Scroll Top

Χρύσα Φαντή, «Σε θολά νερά» – Παρουσίαση από την Τζούλια Γκανάσου

   «Ένα κλάμα έρχεται από μακριά. Ένας άντρας βγαίνει από κάποιο σπίτι που ερήμωσε και τώρα είναι μαντρί. Ξυπνά και κάθεται σε μια καρέκλα και τους περιμένει. Του μιλούν, τους ακούει. Με το που αλλάζει το φεγγάρι, αλλάζουν τα πρόσωπα, αλλάζουν και οι κουβέντες τους.
   Έξω φυσάει, και τα δέντρα κουνάνε τα κλαδιά τους, σαν να υφαίνουν στον αργαλειό μια Πηνελόπη ατίθαση. Έναν Οδυσσέα χασομέρη και χαραμοφάη. Κάποιον ασήμαντο που δεν μπορεί ή δεν έχει τα κότσια ν’ αντικρύσει τον τόπο του.
   Στα ταβάνια οι σκιές επανέρχονται. Χορεύουν με όλη την καταστροφική τους ένταση, όλη τη γλυκερή τους λύπη. Άλλες μοιάζουν με φίδια. Άλλες με ταπεινά πτηνά και πεταλούδες της νύχτας. Πριν φέξει, μεταμορφώνονται σε νυχτερίδες. Οι διαπεραστικές τσιρίδες τους του φέρνουν στον νου μωρά του διαβόλου. Όταν σιωπούν, μοιάζουν νεκροί ακροβάτες. Όπως κι αν έχει, για καλό και για κακό, μένει ασάλευτος.»
   Έτσι, ατμοσφαιρικά, με πλούσια γλώσσα, ευφάνταστη εικονοποιία και πολυποίκιλο ιδεοφόρο ορίζοντα μας συστήνει η Χρύσα Φαντή τη γραφή της στη νέα συλλογή διηγημάτων «Σε θολά νερά» δημιουργώντας ένα σύμπαν πολυδιάστατο, ελκυστικό και ενδιαφέρον.
Στην τρίτη ετούτη προσωπική πεζογραφική κατάθεση, η Φαντή επιδεικνύει αξιοσημείωτη ωριμότητα, καθώς και καλλιτεχνική εξέλιξη σε σχέση με τα δύο προηγούμενα ιδιαίτερα αξιόλογα έργα της. Διατηρεί αναλλοίωτο τον καίριο σαρκασμό που χαρακτηρίζει τη γραφή και την προσωπικότητά της, ο οποίος, σε συνδυασμό με την ευαισθησία, το χιούμορ και τη διάχυτη ειρωνεία, προσφέρει μια όψη της καθημερινότητας αληθινή, βαθιά και οξυδερκή, καθώς και μια διακωμώδηση της τραγικότητας της ζωής, εξαιρετικά αναζωογονητική. Στο εν λόγω έργο, η ματαίωση, καθώς και η ήττα είναι πανταχού παρούσες ως συνθήκες τόσο φυσικές που γίνονται μέλη του σώματος. Το ίδιο ισχύει για τη φθορά, το πέρασμα του χρόνου το τόσο συνυφασμένο με τη ζωή που δεν ζήσαμε, εκείνη την «άλλη», την εν δυνάμει πραγματικότητα που σπαρταράει και μας τυραννάει.
Σε αυτό το πλαίσιο, στη συλλογή διηγημάτων «Σε θολά νερά», η ζωή που ζούμε, η ζωή που δεν ζήσαμε και η ζωή που διαδραματίζεται μέσα στο κεφάλι μας συνυπάρχουν άλλοτε ειρηνικά, συμπληρωματικά και άλλοτε ανταγωνιστικά, εχθρικά, αντιπαραβολικά. Αυτό συγκροτεί μια πρωτότυπη συγκυρία μιας και η αλληλεπίδραση των επιμέρους «ζωών» διαμορφώνει συνθήκες αφύπνισης του αναγνώστη. Σε αυτή την κατάσταση, συνεισφέρει η ύπαρξη του δευτεροπρόσωπου αφηγητή, η οποία λειτουργεί σαν επιτακτική απεύθυνση συστήνοντας ένα κοινό, αδιάρρηκτο μέτωπο συγγραφέα – ηρώων – αναγνώστη, προσφέροντας έτσι μια μοναδική πνευματική απόλαυση.
   «δεν αντιδράς, φεύγεις, απομακρύνεσαι, κοντεύεις να γίνεις μικρή όσο και μια κουκκίδα, φεύγεις μ’ εκείνα τα παλιά αθλητικά παπούτσια, τη μία με άλματα και την άλλη με βήματα και την άλλη με βήματα μικρά και διστακτικά, ή ίσως αμέριμνη και κουνώντας με χάρη τα λαγόνια,
   καταλαβαίνω πως είναι αργά άλλωστε, ούτε εγώ ούτε εσύ μπορείς πια να γυρίσεις πίσω, θέλω να πω να γυρίσεις εκεί απ’ όπου το μόνο που ήθελες κάποτε ήταν να φεύγεις,
   είσαι κι εσύ σ’ αυτό το σφραγισμένο κουτί που μοιάζει με άνυδρο ενυδρείο, μέσα σ’ αυτόν τον κλωβό που μοιάζει πολύ μ’ εκείνους τους σκοτεινούς συρμούς»
   Οι μικρές επαναστάσεις, οι καθημερινές εξεγέρσεις που έχουν τη δύναμη να αλλάξουν στιγμές τόσο ριζικά όσο και ζωές τελεσίδικα, διατηρούν, επίσης, εξέχουσα θέση στο βιβλίο. Η Φαντή χρησιμοποιεί την Ιστορία, τη μνήμη, την πόλη, τον έρωτα, τον δρόμο, το σπίτι, τη μητρότητα ως όπλα αφενός ώστε να σκιαγραφήσει εύστοχα τις αντιφάσεις των ανθρώπων, αφετέρου ώστε να εξετάσει τι σημαίνει να είναι κάποιος «παρών», ποιες είναι οι νοσηρές και ποιες οι υγιείς βεβαιότητες και ποιοι είναι οι διώκτες των ανθρώπων, ποιοι είναι οι συνοδοιπόροι και ποιοι οι δήμιοι, πώς μας συντροφεύουν, πώς και εάν τους ξεφεύγουμε.
Εν κατακλείδι, η Χρύσα Φαντή μας προσφέρει μια εξαιρετικά άρτια συλλογή διηγημάτων, όπου η χειμαρρώδης γλώσσα συνυπάρχει με τη λιτή ματιά και ο πλούτος των συναισθημάτων συνδιαλέγεται με την καθαρότητα των στοχασμών, σχηματοποιώντας μια γραφή έξοχου κάλλους και θάρρους.