. […] Η μητέρα, λοιπόν, προείπε ότι ο ένας θα γίνει στρατιωτικός και ο άλλος μοναχός∙ ο πατέρας, για τον πρωτότοκο, και ο ίδιος είπε ότι θέλει να συμπεριληφθεί στους στρατιωτικούς και, για τον άλλον, έλεγε πως θα τον παραδώσει σε διδάσκαλο, ώστε να γίνει άξιος χειριστής του λόγου και να συναριθμείται με τους αυτοκρατορικούς υπαλλήλους. Η μακαρία είπε τότε τα εξής: «Όπως τα οικονομήσει ο Θεός, ας γίνουν∙ εγώ όμως δεν θα μπορέσω να δω τη μελλοντική έκβαση κανενός εκ των δύο∙ διότι θα φύγω, νομίζω, από εδώ πριν συμβούν αυτά»..
Εκτός από την απλή αφήγηση χρησιμοποιεί τον ευθύ λόγο με διαλογική μορφή, γεγονός που προσδίδει αμεσότητα, ζωντάνια, παραστατικότητα και δραματικότητα στον λόγο. Η περιγραφή χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στην αρχή, όπου απαριθμούνται οι αρετές της οσίας και ο αδαμάντινος χαρακτήρας της. Παραθέτω:
     Επειδή όμως, ούτε άρωμα που μεταφέρεται μπορεί να διαφύγει της προσοχής όσο καλά κι αν κρύβεται –γιατί το φανερώνει η ευωδία του–, ούτε η έμπρακτη αρετή –γιατί τη μαρτυρούν τα έργα της–, έτσι δεν διέφυγε της προσοχής καθόλου η σεμνότατη αυτή ανάμεσα στις γυναίκες με ζήλο αγιοπνευματικό και δούλη του Κυρίου. Αυτά, λοιπόν, ήταν σαν θαύμα για τους γείτονες και τα συζητούσαν οι πάντες∙ διότι τέτοια ήταν τα σεμνά της έργα. […] Κανείς δεν την είδε να οργίζεται χωρίς λόγο, να χτυπά με μαστίγιο τις υπηρέτριες, να μιλά υβριστικά. Πολύ αγαπητά θεωρούσε τα θεία προσκυνήματα ώστε να μπορεί μαζί με τον Δαβίδ να ανακράξει: «Κύριε, αγάπησα την ομορφιά του οίκου Σου και τον τόπο όπου κατοικεί η δόξα Σου». Δεν ανεχόταν ποτέ να διώξει κατηφή ή με άδεια χέρια οποιονδήποτε της ζητούσε κάτι από τα αναγκαία, αλλά όποιος προσερχόταν, έφευγε παίρνοντας μαζί του ό,τι του ήταν απαραίτητο. Αφήνω να μιλήσω για τη νοικοκυροσύνη της, την εργατικότητά της, το λιτό και απέριττο της ενδυμασίας της, την εγκράτεια στο φαγητό και όλες τις ανεπιτήδευτες ενασχολήσεις.

Το παραπάνω απόσπασμα είναι ενδεικτικό και του γλωσσικού πλούτου, αν και θεωρώ ότι το υψηλό ύφος είναι ακόμα πιο έντονο στην πρωτότυπη μορφή. Είναι ένα κείμενο που βρίθει πηγών (κλασικών συγγραφέων, αλλά και θεολογικών κειμένων), ρητορικών αλλά και λεκτικών σχημάτων, όλα αυτά είναι ενδεικτικά ενός μορφωμένου και κοσμικού συγγραφέα. Επίσης, η σχέση ύφους και περιεχομένου των αγιολογικών κειμένων πέρασε από πολλές διακυμάνσεις ως προς το αν το «υψηλό» περιεχόμενο θέματος που διαχειρίζονται χρειάζεται ή όχι ρητορικό καλλωπισμό, δίνει απάντηση στην σπουδαιότητα του ρόλου του αγιογράφου στη συγγραφή ενός κειμένου. Η τέχνη συγγραφής αποτελεί το «όχημα» και ο αγιογράφος το μέσο διάδοσης των αγίων στους αναγνώστες ή στο ακροατήριο.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω ότι οι βίοι των αγίων γυναικών αντιπροσωπεύουν με μεγάλη ευρύτητα και ποικιλία, υπαρκτούς κοινωνικούς τύπους γυναικών της εποχής τους: μοναχές που διακρίνονται σε ασκητικούς αγώνες εφάμιλλους των ανδρών, έγγαμες, υποταγμένες, νομοταγείς στους συζύγους τους γυναίκες που τις κακομεταχειρίζονται οι σύζυγοί τους και που στο τέλος της ζωής τους κατά αγιάζουν. Οι περιπτώσεις αυτών των αγίων γυναικών, εκτός του ότι καταδεικνύουν τους διαφορετικούς δρόμους και τρόπους αγιοποίησης (μέσω της νέκρωσης του κορμιού, μέσω της απόλυτης υπακοής στην ηγουμένη, μέσω της μετάνοιας, της φιλανθρωπίας, της προφητείας και της διενέργειας θαυμάτων) αντανακλούν, ταυτόχρονα την δυσκολία που αντιμετώπισαν οι γυναίκες να διακριθούν ακόμα και ως αγίες σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο. Παράλληλα, είναι προφανές ότι τα αγιολογικά κείμενα ως προϊόντα της ρωμαϊκής και της βυζαντινής κοινωνίας κάθε χρονικής περιόδου αποτελούν ανεξάντλητη πηγή πολύτιμων πληροφοριών τόσο για τις νοοτροπίες των ανθρώπων διαφόρων κοινωνικών τάξεων όσο και για τα στερεότυπα του φύλου, όπως αυτά κωδικοποιούνται από τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά, εν γένει, συμφραζόμενα της εποχής τους. Γεγονός που καταδεικνύει ότι οι σπουδές φύλου ήταν, είναι και θα είναι ένας τομέας διαχρονικά επίκαιρος.

* Σταυρούλα Ντινούδη, Φιλόλογος, Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας ΔΠΘ