Scroll Top

«Είμαστε συγγραφείς των φανταστικών ή/και αληθινών ζωών μας»[1] για το “Είμαι όσα έχω ξεχάσει: μια αληθινή ιστορία” του Ηλία Μαγκλίνη – Κριτική από την Άννα Αφεντουλίδου

Για το βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη Είμαι όσα έχω ξεχάσει: μια αληθινή ιστορία[2] έχουν δημοσιευτεί αρκετές κριτικές δοκιμές (πάνω από 30 αναφέρονται στη Βάση της Βιβλιονέτ) στις οποίες, μεταξύ άλλων, τονίζονται οι αφηγηματικές του αρετές, ο τρόπος του να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη για ένα θέμα (οικογενειακής και προσωπικής μικροϊστορίας εντός των ιστορικών πλαισίων του εμφυλίου στην Ελλάδα μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο) για το οποίο έχουν γραφεί ήδη πολλές αφηγήσεις -μυθοπλαστικής επινόησης ή/και αυτοβιογραφικής και βιογραφικής εμπλοκής- και από διαφορετικές σκοπιές αλλά και ο τρόπος με τον οποίο καταφέρνει να εξουδετερώσει, εξισορροπώντας τους όποιους κινδύνους της μεροληπτικής εστίασης ή ενός διακινδυνευμένου ή κινδυνολογούντος ιδεολογικού προσήμου.

Το βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη μιλά για τη βία και τον τρόπο που η εμπάθεια (ή και η απόγνωση) εξωθεί τους ανθρώπους σε πράγματα τα οποία δεν θα μπορούσαν να αποδεχθούν ή να φανταστούν ότι θα ήταν ικανοί να αντιμετωπίσουν. Αρκεί να αναλογιστούμε τα όσα έγραφε για «την παθολογία του πολέμου» ο Θουκυδίδης ή, τολμώντας έναν πιο λοξό παραλληλισμό, τον τρόπο με τον οποίο αν-οικοδομείται η βία στον Τζόκερ ενός σύγχρονου Γκόθαμ Σίτυ. Μιλά για τα σιωπηλά τραύματα και τους τρόπους με τους οποίους κατορθώνουν να αρθρώσουν τον πιεσμένο τους λόγο, όσο χρόνο κι αν χρειαστεί να περιμένουν, μέχρι να βρουν την κατάλληλη δίοδο. Έχει ήδη αναφερθεί ο τρόπος που η δομική συγκρότηση του βιβλίου το οδηγεί στο να μην είναι απλώς μια αληθινή ιστορία ή ένα μυθιστόρημα, αλλά μια υβριδικού τύπου αφήγηση, με συσσωμάτωση διαφορετικών ειδών λόγων, για το πώς ο παππούς του συγγραφέα, πρώην μέλος του ΕΔΕΣ δολοφονείται στο Αγρίνιο από την ΟΠΛΑ και η σιωπή του πατέρα του γύρω από το θέμα αυτό, ξυπνά στον αφηγητή την επιθυμία της αναζήτησης της ιστορικής (ατομικής και συλλογικής) αλυσίδας που συνδέει τους άντρες της οικογένειας αλλά και την μικροϊστορία της πόλης μέσα στο μεγά θεμα της ιστορίας του ελληνικού Εμφυλίου και των κρίσιμων δεκαετιών που τον ακολούθησαν και τον σφράγισαν, όπως σφράγισαν και τα παιδικά και νεανικά χρόνια του αφηγητή -έστω και εκ του αντιθέτου ή/και δια της ελλείψεως-, ο οποίος γεννήθηκε το 1970, σε μια εποχή που «οι άνθρωποι βίωναν ακόμη την μετά το κακό εποχή της σιωπής»[3].

Και εδώ είναι νομίζω το κρίσιμο σημείο στο οποίο θα ήθελα εγώ να σταθώ: η αφήγηση ως μία πορεία από τα έγκατα της γης (από τα σπλάχνα του σώματος), με γέφυρα την Ιστορία, στην έναστρη ονειροπόληση της φυγής μέσα από μια διαδικασία που σημαίνεται πάντα ως βίωμα υπέρβασης της σιωπής. Η πορεία αυτή επομένως βρίσκει το αληθινό της νόημα μόνο όταν αφηγηματο-ποιείται ως μίγμα φαντασίας και μνήμης, φιλτραρισμένο μέσα από τα ιστορικά γεγονότα που γεφυρώνουν το ατομικό με το συλλογικό, το «αληθινό» με το «επι-νοημένο».

Ο Δημήτρης της Πρωινής Γαλήνης[4] θέλει να ξεφύγει από την υπόγεια ζωή του στο χυτήριο του πατέρα του στην Έδεσσα, ενώ μαίνεται ο εμφύλιος, με το να γίνει αεροπόρος, όνειρο που διαψεύδεται, γιατί το σώμα του δεν το αντέχει. Αποτυγχάνει στην εκπαίδευση και από εκεί επιστρέφει στα υπόγεια χαρακώματα ενός «ξένου» πολέμου, του πολέμου της Κορέας, όπου πηγαίνει ως εθελοντής, για να αποδείξει την έλλειψη δειλίας, για να ξαναβυθιστεί στη γη, μέσα από μια επιλογή που θεωρεί ότι ίσως δικαιώσει τη χθόνια μοίρα ή τον προορισμό του.

Ο Νίκος στο Είμαι όσα έχω ξεχάσει γίνεται αεροπόρος, για να ξεφύγει από την πρόσδεσή του στη γη που του αφαίρεσε το δικαίωμα στην παιδικότητα με την απώλεια του πατέρα, ο οποίος δολοφονείται κατά την περίοδο του εμφυλίου και ο έφηβος γιος του τον αντικρίζει νεκρό πάνω σε μια πόρτα, η οποία τον έκλεισε, μια για πάντα, έξω από την παιδική ηλικία. Ο πρώτος ονειρεύεται ότι θα πετάξει αλλά δεν το κατορθώνει: αποτελεί όνειρο αγαπημένο και ανεκπλήρωτο. Ο δεύτερος πετά, για να γλιτώσει από όσα τον κρατούν δεμένο πίσω. Και οι δύο επιστρέφουν στη γη, για να ξαναφύγουν με το πέταγμα του θανάτου, χωρίς να έχουν βρει εκείνη την ελάχιστη πρωινή γαλήνη που για λίγο αισθάνονται πως κερδίζουν, μέσα από την ταύτισή τους με μια επιλογή που θα υπερβαίνει τα χθόνια όρια του ετεροκαθορισμού τους: κι αυτό γιατί δεν μπορούν να υπερβούν τα όρια του σώματος και τα όρια του λόγου. Ωστόσο η σιωπή θα σπάσει, η γαλήνη θα ταυτιστεί με την υπέρβαση κι αυτή με τη σειρά της με τη μνημείωση. Η διαμεσολάβηση γίνεται από έναν άλλον, ωστόσο οικείο: συγγραφέας, γιος και εγγονός αναλαμβάνει το άχθος της άρθρωσης.

Ως κεντρικός ήρωας στο Είμαι όσα έχω ξεχάσει ο πρόγονος, ο καλυμμένος από τη σιωπή του πατέρα, συστήνεται απών αλλά ευδιάκριτος μέσα από τα κατηγορούμενά του, καθώς προδηλώνεται η μεταγενέστερη επιρροή του, μεσολαβεί η ιστορική του ταυτότητα, έπονται τα σήματα της περιπέτειας που κληροδοτούνται από τον πατέρα στον γιο, εκόντα άκοντα. Μία από τις κατεξοχήν αρετές της αφήγησης του Μαγκλίνη είναι ότι δεν βιάζεται να ερμηνεύσει, να καταλογίσει ευθύνες, να δοκιμάσει ηθικά ή ιδεολογικά τον αναγνώστη. Δεν «επ-ονομάζει» τις πράξεις, –απλώς τις δηλώνει. Όπως και ολόκληρη την προσωπογραφία της, η οποία ιχνογραφείται μέσα από δρώμενα, χώρους και χρονικά συμβάντα, σχηματίζοντας με αναπαραστατικότητα το σκηνικό και την εποχή της, όχι μόνο με την δύναμη της φαντασίας αλλά και με την ακρίβεια της τεκμηρίωσης.

Η αφήγηση χωρίζεται σε τρεις μεγάλες ενότητες με μικρότερα κεφάλαια, όλα άτιτλα πλην ενός: του 3ου κεφαλαίου της ΙΙης ενότητας που έχει ως -μότο περισσότερο παρά ως- τίτλο «Πατέρα γλυκέ μου πατέρα». Το κάθε κεφάλαιο περιέχει την κυρίως αφήγηση, η οποία έχει τα βασικά χαρακτηριστικά μιας τυπολογικά δραματοποιημένης χρονογραμμής: γεγονότα, ονόματα, πρόσωπα, ιστορικά στοιχεία, φωτογραφίες και ερευνητικά δεδομένα αλλά και τα χαρακτηριστικά της ψυχογράφησης των προσώπων, την περιγραφή και το σχολιασμό τους. Με λιτό τρόπο και θερμό συναίσθημα αλλά χωρίς εξάρσεις, αναίτιο μελοδραματισμό ή συγκινησιακή ευκολία, σκιαγραφείται το προσωπικό-οικογενειακό, επαρχιακό και κατοπινό αστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο διαμορφώνονται οι αντρικές προσωπικότητες τριών γενιών. Αυτό το ολόγραμμα εξάλλου είναι κυρίως που προβάλλει και η αφηγηματική εστίαση: η αντρική προσωπικότητα και ο αγώνας της μέσα στη δίνη της βίας, του πολέμου, της ατομικής και ιστορικής περιπέτειας.

Ενδιαφέρουσα είναι η γραμμή που συνδέει το θέμα της λήθης-μνήμης με το εύρημα των προσωπικών καταγραφών, οι οποίες μοιάζουν με ημερολογιακές σημειώσεις παρόλο που μορφολογικά εκτός από την πλαγιογράμματη γραφή διακρίνονται και από την άνιση στιχοποίηση, η οποία παραπέμπει σε ποιητικό αναλόγιο. Η σχέση μνήμης και λήθης όπως σκιαγραφείται στο βιβλίο και όπως αποφθεγματικά συμπυκνώνεται με τον τίτλο του είναι κάτι που επανέρχεται και θέτει τα υπαρξιακά της ερωτήματα αναφορικά με το ποια είναι τα σημαίνοντα σημάδια που εν τέλει μας καθορίζουν. Οι φωτογραφίες και τα χειρόγραφα που ενσωματώνονται στο βιβλίο κεντρώνονται υποστηρίζοντας τον υπότιτλό του «Μια αληθινή ιστορία» αλλά οι προσωπικές καταγραφές που μιλούν για την αγάπη του αφηγητή: την παρατήρηση του ουρανού για τους πλανήτες και το αστρονομικό ενδιαφέρον που σχετίζεται ασφαλώς με την επιλογή του πατέρα του αφηγητή Κώστα να γίνει πιλότος και του αδελφού του, Νίκου να ακολουθήσει αυτήν την πορεία του πατέρα προς τον ουρανό, σε κάτι που μοιάζει να μας απομακρύνει από εκεί που οι άνθρωποι αλυσοδένονται και υποφέρουν. Ο συγγραφέας αλυσοδεμένος με τη γη, παρόλο που του αρέσει να μοιράζεται τη θέα του ουρανού, δεν αποδεσμεύεται από τα χθόνια, μια που μοίρα του, όπως και κάθε συγγραφέα, είναι αυτή η ίδια η εναλλαγή της Περσεφόνης. Άλλοτε στον πάνω κόσμο άλλοτε στον κάτω. Δεν είναι, επομένως, τυχαίο το ποίημα που επιλέγεται να μπει στην αρχή του βιβλίου. Ας μη λησμονούμε ότι ο Εξυπερύ υπήρξε αυτό το κράμα της φυγής και της λογοτεχνικής καταγραφής, του οποίου το μερίδιον, κατά το δεύτερον τουλάχιστον, από την οικογένεια του αφηγητή έλαχε στο συγγραφέα. Να μπορεί δηλαδή να αφηγείται «τις φανταστικές ή/και αληθινές ζωές». Μη ξεχνώντας ότι η μοίρα αυτή είναι κάτι που κυλάει στις φλέβες και γίνεται πόνος και θλίψη και χωρίς νόημα. Μέχρι να την ονομάσουμε. Μετά μένει να την παλέψουμε. Ή μήπως ονομάζοντάς την σημαίνει ότι την έχουμε ήδη παλέψει σε μια μάχη χωρίς νικητή;

Και όπως λέει ο ίδιος: «…αίφνης βρήκα το πολυπόθητο νόημα. Αυτό το νόημα που βρίσκω κάθε φορά που αφηγούμαι μια ιστορία».[5] Στον Ηλία Μαγκλίνη, λοιπόν, έλαχε το μερίδιον να μπορέσει να την ονομάσει και να βρει το «πολυπόθητο νόημα». Μπόρεσε να την ξορκίσει μνημειώνοντάς την, αλλά και κάνοντάς μας κοινωνούς της, ώστε να διανύσουμε μαζί του την πορεία αυτή, ψηλαφώντας τα δικά μας πιθανά σημάδια μιας κοινής μοίρας. Ο Μαγκλίνης κατόρθωσε να αφηγηθεί όπως η Ελένη τις περιπέτειες του τρωικού πολέμου στον Τηλέμαχο: βρήκε τον τρόπο να μας κάνει να τις ακούσουμε με προσοχή και προσήλωση και εν ταυτώ να τις αντέξουμε, χωρίς να μας ποτίσουν με θλίψη ή με εμπάθεια, παρόλο που μας βυθίζουν στην αγωνία τους.

Υπενθυμίζοντας πως ζούμε σε έναν κόσμο που, ενώ κουράστηκε από τους προφήτες, δεν χόρτασε ακόμη το αίμα…Εξάλλου, είναι κοινός τόπος πως προτού προλάβει καλά καλά να κλείσει ένα τραύμα μας ήδη έχει γεννηθεί ένα νέο… Ή για να το πούμε αλλιώς: λες κι έχουν
«ποτέ τελειωμό/τα πάθια κ’ οι καημοί του κόσμου»[6]

[1] Ηλίας Μαγκλίνης, «Μια ζωή, μια ιστορία», εφημ. Καθημερινή, ηλεκτρονική έκδοση, 01-01-2020 (τελευταία ανάκτηση 18-08-2020)
[2] Ηλίας Μαγκλίνης, Είμαι όσα έχω ξεχάσει, Μεταίχμιο, 2019.
[3] Άννα Αφεντουλίδου, Ιστορίες εικονικής ισορροπίας, Γαβριηλίδης, 2013.
[4] Ηλίας Μαγκλίνης, Πρωϊνή Γαλήνη, Μεταίχμιο, 2015.
[5] Ό.π. σημ. 1.
[6] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Το μυρολόγι της φώκιας», Άπαντα, τ.4ος, εκδ. Δόμος, σ. 300.