Ένα ταξίδι σε μνήμες από συναισθηματικές στιγμές του παρελθόντος εκφέρονται ως το χρονικό μιας βαθιάς και θερμής εξομολόγησης ή ως μονόλογος μιας συνομιλίας που δεν έγινε ποτέ. Ή ακόμα ως στοχασμός, ως απολογισμός, με γλώσσα κατανοητή και περιγραφικά διαλεκτική που δημιουργεί μία αισθητική – αισθησιακή ατμόσφαιρα.
Όλα ανεξαιρέτως τα ποιήματα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία καθώς η αλληγορική πραγματικότητα κινείται ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά, επιτυγχάνοντας ένα έξοχο αποτέλεσμα. Στίχοι ως απολογίες ζωής και συναισθημάτων:
Να ζούμε μέσα στο κεφάλι μας;
Με ονειρεύεσαι τις νύχτες κι εσύ
Όταν προσπαθείς να κοιμηθείς;
Έχεις διαλέξει πλευρά;Η ποιήτρια μέσα από τη θεματική των ποιημάτων της που μοιάζουν σαν ιστορίες μακρινές, παραμυθένιες, προβάλλει ένα βαθύτερο ύφος που πιθανόν να ενοχοποιεί και να προβληματίζει, όσον αφορά τις ανθρώπινες συμπεριφορές μπροστά στις ανθρώπινες σχέσεις.
Ποιητικό ύφος με πλοκή που μεταπηδά από το εγώ στο εμείς αντικατοπτρίζοντας τη σχέση κατάκτησης και τις διαφοροποιήσεις του υποκειμένου με το περιβάλλον.
Ουσιώδης έκφραση με αποφθεγματική συμπύκνωση λόγου ως απολογία ζωής. Γραφή που δραματοποιεί τον έσω κόσμο της ποιήτριας, τις εποχές των όμορφων στιγμών στην αναλλοίωτη πίστη της αισθηματικής αγάπης, εκεί που όλα φαντάζουν ιδανικά: Λόγια και πράξεις, που υπάρχουν μόνο στα παραμύθια.
να χαίρεται τόσο τις πτώσεις του
Δεν στο ‘πα για
να μην πάρεις φόρα μεγαλύτερη
Και κάθε δορά από ύψος μεγαλύτεροΗ αφηγηματική χροιά των στίχων αποδίδεται με σπαρακτική ειλικρίνεια για το πρόσωπο το ένα, το μοναδικό, που γίνεται αφορμή για ζωή και για ποίηση εμπνευσμένη. Συχνά κορυφώνεται σε δραματικό παράπονο ή αμφισβήτηση και πάντα εκφρασμένο μέσα από κάθε συμβατική αίσθηση. Η ποιήτρια με επιμέλεια αφοσίωσης προς τον προορισμό εγγίζει το υπαρξιακό πρόβλημα της σχέσης θέλοντας να φτάσει στην κάθαρση που θεωρεί· πως δεν είναι άλλη από τον μοναδικό πυρήνα, εκεί που βρίσκεται η αγάπη. Διάχυτη είναι και η αίσθηση της ειρωνείας μπροστά στο μακρινό παρελθόν που μοιάζει ξένη χώρα.
Τα χέρια σου
Αν κάτι μου λείπει
είναι τα χέρια σου
Κι αυτή η πικρή
στυφή γεύση απ’ το λαιμό σουΟ έρωτας από τη φύση του ανήκει στη σφαίρα του άρρητου και καθώς όλα έχουν σχέση με την ψυχή, με την πιο βαθιά και απόκρυφη διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι σχεδόν ένα μυστήριο, γιατί η άλλη πλευρά του, η σκοτεινή, συνοδεύεται από τη σιωπή.
Μεστός λόγος και απόλυτα εμφανής η πρόθεση της ποιήτριας να καταβυθιστεί στον λαβυρινθώδη κόσμο του φαντασιακού, -εκεί που η ζωή στην ολότητα της εγκαταλείπει κάθε μονόπλευρη προοπτική από τις αισθησιακές ιδέες- προσπαθώντας να επιτρέψει στον εαυτό της να αναδυθούν όλες οι αναζητήσεις και οι δαίμονες που έχουν φωλιάσει στις σκιερές ρωγμές του χρόνου.
Είναι αυτό το μυστηριακό ταξίδι όπου μέσα από τα μονοπάτια του έρωτα, ο καθένας συναντάει τον άλλον και πίσω από τον άλλον τον ίδιο του τον εαυτό.
Χάνονται οι εραστές όταν πεθαίνουν;
Και οι αγάπες που
έχουν μείνει ανολοκλήρωτες
από διακριτικότητα, δειλία, ή συγκυρίες;Τα όρια της αγάπης και του πόνου υποδηλώνουν δύο διαφορετικές εμπειρίες, όσο και δύο βασικές και διασταυρούμενες διαστάσεις της ίδιας εμπειρίας όπου η φαντασίωση, η σχετική με τις επιθυμίες, αυτή που ως εσωτερική δύναμη πλάθει το αγαπημένο πρόσωπο, πρέπει να τα βγάλει πέρα με την πραγματικότητα αυτού του προσώπου και με τις προσωπικές φαντασιώσεις του που βαραίνουν υπερβολικά τις αισθήσεις της ζωής και του θανάτου. Της παρουσίας και της απουσίας, της συνεύρεσης και της μοναξιάς, της έλξης και της αγωνίας, της ελευθερίας και της υποταγής· με τις ενοχές της. Του σεβασμού και της υποτίμησης, με τις δυνάμεις και τις αδυναμίες. Της φαντασίας και της πραγματικότητας. Του φωτός και της σκιάς, της τρυφερότητας και της βίας, του διαλόγου και της έλλειψης επικοινωνίας. Της εμπιστοσύνης και της ζήλειας. Της πίστης και της Προδοσίας. Τις ψυχολογικές εκφράσεις και την άβυσσον του πόνου. Ώς η Άβυσσος άβυσσον επικαλείται
Άβυσσος άβυσσον επικαλείται
Η σκοτεινιά τη σκοτεινιά
Και η πληγή στην πληγήΗ συλλογή κάλλιστα ονοματίζεται ως μία ανθολογία του έρωτα και δεν είναι καθόλου δύσκολο να φαντάξουν οι έννοιές τους, ανάμεσα στα διάφορα ποιήματα που πραγματεύεται η Ελένη Γκίκα. Θέτουν ενώπιων απτών πειρασμών στον απολογισμό γεγονότων και δημιουργικών ενεργειών των σωμάτων. Κομμάτια φαντασιακού πόθου σπρωγμένα απ’ τη συνείδηση να βρει το νόημα του άλλου με τη γλώσσα των ματιών, το φιλί, την εξομολόγηση, την ιερότητα του σώματος, την απελευθέρωση της υποκειμενικότητας, τη δημιουργικότητά, την ατομικότητα, την έλλειψη επικοινωνίας, την εξουσία.
Όλα σχεδόν τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται, το μυστήριο του έρωτα ή καλύτερα τα μυστήρια του έρωτα, δεν αποκαλύπτονται ποτέ. Μα εκείνο που κυρίως κάνει τις λέξεις να γοητεύονται από τον έρωτα, είναι ο απόλυτος χαρακτήρας του. Η απαίτησή του για αιωνιότητα και τελειότητα. Η σιγουριά των ερωτευμένων ότι έχουν βρει το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να ικανοποιήσει το ατελεύτητο των αιώνων.
εκεί να επιμένεις
«μα εμείς γνωριζόμαστε από πάντα –
γι’ αυτό και αναγνωριστήκαμε εύκολα»Στίχοι που καταλήγουν σε ένα συμπέρασμα, πώς είναι δομημένοι με το αίσθημα έλλειψης και προσπαθούν να καλύψουν με την άδολη αγάπη, κάθε σημείο της μνήμης πού έχει ανέπαφη την αξιοπρέπειά της. Και γεννάται η σκέψη, πως δεν υπάρχουν ανάξιοι ή επονείδιστοι έρωτες, αφού η κάθε ερωτική εμπειρία ανταποκρίνεται στις βαθιές ανάγκες του ατόμου.
Στα πρώτα στάδια του έρωτα δημιουργείται η αυταπάτη πλήρωσης ενός βασικού δομικού κενού, ότι τίποτα δεν πάει χαμένο, γιατί το πρόσωπο που υπάρχει γεμίζει το κενό που ενυπάρχει σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα και τείνει αενάως να πληρωθεί μέσα από την αγάπη και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες ακόμα και αρνητικές.
Ορατό το αίσθημα της έλλειψης και αυτό είναι κάτι που ωθεί την ποιήτρια να αναπληρώσει μέσω των ποιημάτων της, μέσα από τους στίχους της, αυτήν ακριβώς την πλήρωση του κενού, σε βαθμό που να διεγείρει τη σκέψη, ό,τι οι εξωτερικές εικόνες που δημιουργεί ο λόγος της, είναι αποτέλεσμα ψευδαισθήσεων ή αποκυήματα φαντασίας στην προσπάθεια να βρεθεί ή να αποκατασταθεί η χαμένη ολότητα.
και ο τρόπος που κρατούσες το τσιγάρο
τα χέρια σου σ’ ένα ανοιχτό παράθυρoΜέσα από το λόγο της Ελένης Γκίκα, η ένταση και ο πόνος της απώλειας του άλλου μεταμορφώνεται σε ελπίδα και σε μοίρασμα των βαθύτερων αληθειών με την μορφή της υπόσχεσης και την αυτογνωσία πως η ευτυχία που υπήρξε πλάι σε εκείνο τον εξαιρετικό άνθρωπο που δεν μας χαρίστηκε και επιβάλει την απόγνωση με το δραματικό τέλος της σχέσης, κάτι που συναισθηματικά δεν κλείνει η υπόθεση, αλλά βάζει τις βάσεις πάνω στα οποίες θα χτιστεί μια νέα ζωή που θα φέρει μέσα της όλο το παρελθόν.
Κι εμείς οφείλουμε να μάθουμε
ν’ αγκαλιαζόμαστε
από διαφορετικό ουρανό
Τα ποιήματα της Ελένης Γκίκα, φανερώνουν ζωντανές αλήθειες. Σαν να είναι ο καθρέφτης του Άλλου που αντικατοπτρίζει τον εαυτό του. Γιατί όλοι οι άνθρωποι έχουνε κάποια στιγμή νιώσει την απελπισία να τους κατακλύζει και να μην βρίσκουνε απαντήσεις στα εμμονικά ερωτήματα που θέτουνε στον εαυτό τους.
Τα ποιήματα της είναι ένα ευχάριστο ξύπνημα απ’ τις προσωπικές συστολές που ενυπάρχουν στον καθένα άνθρωπο. Φανερώνουν την αυτεξουσιότητα του ασύνορου και του άχρονου της ζωής κάνοντας την να εμφανίζεται ακέραια με έναν τρόπο ίσως πέρα απ’ το φόβο του άγνωστου σε κάποιες συγκεκριμένες αισθήσεις, που μπορεί να υπάρχει ο πραγματικός παλμός της ζωής.
Αυτό τον παλμό που μόνο η ποίηση έχει τη δύναμη να μεταφέρει σοβαρά μηνύματα. Να αφυπνίσει και ως άλλο καθαρτήριο «Δαντικό» να ταξιδέψει σε τόπους υπέρτατα νοητικούς.
Εκεί που η άβυσσος άβυσσον επικαλείται.