Scroll Top

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Το δεν είμαι ακόμα – Παρουσίαση από την Ιφιγένεια Σιαφάκα

Η τελευταία συλλογή της Κλεοπάτρας Λυμπέρη «Το δεν είμαι ακόμα» ήδη από τον τίτλο της μάς εισάγει στην προσφιλή και γνωστή ποιητική προβληματική της ποιήτριας, η οποία ασχολείται με τον φιλοσοφικό στοχασμό. Η συλλογή χωρίζεται σε τρείς ενότητες, εκ των οποίων η πρώτη χαρίζει και τον τίτλο στη συλλογή [Το δεν είμαι ακόμα, Το ποίημα είναι ένα γυμνό άστρο, Remedia amoris].
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της συλλογής είναι η έντονη αφηγηματική και αναλυτική διαχείριση των ιδεών που εγκιβωτίζονται σε διαφορετικές φόρμες γραφής (αφηγηματικές παραγράφους και σχολιασμούς, αφορισμούς, μεγάλα ποιήματα, στο πλείστο των περιπτώσεων με μακρόπνοους και κάποτε ανισομερείς στίχους, μικρές ιστορίες ως σκηνοθετικό ποιητικό εύρημα).
Η προμετωπίδα του πρώτου μέρους «Τόσες λάμψεις κατοικώ αλλά δεν μπορώ να τις γράψω» συνομιλεί διακειμενικά με τον γνωστό στίχο του Τούμας Τράνστρεμερ «To μόνο που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο», εισάγοντας έτσι τον αναγνώστη στη γενικότερη προβληματική της ποιητικής λειτουργίας που σχετίζεται με την προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να συμβολοποιήσει αυτό που βρίσκεται εκτός γλώσσας (ως μη είναι) αλλά την ίδια στιγμή είναι υπαρκτό ως ουσία (είναι). Την ίδια λειτουργία επιτελούν και οι μικρές αφηγηματικές παράγραφοι που προηγούνται των ποιημάτων στην παρούσα ενότητα. Ποια η δυναμική της ποιητικής πράξης έναντι αυτού του αιτήματος του ποιητή; Είναι εφικτό ή ουτοπικό; Η Λυμπέρη περιφέρεται κυκλικά στο ίδιο μοτίβο επαναπροσδιορίζοντας τη δυσκολία αυτή μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, ενώ ο ποιητικός χρόνος, ο χρόνος του υποκειμένου και ο ιστορικός χρόνος βρίσκονται στο κέντρο της τελετουργίας ανάδειξης του «πράγματος» μέσα από τις λέξεις.
Γράφει η Λυμπέρη: «Ενώ ο ποιητής γνωρίζει τον θάνατο γι’ αυτό/ σκιρτά στις ενάρξεις. […] Κυλά στο πληκτρολόγιο το νυν το αεί ο/ αόριστος ο τετελεσμένος μέλλων – το τετελεσμένο τιτίβισμα του πτηνού μου/ που πάντα με γλυτώνει από τον χρόνο […] Οι λέξεις λόχμες. Κι άλλοτε φτερά από αηδόνι. Όμως πάντοτε επιστρέφει το ερώτημα: Είμαι δεν είμαι, είμαι δεν είμαι», για να αναρωτηθεί εν συνεχεία «για πόσο ακόμα οι λέξεις/ θα πετούν κατά πάνω του σκοτεινές μασέλες;» και για το τετελεσμένο ή εις το αιέν πρόσημο της ποιητικής λειτουργίας, που αρνείται να υποταχθεί στην πρόθεση του ποιητή και να του δώσει ένα συμπαγές είναι «Τα άδεια λόγια, ύλη βαριά, φαρμακερή/ χύνονται σαν φίδια που ψάχνουν πόδι». Οι λέξεις, ο έρωτας, η τρέλα είναι μοτίβα που διανοίγονται επίσης με λυρικό τρόπο και εικονοποιητικές εξάρσεις «Αχ, η λέξη Είμαι πώς ορμάει πώς νουθετεί την ερημιά και την κερνάει ματωμένο σπλήνα».
Εκ παραλλήλου, προτάσσονται παρακειμενικά απόψεις του Στέφανου Ροζάνη, του Leszek Kolakowski, του Francesco Copellotti, του Maynard Solomon, του Jean-Paul Sartre, υπάρχουν αναφορές σε πίνακες του Fra Angelico και του Caravaggio, ενώ η ποιήτρια επανέρχεται αυτοαναφορικά (και κατονομάζοντάς τα) σε δικά της πρωθύστερα έργα όπως «Το Ρήμα πεινάω», «Το μηδέν σε φωλιά», «Η συνομιλία του πραγματικού με το φανταστικό» (κριτικό σημείωμα). [Ας σημειωθεί ότι στο τέλος της συλλογής δίνονται σημειώσεις, όπου κάποιες από τις διακειμενικές συνομιλίες επεξηγούνται].
Το δεύτερο μέρος της συλλογής περιλαμβάνει ποιήματα κυρίως ποιητικής, στα οποία η Λυμπέρη ορίζει τις λέξεις «Μούσα» [εδώ η μούσα γίνεται Ο, αρσενικό υποκείμενο, «θολώνω το νόημα των “ελληνικώ” (ν)»], «γραφή», «ποίημα», «ποίηση», «ποιητής» και προσδιορίζει τη σχέση της ποιητικής λειτουργίας με το σώμα, ως τρόπο συναρμολόγησής του «Η ερωτοπαθής γραφέας γράφει και ξαναγράφει το σώμα της κομμένο από τα δόντια του εραστή», «Η μαθητεία στην τέχνη της ποιήσεως προϋποθέτει τον γυμνό λόγο (που συμβολίζει το γυμνό σώμα)». Στη θεματική της εντάσσονται επίσης το Πνεύμα, ο Θεός, η Σκέψη. Διακειμενικά ευρήματα στο ποίημα «Η ερώτηση του Wallace Stevens» είναι ο στίχος του Tristan Corbière «Κομμωτ[ές] κομητών»/ peigneur de comètes του ποιήματος Μικρός που πέθανε στ’ αστεία/ Petit mort pour rire, μεταφρασμένος από τον Καρυωτάκη, όπως και οι ακόλουθοι στίχοι του Wallace Stevens «You know the mountainous coiffures of Bath./ Alas! Have all the barbers lived in vain/ That not one curl in nature has survived? [Le monocle de mon oncle] μεταφρασμένοι από την ποιήτρια: «Άραγε έζησαν άσκοπα οι κομμωτές/ εκείνων των υπερβολικών κομμώσεων στο Bath/ αφού ούτε μια μπούκλα τους δεν έμεινε στον χρόνο; (είπε ο Wallace Stevens)/ Οι κομμωτές κομητών, οι ποιητές, αντιθέτως, τινάζονται στο μέλλον (του λέω)». Στο ίδιο μέρος απαντά η αναφορά στη ομώνυμη συλλογή/ διήγημα Οι αγελάδες του Γονατά και η συνομιλία με τον Ντεκάρτ και τον Πλάτωνα.
Στο τρίτο μέρος πρυτανεύει η θεματική του έρωτα και ο παλμός της συλλογής γίνεται περισσότερο λυρικός και λιγότερο στοχαστικός, καθώς η ποιήτρια πραγματεύεται την πιο ανεπεξέργαστη και ωμή πηγή του έρωτα «κι από τα αναμμένα κάρβουνα της κοιλιάς σου/ ν’ αρπάξω ξανά/ ένα ποίημα», ενώ εν συνεχεία διαλέγεται με το ίδιο ωμό περιβάλλον της Τζόυς Μανσούρ – «θα σου χιμήξω, κομματάκια θα σε κάνω – μετά, θα σε καταβροχθίσω, ώσπου να στάξει η άβυσσος στο χαλί». Τη ρομαντική διάθεση ενισχύει και η αναφορά του Καρυωτάκη, καθώς η Λυμπέρη επανέρχεται στον TristanCorbière«(Η ανάμνηση, στίχοι μυοσωτίδες[1] του ποιητή.) […], ενώ εν συνεχεία συνομιλεί με το ποίημα «Αποστροφή»[2] του Καρυωτάκη «για κείνον ξέχασα/ όλα όσα ήμουν, με τέσσερα πόδια κολλητά/ έπαιξα το τέρας του Καρυωτάκη.» […] «νικήθηκα από τη θέα των ποδιών σου,/ αγάπη μου – στους κιρσούς σου επάνω/ βρήκα Πλειάδες και αστερισμούς». Την περισσότερο λυρική διάθεση συνοδεύει η σύνθεση δύο σονέτων, όπως και η προμετωπίδα από το «Άσμα Ασμάτων», ενώ σε ποιήματα συνομιλεί με τα μποντλερικά άλπατρος και το κοτσύφι του Wallace Stevens.
Εν τέλει, μέσα από όλες αυτές τις διακειμενικές συνομιλίες, τους προβληματισμούς και τα ερωτήματα, η Λυμπέρη ανοίγει ένα σύμπαν που ακουμπάει στον υπαρξισμό, στην ταυτότητα του ποιητή ως δημιουργού αλλά και ως υποκειμένου, στην ουσία της τέχνης και του έρωτα, στην ανθρώπινη κατάσταση εν γένει που προσπαθεί να εγ/γραφεί, να συν/αρμολογηθεί και (ει δυνατόν) να οριστεί μέσα από την ποιητική πράξη σε μία διηνεκή πάλη με τις λέξεις και τους εκκρεμείς λογαριασμούς με το κενό. «Η τέχνη της ποιήσεως», όπως αναφέρεται εντός της ποιητικής συλλογής, μπορεί να μην είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις, αλλά προφανώς μπορεί να λειτουργήσει ως παραμυθία όπως και στην καβαφική «Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου Ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῆ 595 μ.Χ.», και γι’ αυτό την επικαλείται η ποιήτρια.

[1] Κρίνοι, μυοσωτίδες άνθοι των/ τάφων, θα γίνουν μειδίαμά σου./ Φύγε τώρα, κομμωτή κομητών!
[2] Ένα διάστημα παίζετε το τέρας/ με τα τέσσερα πόδια κολλητά. 

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Το δεν είμαι ακόμα, Ίκαρος, 2022