Ο τόπος, το γενέθλιο χωριό του γράφοντος, η πατρίδα του Δεσφίνα, (Ντεσφίνα ή Τσεσφίνα, κατά τον Μακρυγιάννη) στους πρόποδες του βουνού Κίρφυς, σε υψόμετρο 680 μέτρων. Ο χρόνος, αυτός την μνήμης.
Ένα υφαντό το καινούργιο λογοτεχνικό αφήγημα του Γιώργου Θεοχάρη, όπως αυτά της μητέρα του, που μαζί με τις άλλες γειτόνισσες -φορτωμένα σε μουλάρια και γαιδούρια- κινούσε να παραδώσει το βράδυ στον Αντρέα Μαντά. Η ανταμοιβή για το αίμα και τον κόπο, τρόφιμα από το μαγαζί του – το περίφημο καφέ ”Εμπορικόν” σήμερα στον κεντρικό δρόμο της κοσμοπολίτικης Αράχωβας.
[…]τα παλιά βιβλία συναλλαγής του εμπόρου με τις υφάντρες της Δεσφίνας, στέκονται τοποθετημένα ψηλά στα ράφια της διακόσμησης, σαν να περιγελούν οι μνήμες της φτώχιας και βιοπάλης που κρατάνε στις σελίδες του, την τωρινή μας αναξιοπρέπεια, τον εκπεσμό μας. […]
Στην ύφανση του αριστοτεχνικά πλέκονται τα πρόσωπα, οι μνήμες, τα γεγονότα και τα πάθη του τόπου.
Γίνεται ο ανατόμος μιας κοινωνίας και μια εποχής με τα ήθη, τα έθιμα της, την βιoτή της καθημερινότητας.
Η μνήμη του συγγραφέα παύει να είναι προσωπική, γίνεται η συλλογική μνήμη μιας πατρίδας που πάλλεται και αιμορραγεί.
Φωτογραφικά στιγμιότυπα (μέσα από τα οποία βιώνεται ο ιστορικό -κοινωνικό -πολιτικός χρόνος της Ελλάδας ολόκληρης), που μοιάζουν με κινηματογραφικά πλάνα από την ”Αναπαράσταση” και τον ”Θίασο” του Θ. Αγγελόπουλου.
Κάποιου διαβάζω το όνομα του αναπάντεχα και συγκινούμαι. Στον αύλειο χώρο και στο καθολικό της Νέας Μονής Τιμίου Προδρόμου Δεσφίνας που ιδρύθηκε το 1873 και βρίσκεται επί της επαρχιακής οδού Δεσφίνας-Αντίκυρας, γυρίστηκαν σκηνές της ταινίας ”Θίασος” του Θ. Αγγελόπουλου.
Είναι αυτό το μαγικό που συμβαίνει, όταν ο δημιουργός χτυπάει φλέβα και ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός στο μυστήριο της γραφής.
Με γλώσσα άμεση, λιτή και καθαρή, -ρέουσα όπως το νερό στ΄ αυλάκι-, με μια συγκινησιακή φόρτιση που αναδύεται από την ποιητική προσέγγιση της, μιας και ο ποιητής μέσα του δεν καταλαγιάζει. Ο παρελθών χρόνος ανασυστάται παλλόμενος και ζωντανός αφηγηματικά.
1.
Πετρωμένο το χιόνι στις βραγιές και στα κλωνάρια της μυγδαλιάς. Ψηλά ο ουρανός γεμάτος αστέρια. Καιρός που ψήνει τα φίδια.
Το παγωμένο φεγγάρι στραφταλίζει στα κρύσταλλα της σκέπης και στη βέρα της κρεμασμένης.
2.
Ήταν μικρός και δεν τον έπαιζαν στο δίτερμα. Μαζεύοντας την μπάλα πίσω από το τέρμα λαχτάραγα του αρχηγού το περιβραχιόνιο.
Του το φόρεσαν νωρίς το πένθος στο μανίκι και που καιρός για δίτερμα ο αρχηγός της οικογένειας.
”Η μνήμη είναι χρόνος και ο χρόνος θάνατος” λέει ο James Baldwin (το κουαρτέτο του Χάρλεμ) όμως η μνήμη είναι και ρίζα και ρίζα σημαίνει ζωή.
Ξεσκολώνει -θα χρησιμοποιήσω ένα δικό του ρήμα-, το παρελθόν του ο Γιώργος Θεοχάρης όπως εκείνο το κτηματάκι πίσω από το ιερό του Αι- Τρίφωνα .
[…]
στενόμακρο, ίσαμε ενάμισο στρέμμα αδερφομοίρι με αντίστοιχο του θείου Στέφανου, αδερφού του πατέρα μου – συγχωρεμένοι και οι δυο πια. Το είχαμε τότε αμπελάκι, ώσπου χάλασε η φυλλοξήρα τ΄ αμπέλιατου χωριού και ένα ένα, αν δεν φυτεύτηκαν μ΄ αμερικάνικα, μπαίρεψαν, αφού ξεσκολώθηκαν κι οι ρίζες τροφοδότησαν τη φωτιά στα τζάκια.
[…]
Ψάχνει τις δικές του συντεταγμένες, να πάρει ανάσα, να θυμηθεί, το παρελθόν και την σπορά του. Όπως προσευχή ο λόγος του μπροστά σε εικόνισμα, να τιμηθεί η μνήμη των προπατόρων του.
[…]
Παρατημένο για χρόνια. Αποφάσισε να το περιποιηθεί. Δε θέλησε να χρησιμοποιήσει αλυσοπρίονα και τέτοια. Μονάχα με χεροπρίονο, τσάπα και κασμά. Το κτηματάκι ήταν κλεισμένο μέσα στο άγριο. Είχαν πνιγεί τα δέντρα από το κλαρί και σκίνα. Οι αναβαθμοί με τα δέματα πεσμένα. Οι ξερολιθιές, παρασυρμένες από τα σκοίνα και τα ζούδια, διαλυμένες. Άνοιγε το άγριο ελευθέρωνε τις ελιές. Έξαφνα ξεχώρισε ανάμεσα στο κλαρί μια καχεκτική ελίτσα. Την έβγαλε στο φως. Της μιλούσε χαίδευοντας τα φύλλα της: ”Αχ μαναράκι μου, σ΄ έπνιξε το κλαρί, σε στέγνωσε… έλα ν΄ ανασάνεις τώρα πια… έλα μανάρι μου”. Αφού άνοιξε τα πεζούλια, πήρε να διορθώνει τις ξερολιθιές. Ταίριαζε τις πέτρες που είχαν κυλήσει στη θέση που ήταν πριν. Αίσθημα ευλάβειας τον πλημμύριζε κρατώντας τες. Σαν να ακουμπούσε το αποτύπωμα της παλάμης του παππούλη του, που τις είχε πρωτοτοποθετήσει πολλές δεκαετίες πριν. Κάτι σαν χειραψία πάνω από την άβυσσο με τον προπάτορά του.
Γύρω γύρω όλοι λοιπόν και εμείς μαζί του, στo Καρουζέλ της μνήμη, στο παρελθόν, γιατί όλα παρελθόν στο τέλος και παρόν και μέλλον. Ζωή που στροβιλίζεται μέχρι την τελευταία ανάσα και εμείς στην δίνη της.
Γύρω γύρω όλοι
Vais- je etre enleve comme un enfant, pour jouer au paradis dans l’ oubli de tout le malheur!
Arthur Rimbaud
Ανέβηκα κι εγώ
το παιδάκι που ήμουν.
Χαίρομαι τον κυματιστό στροβιλισμό
μαζί με τ΄ άλλα παιδάκια που είναι.
Στο λευκό αλογάκι, ξαναμμένος, τώρα καλπάζω,
και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω…
Ω, των σαράντα οχτώ μου χρόνων πολύχρωμο καλει-
δοσκόπιο…
Τα παιχνίδια στο χωρίο που στερήθηκα.
Τα συρματένια αμαξάκια με καρότσες από κούτες
τσιγάρων.
Το μισολιωμένο ζαχαρωτό ευζωνάκι μου πεσμένο στις
καβαλίνες.
Ω, οι τελικές εφορμήσεις στα λαθουρόκαστρα
και ω, ο μικρός Νικολάκης της θείας Ελένης
κομματιασμένος από την ξεχασμένη χειροβομβίδα.
Και γυρίζω, γυρίζω, γυρίζω…
Ώσπου, άγρια η κυρία με επιτίμησε:
”Descendez. Vous n’ avez pas honte!
Un ane sur le Carrousel!
”Pardonnez – moi, madame”, της απαντώ,
”mon vocabulaire n’ est pas suffisant pour vous expliquer”.
Άλλωστε και η ποίηση -σκέπτομαι-
αδυνατεί να μεταφράσει τη δυστυχία της μνήμης.
Grenoble, 5-7-1999