ΟΔΟΣ ΟΦΘΑΛΜΙΑΤΡΕΙΟΥ
Στον καπετάν Κρυστάλλη, τον πατέρα μου.
Η συγγραφή και η έκδοση του μυθιστορήματος του Βαγγέλη Αυδίκου, Οδός Οφθαλμιατρείου, νομίζω πως είναι σχεδόν η έκβαση μιας πληθώρας πράξεων θαυμασίας έκστασης και ενθουσιασμού, με αποδέκτη τον Κώστα Κρυστάλλη, ένας μαζικός «ευτυχισμός», λέξη σχεδόν αποσυρμένη, που χρησιμοποιεί και ο Κρυστάλλης. Η συναισθηματική φόρτιση που έφερε το βιβλίο, δε συνδέεται μόνο με την ποιότητα του έργου του ποιητή, αλλά και με τα βιώματα και τη μνήμη για τον θλίβερο βίο του τραγουδιστή της χαράς για τη ζωή και την ειρήνη. Βίος θλίβερος για τη φτώχεια, τις αδικίες που ετράβηξε, τις περιφρονήσεις που ένιωσε, επειδή ήταν ραγιάς. Αυτός ο «ισχνός, κοντός, ξηραγγιανός, μιας κλοτσιάς άνθρωπος», ο καταδικασμένος από τουρκικό στρατοδικείο στα Γιάννενα σε 25 χρόνια εξορία. Ο θάνατός του από φθίση σε ηλικία 26 ετών και τα πηγαινέλα της σακούλας των κοκάλων του, όταν εκτάφηκε ως μουσουλμάνος στην Άρτα, μπορούν να παραβληθούν με δεύτερο και τρίτο θάνατο.
Η Οδός Οφθαλμιατρείου, στις εκδόσεις Εστία, έχει ένα ελκυστικό και εντυπωσιακό εξώφυλλο από τη Ρεβέκκα Βιτάλ και νομίζω πως είναι το πιο λογοτεχνικό βιβλίο του Αυδίκου. Το μυθιστόρημα αφιερώνεται στον Μιχάλη Γκανά, που νιώθει τον Κρυστάλλη σαν μικρότερο αδελφό του, δηλώνοντας έτσι τη σπουδαιότητα και την αξία της επιλογής της δημοτικής ως γλώσσας των ποιημάτων του, αλλά και το πώς μπήκε ο ίδιος στην αγάπη για όλα τα ψηλά βουνά, όπως ακριβώς περιγράφονται αυτά στον Αίγαγρο του Εμπειρίκου. Το βιβλίο χωρίζεται σε δώδεκα κεφάλαια με τίτλους που παραπέμπουν και ποιητικά στον Κρυστάλλη. Στο μυθιστόρημα επανέρχεται με πολλούς τρόπους το ερώτημα πώς δε θα ξενέψουμε. Ο Γιάννης Δάλλας, στο ποίημά του, με τίτλο «Ο γυρισμός του μετανάστη», μιλάει για την επιστροφή του: «πήγε λαντζιέρης και γυρίζει αμερικάνος». Αυτό αποτιμάται ως «αλλοτρίωση και αναστροφή πορείας». Εξ αντιθέτου: ο πρωταγωνιστής του Αυδίκου ο Κρυστ, ελληνοαμερικανός, δεύτερης γενιάς μετανάστης, δεν είναι λαντζιέρης αλλά απόφοιτος Πανεπιστημίου με καλή εργασία. Κατάγεται από το Συρράκο και όλο λέει σιιτς και σιιτς. Ο Κρυστ, μέσα από ένα πνεύμα αντιρρησιακό αρχικά ως προς τον Κρυστάλλη, διαλέγει την ποίηση «ως αντίβαρο στους αριθμητικούς υπολογισμούς». Αγοράζει όλα τα βιβλία του, τον μελετά και αποφασίζει να επιστρέψει στην Αθήνα, προκειμένου να κάνει τους ίδιους δρόμους μ’ αυτόν συνομιλώντας μαζί του εκ βαθέων. Πίσω από την επιλογή της επιστροφής στην Αθήνα, ωραίος μύστης, με το υπόγειό του να έχει μετατραπεί σε ναό του Κρυστάλλη και του Σταυραετού, είναι ο θείος του, «αναζητητής της ευωχίας των λέξεων και της λογοτεχνίας». Πιστεύει πως η συνάντηση η ποιητική με τον Κρυστάλλη απαιτεί τελετουργίες, ενώ η γνώση δίνεται μόνο σε όσους την αναζητούν. Συγχρόνως ο Κρυστ θα αναζητήσει την ποίηση και τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίζουν οι δεσμοί με τον τόπο, αλλά και οι ρίζες. Στην Οδό Οφθαλμιατρείου, ο Κρυστάλλης επανέρχεται ως απέθαντος Κωσταντής χωρίς άλογο, από το τραγούδι του Νεκρού αδελφού, παρόλο που στην εξέλιξη του μύθου υπάρχει ένα άλογο συνδεμένο με τον Τζον Γουέιν, μια απαγωγή και το κυνήγι των Ινδιάνων. Ο Κρυστάλλης γυρνάει πίσω για να «λογοδοτήσει», να διευκρινίσει, να εξηγήσει και να σταθεί μπροστά στους αναγνώστες λογοτεχνίας τον 21ο αιώνα, με τους θησαυρούς της ποίησής του. Η επιστροφή του είναι σαν το άνοιγμα μιας χρονοπύλης σε άλλη διάσταση, μια χρονική ρωγμή, ένας «γεφυρισμός» (Δάλλας), από τον 19ο αιώνα στον 21ο .Το βιβλίο είναι δομημένο με βαθιά τη γνώση των Απάντων του Κρυστάλλη και πολλά σχόλια πολιτικά και ιδεολογικά. Το νεανικό χιούμορ του νέου Κρυστάλλη δεν κρύβεται, καθώς επικοινωνεί με τους φίλους του σε μια γλώσσα χυμώδη, χωρίς σεμνοτυφία. Το μυθιστόρημα πλαισιώνουν και άλλα ερωτήματα: τι μπορούν να μάς πουν οι ποιητές και οι διανοούμενοι σε καιρούς δύσκολους, ποιες μπορεί να είναι οι οδηγίες χρήσεως, προκειμένου να ζήσουμε καλά και ως «ρέστοι βιοπαλαιστές» «ή εμιγκρέδες»; Τι μπορεί επίσης να συνδέει τον 19ο αιώνα με τον 21ο, τι γίνεται με τη μνήμη ανθρώπων και λαών, πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί η κρίση, οι πεινασμένοι, οι ταπεινωμένοι, οι άρρωστοι, οι πρόσφυγες, ποιοι είναι οι τρομοκράτες και ποιους τρομοκρατούν; Όλα αυτά, δηλαδή, που συνοψίζονται στο ερώτημα πώς αλλάζει ο κόσμος. Στο βιβλίο υπάρχει έντονη κριτική στους μεγαλοσχήμονες και την εξουσία, ενώ περιγράφεται η πολιτική κρίση, η έντονη αναταραχή στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσα σε νέους που ζητάν το δίκιο τους και σε όσους βλέπουν στάσεις τρομοκρατικές σε αυτούς που τους συμπαραστέκονται.
Ο ίδιος ο Κρυστάλλης, με βαθιά ειλικρίνεια, διά του Αυδίκου πάντα, ξαναβλέπει τη ζωή του, τη σκέφτεται και την κρίνει, ενώ αναστοχάζεται τα συμβάντα της και τα περιθώρια τροποποιήσεων. Γυρνάει, όμως, σ’ αυτή τη ζωή, δυστυχώς, πάλι με την ίδια υλική πείνα. Αναρωτιέται, παράλληλα, ποιος θάνατος είναι καλύτερος: να πεθαίνεις από φθίση, αφού πρωτύτερα έχεις κερδίσει το λαχείο ή στο Δρομοκαϊτειο, συγκρίνοντας τον δικό του θάνατο με τον θάνατο του φίλου του Μιχαήλ Μητσάκη. Αν ο μετέπειτα πρωθυπουργός, Σπυρίδων Λάμπρος, φώναζε με ενθουσιασμό στον πατέρα του ποιητή στα τουρκοκρατούμενα Γιάννενα «Για το έθνος Μήτρο», καθώς άδειαζε η τσέπη του Μήτρου όσο εκείνος μιλούσε, ο Κρυστάλλης στη συνέχεια, δε θα βρει καμιά συμπαράσταση. Κυνηγημένος πρόσφυγας κατέφυγε στην Ελεύθερη Ελλάδα, περιμένοντας ματαίως αναγνώριση της εθνικής του δράσης. Αντίθετα, για την υποτροφία που περίμενε και που ήθελε, χωρίς να θεωρεί πως εξαργυρώνει ωφελιμιστικά τους αγώνες του, γράφει: «έμαθα από τη γραμματέα του πως η υποτροφία έγινε πουλί διαβατάρικο, ενεφανίσθη απροσδοκήτως, μου είπαν, ένας λαμπρός νέος εκ Πελοποννήσου». Στην εργασία που τού βρίσκει ο Σπυρίδων Λάμπρος στην Οδό Οφθαλμιατρείου ως τυπογράφου -τραγική ειρωνεία-, ο τραγουδιστής παίρνει το δηλητηριώδες αντιμόνιο. Οι στίχοιτων ποιημάτων του Κρυστάλλη είναι σκορπισμένοι σε όλο το κείμενο και υπογραμμίζουν, με την ομορφιά τους, την ανθρώπινη τρυφερότητα. Αλλά και αποσπάσματα από επιστολές και τα πεζά του έργα, βρίσκουν τη θέση τους, καθώς γίνεται και η αξιολόγησή τους. Μία απόφανση για το έργο του είναι πως το πεζογραφικό του είναι πολύ σημαντικό. Οι στίχοι του άλλωστε είναι αυτοί πουβοηθούν τον Κρυστ να νιώσει την πλημμυρίδα των ερωτικών συναισθημάτων: « Χαρά ‘ς τον όπου σ’ αγκαλιές δροσολογιέται τέτοιες. Χαρά ς τον που μ’ αθάνατα τέτοια φιλιά κοιμάται». Ο σταυραετός άλλωστε, εμβληματικό ποίημα, επανέρχεται συχνά στο κείμενο, ενώ ο ερωτικός Κρυστάλλης διδάσκεται σε μεταπτυχιακούς φοιτητές και φοιτήτριες στα Γιάννενα. Το «κρουστάλλειο πάθος» άλλωστε του Κρυστ φαίνεται πωςείναι «επιδημία και ίαση», όπως λέει η αγαπημένη του Φωτεινή.
Ο Κρυστάλλης αλλάζει τον Αυδίκο, όπως αλλάζει και τον Κρυστ, όπως τους άλλαξε όλους. Τον κάνει πιο συναισθηματικό, πιο ανοιχτό, του τακτοποιεί τη ζωή, ενώ οι δεσμοί με τους γονείς του παίρνουν νέο προσανατολισμό, επειδή προσεγγίζει τη βλάχικη παράδοση ξανά από την αρχή, πιστεύοντας πως η έντονη υπερδιέγερση που νιώθει «είναι το εισιτήριο για να ανοίξουν οι μπάρες της ψυχής».
* Η Βούλα Σκαμνέλου είναι Φιλόλογος, τ. Σχολικός Σύμβουλος Φιλολόγων