…και πάλι ψιθύρισα
θα γίνει ανάσταση μιαν αυγή
θα ξαναγεννηθεί το πέλαγο
και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη…
Γιώργος Σεφέρης, Μνήμη Α΄, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄
Οι ποιητές έχουν πατρίδα;
Δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Ο ποιητής άλλοτε βυθίζεται στις ρίζες του κι άλλοτε νιώθει την ανάγκη να πετάξει ως τις τελευταίες γραμμές των οριζόντων. Φορές είναι πεισματικά αυτόχθων, φορές νιώθει απέραντα οικουμενικός. Είναι πάντα εφικτή μια τέτοια συνύπαρξη;
Στον ποιητή Ανδρέα Τιμοθέου αυτή η ώσμωση είναι καταγεγραμμένη σε κάθε του κύτταρο, αποτελεί τον φυσικό του χώρο. Τέκνο μιας πατρίδας πολύπαθης σαν την Ιθάκη του Οδυσσέα, μιας χώρας μη αρτιμελούς, λεηλατημένης επί μια σχεδόν χιλιετία από λογής λογής μνηστήρες (Σταυροφόρους, Ενετούς, Ναΐτες, Άγγλους, Οθωμανούς), αλλά και πανέμορφης σαν τη θεά Αφροδίτη, κουβαλάει αναπόφευκτα μέσα του όλες τις πληγές του τόπου του, τους εφιάλτες και τα όνειρά του. Και την ίδια στιγμή επιθυμεί διακαώς να βγάλει φτερά και με όπλα εξορυγμένα από τα πνευματικά χρυσορυχεία της γενέτειράς του να ταξιδέψει σε τοπία άγνωστα και να αφουγκραστεί τις ανάσες των ανθρώπων οπουδήποτε κι αν βρίσκονται. Ο ποιητής είναι παγκόσμια τραγικός.
Το τελευταίο βιβλίο του Ανδρέα Τιμοθέου Το Δείπνο του Σώματος παίρνει τη σκυτάλη από την αμέσως προηγούμενη συλλογή Πλανόδιος στα σύνορα της Εδέμ και συνεχίζει ένα μοναχικό και δύσβατο οδοιπορικό ψάχνοντας να βρει τη δικαίωση που έχει προ πολλού εγκαταλείψει το νησί του. Ταυτόχρονα και μια δικαίωση της δικής του πορείας.
– Έψαχνα να βρω την Εδέμ.
– Πλανόδιος.
– Ίσως η εξορία
– μου τη συστήσει.(Εξορίας εγκώμιον)
Σ’ αυτήν την ποιητική διαδρομή έχει τρεις νομοτελειακούς συνοδοιπόρους. Πρώτος, πρώτος ο Έρωτας. Ψυχοκτόνος ή ζωοδότης, ακλόνητος ή κατ’ εξακολούθηση διαφεύγων κυριαρχεί με τις πολλαπλές μεταμορφώσεις του στην ψυχή του ποιητή.
– Ο έρωτας μου
– Ένας όμηρος Όμηρος
– Αμύρωτος
– Άμοιρος ( Ώρες εφτά του έρωτα)
Στον έρωτα ο ποιητής είναι εκ των προτέρων παραδομένος, έχει αποδεχθεί τη δική του αδυναμία απέναντι στην ολοσχερή του επικράτηση. Συνθηκολογεί, ομολογεί.
-Μια μέρα θα γίνω όλος θάλασσα
-για να σε κατοικήσω
-θα εξορίσω το αλάτι απ’ τα μάτια σου
-και μες στο φως θα γίνεσαι
-χάρτινο καραβάκι.
-Αφού δεν μπόρεσα ν’ αγγίξω τη μαγεία σου
-ίσως να μην υπήρξα. (Δεν είν’ αυγή)
Ούτε στιγμή όμως δεν σκέπτεται να τον απαρνηθεί.
-Ποια ήταν η τελευταία φορά-που είχες νέα από τον Έρωτα;( Ώρες εφτά του έρωτα)
Δεύτερος συνοδοιπόρος η Μνήμη. Ζωντανή, επώδυνη, θάλλουσα, υπερτροφική.
-Μέσα στην κάμαρα
-μαζεύω αρχαιότητες
-με προσοχή τους δείχνω φως
-και γίνονται κτερίσματα της σάρκας μου.(Οδηγίες διακόσμησης)
Άλλοτε η θύμηση γίνεται δυσβάσταχτη, θέλει να απαλλαγεί.
-Όσο θυμάμαι, τόσο ξεχνώ…
-Αν είχα έστω έναν άγγελο
-να νιώσει το βάρος
-της σφραγισμένης μνήμης…(Μες στον άνεμο της Σύρου)
Ώσπου κάποια στιγμή η μνήμη γίνεται υπαρξιακή βεβαιότητα.
-Η σιωπή δηλώνει πως κάποτε υπήρξαμε
-σαν λέξη
-σαν συναίσθημα-έστω σαν αναζήτηση.(Υπήρξαμε)
Τρίτος και πλέον καθοριστικός, το δεσπόζον Σώμα.
Λέξη κλειδί, λέξη φετίχ, ένα ον αυθύπαρκτο, ένα πάσχον υποκείμενο.
«Το σώμα είναι η νίκη και η ήττα των ονείρων» πιστεύει η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, πίστη που συμμερίζεται ο Τιμοθέου σε τέτοιο βαθμό που την επέλεξε ως μότο στο βιβλίο του. Το σώμα είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ένα θείο μηχανοστάσιο, όπως το αποκαλεί ο Νικηφόρος Βρεττάκος, άρρηκτα συνδεδεμένο με τους δυο προηγούμενους άξονες. Πρωταγωνιστεί στον έρωτα, πυροδοτεί τη μνήμη κι όταν αυτή αρνείται να λειτουργήσει, το σώμα διαθέτει τη δική του μνήμη που δεν σβήνει ποτέ. Η καβαφική επιρροή είναι εμφανής.
-Το σώμα δεν ξεπλένεται-όσο κι αν το φορέσεις. (Ανάσα)
Το σώμα δεινοπαθεί, υποφέρει, φθείρεται.
-Όταν τα βράδια
-κεντώ με παραμάνες το σαρκίον μου
-δεν είναι για να γράψω καλά ποιήματα. (Προσδοκία)
Το σώμα ερωτεύεται θανάσιμα, απελπισμένα.
-Όταν μιλάω για πνιγμό
-είναι γιατί ποθώ τα χέρια σου. (Try to belong)
Μέχρι που γίνεται όραμα.
-Όλα τα μου που μου στερείς
-κάποτε θα γίνουν σώμα-να μ’ αγκαλιάσουν στον Παράδεισο.( Ώρες εφτά του έρωτα)
Το ποιητικό εγώ του Ανδρέα Τιμοθέου δεν ενδιαφέρεται για τη μεταφυσική διάσταση του σώματος. Γνωρίζει ότι μονάχα μια στιγμή διαρκεί η αθανασία. Το σώμα πεινάει κι όταν πεινάει επιστρέφει κι εκδικείται. Βιώνει τη δική του Οδύσσεια τεμαχίζοντας όλους όσοι βεβήλωσαν τη λάμψη του και, ως Οδυσσέας μαζί και Πηνελόπη, προσφέρει στους μιαρούς ένα τελευταίο Δείπνο, πριν πέσει πάνω τους το πυκνό σκοτάδι, με την πικρία μιας ανοίκειας επίγευσης.
Με το Δείπνο του Σώματος ο Τιμοθέου καταθέτει θαρραλέα την ταυτότητά του, την ιδιοπροσωπία του. Αναδεικνύεται γνήσιος ποιητής με στιχουργική δεξιότητα, προσωπικό στίγμα και διαπεραστική ματιά. Με σταθερότητα ρυθμού και αρτιότητα ποιητικού μοτίβου, μουσικές παρηχήσεις και υπόκωφα σύμβολα σκιαγραφεί, ή καλύτερα σκιαμαχεί σ’ έναν κόσμο ρευστό, παραιτημένο, χωρίς περιγράμματα και ραχοκοκαλιά, υποταγμένο στο δίκαιο του ισχυροτέρου. Όμως ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές του δηλώνει εραστής της ομορφιάς, διατηρεί ζωντανά τα χρώματα της ζωής, τον λυρισμό και την ελπίδα, την προσδοκία (ψευδαίσθηση;) για αποτίναξη ενός δυσβάσταχτου φορτίου απ’ τους ώμους μιας κοινωνίας γενναίας, καρτερικής και ανυπότακτης.
-Θα ‘ρθει πάλι ο καιρός
-να γελαστούμε με την ομορφιά
-να παίξουμε στη λίμνη
-με δίκοπα μαχαίρια.
-Ο Έρωτας κι ο Νάρκισσος-πάλι θα μας γιατρέψουν.(Θα γελαστούμε πάλι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Βάζοντας και την τελευταία, όπως νόμιζα, μολυβιά στο παραπάνω κείμενο έκλεισα ταυτόχρονα τα μάτια. Σχεδόν αμέσως ένιωσα να συμβαίνει κάτι αναπάντεχο. Δεν ξέρω αν με πήρε για λίγα λεπτά ο ύπνος ή αν βυθίστηκα ασυνείδητα σε μια φαντασίωση. Μου φάνηκε πως άκουσα να αντηχεί από το βάθος του διαδρόμου η φωνή της Μαρίας να τραγουδάει “L‘ amour est un oiseau rebelle“. Σιγά σιγά η φωνή δυνάμωνε μέχρι που η επιβλητική σιλουέτα της εμφανίστηκε μπροστά μου. Ναι, ήταν η Μαρία Κάλλας, όπως την ξέραμε παλιά, με τη μαύρη μακριά τουαλέτα της, τη λευκή γούνα στους ώμους και τα απαστράπτοντα κοσμήματά της. Μόλις με πλησίασε, σταμάτησε απότομα την άρια και κοιτώντας με κατευθείαν στα μάτια μού μίλησε:
«Τι νομίζεις ότι κάνεις; Πιστεύεις ότι έχεις τελειώσει μ’ αυτό το βιβλίο; Κι εγώ πού είμαι; Ούτε λέξη δεν έγραψες για μένα. Αν προσπέρασες τη θέση που κατέχω στη ζωή του ποιητή, μάλλον δεν τον κατάλαβες καθόλου. Απέτυχες παταγωδώς. Ο Ανδρέας χρόνια συνδιαλέγεται μαζί μου, είμαι μια σταθερή του αναφορά, ίνδαλμα και έμπνευση στην καλλιτεχνική του πορεία. Πώς μπόρεσες να το αγνοήσεις;» Άνοιξα ταραγμένη τα μάτια, η ντίβα είχε εξαφανιστεί. Ήμουνα μόνη στο δωμάτιο πλημμυρισμένη ενοχές. Αλήθεια, πώς έκανα τέτοια παράλειψη; Η μόνη πειστική εξήγηση ήταν ότι υποσυνείδητα φοβήθηκα την προσωπικότητά της, ότι αισθάνθηκα πολύ λίγη να μιλήσω γι’ αυτήν. Όμως η Μαρία είχε δίκιο. Πράγματι η μορφή της διατρέχει όλη την τελευταία -και όχι μόνο- συλλογή του Τιμοθέου. Ακόμα κι όπου δεν αναφέρεται το όνομά της, νιώθεις έντονα αισθητή την αύρα της.
Είναι στη φύση κάθε καλλιτέχνη να έχει ινδάλματα. Του είναι απαραίτητο σχεδόν σαν τον αέρα που αναπνέει. Ο Ανδρέας, όχι τυχαία, επέλεξε για ίνδαλμά του τη Μαρία Κάλλας, μουσική και ποίηση είναι σιαμαίες αδελφές. Οιονεί βιογράφος της, έχει σφυρηλατήσει μια σχέση δυνατή, έχει εφεύρει μια ιδιαίτερη δίοδο επικοινωνίας. Κι αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν αναγνώστη του ποιητή. Η αγάπη για το ίνδαλμα αποκαλύπτει αφενός τη σπάνια καλλιτεχνική ευαισθησία του δημιουργού και αφετέρου μια απέραντη έλξη για τους δαίμονες που κρύβονταν πίσω από το προσωπείο της μεγάλης αοιδού και ταλάνιζαν την ψυχή της, όπως συμβαίνει με όλους τους αληθινούς καλλιτέχνες.
Η σχέση με το απρόσιτο είδωλο είναι στην ουσία ένα ξεχωριστό είδος έρωτα, ένας έρωτας πέρα από την πράξη. Κάποιοι ίσως θα θυμούνται την αθεράπευτη προσκόλληση του Πολ Νιούμαν, στον ρόλο του δικαστή Ρόυ Μπιν προς την τραγουδίστρια Λίλλυ Λάνγκτρυ, που υποδυόταν η Άβα Γκάρντνερ, αν και ποτέ δεν συναντήθηκαν οι δυο τους στην έξοχη ταινία του Τζον Χιούστον.
-Άριες της Μαρίας
-στέκουνε τώρα στη ζωή μου
-τόσο ανώδυνα
-κι εσύ υπόσχεσαι πως είχα θέση στο όνειρο. ( Η νίκη των ονείρων)
Έρωτας, λοιπόν, έρωτας υψιπετής, απόλυτος, ποιητικός, για την τέχνη, για το ίνδαλμα, για τα ανθρώπινα πάθη. Έρωτας πνεύματος, ψυχής και σώματος…
– «Είμαι κουρασμένη» είπες, χωρίς να σε ρωτήσω.
-Κουρασμένη αλλά αγέρωχη
-σκέφτηκα, μα δεν είπα…
-Όπου κι αν έφτανες, θα έφτανες αγέρωχη.
-Όπου κι αν έφτανες, θα έφτανες πάντα κουρασμένη.
-Μονάχα να προλάβαινα
-αν άξιζε ο έρωτας να μάθω.( Έγινα η μοίρα της λάμψης μου)