Scroll Top

Χλόη Κουτσουμπέλη, “Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον” – Κριτική από την Αλεξάνδρα Ζαμπά

Το βιβλίο αρχίζει από το εξώφυλλο, από την έντονη και μυστική δουλειά του ζωγράφου, που φτάνει με την παλέτα σε πρωτοφανή επίπεδα ελευθερίας.

Η ποιήτρια στις πολλές περιπλανήσεις της θεμελιώνει ιδέες, ώστε αργότερα, στην απομόνωση του εργαστηρίου της, να τις μετουσιώσει σε ποίηση, να αναπτύξει μιαν ιδιωτική, μυστική και πειραματική δραστηριότητα. Το εξώφυλλο με τα θολά χρώματά του συνεχίζει τη μυστική επικοινωνία με την ποιήτρια, τα χρώματα χύνονται, αναμειγνύονται, λιώνουν και απλώνονται με τα ποιήματα, αγκαλιάζουν το βιβλίο πέρα ως πέρα!
(…)
έκαμα τον γύρο του κορμιού σου σ΄ογδόντα μέρες,
όμως τη τελευταία στιγμή το ιστιοφόρο έγειρε
κι έχυσα όλο τον κουβά με τον χρόνο στο κατάστρωμα.
Καλύτερα. (σελ.19)

Ποιήτρια του ίσκιου και των σκιών η Χλόη Κουτσουμπέλη έχει βαθιά αίσθηση της λαύρας του ήλιου. Μελετά τις διαθλάσεις του παρελθόντος, δείχνει τον δρόμο της ποιητικής φωνής προς την αφαίρεση. Το έργο της είναι απόσταξη και σύνοψη:

Τα ποιήματα διαλύθηκαν στην κοσμική νύχτα. / Ψιλή βροχή ξέβγαλε τα γράμματα στους αιώνες των αιώνων. (σελ.48)

Με στρωματικό αποκαλυπτικό υλικό, τα ποιήματά της τρέφονται και αναπτύσσονται, συνδέονται με εκλεκτικές συγγένειες, δεσμούς που ενώνουν και επεκτείνουν τις σχέσεις των δικών της με των άλλων συγγραφέων στον υπαρξιακό χρονότοπο:
(…)
Τώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει. (σελ.48)

Η Χλόη Κουτσουμπέλη σε όλα τα βιβλία της, όπως και στο νέο Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, διατηρεί ανοιχτό διάλογο με τη διεθνή λογοτεχνία και τον μυθικό κόσμο του συλλογικού Δυτικού γίγνεσθαι.

Χρόνια πριν, η ποιήτρια άρχισε ένα σχέδιο που συνέχεια παίρνει φόρμα. Προσπαθεί να αποτιμηθεί ως το γόνιμο έδαφος του σταθερού συγγραφικού δεσμού της με τους επιλεγμένους συγγραφείς. Ρίχνει νήματα, γαντζώνει περσόνα και συγγραφέα και αναπτύσσει ποιήματα στην προσπάθεια αποκάλυψης του δράματος της ζωής. Παρακολουθεί τις κινήσεις της αυτοκτονίας της Σύλβια Πλάθ, το σκοτεινό σπίτι του Λόρδου Μπάιρον, βρίσκει τις πτηνόμορφες αδελφές του να κρώζουν δαιμονισμένα (σελ.13)· καβάλα στον χρόνο πετιέται στο σπίτι της μάνας του Σολωμού, κοντοστέκεται στο μυστηριώδες σπίτι της Ντίκινσον, αφουγκράζεται από τις απαγορευμένες ρωγμές:

Λαβίνια, εσύ; / Άραγε πατέρα, πως είναι / να ράβεις τα βλέφαρα / να σιδερώνεις το στόμα / να σφίγγεις σ΄ ένα κορσέ / ένα στίχο /… (σελ. 18)

Αργότερα βυθίζεται σε εξωτικές θάλασσες μαζί με τον Κεφαλλονίτη ποιητή, τον Καββαδία, να ακούσει τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, συνεχίζει στου Άδη τις σκιές, γυρεύοντας τον Κρυστάλλη, γυρίζει πίσω στις κίτρινες από ηλιοτρόπια πεδιάδες του Βαν Γκόγκ και τον βρίσκει να λέει: …

Μα αγαπημένε αδελφέ,/ αν το πορτέτο τραυματίστηκε/ σημαίνει πως το ίδιο έπαθε ο ζωγράφος; / Όταν κτυπά ο χαρακτήρας πονά ο συγγραφέας; / (σελ.17)

Όπως η ωραία Ελένη από τις επάλξεις της Τροίας σχεδιάζει στον αργαλειό τα γεγονότα που εκτελούνται έξω από τις μεγάλες Πύλες, η Κουτσουμπέλη, χρησιμοποιεί συμβάντα και κείμενα της ευρύτερης λογοτεχνίας, υφαίνει από τα συρτάρια της μνήμης, κρατά καλά τεντωμένα τα καντελέρια των ποιημάτων της σε ένα άρτια υφασμένο βιβλίο. Συνεπώς η θεσσαλονικιά ποιήτρια, ερευνήτρια λογοτεχνίας, προχωράει αποφασιστικά στη συστηματοποίηση του σχεδίου που την εμπνέει και που αποκαλύπτει το ακριβές στίγμα της.

Ταυτόχρονα εγώ διερωτώμαι, γιατί ονόμασε τον ποιητή, Όμικρον; Για το Ο που είναι η μυσταγωγία του αυγού; Ίσως για τον Όμηρο, που είναι ο ποιητής των ποιητών, ίσως για τον Ευκλείδειο χώρο που είναι ένα ειδικό σταθερό σημείο; Ίσως γιατί βρίσκεται στο πολικό σύστημα συντεταγμένων…
Το ερώτημα δεν έχει απάντηση, ίσως:

Ήθελα κάποτε να σου γράψω ένα γράμμα, δεν γνώριζα όμως
τα ιερογλυφικά. (σελ 47)

Γνωρίζοντάς την από κοντά, σε εκπλήσσει η υπομονή και η μεγάλη επιμονή της για τον εντοπισμό της αλήθειας, στον λογοτεχνικό αλλά και στο πολιτικό πλαίσιο. Σαν τον Οιδίποδα ρωτά τους χρησμούς για να μάθει την αλήθεια. Δεν ζητά την εκδίπλωση του ορθού λόγου, μα την Αρχαιολογία της Γνώσης, όπου ο Μισέλ Φουκώ γράφει: «…Όχι πλέον οι συμπαγείς γνωστικοί κλάδοι, αλλά οι νόμοι που διέπουν τις κατανομές, τη διασπορά, τους μετασχηματισμούς, τις εναλλαγές, τα μεσοδιαστήματα των λόγων μέσα σε ένα πεδίο στρατηγικών πιθανοτήτων. Η αίσθηση της μεταβολής δεν δίνεται μέσα από την εξέλιξη, τις συνεκτικές σχέσεις, τα κρυφά νοήματα, αλλά μέσα από τα αινιγματικά κομβικά σημεία της ρήξης και της ασυνέχειας».
Έτσι λοιπόν και τα ποιήματα τής Κουτσουμπέλη με επικράτειες λόγου αυτόνομες, αλλά όχι ανεξάρτητες, ρυθμισμένες, παρότι βρίσκονται σε συνεχή μετασχηματισμό. Παίρνουμε για παράδειγμα δύο ποιήματά της για την Πηνελόπη:
(…)
Ούτε οι Λαιστρυγόνες και οι Λωτοί είναι αυτοί
που τον κρατούν μακριά της.
Ούτε οι συντεχνιακοί μικροθυμοί του τάχα Ποσειδώνα
και τα μπλεξίματα με τους παλιούς συντρόφους.
Γνωρίζει πια η Πηνελόπη
το τελευταίο μήνυμά της θα μείνει αναπάντητο,
δεν θα ξαναμιλήσουν πια,
η λογική του υπαγορεύει να μείνει μακριά της, (…)
(Πηνελόπη ΙΙΙ Ανέκδοτο )

Συνεχίζει την ανίχνευση στα ίδια χνάρια:

Της έλειπε πολύ.
Όχι γιατί ήλπιζε ή φοβόταν.
Αλλά γιατί κάποια βράδια το ίδιο το νησί
ξεκολλούσε από το σώμα της
και χανόταν στην μαύρη θάλασσα που άχνιζε.
(Πηνελόπη ΙV Ανέκδοτο )

Τόσο στον πεζό όσο και στον ποιητικό λόγο η Κουτσουμπέλη μπαίνει σε πλαίσια κρυφού πόθου και επιθυμίας, όπου τα βιβλία της κρύβονται βαθιά στο ασυνείδειτο του καθενός μας.

Η πηγή της εμπνευσής της είναι πάντοτε διαφορετική, τριγυρίζει γύρω από θέματα όπως η μοναξιά, ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο θάνατος. Ιδιαίτερα διαβαίνει την θολή περιοχή όπου πλανιόνται του πένθους οι σκιές στην ψυχική ενδοχώρα. Στο μυθιστόρημά της Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν, 2015, η ζωή προχωράει στρατοποιημένη, στην πάνω και στη κάτω πόλη, στα πάνω και στα κάτω διαμερίσματα της πολυκατοικίας όπου κατοικούν παράδοξες οικογένειες, με συλλογική στενή αντίληψη της ζωής και τα άτομα να ζητούν το δικαίωμα της διαφορετικότητας. Μια γενική ορφάνια, μια απροσδιοριστία του αληθινού και του φανταστικού, όλα σε μία δυναμική σύμπλευση, στον πεζό και ποιητικό λόγο, ζητώντας διευκρινίσεις για τη ζωή. Παράδειγμα η ποιητική συλλογή του 2014, Η μυστική ζωή των ποιημάτων:
Όλα τα ποιήματα είναι ορφανά.
Ζουν σε κάποιο ίδρυμα.
Άλλοτε παιδιά άλλοτε γέροι.
Τις νύχτες μαζεύονται στη σάλα.
Και διαβάζει το ένα το άλλο.

Και στη συνέχεια το 2021 στη συλλογή “Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον”:
όλα τα αδημοσίευτα ποιήματα / κλειδωμένα στο σεντούκι φέρετρο / ποιός έχει το κλειδί, ποιός θα τα εκδώσει κάποτε, / ποτέ, / (σελ. 18)

Θα γέμιζε επιτέλους τα διάκενα των στίχων του. (σελ. 23)

Πως γράφει κάποιος νέο ποίημα / που ο άλλος από παλιά έχει διαβάσει;/(σελ.22)

Ένας μοντερνισμός στη μυθοπλασία. Τα ρηθέντα λόγια γίνονται αποδεχτά και το παρελθόν προσδίδεται στον αναγνώστη.

Η ποιήτρια θα προωθήσει τη συστηματοποίηση του σχεδίου της και θα δώσει το ακριβές στίγμα. Οι συχνοί διάλογοι με τα ποιήματά της την οδηγούν στο αδιέξοδο, μέχρι που τα απειλεί:
(…)
Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε,
εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,
δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω.
Ναι, μία από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι.
Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση.
Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο
θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα
θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου
και μετά
χωρίς αίμα
χωρίς μελάνι
χωρίς χαρτί και μολύβι
θα ισορροπήσω.
(σελ.41)
Από το incipit του τελευταίου ποιήματος της συλλογής, από το οποίο παίρνει τον τίτλο το βιβλίο:
Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον / όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί, / η πένα αναπαύτηκε οριζόντια/ και το μελάνι στέρεψε. /(σελ 48)
Η ποιήτρια προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας. Είναι εις γνώση της ότι ο ακριβής γρίφος που έδινε η Σφίγγα, δεν είναι γνωστός από αρχαίες πηγές, αλλά από μεταγενέστερα κείμενα.

Giorgio de Chirico, The Archeologists (1927)