Ο Αντώνης Γεωργίου με την πρόσφατη, δεύτερη κατά σειρά ποιητική συλλογή του Σαν πεταλούδα είμαι (Το Ροδακιό 2019) επιβεβαιώνει και στην ποίηση, όχι μόνο στην πεζογραφία, ότι είναι ένας τεχνίτης του λόγου. Η συλλογή δομείται πάνω σε πολλαπλούς θεματικούς άξονες (ηλικιωμένοι γονείς και νοσοκομείο, φθορά και θάνατος, προσωπική καθημερινότητα-μοναξιά, μετακόμιση σε νέα γειτονιά, εμπειρίες από ταξίδια κ.ά.) δίνοντας την αίσθηση μιας μυθιστορηματικής πολυθεματικότητας, πολυφωνίας και πολυεστίασης. Πιο συγκεκριμένα, τα ποιήματα της καλαίσθητης αυτής έκδοσης υψώνονται σαν αμφίπλευροι καθρέφτες, που απάνω στις όψεις τους καθρεφτίζονται πτυχές, εκδοχές και μεμονωμένες στιγμές της προφανούς ή της υπόγειας καθημερινότητας, όπως την αντιλαμβάνεται και, μάλλον τραυματικά, την εισπράττει το ευαίσθητο πνεύμα και ο ευάλωτος ψυχισμός του μονίμως πάσχοντος ποιητικού υποκειμένου. Σε όλη την έκταση της παρούσας συλλογής εντοπίζουμε την ενδιάθετη ροπή του Γεωργίου να δραματοποιεί πειστικά τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, άλλοτε μετερχόμενος τρόπους διαβρωτικά παιγνιώδεις, άλλοτε καταφεύγοντας στην ειρωνεία, στον σαρκασμό και ενίοτε στον αυτοσαρκασμό, δημιουργώντας έτσι μια επιφανειακά νηφάλια και προσηνή, κατά βάθος όμως εξαιρετικά τρυφερή, ανθρώπινη και τραγική περσόνα.
Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά εύθραυστο πλαίσιο εξετάζονται και δοκιμάζονται τα υπαρξιακά αποθέματα του ποιητή, ιχνηλατούνται οι σκοτεινές πηγές της ζωής και του θανάτου και ανασύρονται από τη μεγάλη μοναξιά του σώματος εικόνες, αισθήματα, βιώματα, συναισθήματα, μνήμες και στοχασμοί. Παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι η ερωτική διάθεση μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να λειτουργεί αναθερμαντικά και προσωρινά θεραπευτικά για το ποιητικό υποκείμενο, στο τέλος, ωστόσο, αυτό συνειδητοποιεί το τραγικά και επώδυνα παραδομένο ερωτικό σώμα, αλλά και το σώμα και πνεύμα των ανθρώπων της ζωής μας που λατρεύουμε (γονείς, φίλοι, συνοδοιπόροι, συγγενείς κ.ά.) στην αμείλικτη και αναπότρεπτη διαδικασία του χρόνου και της φθοράς. Στοιχεία που οδηγούν, εντέλει, το τραυματισμένο ποιητικό υποκείμενο αφενός στην πικρή συνειδητοποίηση του ανέφικτου της ερωτικής πλήρωσης και αφετέρου στην πυκνή, αδιαπέραστη μοναξιά και στην αποδοχή της απώλειας.
Όσο μεγαλώνουν
να τους μιλάτε πιο πολύ
να τους τηλεφωνείτε κάθε μέρα, έστω για μια καλημέρα
να τους αγκαλιάζετε μ’ οποιαδήποτε αφορμή
να τους λέτε και γλυκόλογα, ακόμα και σ’ αγαπώ
-είναι πιο απλό απ’ όσο νομίζετε-
προπαντός μην αφήνετε εκκρεμείς
θυμούς και άλυτους καβγάδες
να ‘ναι λες και τους αποχαιρετάτε
κάθε φορά που φεύγετε μετά τον καφέ
το κυριακάτικο τραπέζι, τη βόλτα
μυστικά να ψιθυρίζετε “αντίο”
να ‘ναι λες και φεύγετε ταξίδι μακρινό για καιρό
γιατί αν φύγουν για πάντα πρώτοι εκείνοι
και παραμείνουν εκκρεμότητες αγάπης
θα ‘ρχονται θλιμμένοι στον ύπνο σας
θα τους μιλάτε, θα τους εξηγείτε
μα δυστυχώς
δε σας ακούνε πια