Scroll Top

Ελευθερία Θάνογλου: Ο θάνατος των πτηνών – Παρουσίαση από την Αλεξάνδρα Ζαμπά

“Kαπνίζω λίγο ή καθόλου μα όταν βραδιάζει βγάζω τον καπνό από το συρτάρι” μιλά χαμηλόφωνα η Ελευθερία Θάνογλου ενώ στέκεται μετέωρη στο πεζοδρόμιο της Λάρνακας έξω από το “Σιδεράδικο”˙ μαγαζί με μπουζούκια στο ξεφάντωμα και ανάμεσά τους η φωνή μιας νεαρής υπόσχεσης. Εγώ σιωπώ. Με κοιτάζει, σκέφτεται, με ξανακοιτάζει. Όλα μετέωρα και τα Σαββατόβραδα της Λάρνακας κρέμονται: “Ο κρεμασμένος // ονειρεύεται τη γή˙ // το δέντρο / τον ουρανό.//” σελ. 18. Μετέωρο μεταξύ γης κι ουρανού το τραγικό βιβλίο της Ελευθερίας. Ο θάνατος είναι ο πρωταγωνιστής που κουρνιάζει σε ποιήματα ξένων πεθαμένων, μα και του ίδιου του πατέρα “στο μαρμαρένιο δάσος”. Προσέρχεται σε μιαν αόριστη διαφάνεια από βουάλ λουρίδα, χωρίς κεντήματα και ανάγλυφα σχέδια, να στέκεται αιρούμενη μεταξύ ουρανού και γης, να κρατάει γερά το στήθος των πουλιών στην προσπάθειά τους να την ξεπεράσουν. Στο απελπισμένο πέταγμα τρυπούν με το ράμφος τους την διαφορά, αφήνουν μικρές τρύπες: περάσματα για ισχυρά ρεύματα φωτός. Μέσα στο εκτυφλωτικό φως μόλις που διακρίνεται το αγκομάχημα των ποιημάτων, το χαλαρό πέταγμα πλάνα μέχρι την τελική πτώση:«όλο το βράδυ / σπάζανε κλαδιά / στον ύπνο του //» σελ. 17. Μαζί με τα πουλιά υψώνονται στο λευκό του βιβλίου σελίδες μαύρες με λευκά γράμματα όπως στη σελ. 16:

«Το λάλημα του κόκορα /άχρηστο·/ κανείς εδώ / δεν θα ξυπνήσει //»- Και στη απέναντι λευκή σελίδα: Αυτά τα δέντρα που προσπερνάμε / καθώς διαβαίνουμε, / αυτά τα δέντρα // ποιός θα τα προσέξει ;//

Εν τω μεταξύ, τα χρόνια σπάνε και στη πτώση τους γίνονται απλοί αριθμοί οι οποίοι κλείνουν στα σύμβολά τους, τον ρυθμό της ποίησης, του χορού το βήμα, της κίνησης το ανέκφραστο, σπαζοκεφαλιά για αρχαιολόγους οι οποίοι περνούν τις πολύτιμες ώρες τους ροκανίζοντας οστά, μελετώντας ενδείξεις σφαγιασμού˙ την ακεραιότητα του δείγματος για τις επόμενες γενιές, αριθμίζοντάς τα με αξιοσημείωτες μεθόδους. Κι ενώ η ποιήτρια γράφει για την ποίηση και την έννοιά της, για τα πτηνά και το θάνατό τους, αντιλαλούν οι στίχοι της Κικής Δημουλά «…Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα…».

Είμαι της γνώμης ότι η ποίηση των νεοελλήνων είναι αξιόλογη, ίσως γιατί οι Έλληνες είναι σε συνεχή αναμονή, περιμένουν μεγάλες στιγμές. Και ο Οδυσσέας Ελύτης από την μεριά του γράφει: “Να περιμένεις μεγάλες στιγμές, να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις”. Η αναμονή κρύβει την ελπίδα, γι’ αυτό οι Έλληνες κι αν μιλούν ή τραγουδούν τον θάνατο, δεν τους λείπει η ελπίδα. Θα πρέπει να μεταφράζονται τα ποιήματα των Ελλήνων να τ΄ ακούουν και άλλοι που ζουν σε έτερους ορίζοντες, σε γκρίζους ουρανούς, παγωμένα εδάφη, ερήμους όπου τα ζώα λιγοστά, δίχως φτερά σέρνονται .

Μεταφράζω στην ιταλική δύο ποιήματα από το ξεχωριστό αυτό βιβλίο.

1.
Σελ. 26

                              Σε χρόνια ανομβρίας
μόνο οι νεκροί δεν διψάνε

Παρενθέσεις

VΚάποτε και τ’ αγάλματα στα κοιμητήρια
κουράζονται απ’ τις ίδιες εικόνες.
Γι’ αυτό αναζητούν διέξοδο
διαφυγής μέσα στα ποιήματα.

Δεν είναι ο άνεμος,
η βροχή και ο τρόπος των ανθρώπων
που αλλάζει τη φυσιογνωμία τους
αλλά το ποίημα
που τα περιέχει.

2.
Σελ.29-33
                           Ασάλευτη νύχτα
σκοτάδι ασάλευτο
πώς μιμείσαι τις κινήσεις μου!

Ετοιμόρροπα θαύματα
Διαμελισμένες μέρες
στο κίτρινο φως του φθινοπώρου
νύχτες ετοιμόρροπες στη σιωπή
χωρίς τη φωνή αγαπημένου προσώπου·
ανυπεράσπιστη η ζωή μου
παραληρεί σε άρρωστο ύπνο.Το θαύμα των λέξεων
άδειο ρούχο στο πάτωμα
μια πένθιμη κορδέλα η γραφή.

Ποιήματα πηγάδια
δέχονται
κουβάδες τρυπημένους.

1.
pg. 26

                          Negli anni di siccità
              solo i morti non hanno sete


Parentesi
VTalvolta anche le statue nei cimiteri
si stancano delle solite immagini.
Ecco perché cercano una via d’uscita
fuggono nelle poesie.

Non è il vento,
la pioggia e i modi delle persone
che cambiano la loro fisionomia
ma la poesia
che li contiene.

2.
pg.29-33

                            Notte immobile
oscurità
immobile
come imiti bene
i miei movimenti!
Giornate disintegrate
nella luce gialla dell’autunno
notti crollate nel silenzio
senza la voce di una persona amata;
la mia vita indifesa
delirio nel sonno malato.Il miracolo delle parole
vestito vuoto sul pavimento
la scritta un nastro a lutto.

Pozzi di poesie
ricevono

secchi forati.