Η πρώτη ποιητική απόπειρα της Αλεξίας Σελανίκου κυκλοφορεί υπό τον μάλλον πεζολογικό ή προσιδιάζοντα σε παραμύθι τίτλο Το αγόρι του τρένου, μια φράση που στρέφει το ενδιαφέρον στην παιδική και νεανική ηλικία η οποία άλλωστε αποτελεί την αφορμή και την αφόρμηση σε πολλά από τα ποιήματα της δημιουργού. Οι συνθέσεις παρουσιάζουν και παρουσιάζονται μέσα από μια μεγάλη ποικιλία μορφών και μορφοποιήσεων με προεξάρχουσα αυτή της μακροσκελούς σύνθεσης που αναπτύσσεται και εκτυλίσσεται κατά τρόπο χειμαρρώδη και ορμητικό. Πρόκειται για μια στιχουργία που επιχειρεί να πραγματοποιήσει μια ανατομία της ύπαρξης με όρους περιγραφικούς, με όρους που ανταποκρίνονται και προκύπτουν από την αντίληψη της ποιήτριας για τον εαυτό της και τον κόσμο, μια αντίληψη η οποία πολύ συχνά ταυτίζεται με την εξηγητική προσέγγιση τους. Γιατί, στην πραγματικότητα, το όλο εγχείρημα της ποιήτριας μπορεί να ατενισθεί μέσα από το πρίσμα μιας ποίησης ερμηνευτικής του ανθρώπου και των συνθηκών της ζωής και της εξέλιξής του μέσα στον χώρο και μέσα στον χρόνο. Ο προβληματισμός αυτός μάλιστα προσλαμβάνει την απόχρωση και τη χροιά μιας φιλοσοφικής διερεύνησης σχετικά με τη θέση του ανθρώπου μέσα στο προσωπικό του σύμπαν, σχετικά με την ένταση και τη δυναμική της παρουσίας του, με το στίγμα που επιχειρεί να αφήσει πάνω στα πρόσωπα και τα πράγματα: Καθισμένη πάντα στο ίδιο βρώμικο μαρμάρινο σκαλοπάτι περιμένει να ξεπροβοδίσει εμάς που πηγαίνουμε στις μίζερες δουλειές μας η ίδια χωρίς προορισμό θα έλεγες ότι εμφανίζεται και εξαφανίζεται ως δια μαγείας στο σταθερό της σημείο αναφοράς, αναφοράς μοναξιάς και αποτυχίας […]» («XXVI»)
Κεντρική θέση μέσα στη συλλογή έχει η απώλεια όπως αυτή εκδηλώνεται και εκβάλλει όχι σε πρόσωπα, αλλά σε στοιχεία και χαρακτηριστικά που είναι απαραίτητα προκειμένου να συγκροτηθεί και να υπάρξει η ανθρώπινη μορφή και φυσιογνωμία. Πρόκειται για την αίσθηση εκείνη της οριστικής και τελεσίδικης απομάκρυνσης από την ταυτότητα με τον τρόπο που αυτή χαράσσεται και προσδιορίζεται από τις παραμέτρους του χρόνου και της μνήμης, του παρελθόντος που όμως δε μένει να λιμνάσει ως τέτοιο, αλλά τροφοδοτεί το παρόν με την επιθυμία και τη βούληση επαναβίωσης μιας εποχής ευτυχισμένης και μεστής από αισθήματα γνήσια και ειλικρινή. Είναι μάλιστα τόσο έντονη αυτή η διάθεση έτσι που να αναδεικνύει το παρόν ζωγραφίζοντάς το με μάλλον μελανά, απαισιόδοξα και σκούρα χρώματα, τα χρώματα της μόνωσης και της μοναξιάς που επιτείνεται ακόμα περισσότερο από τη ζωή στην πόλη, από το πλήθος των ανθρώπων που καθίστανται σχεδόν αόρατοι μέσα σε μια καθημερινότητα και μια ζωή που τίποτα το ανθρώπινο δεν έχει: Αφήνοντας την πόλη που δεν υπάρχει γεμάτη/ από τους αόρατους ανθρώπους με τα τερατώδη δόντια/ και τα μικρά κλειστά χέρια/ Με μια βαλίτσα γεμάτη παλιά ταλαιπωρημένα ρούχα/ Για να ξαναστριμώξω τη ζωή μου σε αυτόν/ τον άτυχο μικρό κύβο («XVIII»).
Η Σελανίκου τεχνουργεί ουσιαστικά μια αναζήτηση του νοήματος της ζωής, ενός νοήματος όμως που η ίδια έχει τοποθετήσει στην περιοχή του οριστικά χαμένου, στην περιοχή της απώλειας και της φυγής, όχι όμως και της λήθης. Η πάλη μάλιστα προς αυτή φαίνεται ότι καθίσταται κεντρική στόχευση της ποιήτριας από τη στιγμή που η ανασύσταση της πραγματικότητας, όχι μονάχα της βιωμένης, αλλά και της ιδανικής ή φανταστικής αναδεικνύεται σε προεξάρχουσα μέριμνα της δημιουργού. Έτσι, ακόμα και η έκφραση του παράπονου, της ματαίωσης και της θλίψης, της ακύρωσης και του σαρκασμού που αυτός γεννά φαίνεται πως τίθενται στην υπηρεσία ακριβώς της ανα-γέννησης και της επαναδημιουργίας, της εξ αρχής και εξ ολοκλήρου αφοσίωσης στον ανώτερο σκοπό που είναι η κατάκτηση μιας υψηλής ποιότητας ζωής, ενός ανώτερου ανθρώπινου ήθους. Αυτή ακριβώς η προσδοκία είναι που μετασχηματίζει τη φωνή της ποιήτριας σε κραυγή, στην απεγνωσμένη κίνηση που κάνει προκειμένου να σωθεί και να σώσει την ουσία της, μια κίνηση που την οδηγεί με άκρα ευθύτητα στην ποίηση και τη δούλεψή της.
* Αλεξία Σελανίκου, Το αγόρι του τρένου, Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2022