Scroll Top

«Οι 40, παλιές, Εκκλησιές» του Τριαντάφυλλου Η. Κωτόπουλου: μια προσωπική «campus poetry» – Κριτική από την Άννα Αφεντουλίδου

 Όχι δεν κάναμε λάθος κι ας μη γυρίσαμε νικητές[1]

Ο Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος καλλιεργεί εδώ και χρόνια ένα ιδιόμορφο είδος ποιητικής έκφρασης. Τρείς τομές την ορίζουν: ένας εσωτερικός ρυθμός που διπλώνει σε επιλεγμένα σημεία μες στην ποιητική αφήγηση, μια σύγχρονη ματιά στα ανθρώπινα που δεν αρνείται τη νοσταλγική της διάθεση και μια σταθερή συστροφή στην επιστημονική μεταγλώσσα μιας υπαρξιακής αναζήτησης που αρδεύεται από την ακαδημαϊκή ζωή, από την καθημερινή τριβή ενός ανθρώπου που έχει ταχθεί να υπηρετεί στο Πανεπιστήμιο με προσήλωση την επιστήμη του.

γ.σ. κοσμητείας/ «συνέργειας»/συγχώνευσης/εκλογών

Κερδίσαμε. Θριαμβολόγησε ο ίδιος
,αυτός που είχε εκλεγεί σε άλλη συλλογή
,σε άλλο ποίημα θα τον βρείτε
Και επιχείρησε η άρχουσα τάξη επιστημονικότερη ανάλυση
Και με τη σωστή εκφορά του λόγου-πάντοτε τα διάβαζε γραμμένα φυσικά… […](σ.12)

Οι τρεις αυτές τομές ορίζουν ένα ποιητικό σύμπαν που έχει ως βαθύτερο πυρήνα του το ανθρωπιστικό αίτημα για μια δικαιότερη συλλογική ζωή, έναν πυρήνα που κουβαλά το φορτίο των συνδηλώσεων της ιστορίας, με τη θλίψη αλλά και την αγωνία διατήρησης ενός απωλεσθέντος αισθήματος, το οποίο με την μνημείωσή του ο ποιητής προσπαθεί να διασώσει.

Πόλεις του ποιητή, οι πόλεις της ποίησης
Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Φλώρινα, Αθήνα, Κέρκυρα
Γοητευτικές ευκαιρίες ζωής
Πόλεις νερού και υδάτων, σάρκας και υπεραξίας
Πόλεις μαρτυρούμενης προδοσίας […](σ.20)

Η ποίησή του είναι αγκιστρωμένη στο σήμερα χωρίς να παραιτείται από την επιθυμία διασύνδεσης με το παρελθόν. Δεν αρνείται τη μελαγχολία ενός διαφεύγοντος χρόνου, το άνισο μέτρο του οποίου το δοκιμάζει ο ποιητής στην προσωπική του εμπειρία, γι’ αυτό και τα στερεοτυπικά ποιητικά μοτίβα υποχωρούν δίνοντας τη θέση τους σε δραματοποιημένες μορφές, με υπογραμμισμένη αρκετά συχνά την ειρωνεία. Η ποιητική ματιά συστρέφεται από τον έξω κόσμο στον εσωτερικό χώρο, ενώ το αγαπημένο μοτίβο των παλαιών φίλων αποκτά έναν χαρακτήρα αναπόλησης, σε κάποιες στιγμές φορτισμένο με θλίψη ή και διάψευση.

Τω καιρώ εκείνω
,Χριστούγεννα των καλάντων
,Αποκαλυπτικές οι συζητήσεις με τους φίλους
Τους ήρωες των παιδικών μου χρόνων
Για τις ενοχές μας αλλά κυρίως για τον κόσμο που θα ζούσαμε […](σ.11)

Χρησιμοποιώντας ιδιόμορφη διάταξη και ιδιοσυγκρασιακή στίξη, ο ποιητής ακολουθεί τις δικές του δομικές αρχές με έναν τρόπο, που αφήνει συνεχώς να εκκρεμεί το σημασιολογικό τους πρόσημο. Εικονο-ποιεί, λεκτικο-ποιεί και αυτό-ερμηνεύεται, με το κόμμα να προτάσσεται της έναρξης του νοήματος και να διαταράσσει τη λεκτική σειρά στον συνταγματικό άξονα, δημιουργώντας ανακοπές που προσανατολίζουν σε έναν μουσικό βηματισμό. Στον παραδειγματικό άξονα, οι λεκτικές επιλογές ποικίλουν σε ένα ευρύ φάσμα: από τη λόγια προέλευση μέχρι την καθημερινή αργκό. Ο ποιητής, θαρρείς και παίζει τον ρόλο του μεταφραστή, στην ποιητική γλώσσα, μιας αφήγησης, η οποία γεωδαιτεί με αφοσίωση τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική ανθρωπογεωγραφία του σύγχρονου ακαδημαϊκού δασκάλου.

Όλοι θέλουν να διδάξουν πλέον δ.γ.
Μεταπτυχιακά με δίδακτρα από όλους προς όλους
Υπηρετούμε, βεβαίως, όλοι τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση […](σ.33)

Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις ίσες, περίπου, ενότητες, με την πλειοψηφία των κειμένων τους να παρουσιάζονται ως βιογραφικές αποτυπώσεις μικρότερης ή μεσαίας έκτασης, με πολλές εικόνες από την πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και από άλλες αγαπημένες πόλεις της εμπειρίας, από μια νοσταλγική μνήμη που πληγώνει αλλά δεν τραυματίζει, που χαρίζει την γλυκόπικρη γεύση μιας ανεκπλήρωτης εν πολλοίς προσδοκίας.

[…] Συμφιλιώθηκα τελικά με την καταγωγή μου -με τα της ποίησης αργότερα
Η κατάληξη στη μεγάλη παντοτινή πόλη
στη γεμάτη ιδεολογήματα ερωτική, συμβασιλεύουσα, συμπρωτεύουσα κ.α.
αποδελτίωσε από τα λευκώματα της φλαμουριάς
,σαν να αιωρείται ο σοφός καρπός της στο κτήμα του παππού Ηλία,
το γονιδιακό μου πεπρωμένο
Κι αγάπησα τις 40 Εκκλησιές, τα Κάστρα και τα βουλεβάρτα της
θάλασσας (σ.36)

Διαφαίνεται η ιδιαίτερη σχέση με το παρελθόν και τη μνήμη, που προετοιμάζει τον αναγνώστη να αφουγκραστεί την προσπάθεια διάσωσης του βιωματικού υλικού από τη διάβρωση του χρόνου, σαν μία αποστολή αλλά και αναπόδραστη μοίρα. Πολλές φορές η προσφώνηση ενός γυναικείου προσώπου ή η υφιστάμενη αναφορά σε μια γυναικεία φιγούρα φορτίζεται από επιθυμία ή προσδοκία, ενίοτε και από ματαίωση. Ωστόσο ο ποιητικός λόγος δεν αγνοεί το παρόν ούτε το μέλλον αλλά αναζητά εκείνο το μέρος τους, όπου το παρελθόν αποκτά ξανά την αξιακή του υπόσταση και η συνέχειά του εξασφαλίζεται, ακριβώς επειδή υπάρχει η πίστη σε μια βαθύτερη αισιοδοξία που έχει να κάνει με την αίσθηση του Άλλου, όταν αντιμετωπίζεται ως ο έτερος Εαυτός.


[…] Όχι δεν κάναμε λάθος κι ας μη γυρίσαμε νικητές
Είναι κάποια οράματα, τροχιές σκοτεινιασμένες,
Που στη μνήμη εικονογραφούν παραμυθίες
Για τη λιτή κορμοστασιά σου, αγάπη μου […](σ.16)

Ο ποιητής περισυλλέγει στιγμιότυπα από τη ζωή του πανεπιστημιακού δασκάλου, τα ανασυνθέτει σε ένα πολύτυπο πλέγμα, δημιουργώντας εκείνες τις κρυφές συνάψεις με όλα τα υπόλοιπα θέματα που οδηγούν σε ένα ιδιόμορφο υβριδικό είδος, για το οποίο θα αποτολμούσαμε τον χαρακτηρισμό «campus poetry» (κατ’ αναλογία με το campus novel), δημιουργώντας ένα ολόδικό του προσωπικό στίγμα.[2]

Π.Δ.Μ./Π.Τ.Ν./Π.Μ.Σ.-Δ.Γ.

Το δικό μου Πανεπιστήμιο, Άννα,
Είναι χορταριασμένο
Και τα 16 σκαλοπάτια, αυτά που ίσως δεν μέτρησαν καθώς τα ανέβαιναν
τα σμίλεψα με προσεκτικά βήματα, μικρά, σταθερά
να σχηματίζει ο άνεμος τ’ όνομά σου, λέξεις, φράσεις, ποιήματα
Σου μίλησα τετριμμένα
βλέπεις συναγελάζομαι με σπουδαίους τελευταία
και με παραπλάνησαν πως τα θέλω αυλακώνουν τη μοίρα
Κι οι αρρυθμίες της καρδιάς την πρέπουσα και συνετή πολιτική πράξη
Αιμοσταγής ο βηματισμός στις μέρες μας, χρόνιες αρθρίτιδες
όμως χάρηκα που απάντησες μέσα στη δική μου ακυβέρνητη νύχτα
(του Νίκου αυτό)
Κι ας πνίξαν τα δήθεν την κουβέντα […] (σ.32)

Ο ποιητικός τρόπος του Τριαντάφυλλου Η. Κωτόπουλου οδηγεί μέσα από τα μουσικά του ίχνη τον αναγνώστη στις ρωγμές που άφησε πίσω της το παρελθόν μιας αποκαρδιωτικής πολλές φορές πραγματικότητας. Η ελεγειακή, συχνά, ατμόσφαιρα, μαρτυρεί την προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να βρει το ίδιο πρώτ’ απ’ όλα παρηγοριά και μετά να προσφέρει και μερικές στιγμές ανακούφισης στους άλλους. Κι αυτό γίνεται είτε στον ίδιο τον βυθό του λόγου με τις συνηχήσεις των σημάτων και των σχημάτων του είτε στην επιφάνεια των εννοιών του, σαν άσκηση αναμέτρησης με τα εσωτερικά μας πάθη, σαν αγώνας επιβίωσης σ’ έναν κόσμο που παραμονεύουν συνεχώς, απειλητικά, η σιωπή και το σκοτάδι.

[1] Από το ποίημα «Εξομολόγηση» (σ.16,17) της τελευταίας ποιητικής συλλογής του Τριαντάφυλλου Η. Κωτόπουλου με τίτλο «Οι 40, παλιές, Εκκλησιές» (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2020). Οι αναφορές των σελίδων εφεξής παραπέμπουν στο βιβλίο αυτό.

[2] Πιστεύω ότι θα άξιζε πραγματικά να γίνει μια κριτική δοκιμή για τον τρόπο που ο Τριαντάφυλλος Η. Κωτόπουλος χρησιμοποιεί τους μεταγλωσσικούς όρους επανεγγράφοντας την επιστημολογία στο σώμα της ποίησης.