Η νέα συλλογή διηγημάτων της Ελένης Εφραιμίδου «Γκέρα» (Σαιξπηρικόν, 2020) επαναφέρει στο διάλογο το ζήτημα της ποιητικής στη διηγηματογραφία και τη μυθιστοριογραφία. Πρόκειται για μία σειρά διηγημάτων που εντάσσονται μεταξύ ιστορικής μυθοπλασίας και ντοκουμέντου. Πρόκειται για αφηγήματα που αναφέρονται στην περίοδο της βουλγαρικής Κατοχής της Θράκης, συχνά με υποτυπώδη πλοκή, που αναδεικνύει τις δυσκολίες και τα βάσανα του άμαχου πληθυσμού. Όλο όμως το βιβλίο στην αναγνωστική πρόσληψη λειτουργεί ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα με ένα πλήθος ηρώων σε αυτοτελή επεισόδια. Το γεγονός ότι συνεκτικός δεσμός (και βασικός χαρακτήρας) παραμένει η ίδια ιστορική περίοδος και η πλοκή επικεντρώνεται στα βάσανα του πληθυσμού, η συλλογή στην ερμηνεία του αναγνώστη λειτουργεί ως ένα ενιαίο μυθοπλαστικό έργο, παρά τα διαφορετικά ονόματα των χαρακτήρων και τις διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές. Η έμφαση που δίνει η συγγραφέας στα ήθη και τις αντιλήψεις των ανθρώπων της θρακικής υπαίθρου και στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα δεινά στην καθημερινή τους ζωή, ενισχύει την παραπάνω διαπίστωση.
Η Εφραιμίδου καταθέτει μία αισθητική πρόταση που συνδέει τη μικρή φόρμα, το απομνημόνευμα και την ηθογραφία με τον πειραματισμό στην ποιητική και τους αφηγηματικούς τρόπους. Αυτό στο οποίο ξεχωρίζουν τα διηγήματα της Εφραιμίδου είναι η ποιητική του κειμένου και η λυρική διάθεση. Η ποιητική γλώσσα δεν γοητεύει μόνο τον αναγνώστη με τις πλούσιες μεταφορές, τις παρομοιώσεις και τα ιδιαίτερα ποιητικά υπαρξιακά αποφθέγματα που καταθέτει η δημιουργός, αλλά συμβάλλει στη συμμετοχή του στη δράση και στην αισθητοποίηση των δεινών του πληθυσμού κατά τη βουλγαρική Κατοχή. Η λυρική διάθεση αποκαλύπτει τη σκληρότητα των βουλγαρικών στρατευμάτων, τον ρόλο των Ελλήνων καταδοτών, είτε έφταναν στην προδοσία από οπορτουνισμό είτε για λόγους ανάγκης. Η γλαφυρότητα αποτυπώνει με ζωντάνια τον διαρκή αγώνα για επιβίωση διάρκεια μιας εποχής αποκτήνωσης και αποανθρωποποίησης.
Οι διαφορετικές αφηγηματικές φωνές πλουτίζουν το κείμενο και ενισχύουν την αληθοφάνεια της μυθοπλασίας. Ο παντογνώστης αφηγητής εναλλάσσεται με τον πρωτοπρόσωπο και ο απομνημονευματικός χαρακτήρας με την “αντικειμενική” περιγραφή. Εξάλλου η ίδια η δημιουργός παραθέτει σαν σε επίμετρο αποσπάσματα συνεντεύξεων με βιώματα εκείνης της περιόδου και σε αρκετές περιπτώσεις υποσημειώνει ιστορικές πληροφορίες με αναφορά σε βιβλιογραφικές πηγές της τοπικής ιστορίας. Σχόλια του αφηγητή ως σε μεταμυθιστόρημα, λαογραφικές πληροφορίες και γραμμική αφήγηση συμπλέκονται σε ένα ρευστό συνεχές. Η ντοπιολαλιά που εντάσσει λειτουργικά –και με την πρέπουσα φειδώ, ώστε να μην αποθαρρύνει τον αναγνώστη και να μην κουράζει– ενισχύει την παραστατικότητα της μυθοπλασίας, είτε αφορά κατανοητούς ιδιωματισμούς (που αποδίδονται με φροντίδα στην τοπογραφική αποτύπωση με αποστρόφους) είτε πρόκειται για ιδιωματικές εκφράσεις της τοπικής διαλέκτου (που μεταφράζονται με υποσελίδια σημείωση). Η μπαχτινική αυτή πολυγλωσσία δεν ζωντανεύει μόνο ηχητικά τη σκηνή, αλλά ενισχύεται και η μυθοπλαστική αλήθεια αυτός ο αναγνώστης να τοποθετείται στο πεδίο δράσης. Ταυτόχρονα, ενδυναμώνει τον ηθογραφικό χαρακτήρα του κειμένου. Οι –μη εκτεταμένοι– διάλογοι εντάσσονται ως δομικό στοιχείο μέσα στην αφήγηση και την περιγραφή, χωρίς να τοποθετούνται ανάμεσα σε παύλες ή εισαγωγικά, προσφέροντας παραστατικότητα στο κείμενο με τη ζωντάνια του άμεσου λόγου και της σύντομης ισοχρονίας. Στον προφορικό λόγο, εξάλλου, δεν υπάρχουν εισαγωγικά ή παύλες. Έτσι και φράσεις με επίκεντρο το πρώτο ή δεύτερο ενικό γραμματικό πρόσωπο που θεωρούνται διάλογοι, τοποθετούνται στο εσωτερικό μιας παραγράφου που αφηγείται σε τρίτο πρόσωπο. Ωστόσο αυτό δεν ξενίζει τον αναγνώστη κι ούτε δυσκολεύει τη ροή της αναγνωστικής διαδικασίας. Αντίθετα επιτρέπει στο κείμενο να ρέει αβίαστα και με φυσικότητα.
Σε ιδεολογικό πεδίο η Εφραιμίδου επαναφέρει στο δημόσιο διάλογο την ξεχασμένη από πολλούς βουλγαρική κατοχή, που σε αρκετές περιπτώσεις ήταν κτηνωδέτερη (τηρουμένων των αναλογιών της γεωγραφικής έκτασης). Οι γερμανικές θηριωδίες σε εθνικό επίπεδο έκαναν να ξεχαστεί η βουλγαρική βαρβαρότητα. Πείνα, βασανιστήρια και τουφεκισμοί ήταν η καθημερινότητα της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Άνθρωποι που βοηθούσαν στις δυσκολίες και άνθρωποι που εκπαιδεύουν τους πάντες και θησαύρισαν. Προδότες και βουλγαρόφιλοι, πεινασμένοι και οπορτουνιστές λαμόγια κατέληγαν οποιονδήποτε κάθε στιγμή σχεδόν.
Ωστόσο, η δημιουργός αποφεύγει τις εθνικιστικές εξάρσεις. Η προσφυγιά (από Πόντο και Ανατολική Θράκη) δίνει τον τόνο του δράματος του πληθυσμού, που μετά τον ξεριζωμό κατέληξε να πεινά και να παλεύει ξανά για την επιβίωση του. Μολονότι οι αναφορές στην Αντίσταση κρίνονται λίγες, συγκριτικά με τον όγκο του υπολοίπου υλικού, στόχος της συγγραφέως είναι να δείξει τη ζωή των αμάχων. Παρά όμως τούτη την έμφαση στα δεινά του πληθυσμού, η Εφραιμίδου μένει ψύχραιμη και στέκεται μακριά από κάθε εθνικιστική υστερία, ρίχνοντας «κλεφτές ματιές» στην ψυχή Ελλήνων, Βουλγάρων, μουσουλμάνων και προσφύγων της Ανταλλαγής. Αντιθέτως απομακρύνεται από τον εθνικιστικό λόγο δίνοντας έμφαση στον ρόλο του πληθυσμού που συμμάχησε με τις βουλγαρικές δυνάμεις και ενίοτε βλέποντας τους κατακτητές ως ανθρώπους. Οι κατακτητές στα διηγήματα δεν ήτανε όλοι «βρικόλακες». Και αυτός ακριβώς είναι ο αντιπολεμικός χαρακτήρας αυτού του βιβλίου. Σε περιόδους πολέμου οι άνθρωποι, κατακτητές και κατακτημένοι, αποκτηνώνονται. Οδηγούνται σε θηριωδίες που ποτέ δεν θα έπρατταν σε περίοδο ειρήνης και ασφάλειας. Η Εφραιμίδου καταθέτει ένα βαθιά αντιπολεμικό και υπαρξιακό έργο, γεμάτο ποίηση και βάσανα από τους συνεχείς πολέμους, που ξεπερνά λόγω της λογοτεχνικής του αξίας την ιστορική μαρτυρία. Γιατί θα ήταν λάθος να αντιμετωπίσουμε το βιβλίο μόνο ως ιστορική μαρτυρία.